Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

Η παραγνωρισμένη προσφορά των αναισθησιολόγων

Το κακό όταν είσαι ο μικρότερος στην ιεραρχία είναι ότι όλη την ώρα σε τρέχουν. Το καλό είναι ότι γνωρίζεις ότι καλό κομμάτι κυκλοφορεί στον αχανή χώρο εργασίας, που κάθε άλλος χρειάζεται χάρτη + 1 τηλεφωνικό κατάλογο για να κινείται.
Ένας από τους πιο αυτιστικούς χώρους στο νοσοκομείο, είναι το χειρουργείο. Κανείς δεν μπαίνει αν δεν έχει λόγο και κανείς δεν βγαίνει περιμένοντας αυτόν τον λόγο.
Μπαίνοντας λοιπόν ξημερώματα βρίζοντας τον εαυτό σου για την μαλακία που έκανες σε ένα μηχανογραφικό χρόνια πριν, τον ανάδρομο Ερμή σου, που σε σένα έτυχε η στραβή για νιοστή φορά και όχι στον κωλόφαρδο που μονίμως φτιάχνει επιδερμίδα, την μάνα που σε πέταγε και ό,τι άλλο μπορείς να θυμηθείς εκείνη την ώρα και μπαίνεις να αρχίσεις δουλειά και βλέπεις έναν άντρα, δίμετρο που είναι sexy στην πράσινη μπιζαμοφανέλα του, με το καπελάκι με τις κίτρινες μελισσούλες, λες «όπα, να τα, τα ωραία μας» και ξαφνικά ανοίγει το μάτι σου, που είναι σφαλιστό από την αϋπνία. Γιατρός και ωραίος είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο, γιατρός γυμνασμένος, πειραχτήρι και γκαζιάρης είναι ένας γιατρός που πρέπει να συλληφθεί πάρα αυτά! Όταν λέμε γκαζιάρης, στην διαδρομή των 100 km που κάνουμε καθημερινά, με έχει προσπεράσει στην αρχή της διαδρομής, έχει σταματήσει να ρομαντζάρει και να πιεί καφέ και με έχει ξαναπροσπεράσει και έχει ήδη ειδοποιήσει ότι βρίσκομαι στο τάδε km και σε κανά μισάωρο θα φτάσω και εγώ. Αυτά όταν πάει με το διθέσιο, γιατί με την μηχανή δεν τον προλαβαίνω καν να τον δω. Κάτι μαύρο βλέπω να με προσπερνά και υποψιάζομαι ότι είναι αυτός.
Χρόνια έλεγα ποιος είναι αυτός ο παλαβός, που θα τον βρω αφίσα σε καμία στροφή καμιά ώρα. Όχι μόνο δεν τον βρήκα αλλά χρυσό τον έκανα να με πάρει και μένα καμιά φορά. Με τη μηχανή καλέ, δεν πιστεύω να σκεφτήκατε τίποτα πονηρό. Δεν με πήρε ποτέ (ούτε με τη μηχανή, ούτε σκέτα). Τσιμπούρι του έγινα. «θα χεστείς πάνω σου, έτσι όπως οδηγώ» μου είπε «Μαζί σου και στην κόλαση» απάντησα «αν είναι να στουκάρουμε τι καλύτερο; Θα με διασωληνώσεις αμέσως» «και αν χρειάζομαι εγώ διασωλήνωση;» « Θα σου δίνω εγώ το φιλί της ζωής. Ανελέητα.»
Να γιατί δεν πάει το Ε.Σ.Υ. μπροστά. Έχει εκλείψει η συναδελφική αλληλεγγύη.
Ευτυχώς υπάρχει μια ξηγημένη αναισθησιολόγος που έχει καταλάβει την τρέλα που με δέρνει και μου συμπαραστέκεται. Τις προάλλες που έτρωγα τρελό φτύσιμο από ένα εξαιρετικό κομμάτι που κυκλοφορούσε στα έκτακτα, της κατέθεσα τον σπαραγμό μου. Άμα δεν το ζήσεις και λίγο τεατράλε, δεν περνάει η μαμημένη η εφημερία. Αμέσως να μου συμπαρασταθεί και να μου συστήσει όλη την φαρμακοτεχνική υποδομή που χρειαζόμουν ώστε να μην μπορεί να μου αντισταθεί, εξασφαλίζοντας ότι τα ζωτικά του όργανα θα ανταποκρίνονταν στις προκλήσεις της επιστήμης και της τέχνης. Αυτοί οι αναισθησιολόγοι είναι αξιαγάπητα πλάσματα τελικά και ας επιμένει ο δικός μου πότε θα της το βαθμολογήσει (να μην ακούω ηλίθιες ερωτήσεις) στο γυναικολογικό κρεβάτι. Τελικά τα ανέκδοτα τα διαδίδουν οι ζηλιάρηδες.
Σε ένα ιατρικό συνέδριο, 2 ιατροί κάνουν μια αρπαχτή. Τελειώνοντας λέει ο άντρας στη γυναίκα. «Να μαντέψω τι ειδικότητα έχεις;» «Ναι». «Χειρούργος» «Πού το κατάλαβες;» «Έπλυνες τα χέρια σου πριν και μετά» «Ναι σου πω και εγώ τώρα τι ειδικότητα έχεις εσύ;» «Ναι» «Αναισθησιολόγος» «Πώς το ξέρεις;» «Δεν κατάλαβα τίποτα» Κακοήθειες των υπολοίπων ειδικοτήτων! Σας φιλώ και να θυμάστε ο λεκές στην ποδιά του χειρουργού είναι μάλλον από αίμα, στην ποδιά του ορθοπεδικού είναι μάλλον από γύψο και στην ποδιά του αναισθησιολόγου είναι μάλλον από καφέ!

Acting and Coomunicative Skills workshops (in Greek) in Athens,

PERFORMANCE POETICA

Acting and Coomunicative Skills workshops (in Greek) in Athens, Greece; 5-6-7 September 2008, at Booze Cooperativa (kolokotroni 57, Syntagma).



5-6-7 Σεπτεμβρίου, 4.00-8.00 μ.μ.,

στο Booze Cooperativa, Κολοκοτρώνη 57, Αθήνα.



Performance Poetica

Εγώ είμαι η Σκηνή

Εισαγωγικό Εργαστήριο – Σεμινάριο υποκριτικής και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, βασισμένο σε ολοκληρωμένες τεχνικές ερμηνείας λεκτικών και μη λεκτικών (όπως τη γλώσσα του σώματος, της εικόνας κλπ) τρόπων επικοινωνίας, τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και μπροστά ή πίσω από την κάμερα, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Το εργαστήριο θα εισαγάγει τους συμμετέχοντες σε μία καλλιτεχνική και επιστημονική προσέγγιση του χειρισμού αυτών των γλωσσών, προς όφελος του παραγώμενου καλλιτεχνικού έργου του ηθοποιού πάνω στη σκηνή ή μπροστά από την κάμερα, είτε αυτό αφορά τη φωνή, είτε την κίνηση, είτε το χτίσιμο του ρόλου κλπ.

Η νέα τεχνική είναι βασισμένη στην ακαδημαϊκή και καλλιτεχνική έρευνα του σκηνοθέτη και υποψήφιου διδάκτορα στο Middlesex University του Λονδίνου, Χρήστου Προσύλη και μπορεί να εφαρμοστεί παράλληλα με κλασσικές τεχνικές υποκριτικής, όπως Στανισλάβσκι. Η μέθοδος έχει δοκιμαστεί σε εργαστήρια και ερευνητικές παραστάσεις και φιλμς, που παρουσιάστηκαν στο Θέατρο Τέχνης του Λονδίνου και στο Camden People’s Theatre του Λονδίνου. Αυτό το εργαστήριο θα είναι από τα πρώτα που καλούν το κοινό και τους καλλιτέχνες να αποκτήσουν μια εισαγωγή στη νέα τεχνική και παρουσιάζεται σχεδόν παράλληλα σε Αθήνα και Λονδίνο. Περισσότερα για τις παραστάσεις αυτές και τα εργαστήρια, θα βρείτε στις ιστοσελίδες www.cosmotheatre.com και www.cosmocinema.com

Το σεμινάριο είναι εισαγωγικό και για αυτό ανοιχτό τόσο σε επαγγελματίες ηθοποιούς-performers και φοιτητές υποκριτικής, όσο και σε άλλους επαγγελματίες με ενδιαφέρον στην καθημερινή άμεση επικοινωνία και την υποκριτική τέχνη.
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου, 4-8 μμ. Κόστος: 45 euros.
Performance Poetica. Εισαγωγικό εργαστήριο.
Εγώ είμαι η Σκηνή: στην καθημερινή ζωή


* Εισαγωγή στις νέες τεχνικές
* Κατανόηση των καθημερινών εκφράσεων
* Αυτοσχεδιασμός
* Χρωματισμός φωνής, φωνή και έλεγχος αναπνοής
* Εργασία με το κείμενο και τεχνικές παρουσίασης
* Κίνηση και φυσική έκφραση
* Εισαγωγή στη γλώσσα σώματος
* Παιχνίδια ρόλου και συναισθηματικές καταστάσεις
* Τεχνικές χαλάρωσης


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου, 4-8 μμ. Κόστος: 45 euros.
Performance Poetica. Εισαγωγικό εργαστήριο.
Εγώ είμαι η Σκηνή: στο θέατρο


* Εισαγωγή στις νέες τεχνικές
* Κατανόηση του θεατρικού και του κοινωνικού ρόλου
* Στάδια χτισίματος του θεατρικού ρόλου
* Αυτοσχεδιασμός στο θέατρο
* Χρωματισμός φωνής, φωνή και έλεγχος αναπνοής
* Εργασία με το κείμενο και τεχνικές προετοιμασίας για το ρόλο
* Κίνηση και φυσική έκφραση
* Εισαγωγή στη γλώσσα σώματος του ρόλου
* Παιχνίδια ρόλου και συναισθηματικές καταστάσεις
* Τεχνικές χαλάρωσης


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου, 4-8 μμ. Κόστος: 45 euros.
Performance Poetica. Εισαγωγικό εργαστήριο.
Εγώ είμαι η Σκηνή: στο φιλμ


* Εισαγωγή στις νέες τεχνικές
* Κατανόηση του φιλμικού και του κοινωνικού ρόλου
* Στάδια χτισίματος του φιλμικού ρόλου
* Αυτοσχεδιασμός στην κάμερα
* Χρωματισμός φωνής, φωνή και έλεγχος αναπνοής για το φιλμ
* Εργασία με το σενάριο και τεχνικές προετοιμασίας για το ρόλο
* Κίνηση και φυσική έκφραση στην κάμερα
* Εισαγωγή στη γλώσσα σώματος του ρόλου για την κάμερα
* Επικοινωνιακές τεχνικές στο γύρισμα
* Παιχνίδια ρόλου μπροστά στην κάμερα

Ο σκηνοθέτης Χρήστος Προσύλης, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής της ομάδας CosmoTheatre του Λονδίνου και του London Greek Film Festival, και υποψήφιος διδάκτορας στο Middlesex University του Λονδίνου. Περισσότερα για τη δουλειά του θα βρείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα: www.prossylis.com

Περιορισμένος αριθμός συμμετοχών.

Για να κλείσετε μία θέση, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στα

6981332933 - 2114000863

ή μέσω email στα:

workshops [at] cosmotheatre.com

info [at] boozecooperativa.com

* please replace [at] with @ symbol to send email

Web sites:

www.prossylis.com

www.cosmotheatre.com

www.cosmocinema.com

www.boozecooperativa.com


...............
http://www.cosmotheatre.com/performancepoetica.htm

Οι γυναικολόγοι το κάνουν καλύτερα

Πριν συνεχίσω την εξιστόρηση των περιπετειών μου θα ήθελα να ευχαριστήσω το πολυπληθές κοινό μου (και τους 4, που διπλασιάσατε την ημερήσια κίνηση του blog).

Αγαπημένη μου ενασχόληση στις εφημερίες είναι να απολαμβάνω τον τρόμο στα μάτια τσαμπουκαλεμένων αντρών. Κάποια στιγμή έρχεται ένας δίμετρος, αγριεμένος, συν γυναιξί, τέκνοις και λοιπών συγγενών και φίλων. Είχε ένα καλό κόψιμο στο χέρι που χρειάζονταν ράψιμο αλλά λίγο πείραγμα δεν πείραξε ποτέ κανέναν, έτσι δεν είναι;
Παραγγέλνω τα χρειαζούμενα, μου τα ετοιμάζει η νοσηλεύτρια, ξαπλώνω τον ασθενή στην εξεταστική κλίνη. Εκείνος αρνούνταν πεισματικά, «ξαπλώστε» του λέω «μην ζαλιστείτε και μας ταβλιαστείτε και δεν θα μπορούμε να σας μαζέψουμε μετά από τα πατώματα». Έλαβα την κλασσική macho απάντηση. «Εγώ είμαι άντρας δεν μασάω από τέτοια!» «Ώστε δεν μασάς ε;» σκέφτηκα από μέσα μου «Θα σε φτιάξω εγώ».
Παίρνω την καρέκλα με τα ροδάκια κάθομαι πάνω της και τη σέρνω μέχρι δίπλα στο κρεβάτι. Παίρνω το πιο αθώο μου βλέμμα, φοράω το πιο γλυκό μου χαμόγελο και του λέω «Ξέρετε δεν έχω πάρει το πτυχίο μου ακόμα και μου λείπουν κάποιες υπογραφές, πρέπει να κάνω κάποια πράγματα και μετά θα πάρω το πτυχίο. Ευτυχώς που είστε εσείς και θα πάρω ακόμα μία υπογραφή». Ο άνθρωπος έντρομος κοιτούσε τη νοσοκόμα, η οποία προσπαθούσε να μην γελάσει και σκεφτόταν «ωχ! Άρχισε πάλι». Αφού ξεκίνησε να βγάζει τα πράγματα, φτάνει και στο ράμμα. «Ποιο θες;» ρωτά. «Ένα nylon 3.0 θα ήταν καλό» της απαντώ. «φαντάζομαι δεν χρειάζεται να σας κάνω αναισθησία, έτσι δεν είναι;» ρωτάω τον πανικοβλημένο ασθενή «Κάνε μου, κάνε μου!» φωνάζει αυτός, οπότε γυρίζω στην νοσοκόμα και λέω «20 ml από την καλή παρακαλώ, όχι πάλι από τη ληγμένη, αυτός ο κύριος φαίνεται συμπαθέστατος και θα συμπληρώσω επιτέλους τις υπογραφές» Πάω να ξεκινήσω να ράβω, εκείνος να με κοιτά με τρόμο και την τελευταία στιγμή σταματάω. Φέρνω το ράμμα κοντά στα μάτια μου, το εξετάζω και του το δείχνω. «Πώς σας φαίνεται; Καλό είναι;» κοιτάζοντας τον καρδιογράφο που είχαμε δίπλα γιατί το χρώμα του δεν φαινόταν και τόσο καλό. «Θέλετε κάποιο άλλο μήπως; Το έχουμε και σε ροζάκι ξέρετε, αν νομίζετε ότι θα σας πήγαινε περισσότερο, πράσινο, κίτρινο, ότι σας αρέσει.» Η νοσηλεύτρια είχε γυρίσει πλάτη και προσπαθούσε να μην ακούγονται τα χαχανητά της. «Όχι, όχι, το μπλε να μου βάλετε!». «Αυτό το Κέντρο Υγείας έχει σε εξέλιξη μία έρευνα μελέτης της ικανοποίησης των ασθενών, θα σας παρακαλούσα τελειώνοντας να συμπληρώσετε τα κατάλληλα έντυπα, που θα σας δώσουν την γραμματεία, προκειμένου να μας βοηθήσουν να βελτιώνουμε τις υπηρεσίες μας συνεχώς». Ο κακομοίρης είχε παραδοθεί άνευ όρων. Ξεκινάω να ράβω, σταματώ και του λέω «Πώς σας φαίνεται; Έρχεται καλά; Ή να το ξηλώσω και να το κάνω από την αρχή;» «Τέλειωσε το» με ικέτεψε. «Είναι καλή αυτή η ραφή, ή να δοκιμάσω κάποια άλλη; Μήπως ρυζάκι θα του πήγαινε καλύτερα; Εσείς τι νομίζετε; Το κοφτό το κάνατε ήδη μόνος σας» Ο άντρας είχε πλέον παραδοθεί άνευ όρων. Αφού τελείωσα, λέω «Ένα ψαλίδι! Χάλια το έκανα. Θα το ξηλώσω και θα το κάνω από την αρχή να πάρω και την δεύτερη υπογραφή» Έντρομος πετάγεται ψηλά και πάει να φύγει πριν το κλείσουμε με τους επιδέσμους. Στην πόρτα τον τσάκωσε η νοσοκόμα. Του εξηγήσαμε ότι του κάναμε πλάκα και αμφιβάλω αν θα ξαναμπήκε με τσαμπουκά ποτέ εκεί πέρα.
Μετά από αυτήν την μικρή εισαγωγή θα ήθελα να σας μιλήσω για την σχέση μου με κείνο το ψηλό, μελαχρινό αγόρι, -που τον ποθώ αλλά είμαι σε άρνηση, ντε! Η σχέση μας έχει μοναδική χημεία και θα ήθελα να παίρνετε μαθήματα και εσείς οι νεώτερες.
Λοιπόν τα πάντα είναι θέμα timing. Φροντίζουμε να μην ήμαστε ποτέ παρόν στον ίδιο χώρο μαζί. Είτε παίρνοντας άδειες εναλλάξ (επίσημες και μη), είτε εβρισκόμενοι σε διαφορετικούς χώρους. Αυτή η απόσταση θεριεύει το πάθος μας και κάνει τη χημεία μας ακόμα πιο δυνατή. Ακόμα ένα δυνατό προσόν αυτής της σχέσης είναι η ειλικρίνεια και η τιμιότητα που τη διακρίνει. Απαλλαγμένοι από τον επαγγελματικό καθωσπρεπισμό και τις αριβιστικές τάσεις που όλοι μας κρύβουμε, δηλώνουμε απροκάλυπτα πόσο αντιπαθούμε ο ένας τον άλλον, κάνοντας αυτή τη σχέση την πιο τίμια εργασιακή σχέση που είχα ποτέ. Επίσης ποτέ μου με καμία άλλη μου σχέση δεν έκανα τόσο πολύ κόσμο ευτυχισμένο και γελαστό. (Κάποια στιγμή έχουμε μια γυναίκα που δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με τους κανόνες υγιεινής και εγώ κάνω τη δουλειά μου ατάραχη, ενώ ο άλλος έχει εξαφανιστεί. Κρυμμένος σχολιάζει. «Έχεις μικροβιολατρεία τελικά» «Όχι αγάπη μου, απόδειξη, εσένα σε σιχαίνομαι». Αυτό δεν είναι δουλειά, το κλουβί με τις τρελές είναι)
Υποβόσκει η ανυπόστατη φήμη ότι οι γυναικολόγοι είναι οι πιο δυστυχισμένοι εργαζόμενοι γιατί δουλεύουν εκεί που οι άλλοι διασκεδάζουν. Ε λοιπόν, έρχομαι να κατακεραυνώσω και να καταστρέψω αυτόν τον μύθο. Πώς θα αισθανόταν η φίλη σας αν της πιάνατε στα καλά καθούμενα το στήθος και την ρωτάγατε να σας πει λεπτομερώς όλη τη σεξουαλική ζωή της; Ένας γυναικολόγος το κάνει καθημερινώς και δεν θα παρεξηγηθεί καμία. Αλλά μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι μετά από διετή δημοσκόπηση, οι πλέον ενεργά σεξουαλικές ελληνίδες είναι οι 70φεύγα και όχι οι πιτσιρίκες.
Κάποια στιγμή έρχεται στο ιατρείο μία γιαγιά 80φεύγα ετών με ένα γυναικολογικό πρόβλημα που ήθελε χειρουργική αντιμετώπιση αλλά δυστυχώς το βεβαρυμμένο της ιατρικό ιστορικό απέκλειε τη λύση αυτή. Αφού λοιπόν εξηγήσαμε το πρόβλημα, προτείναμε τις λύσεις και αναλύσαμε γιατί πρέπει να καταφύγουμε στην συντηρητική αντιμετώπιση είδαμε την κόρη της να μας κοιτά με ένα βλέμμα όλο απορία. Λέμε basta! Εδώ δεν καταλάβανε τίποτα. Ρωτάει η επιμελήτρια ευγενικά «Μήπως δεν καταλάβατε κάτι; Μήπως έχετε κάποια απορία που θα θέλατε να σας τη λύσουμε» «Ναι» απαντά η κόρη «Μετά το χειρουργείο η γιαγιά θα μπορεί να κάνει sex με τον παππού;» Κοντέψαμε να πέσουμε από τις καρέκλες! Το προσωπικό, 3 γυναίκες μόνες και η γιαγιά με 1002 προβλήματα υγείας το έκανε περισσότερο και από τις 3 μαζί και αυτό που τους ένοιαζε ήταν το sex και όχι αν μπορούσε να βγάλει το χειρουργείο.
Κορυφαία στιγμή της χειρουργικής μου καριέρας ήταν όταν μία κολπική υστερεκτομή αποφασίστηκε στην πορεία του χειρουργείου να γίνει κολπόκλειση (τρύπα νιετ κοινώς). Η γιαγιά τα είχε πατήσει τα 90 και εκεί που μπαίνει και η τελευταία βελονιά και κλειδώνει ο κόμπος, πετάει ο ειδικευμένος το αμίμητο «Όπα ρε παιδιά, δεν ρωτήσαμε αν έχει τον παππού! Αν τον έχει, θα μας κυνηγήσει να μας σκίσει μετά» Πέταξα τα γάντια μες στην απόγνωση και έφυγα παραιτημένη. Δεν παλεύεται με τίποτα αυτή η δουλειά…

Casting

Το Θέατρο Σοφούλη και η Poliprizo – Get Even Arts αναζητούν για τις νέες τους παραγωγές στην Θεσσαλονίκη:
1. Άνδρες και γυναίκες ηθοποιούς με βασικές γνώσεις τραγουδιού και χορού.
2. Τρεις άνδρες ηθοποιούς με εμφάνιση 19 έως 28 ετών επαγγελματίες ή ερασιτέχνες.
3. Έναν πιανίστα.
4. Άνδρες και γυναίκες κωμικούς Stand up Comedy.
Η ακρόαση θα πραγματοποιηθεί με ραντεβού την Κυριακή 14/9 στο θέατρο Σοφούλη στην Θεσσαλονίκη, Σοφούλη και Τραπεζούντος 5.
Πληροφορίες : 2310 423925 καθημερινά 10:00 – 16:00
Οι ενδιαφερόμενοι να προσκομίσουν πλήρες βιογραφικό και πρόσφατη φωτογραφία.

Τι να πει κανείς για το νινί της αλληνής

Στη δουλειά μου έχω έναν ψηλό, μελαχρινό, μικροβιοφοβικό με άδεια σκοτώστρας. Υπήρξε αμοιβαία αντιπάθεια από την πρώτη στιγμή. Η σχέση μας υπήρξε τόσο παθιασμένη που αποφασίστηκε ότι ήταν της μοίρας μας γραφτό να μετατρέψουμε αυτό το πάθος σε έρωτα και στο τέλος να παντρευτούμε. Καλύτερα να κάνω κολπόκληση παρά να του δωθώ αλλά για έναν περίεργο τρόπο αυτό τον ιντριγκάριζε και ερχόταν να φάει την τάπα του καθημερινά. Ιατρός, μεγαλύτερος, με τα στιβαρά του μπράτσα είχε αποφασίσει να μου δείξει τι θα πει άντρας.
Αφού δεν αποφάσιζε να το βουλώσει παρ’ όλες τις ξεφτίλες βάζω το μαύρο μου φόρεμα με τα σκισίματα στα πλάγια μέχρι τα αυτιά, τις ψηλοτάκουνες ασορτί γόβες και πηγαίνω στη δουλειά. Δεν είπε τίποτα, μόνο τράβαγε φωτό. Το βρήκαμε το κόλπο να ησυχάσουνε τα αυτιά μας σκέφτηκα. Την επομένη φοράω το μίνι και ένα ντεκολτέ αβυσσαλέο και την ώρα που έγραφα με το ένα χέρι, κρατούσα χαρτιά με το άλλο και μιλούσα με την απέναντί μου, συνειδητοποιώ ότι για πρώτη φορά το χαρτί μένει στη θέση του. Κοιτάζω καλύτερα και βλέπω ότι μου το κρατούσε σταθερό με το χέρι του και τη μούρη του μέσα στο ντεκολτέ μου σχολιάζοντας την απόχρωση και το σχέδιο του ασορτί στηθόδεσμου. Αυτός που πιστεύει ότι οι γιατροί είναι σοβαρά όντα, πρέπει να είναι βαθιά νυχτωμένος.
Αποφάσισε λοιπόν να με κατακτήσει με την πιο σίγουρη αντρική μέθοδο, αυτήν την χλεμπόνας, ξέρετε που φτύνεις μια γυναίκα μέχρι να κολλήσει. Μεγάλο λάθος. Πού πας ρε ψηλέ ξυπόλυτος στα αγκαθια; Πήγαινε να παίξεις με τις κούκλες σου και όταν μεγαλώσεις, έλα να τα πούμε. Προσέχετε λοιπόν καλοί μου φίλοι τι λέτε και κυρίως πότε το λέτε ιδίως αν υπάρχουν και άλλοι μπροστά.
Κάναμε μια μέρα επίσκεψη (ξέρετε από αυτούς τους ξενέρωτους γύρους που βλέπετε στην τηλεόραση, που στήνονται όλοι και περνάνε να πουν την καλημέρα τους στους ασθενείς και πόσο φροντίζουν για την υγεία τους, για αυτό είναι ακόμα μέσα) και του έρχεται η φαεινή ιδέα να πει « Έλα παραδέξου το, με ποθείς και για αυτό τα κάνεις όλα αυτά, γιατί δεν μπορείς να αποδεχτείς το ανεξέλεγκτο πάθος σου για μένα. Δεν το εννοούσες ότι προτιμάς να γίνεις λεσβία αν ήμουν ο τελευταίος άντρας στη γη από το να πας μαζί μου. Παραδέξου το εδώ ενώπιον όλων» Οι ασθενείς είχαν χάσει τη μπάλα και οι υπόλοιποι προσπαθούσαν με βία να μην ξεσκιστούν στο γέλιο. «Μωρό μου δεν είναι της παρούσης αυτά» του απαντάω και τότε ακούγεται ο προϊστάμενος να λέει «Μωρό μου; Εμένα γιατί δεν με λες μωρό μου;» Με μάτι να γυαλίζει γυρίζω και του απαντώ «Τον φωνάζω και άλλα πράγματα εκτός από μωρό μου (μαλάκα, τρομπόνι, ό,τι μου έρθει εκείνη τη στιγμή) θέλετε να σας τα λέω και αυτά;», «Όχι» μου απαντά έντρομος και η επίσκεψη συνεχίστηκε στους ίδιους ανάλαφρους τόνους.
Τα καλύτερα λέγονται βέβαια στο χειρουργείο όπου ο ασθενής είναι τάβλα και δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται. Αφού για πολλοστή φορά πλακωνόμαστε κλείνοντας την ασθενή, η αναισθησιολόγος τα έχει πάρει στην κράνα και μου φωνάζει «Τελείωνε!» Γυρίζω ατάραχη με την πιο μελιστάλαχτη φωνή και της λέω «αχ, να ξέρες, πόσο καιρό περιμένω έναν παίδαρο να μου το πει αυτό!» και συνεχίζω να ράβω ενώ το χειρουργείο ξεσκίζεται στο γέλιο, με διαφορά φάσης, ανάλογα με το πότε το έπιανε ο καθένας.
Όποιος έχει πει ότι οι γιατροί είναι σοβαροί και σεμνοί άνθρωποι πρέπει να επανεξετάσει σοβαρά τις εμπειρίες του πάνω στη ζωή. Μετά από 3 μήνες που είχε ξεκινήσει τη δουλειά και ήθελε να μου αποδείξει ότι πλέον είναι επιστήμονας, παίρνει το σοβαρό του ύφος και μου λέει «Έχω να σου ανακοινώσω κάτι σημαντικό» (Ώχ! Σκέφτομαι! Ποιος ξέρει τι θα πετάξει πάλι και δεν έχω το κράνος πρόχειρο). Ανάβω τσιγάρο, παίρνω μια βαθιά ανάσα και λέω «Ρίχ’ το και όποιον πάρει ο χάρος». Παίρνει το σοβαρό του ύφος και λέει «Μετά από 3 μήνες έχω να σου ανακοινώσω ότι πλέον βλέπω το νινί *σεμνά* της αλληνής καθαρά επιστημονικά και καθόλου ως άντρας». «Με όλες αυτές την εμμηνοπαυσιακές που βλέπεις εδώ πέρα και βέβαια έτσι θα το έβλεπες» του απαντάω. «Όχι, είναι ανεξαρτήτου ηλικίας μου λέει». Με το τσιγάρο στο χέρι, και την γυναίκα να σκυλοπονάει σε διπλανή αίθουσα, και τον επιμελητή να κάνει τα πονηρά του τηλέφωνα παραδίπλα βάζω μια φωνή. «Κύριε επιμελητάαααα, έρχεστε μισό λεπτό εδώ που σας θέλουμε να σας ρωτήσουμε κάτι;»
Ο ψηλός ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Έρχεται ο επιμελητής και τον ρωτάω «Κύριε επιμελητά εσείς που ασχολείστε 20 χρόνια με το χόμπι, τι λέτε, το βλέπετε το νινί αυστηρώς επιστημονικά;» Περιττό να σας πω ότι ποτέ δεν υπάρχουν κλειστές πόρτες και είμαι ιδιαιτέρως φωναχτερή. Αφού έφαγε την πρώτη ψυχρολουσία με ρωτά «Γιατί ρωτάς;» «Γιατί ο μικρός από εδώ, μου ανακοίνωσε ότι μετά 3 μήνες το βλέπει αυστηρά και μόνο επιστημονικά το όλο θέμα» Πατάει κάτι γέλια και λέει «Και φυσικά όχι» Εκείνη την ώρα χτυπά το τηλέφωνο και λένε ότι θέλουν γυναικολογική εκτίμηση για ένα περιστατικό και ρωτάνε με μία φωνή την κρισιμότερη –για έναν γυναικολόγο ερώτηση- «Πόσο χρονών είναι;», «20» έρχεται η απάντηση. Τσακίστηκαν ποιος θα την πρωτοεξέταζε ενώ δεν εφημέρευε κανείς τους και σε άλλη περίπτωση θα πήγαινα εγώ. Άναψα ένα τσιγάρο και πήγα να πω τις συνηθισμένες βλακείες στη γυναίκα «Δεν είναι τίποτα καλή μου, ανασούλες, θα περάσει, θα έχεις το μωράκι σου σε λίγο, ανασούλες είπαμε, όχι δεν με πειράζει που με έκλασες και έχεσες στα μούτρα μου στο πρόγραμμα είναι, ανασούλες» και άλλα τέτοια επιστημονικά.
Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε γίνει το ανέκδοτο κλινικής και χειρουργείων και δεν χάνει κανείς ευκαιρία να πετάει ατάκες για την παθιασμένη μας σχέση ελπίζοντας σε λίγο τρελό γέλιο ακόμη. Κλείνοντας εδώ την πρώτη μας καλλιτεχνική ενημέρωση θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την απίστευτη ατάκα ψυχοπαθούς επιμελητή που έπασχε από σύνδρομο καταδίωξης. Αφού έβρισε, έβρισε, πήρε μια ανάσα και μετά ξαναέβρισε μια μαμίτσα πήγε και κλειδώθηκε στο γραφείο του. Αφού έκατσε για κάνα δεκάλεπτο μέσα βγαίνει έξω με ένα χαμόγελο ικανοποίησης μέχρι τα αυτιά Πηγαίνει στην μαμίτσα και της λέει «Δεν φτιάχτηκες έτσι όπως σε έβρισα; Δεν σκέφτηκες τι τρομερός μαμιάς *σεμνά* είμαι στο κρεβάτι;» Κάγκελο η μαμίτσα!
Περισσότερα από τον όμορφο κόσμο μας προσεχώς…

Σάββατο, Αυγούστου 30, 2008

Nintendork.com - LogOff Warning

Συμφωνήσαμε


Συμφωνήσαμε να μην πούμε λέξη
Συμφωνήσαμε ακούς;
Μην μου το αλλάζεις τώρα
Το κορμί υπέγραψε τη συμφωνία
Συνένοχοι σε μια συνομωσία
Που μυρίζει χέρια δανεικά
Σιωπήσαμε μπροστά σε μια θάλασσα
Εκείνο το μεσημέρι
Μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι
Ένοχοι, φυγόδικοι, αδιάφοροι
Σε ένα σύστημα που απλά μας προσπερνά
Συμφωνήσαμε
Τι έρχεσαι τώρα και ζητάς;
Καληνύχτα;
Φιλί;
Χάδι;
Έρωτα;
Στα χέρια σου είναι
Γιατί δεν τα βλέπεις;

Take a bow, 'cause you have taken everything else

Αιμίλιος

Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τίποτα. Μία μέρα ήρθες και πήρες τις στιγμές, τις ανακάτεψες σαν τραπουλόχαρτα και τις μοίρασες από την αρχή. Η μάνα είναι καταδικασμένη να κερδίζει, πάντα. Έπαιρνα τη μηχανή, να ξεφύγω από όλες σας. Μια βόλτα στη θάλασσα, ένα τσιγάρο για μένα, ένα ταξίδι για όλες εσάς, που χαμηλώνατε για λίγο τα αστέρια.
Μη μου ζητάς να απολογηθώ, προς Θεού μη μου ζητήσεις λέξεις. Όχι εσύ. Τα πιο σημαντικά είναι αυτά που δεν είπαμε. Ήξερες να ακούς τη σιωπή. Δε μετανιώνω για τη ζωή μου, εγώ τη διάλεξα και εγώ την ταξίδεψα. Δε σε κρατώ. Δε σου λέω να φύγεις. Είσαι ελεύθερη να διαλέξεις. Χωρίς υποσχέσεις μωρό μου. Δύσκολη Ιθάκη γύρεψες και δεν έχω τίποτα να σου δώσω. Όχι σε τούτον τον κόσμο.
Αυτός ο χρόνος δεν είναι δικός σου. Ποτέ δεν ήταν και το ξέραμε και οι δυο. Τι σημασία έχουν τα ονόματα και οι αριθμοί; Η αλήθεια είναι απλά μια υπερεκτιμημένη λέξη, μια δικαιολογία να αλυσοδένουμε τις ψυχές μας για να μη ζήσουν όλα εκείνα που μπορούν. Μη ρωτήσεις τίποτα, μπορεί να σου απαντήσω και δε θέλω να σε πληγώσω.
Ίσως σε ξαναδώ, ίσως και πάλι όχι. Θα βγούμε από αυτό το νοσοκομείο και ίσως μια μέρα εκεί που κάθεσαι να νοιώσεις μια ζέστη, μια ανατριχίλα, να γυρίσεις και με δεις να περνάω δίπλα σου και να σου χαμογελώ. Ίσως όχι. Μπορείς να ζήσεις μια ζωή στο ίσως; Μπορείς να με περιμένεις γνωρίζοντας ότι ρισκάρεις να μην έρθω ποτέ; Μπορείς να αγαπάς μ’ αυτόν τον τρόπο; Θα ανέβεις στην εκτίμησή μου αλλά δεν θα φτάσεις την αγάπη ποτέ.
Επιστρέφω πίσω στον κόσμο που με γνώρισες, που με έφτιαξε αυτό που αγάπησες και δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω. Μην μ’ ακολουθήσεις, μη δοκιμάσεις να σταθείς πλάι μου –θα είσαι η πρώτη που θα δαγκώσω σα λύκος σαν έρθει η ώρα-. Παίξε με τις λέξεις σου. Ταίριασε τις, ύψωσέ τις σαν πύργο από τραπουλόχαρτα και έπειτα φύσηξε σαν παιδί και σώριασε τις και ξεκίνα πάλι από την αρχή για να φτιάξεις τον επόμενο πύργο σου.
Πού ξέρεις; Ίσως μια μέρα όπως θα περνώ από ένα βιβλιοπωλείο να σταματήσω και να δω ένα δικό σου βιβλίο στην βιτρίνα. Να μπω μέσα και να το αγοράσω. Και πού ξέρεις; Ίσως εκείνο το βιβλίο να είναι η δική μας ιστορία. Όλα όσα σου έδωσα, δίχως να το ζητήσεις και τότε θα σκεφτώ ότι ίσως πως από κάπου μου χαμογελάς και εσύ.



Είχες δίκιο Αιμίλιε, σκέφτομαι καθώς κοιτάζω το γράμμα σου εκτυπωμένο.
Είχες δίκιο αγάπη μου.
Ορίστε το βιβλίο σου.
Αφιερωμένο.

Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008

Άννα

Άννα

Κρατάω το περιοδικό στα χέρια μου. Το δανείστηκα από την διπλανή για να περάσει η ώρα. Είδα την φωτογραφία σου, την πρόταση γάμου στη Μαρία, την εγκυμοσύνη της και την φωτογραφία της γυναίκας σου. Όσα δεν λέμε, δεν είναι ψέματα, έτσι δεν είναι; Νοιώθω ένα βουητό στα αυτιά μου, που ολοένα και δυναμώνει. Σταμάτησες μια μέρα μπροστά μου με την μηχανή και μου είπες ανέβα. Και εγώ ανέβηκα. Και δεν είπαμε ψέματα ποτέ. Ούτε αλήθειες είπαμε όμως. Είναι κακό αυτό;
Ένα ταξίδι, χωρίς όρους, χωρίς τεμπέλες και προπάντων χωρίς υποσχέσεις. Πάμε και όσο κρατήσει. Σε δανείστηκα από κάποια που σε είχε ήδη δανεικό. Δεν διάλεξες λέξεις για μένα, δεν ζήτησα τίποτα παρά μόνο τη στιγμή. Σ’ αγάπησα σαν άγγελος, σε μίσησα σαν δαίμονας. Όλες αυτές οι εικόνες τριγυρνούν στο μυαλό μου. Όχι, δεν υπήρξαν ποτέ. Μαστούρα από τα φάρμακα ήταν. Κρατώ το περιοδικό σφιχτά στα χέρια μου και η βουή δυναμώνει, δυναμώνει συνεχώς.
Στάθηκα μπροστά σου γυμνή χωρίς να ζητήσω κάτι. Χτύπησα την πόρτα σου. «Ποιος είναι;» Ρώτησες από μέσα. «Εγώ», απάντησα. Δεν άνοιξες. Την επομένη ήρθα ξανά. Χτύπησα. «Ποιος είναι;» Ρώτησες ξανά. «Εσύ», απάντησα μα δεν άνοιξες ούτε και εκεί. Ήρθα και την τρίτη ημέρα. Χτύπησα και φώναξα «εμείς» αλλά είχες ήδη φύγει.

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

My lady blue

Κάθομαι στο μπαλκόνι τη νύχτα και χαζεύω τα φώτα της νύχτας. Μόνο τη νύχτα αγαπώ την Αθήνα, μέσα σ’ αυτό το φως. Τη μέρα τη φοβάμαι, με πνίγει και περπατώ βιαστικά άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους να κρυφτώ. Δεν θυμάμαι οδούς εδώ πέρα. Δεν θυμάμαι τα σπίτια που ήμουν περαστική. Μόνο τη θέα τη νύχτα. Τις μέρες δεν βγαίνω στο μπαλκόνι ποτέ. Καπνίζω τα τσιγάρα σου απόψε. Ένα πορτοκάλι ζήτησα από τον περιπτερά και εκείνος με κοίταξε απορημένος. Είπα τη μάρκα και τα πήρα. Περίμενα μέχρι να ανάψουν τα φώτα.
Θυμάμαι τα φώτα από όλες τις βεράντες, που πέρασα μέχρι να ‘ρθει το πρώτο φως και να κρυφτώ πάλι μέσα. Έβαλα μουσική χαμηλά να μην ενοχλώ και διάλεξα τα τραγούδια σου. Νομίζω ότι αν απλώσω το χέρι θα πιάσω τα φώτα, θα πιάσω εσένα.
Ενώνω τα φώτα στο μυαλό μου και χαράσσω τη διαδρομή μέχρι εκεί που βρίσκεσαι τώρα. Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος και κατεβάζω το χέρι.
Πόσο μικρό φαντάζει το πάντα σ’ αυτή την πόλη. Πόσος λίγος ο χρόνος για να χωρέσει όλα μας τα λάθη. Ακόμα ξοφλάω μερικά. Μαρούσι, Πεύκη και αλλού. Σπίτια, ξενοδοχεία και δρόμοι, τόσοι δρόμοι για να διαλέγω διαδρομές μακριά σου.
Καπνίζω τα τσιγάρα σου και σε θυμάμαι. Εύχομαι το μεγαλείο που έψαχνες να το ‘χεις βρει τώρα πια και να νοιώθεις λιγότερο μόνος σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο. Τον κόσμο που σε αγριεύει και όλο ζητά, ολοένα και πιο πολλά, ολοένα και πιο δυνατά. Τον κόσμο που σε κάνει τόσο μικρό ώστε να μην χωράς σε καμιά αγκαλιά. Λογαριασμοί, χρέη, υποχρεώσεις και ένα σπίτι κόκκινο, που έγινε κίτρινο και μετά πράσινο γιατί τα λεφτά ποτέ δεν ήταν αρκετά. Ένα σπίτι διαρρηγμένο, μια τζαμαρία σπασμένη, οι φωτογραφίες κρυμμένες σε ένα κουτί πίσω από συρτάρια. Πόσα κουτιά να σε χωρέσουν, πόσα να πετάξω, τι να σκίσω και τι να κάψω. Πόσα γαλάζια τριαντάφυλλα να μισήσω στα ανθοπωλεία που προσπερνώ βιαστικά.
Κάπου εκεί έξω, κρυμμένος μέσα στο φώτα αγαπάς τώρα. Το νοιώθω και χαμογελώ. Μου τελείωσαν τα τσιγάρα μικρέ μου. Σβήνω το τελευταίο και πάω για ύπνο. Καληνύχτα. Και να θυμάσαι… να μου σε προσέχεις.

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2008

Λογοτεχνικός Διαγωνισμός

Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Εφημεριδας
Παρασκευή, 22 Αυγούστου 2008 11:39 μμ | χωρίς σχόλια
Λογοτεχνικός Διαγωνισμός
29 Ιούλ 2008, στις 02:01 PM

Λογοτεχνικός Διαγωνισμός

Λογοτεχνικό Διαγωνισμό με θέμα: «Μενεξέδες, εφήμερη ομορφιά» προκηρύσσουν η εφημερίδα «Κηφισιά» και η 1η Λέσχη Ανάγνωσης Κηφισιάς.

Οι συμμετέχοντες μπορούν να στείλουν ποιήματα ή διηγήματα, δακτυλογραφημένα σε τρία αντίτυπα, στη διεύθυνση της εφημερίδας, Λεωφ. Κηφισίας 265, Κηφισιά, 145 61, με την ένδειξη «Για το Λογοτεχνικό Διαγωνισμό», χωρίς διεύθυνση αποστολέα. Μέσα στο φάκελο πρέπει να εσωκλείεται άλλος φάκελος με στοιχεία του διαγωνιζόμενου. Τα κείμενα θα υπογράφονται με ψευδώνυμο και θα κριθούν από τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης.
Συμμετοχές έως 31 Οκτωβρίου 2008. Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν έως 31 Δεκεμβρίου 2008. Τα κείμενα που θα διακριθούν θα εκδοθούν σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Κηφισιά» και η εκδήλωση βράβευσης θα πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της 55ης Ανθοκομικής Έκθεσης Κηφισιάς, στο Άλσος Κηφισιάς.
Έκταση κειμένων: Διηγήματα: Έως 4 σελίδες, περίπου, 2.500 λέξεις. Ποιήματα: Ελεύθερη.


....
αντιγραφή από το blog http://pray.pblogs.gr/

Εξετάσεις Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ανακοινώνεται ότι η Γραμματεία της Σχολής θα δέχεται τα δικαιολογητικά των υποψηφίων για τις Προκριματικές και Εισαγωγικές Εξετάσεις της Σχολής από τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου έως και την Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008 εκτός Σαββάτου και Κυριακής.

Τα δικαιολογητικά, που απαιτούνται είναι:

1. ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ(αποδεικτικό η επικυρωμένη φωτοτυπία)
2. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΕΝΝΗΣΗΣ η ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΗ
3. ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ Της ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ.
4. 8 (ΟΚΤΩ) ΕΓΧΡΩΜΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Οι υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους και να μην υπερβαίνουν το εικοστό πέμπτο.

Ώρες υποβολής των δικαιολογητικών από 9.00 π.μ. έως 2.30 μ.μ.

Δραματική Σχολή Κ.Θ.Β.Ε.
Μονή Λαζαριστών, Κολοκοτρώνη 25-27 & Θράκης
Σταυρούπολη ,Θεσσαλονίκη
Τηλ.2310 589.104,2310 589.110

Κυριακή, Αυγούστου 24, 2008

Αγαπημένο μου περιοδικό «Όλα του γάμου δύσκολα»,

Πήρα όλα σας τεύχη και σχεδίασα ξανά και ξανά τον παραμυθένιο γάμο μου. Στο τεύχος 13 είχατε ένα αφιέρωμα με τις προλήψεις και θα ήθελα να μου πείτε τι προβλέπετε για το γάμο μου.
Διάλεξα το τέλειο νυφικό με την υπέροχή μακριά ουρά, που συναγωνίζονταν επάξια του μούτρα του συζύγου μου μόλις την έβλεπε. Κατεβαίνοντας από την λιμουζίνα κάποιος την πάτησε (την ουρά) και την έσκισε. Κολοβή και ταπεινωμένη πλησίασα τον ευτυχή σύζυγο, που κατάφερε να μου δείξει ποιος κάνει κουμάντο πριν καν προλάβω να του πατήσω το πόδι.
Περπάτησα αγέρωχη ανάμεσα στη λουλουδάτη εκκλησία ενθυμούμενη τους πολυαγαπημένους μας κουμπάρους, που μας ανακοίνωσαν την προπαραμονή ότι στην περιοχή τους τα λουλούδια δεν είναι υποχρέωσή τους και έτσι με μεγάλη τους χαρά ξαλάφρωσε αρκετά το δικό μου πορτοφόλι καθώς ανοίξαμε νυχτιάτικα ανθοπωλείο των Αθηνών όπου έφτιαξαν τα λουλούδια τα οποία μεταφέρθηκαν αμέσως με Ι.Χ. στην γραφική επαρχία που βρισκόμουν.
Δεν θυμάμαι πολλά από την τελετή εκτός από το μου έκαναν νοήματα να σκύβω για να μην φαίνεται και στις φωτογραφίες η διαφορά του ύψους. Το είχαν εμπεδώσει ότι του ρίχνω ένα κεφάλι δεν ήταν ανάγκη να υπάρχουν και φωτογραφικά ντοκουμέντα επί τούτου. Τη στιγμή που σκεφτόμουν ότι όλοι χρειαζόμασταν ένα ποτό να χαλαρώσουμε έρχεται στην μούρη μου το ποτήρι με το κρασί. Excellent timing σκέφτηκα και εξαιρετική επιλογή καθώς εγώ είχα διαλέξει και πληρώσει το ποτήρι, το κρασί και τα συμπαρομαρτούντα αλλά έκανα το λάθος να το δώσω στους κουμπάρους. (Το τοπικό έθιμο απαιτεί να το πληρώνει η νύφη και να το παρουσιάζει η κουμπάρα για δικό της). Φευ! Ήταν ραγισμένο. Τους είχε πέσει!
Απτόητη προσπέρασα τα υπόλοιπα και σκεφτόμουν τον χαβαλέ με το πέταγμα της ανθοδέσμης. Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Δεν το συνήθιζαν στην περιοχή αλλά τι στο καλό, τηλεόραση θα έχουν σκέφτηκα. Ζήτησα την δεύτερη ανθοδέσμη, την πέταξα ανάμεσα στα φλας και κάθισα ανακουφισμένη να τσακίσω κανένα γλυκάκι που είχαμε Bonus με τις μπουμπουνιέρες που πλήρωσα διπλές με το πουρμπουάρ που αποφάσισε να δώσει ο καλός μου (με το μισθό μου που είχε σηκώσει πριν λίγο). Πριν προλάβω να κατεβάσω τη δεύτερη μπουκιά το κατά τ’ άλλα συμπαθέστατο σόι του γαμπρού είχε έρθει σύσσωμο για τσαμπουκά καθώς η δεύτερη ανθοδέσμη ήταν μικρότερη από την κανονική και είχαν έρθει αποφασισμένοι να πάρουν και την άλλη. Αναποφάσιστη μεταξύ γέλιου και υφέρποντος νευρικού κλονισμού έδωσα μάχη και κατάφερα να κρατήσω την ανθοδέσμη.
Επειδή όμως μου πέφτει ο ζάχαρος συνεχώς (έγκυος γαρ, -από τη δοκιμή του νυφικού μέχρι το γάμο, δεν χώραγα στο νυφικό-) ανυπομονούσα να τσακίσω την τρίπατη τούρτα γάμου, την οποία δεν είχα δει αλλά μόνο πληρώσει. Αφού πήγαμε σε ένα γραφικό καταγώγι και χορέψαμε playback (πόσα λεφτά νομίζατε ότι έχω εξάλλου;) σε χώρο που κάποτε θα ονόμαζα κατ’ ευφημισμόν χωλ, έφτασε η στιγμή της τούρτας. Ακόμα μια φορά η μοίρα σάρκαζε τη γυναικεία μου υπόσταση για τις μεγάλες προσδοκίες. Σερβιρίστηκαν παστάκια-δείγματα και στην αγωνιώδη αναζήτησή μου, μου ανακοίνωσαν ότι ο λατρεμένος μου σύζυγος –πλέον- είχε την φαεινή ιδέα να την τοποθετήσει πίσω από το προσκέφαλο των επιβατών, μέχρι τη στιγμή που η τούρτα αποφάσισε να ακολουθήσει τους νόμους της μηχανικής και σε μια απότομή στροφή η τούρτα βρέθηκε κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού. Κάτι σκίρτησε μέσα μου και αγάπησα τον επαγγελματία οδηγό που παντρεύτηκα για ένα ακόμα λόγο.
Δεν θα μακρηγορήσω άλλο (ευτυχώς δεν έφεραν δώρα)
Τι λένε οι συνεργάτες σας βασισμένοι σε όλα αυτά θα κρατήσει ο γάμος;
Υς ευτυχώς θα αργήσουν οι φωτογραφίες του γάμου γιατί η κουμπάρα ήταν λες και ήταν σε κηδεία γιατί είχε πέσει σε τροχαίο με νεκρούς ερχόμενη για το γάμο (ο φωτογράφος σκοτώθηκε σε τροχαίο με τη μηχανή του λίγο μετά το ευτυχές γεγονός οπότε η καθυστέρηση είναι απόλυτα σεβαστή.)

Αναμένοντας με ανυπομονησία την πρόγνωσή σας,
Η αξιότιμη σύζυγος

Jezebel νυχτώνει και απόψε, ετοιμάσου, έρχεται να σε πάρει

Ευτυχώς η γειτόνισσα λείπει. Κάθομαι στην πολυθρόνα και βλέπω τους απέναντι. Πάλι βγάζουν τα μάτια τους στο μπαλκόνι. Εκτιμώ βαθύτατα τους ανθρώπους με συνεχή προσφορά στο κοινωνικό σύνολο αλλά απόψε δεν νοιώθω ιδιαίτερα φιλότεχνός. Ξαπλώνω στον καναπέ του σαλονιού με τα πόδια στο τραπέζι. Κοιτάζω τις κορνίζες με τις φωτογραφίες απέναντι. Λείπει μία. Λείπουν περισσότερα από όσα αντέχω. Απλώνω το χέρι και μηχανικά ξεκινώ να παίζω με τον διακόπτη για το φως. Lights on… Lights off… Wax on… Wax off…
Νοιώθω κάτι ζεστό στα χέρια μου. Κάποια ράμματα έσπασαν και ματώνουν ξανά. Πετάω τα ρούχα και πηγαίνω στο ντους. Ανοίγω το νερό και μένω από κάτω. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι που χορεύαμε στην παραλία. Κάθε βράδυ πηγαίναμε εκεί για να χορέψουμε με τη μουσική που ερχόταν από τη διπλανή βίλα. Λέγαμε «σ’ αγαπώ» και άλλα ψέματα και ξεχυνόμασταν στους δρόμους. Η βροχή, το σπιτάκι στο δάσος λίγο πριν χαθείς. Τα ταξίδια. Τα μαύρα μου ρούχα που έβγαζες και πέταγες στην εθνική ένα – ένα καθώς τρέχαμε με την μηχανή. Τα πονηρά τηλέφωνα όταν ήμουν σε meeting για να με πειράξεις που δεν μπορούσα να σου απαντήσω.
Μια μέρα ξύπνησα και δεν ήθελα να σηκωθώ να πάω στη δουλειά. Τηλεφώνησα και τους είπα ότι δεν θα πάω. Τους το ‘κλεισα τη στιγμή που άρχισαν να ωρύονται. Έκανα καφέ. Σκέτο. Σαν τη ζωή μου. Αυτό είναι. Πνιγόμουν. Εξαρτιόμουν πια από σένα. Τρελάθηκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκες στο σπίτι. Με το κλειδί σου. Σαν να έμπαινες στο σπίτι σου. Τρομοκρατήθηκα. Είχες λουλούδια, κεριά, και ένα δώρο. Ξαφνιάστηκες που με είδες αλλά έπεσες αμέσως στα πόδια μου… και με ζήτησες σε γάμο. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Φώναξα όχι και σηκώθηκα και έφυγα. Όταν γύρισα είχες πάρει τα πράγματα και είχες φύγει. Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκα με την κολλητή μου. Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. Η καλή η φίλη όμως σε πολύ περισσότερα.
Βγαίνω από το μπάνιο, βάζω από μια βρεγμένη πετσέτα στο κάθε χέρι και επιστρέφω στη βεράντα. Το κινητό χτυπά, εναλλάξ με το σταθερό. Δεν το σηκώνω. Σηκώθηκε αέρας. Οι ανάσες σου ξεχυθήκανε στους δρόμους και ψαχουλεύουν την ψυχή μου. 11 σήμερα. 1 + 1 δεν κάνουν δύο. Ποτέ δεν έκαναν σε τούτα τα σκοτάδια. Πάντα 11 ήταν. Το 1 απλώνει χέρι στο άλλο και προχωρούν, μέχρι που το 11 σπάει και γίνεται ξανά 1. Έφυγες και εμφανίστηκες ξαφνικά αργότερα για να γίνεις και εσύ μία κολλητή. Να γυρίζεις το μαχαίρι, κάθε φορά που βαριέσαι και θες παιχνιδάκια. Οι ημερομηνίες γίνονται μια ρουλέτα στο μυαλό μου που γυρίζει, γυρίζει και εγώ σαν μπάλα τρέχω ασταμάτητα πάνω τους.
Χτυπάει το κουδούνι. Δεν σηκώνομαι να ανοίξω. Σε λίγο χτυπά η πόρτα. Μόνο μία το κάνει αυτό συστηματικά και είναι αποφασισμένη να κακοποιεί την πόρτα.
- Μωρό, άνοιξέ μου. Το ξέρω ότι είσαι μέσα!
Είμαι καταδικασμένος. Σηκώνομαι να της ανοίξω.
- Δεν ήξερα ότι πέφτεις για ύπνο από τόσο νωρίς, μου είπε χαμογελώντας και εισβάλοντας στο σπίτι. Έκλεισα την πόρτα πίσω της και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα γυμνός με τις πετσέτες στα χέρια.

Rodeo, C' est la vie, pas le paradise

Τα χέρια είναι έτοιμα. Μία παυσίπονη ένεση, τους επιδέσμους και επιστρέφω στη μηχανή. Δοκιμάζω τα χέρια μου αλλά δεν μπορούν να την κρατήσουν. Την αφήνω και γυρίζω στο ταξί. Ακούω την βραχνή σου φωνή, νοιώθω την ανάσα σου. Πάω στο νοσοκομείο να βρω την μικρή. Φωνές, πανικός, λέω να φύγω αλλά την τελευταία στιγμή τη βλέπω. Μου κάνει νόημα να την περιμένω. Δεν τα γουστάρω τα νοσοκομεία. Σταμάτησα να σπάω πόρτες για να βρω ανθρώπους. Πάω να φύγω και τότε με προλαβαίνει. Με φιλά χαμογελώντας και φεύγουμε.
Κατεβαίνουμε, φοράω τα γυαλιά και παίρνουμε ταξί.
- Πού θα πάμε; Με ρωτά
- Σπίτι σου, της απαντώ.
Γελώντας δίνει την διεύθυνση στον ταξιτζή. Φτάνουμε στο σπίτι
της, κατεβαίνει και κλείνω την πόρτα πίσω της. Απορημένη με κοιτά. Ανοίγω το παράθυρο.
- Σου υποσχέθηκα ότι θα έρθω να σε βρω. Τίποτε άλλο.
Είπα στον ταξιτζή να φύγει, επέστρεψα στο γραφείο και πήρα τη
μηχανή. Τα χέρια μου με πονάνε αλλά όχι αρκετά για να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Ξεχύνομαι στους δρόμους. Βγαίνω στην παραλιακή μηχανικά. Σταματάω δίπλα στη θάλασσα. Κάνω ένα τσιγάρο και επιστρέφω πίσω στο σπίτι. Ανοίγω τον υπολογιστή και βγάζω τους επιδέσμους μέχρι να συνδεθεί. Βάζω ένα ποτό και κάθομαι να σε ψάξω. Δεν έχω όρεξη για πλάκα απόψε. Βάζω μουσική και βγαίνω στο παράθυρο να κάνω τσιγάρο.

Σάββατο, Αυγούστου 23, 2008

Δεν είμαι άντρας σου λέω, κύμβαλο είμαι, κύμβαλο αλλαλάζον...

Σάββατο σήμερα. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του γραφείου το γκρίζο της πόλης και πίνω τον καφέ μου. Έχω βάλει τη μουσική δυνατά να τη νοιώθω να με διαπερνά. Δεν είναι κανείς άλλος εδώ. Κρατάω με το πόδι τον ρυθμό, με τα δόντια τη σκέψη μου να μην τρέξει ξοπίσω σου.
Βάζω ξανά και ξανά το ίδιο κομμάτι. Κοιτάζω τα μαύρα μου ρούχα. Με έμαθες να τα βγάζω και ύστερα έφυγες και έγιναν θηλιά που με πνίγει. Ανάβω τσιγάρο. Αυτό δεν θα προλάβεις να το πάρεις από το στόμα μου. Πάντα τα σάλιωνα λιγάκι στο φίλτρο να σου κλέβω ένα φιλί όταν το έβαζες στο στόμα σου.
Λέω πως ξέχασα το όνομά σου. Για να σε εκδικηθώ δεν ξαναφώναξα ποτέ γυναίκα με το όνομά της. Όχι άλλα ονόματα για μένα. Και όμως πάντα γυρίζεις σαν σαράκι να ζητήσεις και άλλο. Δεν έχω. Κοίτα. Ψάξε. Πάρε το σακάκι, το κράνος, εμένα αν το θες για τελευταία φορά.
Νοιώθω το ρυθμό και είναι σαν να με χτυπάς στο στήθος με τα χέρια σου. Θυμάσαι; Με χτύπαγες και εγώ δεν έκανα τίποτα. Μόνο δάκρυζα και σε άφηνα να ξεσπάσεις. Μου έμαθες πώς κάνουν έρωτα για να μετρά το κορμί μου καλύτερα τους τρόπους που μου λείπεις.
Δυναμώνω τη μουσική για να μην ακούω τη σκέψη μου. Κλειδώνω την πόρτα και βγάζω το ουίσκι. Κοιτάζω τη μηχανή στο δρόμο. Κλείνω το κινητό. Βγάζω το βύσμα από το σταθερό. Δεν θέλω να μαθαίνω νέα σου. Δεν θέλω να περνάς καλά μακριά μου. Μου στέλνεις emails και φωτογραφίες από τις διακοπές σου. Δεν είμαι εδώ. Είμαι κακός και μικρόψυχος. Σε μισώ, μα πιο πολύ μισώ εμένα και κείνη τη στιγμή που έπεσα επάνω σου τυχαία. Τη γαμημένη στιγμή που σήκωσες το κεφάλι σου και με είδες. Να μην είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι εκείνη τη μέρα, να είχα ξεχάσει κάτι να γύριζα πίσω, να μην βρεθώ εκείνη την καταραμένη στιγμή στο δρόμο σου.
Γελάς και η σαρκοβόρα ανάσα σου με διαμελίζει. Παίρνω τη μηχανή και τρέχω στους δρόμους, γίνομαι πίτα, χαρακώνομαι, μουλιάζω στο παγωμένο νερό αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ να σε βγάλω από μέσα μου. Ένας πετυχημένος μαλάκας είμαι.
Όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου. Νοιώθω το φιλί σου στα χείλη μου. Πετάω το μπουκάλι στον τοίχο. Βλέπω το ουίσκι να τρέχει στον τοίχο όπως έτρεχε το νερό στο γυμνό κορμί σου. Πλησιάζω το σπασμένο μπουκάλι, σκύβω, σηκώνω το χέρι και το κατεβάζω με δύναμη πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Ο πόνος είναι η λύτρωσή μου.
Μου έμαθες τις κόντρες, θυμάσαι; Ποιος θα φωνάξει, ποιος θα κλάψει, ποιος θα πονέσει τον άλλον πιο πολύ. Και έπειτα έφυγες. Τόσο απλά, που θέλω να ουρλιάξω έτσι όπως είμαι πεσμένος στη μοκέτα. Ό,τι και να σκεφτόμουν, είχες ήδη σκεφτεί το επόμενο. Άσχημος αριθμός το 1. Γελάω και κοπανάω και το άλλο μου χέρι στα σπασμένα γυαλιά. Σηκώνομαι και κάθομαι στην καρέκλα μου. Τη γυρίζω να κοιτάζω την πόλη. Αδειάζω με την μία όσο ουίσκι έχει απομείνει στο ποτήρι.
Τις νύχτες βγάζω το γαλάζιο πουλόβερ, που μου είχες χαρίσει και το κρατάω αγκαλιά. Δεν το φοράω πια. Δεν χαμογελώ, Δεν ξυρίζομαι καθημερινά. Δεν κοιμάμαι. Δεν θέλω να γυρνώ στο σπίτι. Ψάχνω τα χέρια μου, μα τα άφησα πάνω στο κορμί σου την τελευταία φορά και από τότε δεν τα ξανάδα.
Δουλεύω σαν μανιακός. Όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλο το χρόνο. Μέχρι να γονατίσω από την εξάντληση και αποκοιμηθώ και τότε τρυπώνεις ύπουλα στα όνειρα και πετάγομαι να σ’ αρπάξω, να μείνεις εδώ. Μα προλαβαίνεις πάντα να φύγεις.
Σπίτια, αυτοκίνητα, μηχανές, γυναίκες τα στοιβάζω και τα καταθέτω να ξοφλήσω το δάνειο σου, καταραμένε τοκογλύφε. Γνωστοί, πάρτι, φωτογραφίες γεμάτες ανόητα χαμόγελα, μια ζωή λαμπερή, φωτεινή, γραββατομένη. Ξύπνησα ένα πρωί και είχα γκριζάρει. Δεν με γνωρίζω πια στον καθρέφτη και έτσι συνεχίζω να με προσπερνώ.
Βγάζω και το άλλο μπουκάλι ουίσκι και γεμίζω το ποτήρι. Πίνω και αρχίζω να βγάζω τα γυαλιά από τα χέρια μου. Παιδιαρίσματα. Δεν μπορείς να κάνεις καλή δουλειά στις παλάμες. Ξεκλειδώνω την πόρτα, ανοίγω το τηλέφωνο, καλώ ταξί.
Ήρθα απλά να σου πω ότι γνώρισα μια πιτσιρίκα. Με πλησίασε στο bar, με κέρασε ποτό και ξέρεις πώς με αποκάλεσε; «Πανθηράκι» Όπως με φώναζες μόνο εσύ. Ήπια το ποτό, τη βούτηξα και πήγαμε βόλτα με τη μηχανή. Δεν την ρώτησα το όνομα της. Δεν με νοιάζει. Μα με περιμένει. Ήρθε το ταξί. Βάζω τα γάντια, κλείνω τη μουσική, κλειδώνω και φεύγω. Πρώτα στον Νίκο να μου βάλει κανέναν επίδεσμο χωρίς πολλές ερωτήσεις και μετά πίσω να πάρω τη μηχανή. Η μικρή περιμένει και δεν πρέπει να την αφήσω να μεγαλώσει.

Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2008

Πώς μαθαίνουν να πετάνε οι άγγελοι μαμά; (Δοκιμή 2η)


Δοκιμή 1. 1… 2…. 1… οκ πάμε

Έχουμε μάθημα σήμερα. Είμαι ο πιο κοντούλης και πάντα με βάζουν μπροστά στην αρχή. Μας πήγαν σε έναν τεράστιο ουρανοξύστη και παραταχτήκαμε στην άκρη της ταράτσας. Αναφτερούγισα και γύρισα πίσω. Απαπαπα, δεν νοιώθω έτοιμος ακόμα. Κρύβομαι πίσω από τα φτερά των άλλων. Ελπίζω να μην με δουν.
Ε, ψιτ, κύριος! Ναι, εσύ! Τι χαμογελάς; Τι χαζή νοοτροπία, που έχετε εσείς οι άνθρωποι, να νομίζετε πως γνωρίζουμε εξ’ απ’ ανέκαθεν να πετάμε! Δηλαδή εσείς αμέσως όταν γεννηθείτε, σηκώνεστε και περπατάτε μέχρι την κούνια σας;
Σας το είπα ότι έχω και υψοφοβία; Προσπάθησα να πάρω απαλλαγή αλλά η Διεύθυνση υπήρξε ανένδοτη. Με σπρώχνουν μπροστά. Σφίγγω το manual στα χέρια μου και χαμογελώ ικετεύοντας να με αφήσουν να κρυφτώ πάλι. Δεν νοιώθω δυνατά τα φτερά μου σήμερα, ο διπλανός μου κάνει γκριμάτσες και κάποιος με μια τρίαινα μου τσιμπάει τον κώλο! Ουψ! Κακιά λέξη. Συγγνώμη! Μπορώ να αποβληθώ τώρα;
Όχι; Καλά. Πωπω δεν γινόταν να ξεκινήσουμε από κανένα τριώροφο; Καλά μη βαράτε. Κάτι παθαίνω με τους ουρανοξύστες. Ε, σε βλέπω εσένα εκεί κάτω. Μην κάνεις κακά πράγματα! Θα σε μαρτυρήσω!
Μάλλον πρέπει να ζητήσω άλλο ζευγάρι φτερά. Πιο μεγάλα. Είμαι μικρούλης μου έδωσαν και αυτά, πάει σίγουρα θα σπάσω τα μούτρα μου. Δεν είναι φτερά αυτά, χαρτοπετσέτες για να σκουπίσουν τα αίματα. Πώς; Δεν ματώνουμε εμείς; Και πρέπει να το κάνουμε θέμα; Η δική μου μούρη θα γίνει σιδερότυπο, όχι η δική σου κύριος.
Και ποιος θέλει δίπλωμα; Αν πρέπει όλοι να πάρουμε από ένα, εγώ θέλω για ποδήλατο. Απαπαπα, Μαδάω. Κοιτάξτε. Ειιι Μη μου τραβάς τη φτερούγα έτσι! Δεν είμαι μεζεδάκι στο εξωτικό εστιατόριο της γειτονιάς σου. Πονάω!
Φτιάχνω τα γυαλιά μου, τα φτερά μου και τότε συνειδητοποιώ ότι ο αέρας γύρω μου είναι γεμάτος από φτερά αλλουνού. Γυρίζω να δω και τότε αρχίζω να πέφτω. Αν τον πιάσω αυτόν που με πέταξε, πούπουλο δεν θα του αφήσω στην θέση του!
Πέεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεφτω. Πέφτω πιο γρήγορα από ασανσέρ σε ελεύθερη πτώση. Ελπίζω να ανάψει κανένα κόκκινο να μην με σιδερώσουν τα αμάξια Δεν μου πάνε τα πλισέ. Χάλια! There is no spoon. Έτσι δεν λέτε εκεί πέρα; 5…4…3…2…
και φυσικά ξέρω και πετάω! Κοίτα. Απλά έχει περισσότερη πλάκα, όταν προσποιείσαι τον ανήξερο. Άντε ξεκόλλα τώρα από το pc σου. Έχουμε και δουλειές λέμε! Τσάγια!!!

Κοίτα την πόλη που καίγεται μέσα στη νύχτα. Ένας σκοτεινός άγγελος παίζει κιθάρα. Άκου...

Ένα φτερό κάθισε στο χέρι μου. Ένα μικρό γκρίζο φτερό που χορεύει με το αεράκι. Τα αυτιά μου κλείνουν τον ήχο έξω. Ακούω τη μουσική, που κρύβει μέσα του. Χαμογελώ καθώς βλέπω την άσφαλτο και τα πόδια σου να βηματίζουν νευρικά. Θέλω να σου πω να σταματήσεις. Ότι δεν πειράζει, δεν έχει σημασία πια. Κοίτα. Έχω αυτό το μικρό φτερό στο χέρι μου και πίσω σου είναι ο κάτοχος του και έχει κάτι για μένα.
Κλείσε το κινητό. Δεν θα ‘ρθει κανείς. Όχι ακόμα. Δεν τον ακούς, που μου μιλά; Κοιτάζω τη μηχανή σου. Πεσμένη παραδίπλα. Θέλω να δω τον ουρανό για λίγο. Αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Μια στιγμή. Μια τόσο δα στιγμή και πέσαμε από τη μηχανή. Ευτυχώς εσύ τραβήχτηκες. Εμένα όμως με τράβηξε η μηχανή μαζί της. Μπλέχτηκε το τακούνι μου και με τράβηξε όπως η θάλασσα τραβάει την άγκυρα μέσα της. Δεν πρόλαβα να καταλάβω και πολλά. Ούτε όταν με πέταξε στις ρόδες του παρκαρισμένου αυτοκίνητου και έπεσε πάνω μου.
Ήρθες και την τράβηξες με τους άλλους. Νυστάζω και βλέπω τις μαύρες σου μπότες να πηγαινοέρχονται νευρικά. Το φτερό στο χέρι μου μαυρίζει. Κοιτάζω πίσω σου. Κάτι έχει για μένα. Κάνε στην άκρη να το δω.
Σου ρώτησα το πρωί στο σπίτι πριν φύγουμε. Πιστεύεις ότι μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας; Γέλασες… και μετά είπες, όχι. Κάτι με ενοχλούσε στα καινούρια παπούτσια αλλά ήταν το δώρο σου και δεν ήθελα να σου χαλάσω το χατίρι.
Χτύπαγα τα τακούνια νευρικά στο πάτωμα καθώς έβγαζες τη μηχανή. Έκλεισα την καφετέρια, το θερμοσίφωνα, σου άφησα το γράμμα πάνω στο πληκτρολόγιο.
Ανόητα προαισθήματα. Το έγραψα χτες το βράδυ που κοιμόσουν και το άφησα εκεί να ξεγελάσω λίγο το χρόνο. Να μείνω λίγο ακόμα κοντά σου. Θα με συγχωρέσεις ποτέ για όλα εκείνα που δεν σου είπα νωρίτερα;
Σκύβεις πάνω μου. Μου μιλάς. Ή μάλλον πρέπει να φωνάζεις. Συγγνώμη δεν σε ακούω, είμαι τόσο κουρασμένη. Έχεις αίμα στα χέρια σου. Δεν είναι δικό σου, ε; Κάτι ρωτάς μάλλον. Δεν σε καταλαβαίνω, προσπαθώ να χαμογελάσω και έτσι όπως σκύβεις βλέπω έναν άγγελο με ένα ζευγάρι μαύρα φτερά. Τα κατεβάζει στο ύψος του αφαλού του και αυτά ανοίγουν σαν βεντάλια, τα βλέπεις; Είναι τόσο όμορφα. Και είναι για μένα. Μόνο.
Θα τον δεις τον φάκελο, έτσι δεν είναι; Είχαμε καιρό να βρεθούμε. Ήρθα χτες ξανά στο σπίτι σου για ένα σαββατοκύριακο μόνο με όσα πράγματα χωρούσε η τεράστια τσάντα που κουβαλάω πάντα μαζί μου. Τίποτε άλλο. Α και ένα μικρό μυστικό, που δεν πρόλαβα να σου πω. Αλλά τα λόγια δεν είχαν ποτέ σημασία για μας, έτσι δεν είναι; Μονάχα οι στιγμές, όπως αυτή. Τα βλέπεις τα φτερά μου πόσο όμορφα είναι;
Συγγνώμη που έφυγα έτσι ξαφνικά την τελευταία φορά. Δεν περίμενα ότι θα είχες επισκέψεις. Έκανα καφέ στην κουζίνα και χτύπησε το κουδούνι και μπήκε εκείνη. Τη χάζευα και προσπαθούσα να θυμηθώ ποιά είναι. Εκείνη σε φίλησε και ρώτησε από πότε άλλαξες παραδουλεύτρα. Σχεδόν σε λυπήθηκα καθώς προσπαθούσες να πεις κάτι. Αλλά δεν ήξερες τι, ούτε σε ποια. Γέλασα και είπα ότι είμαι μια φίλη, συστήθηκα και πήρα την τσάντα μου και έφυγα να πάω στο συνέδριο. Μούφες. Στο ΚΤΕΛ πήγα και έφυγα. Δεν το συζητήσαμε ποτέ.
Πέρασε καιρός. Κρατάω ένα τεστ εγκυμοσύνης στα χέρια μου και τεντώνω το κορμί μου στα πλακάκια του μπάνιου. Κάθομαι στο πάτωμα. Σκέφτομαι ότι ξεκίνησε. Τότε δεν ήξερα τι. Νοιώθω σαν κάποιος να με σημαδεύει με ένα όπλο στο κεφάλι. Γελάω. *Μπαμ*.
Δεν σε βλέπω πια. Δεν μ’ ακούς. Νοιώθω τα φτερά μου να ανθίζουν στην πλάτη μου. Να μεγαλώνουν, να ξεδιπλώνονται.
Έπρεπε να σε δω. Δεν ήξερα τι να σου πω. Μπορεί να μην έλεγα και τίποτα. Έτσι και αλλιώς αποφεύγαμε πάντα να λέμε περιττά πράγματα. Ένα βράδυ έμεινα μόνο. Και ξαφνικά αυτές οι εικόνες.
Σου γράφω το γράμμα που διαβάζεις τώρα και σ’ αγκαλιάζω με τα μαύρα μου φτερά να σε κρύψω για λίγο από τις λέξεις.
Θυμάσαι εκείνο το φτερό στο χέρι μου; Ύστερα φύσηξε και έφυγε μακριά. Το πήρα φεύγοντας. Ξέρεις πως κατάλαβα τον άγγελο; Με φώναξε «μαμά» και άνοιξε τα φτερά του και μαζί άνοιγαν και τα δικά μου. Τόσο όμορφος που με τραβάει όπως το φως την πεταλούδα.
Ένα γράμμα είναι. Και τώρα τελειώνει. Στο κινητό μου θα βρεις τα τηλέφωνα των δικών μου. Στην τσάντα έχω ακόμα ένα γράμμα για αυτούς. Τον νοιώθεις τον αέρα που φυσά; Σου άφησα μια σοκολάτα δίπλα στο γράμμα, να έχεις κάτι γλυκό από μένα, τώρα που φεύγω.
Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο αυτό το ζευγάρι φτερά.
Θα σε σκέφτομαι.

http://www.youtube.com/watch?v=_TYXgSm56bQ&feature=related

Τετάρτη, Αυγούστου 20, 2008

Si j' etais moi

Αιμίλιος

Γυρίζω στο πλάι να σε δω. Αλλά δεν είσαι εκεί. Έφυγες. Ένας ξένος λερώνει το κρεβάτι σου. Νοιώθω τα νύχια σου να σέρνονται στο κορμί μου. Ανατριχιάζω. Κλείνω τα μάτια μου. Χαϊδεύεις τα μαλλιά σου. Φυσάω απαλά να σε πειράξω. Μα δεν βλέπεις. Δεν ακούς.
Κλείνω τα χέρια. Ακούω το παραμιλητό σου. Ανοίγω τις παλάμες και μια μαύρη πεταλούδα ανοίγει τα φτερά της. Νοιώθω την ανάσα σου καυτή στο στήθος μου. Κοιτάζω την πεταλούδα. Πετάει πάνω από τις παλάμες μου δίχως να φεύγει. Μισοκλείνω τα μάτια. Νομίζω ότι σε κοιτάμε μαζί.
Ο ιδρώτας σου στάζει στα χείλη μου. Δεν με βλέπεις. Δεν με νοιώθεις. Μπαίνεις μέσα μου και με σκίζεις σαν ένα κομμάτι ύφασμα. Η σκηνή σου. Οι νότες σου να παίξεις. Η ψυχή μου να ξεχαστείς. Η πεταλούδα σ’ ακολουθεί. Γονατίζω καθώς ανοίγεις το στόμα σου σε μια τεράστια κραυγή. Όσο εγώ γέρνω ολοένα και πιο πολύ, τόσο εσύ σηκώνεσαι και πιο ψηλά. Η μουσική χώνεται μέσα στην κραυγή σου. Ανοίγεις τα χέρια και η πεταλούδα μπαίνει μέσα σου. Λίγο φως να σ’ αρπάξω καθώς χάνεσαι.
Σε νοιώθω που πετάς ψηλά και μετά πέφτεις και με κλείνεις μέσα σου.
Σπάω σε κομμάτια να χωθώ μέσα σου. Σκορπίζομαι με ταχύτητα φωτός. Όσο πιο βαθιά μπορώ. Να μείνω εκεί. Να γραπωθώ πάνω σου. Χιλιάδες άγκυρες επάνω στο κορμί σου. Δεν πάω πουθενά. Πάρε με! Δεν μ’ ακούς ανόητη; Δικός σου είμαι.

Casting Ακρόαση

ESCAPE
THE MUSICULT SHOW
BACK TO THE BROADWAY THEATRE
ATHENS

ΕΡΧΕΤΑΙ ΓΙΑ 2η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΤΟΥ 2008-2009

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
AUDITION ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΧΟΡΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΤΡΙΕΣ
ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ«BROADWAY»
(ΑΓ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ 61ΤΗΛ:210 8654787)
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 20/8 ΣΤΙΣ 12:00MM
ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΥΠΕΡΘΕΑΜΑ «ESCAPE» ΜΕ CV+1 PHOTO
ΧΟΡΟΓΡΑΦΟΣ:WENDY GIBBINS

................

Ζητώ συνάδελφο ηθοποιό (γυναίκα ηλικίας 30 - 40 ετών) έμπειρη στο θέατρο, να μπορεί να συμμετέχει και στην παραγωγή, για να ανεβάσουμε το θεατρικό μου έργο "Ψέματα". Το έργο είναι με δύο πρόσωπα (άντρας γυναίκα). Για την υπόθεση: Ο θεατής παρακολουθεί σαν από κλειδαρότρυπα το τέλος μιας σχέσης σε πραγματικό χρόνο. Ανέβηκε στο θέατρο Διθύραμβος το 1999 με την Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου και μένα σε σκηνοθεσία Γιάννη Λαπατά Πληροφορίες και video με σκηνές από το έργο θα δείτε στο προφίλ μου στο face, ή στις ιστοσελίδες μου: http://www.1graphics.gr/Digas email: kostasdigas@gmail.com

.............

Ζητώ συνάδελφο ηθοποιό (γυναίκα ηλικίας 30 - 40 ετών) έμπειρη στο θέατρο, να μπορεί να συμμετέχει και στην παραγωγή, για να ανεβάσουμε το θεατρικό μου έργο "Ψέματα". Το έργο είναι με δύο πρόσωπα (άντρας γυναίκα). Για την υπόθεση: Ο θεατής παρακολουθεί σαν από κλειδαρότρυπα το τέλος μιας σχέσης σε πραγματικό χρόνο. Ανέβηκε στο θέατρο Διθύραμβος το 1999 με την Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου και μένα σε σκηνοθεσία Γιάννη Λαπατά Πληροφορίες και video με σκηνές από το έργο θα δείτε στο προφίλ μου στο face, ή στις ιστοσελίδες μου: http://www.1graphics.gr/Digas email: kostasdigas@gmail.com

..............

Ζητειται ανδρας ηθοποιος ηλικιας 25-30 για ταινια μικρου μηκους της οποιας τα γυρισματα θα πραγματοποιηθουν τον Σεπτεμβριο στην Θεσσαλονικη
Επικοινωνια: teltsos@yahoo.gr

There were some little piggies... and then there were none

Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε έξω από τον όροφο της εντατικής. Γινόταν φασαρία. Η Σπυριδούλα σέρνοντας τον Χρήστο κατευθύνθηκε προς την είσοδο της εντατικής. Το προσωπικό προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Τα φλας αναβόσβηναν ενώ ένα φορείο τους προσπέρασε. Πλησιάζοντας είδαν μια γυναίκα που προσπαθούσε να ξεφύγει από τους φωτογράφους. Η Αναστασία. Την ανακάλυψαν και ζητούσαν δηλώσεις.
- There were 2 little piggies, then… there were none, είπε ο Χρήστος χαμογελώντας και πλησιάζοντας την ομήγυρη. Η Μαρία δεν φαίνεται πουθενά και από ότι φαίνεται και η Αναστασία είναι υποψήφια προς αποχώρηση.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της Σπυριδούλας.
- Έλα. Έχεις κανένα νέο; Τον ξυπνήσανε; Ωραία. Εφημερεύεις
σήμερα; Δεν θα περάσω σήμερα από εκεί. Καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ πέρα…. Οκ, θα τα πούμε αύριο;… Ναι, θα του το πω. Φιλιά
- Και άλλος γκόμενος; Πού τον βρήκες;
- Κοίταξε πίσω σου διακριτικά. Διακριτικά, είπα. Μην
καρφώνεσαι! Εσύ να πας στο γραφείο του γιατρού που ήσουν χτες, ο Αιμίλιος ξύπνησε και δεν συμφωνεί με τη μεταφορά του αλλού και ο γιατρός θέλει να σας ενημερώσει. Εγώ έφυγα.
- Γιατί τον έντυσες στα μαύρα;
- Ποιόν; Α, το πανθηράκι μου λες; Εγώ επιμελούμαι το γδύσιμο
του μόνο. Το ντύσιμο είναι δικιά του υπόθεση. Έφυγα.
Ο Χρήστος πήγε στο γραφείο του γιατρού, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Αιμίλιος ήταν καλά αλλά έπρεπε να παραμείνει για παρακολούθηση, δεν ήθελε να μεταφερθεί. Όταν έφευγαν οι δημοσιογράφοι θα του επέτρεπαν να τον δει. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα η Αναστασία συνοδευόμενη από μία νοσοκόμα. Άκουσε ανέκφραστη τα νέα για τον Αιμίλιο και όταν ο γιατρός ολοκλήρωσε την ενημέρωση, έφυγε.
… and then there were none… none! O Χρήστος κοίταξε το ρολόι του, είχε χρόνο ακόμα μέχρι να μπορέσει να δει την Άννα. Τσιγάρο!

Άννα

Κοιτάζω τα χέρια μου. Τα νύχια μου μάκρυναν. Χαϊδεύω με τα νύχια το δέρμα μου. Ο Αιμίλιος ξύπνησε, το νοιώθω. Σε λίγο θα ‘ρθουν να μου το πουν. Δεν θα μπορούσα να δουλέψω με αυτά τα νύχια. Ούτε να παίξω πιάνο. Μπορώ μόνο να βλέπω τα χέρια μου, τα δάχτυλα πώς κουνιούνται. Σταμάτησαν τα όνειρα. Μόνο μαύρο και σιωπή. Μα δεν είναι ξεκούραση. Πονάω. Αλλά δεν με νοιάζει. Το μυαλό παίζει παράξενα παιχνίδια. Λέει στα νύχια μου να μεγαλώσουν, στο κορμί ότι πονά και βάζει για ύπνο την ψυχή μου. Ένας μετρονόμος, μετράει το χρόνο μου.
Τα μαλλιά μου είναι χάλια. Κοιτάζω τα ποτήρια με το τσάι, που είναι τοποθετημένα στο κομοδίνο. Ας σκεφτώ κάτι απλό. Ποιος είναι ο οπλισμός της Σι μείζονα; Κοιτάζω τα χέρια μου ξανά. Έχω κάνει κεφάλι με τα φάρμακα, που μου δίνουν.
Φα, -γιατί ξύπνησες;- Ντο, – γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;- Ρε, - τι ψάχνεις με τα χέρια σου;- Λα, - μη μ’ αγγίζεις -, δίεση –μ’ άφησες πίσω, θυμάσαι;-
Πρέπει να κόψω τα νύχια. Δεν είναι σωστό να είναι έτσι και μάλιστα απεριποίητα. Ντο ύφεση μείζονα.
Σι –ανάβω τους προβολείς-, Μι – στη μαύρη σκηνή με το ξύλινο πάτωμα-, Λα – μουσική παρακαλώ, στη διαπασών-, Ρε – μια υπόκλιση-, Σολ – μοναξιά μπήγει τα νύχια της στις σάρκες μου-, Ντο – μη μ’ ακουμπάς-, Φα – έλα να χορέψουμε- Ύφεση –άσε με να πέφτω, ξανά και ξανά αφού μόνο αυτό ξέρω να κάνω καλά-.
Οι ελάσσονες έχουν πάντα μια δίεση μέσα, ακόμα και όταν πέφτουν με τις υφέσεις, κρύβουν πάντα μια δίεση, ένα σπασμένο φτερό να τις σηκώσει λίγο πιο ψηλά. Οπλισμός της… Δεν θυμάμαι. Η μνήμη μου σκορπίζει σε κομμάτια. Νομίζω πως θέλω να φωνάξω. Αλλά μετά θυμάμαι ότι είμαι στο νοσοκομείο. Θα ήταν μάλλον αγενές. Και αποφασίζω να το βουλώσω.
Γυρίζω στο πλάι. Νοιώθω την θλίψη σου. Την απώλεια. Υψώνει τείχη και με κλείνει απ’ έξω. Δεν μπορώ να τον γκρεμίσω. Γίνομαι ένα μ’ αυτόν. Θυμήσου μόνο να μου φυλάξεις ένα τελευταίο χειροκρότημα για την τελευταία φορά, που θα πέσω. Να χαρείς, μη με κρατήσεις όμως εκείνη τη φορά. Όχι τώρα που έμαθα να πετώ. Προς Θεού, όχι τώρα που έμαθες να αγαπάς.

Casting Ακρόαση από το ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ



ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος θα χρειαστεί νέους επαγγελματίες ηθοποιούς κάτω των 35 ετών για συγκεκριμένους ρόλους σε έργα, που θα σκηνοθετήσουν ο Ανδρέας Βουτσινάς και ο Θέμης Μουμουλίδης.
Οι συναντήσεις-ακροάσεις , θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη 26/8/2008 , στις 14:00μ.μ. ,στην αίθουσα δοκιμών της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ( Εθνικής Αμύνης 2 – 7ο όροφος, Θεσσαλονίκη).
Δηλώσεις συμμετοχής και πληροφορίες στο Γραφείο Παραγωγής του Κ.Θ.Β.Ε. Τηλ: 2310266039 , 2310270398





Από το Γραφείο Τύπου
Πληροφορίες –Ναυσικά Γκράτζιου
Τηλ.2310 223.528
E mail-press@ntng.gr

Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2008

Για τα μωρά που φέρνει ο μαύρος πελαργός

Αιμίλιος

Ένας μαύρος πελαργός ήρθε και στάθηκε δίπλα μου σιωπηλός. Κάποια παιδιά τα φέρνει ο άσπρος πελαργός. Μερικά όμως τα φέρνει ο μαύρος. Δεν φεύγει όμως. Κάθεται κάπου σιωπηλός και περιμένει. Βγάζω τον καπνό από την τσέπη μου. Στρίβω ένα τσιγάρο και σχεδιάζω μουσικές. Κοιτάζω τον πελαργό. Πάω να ανάψω τσιγάρο και τότε γυρίζει και με κοιτά.
Κάτι με πνίγει. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Προσπαθώ να σηκωθώ. Κάποιοι με κρατάνε. Όλα είναι θολά. Ξεχωρίζω αμυδρά κάποιες εικόνες. Είμαι στο νοσοκομείο. Κάποιος κάνει ερωτήσεις. Δεν θέλω να απαντήσω. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον μαύρο πελαργό να πετάει μακριά.

Μαρία

Να ‘μαι ακόμα μία φορά εδώ. Ξαπλώνω στο άβολο κρεβάτι. Κοιτάζω ψηλά το άσπρο ταβάνι. Σκεπάζουν την γύμνια μου. Η Αναστασία, ο Αιμίλιος, η Άννα. Μου βάζουν μια μάσκα στο πρόσωπο. Ένας ρόλος είναι και αυτός. Ακόμα μία φορά. Σκηνή. Προβολέας. Πόδια ανοιχτά. Πάμε.
Δεν πρόλαβα να στο πω Αιμίλιε. Πάντοτε βιαζόσουν. Σε κρατούσα από το χέρι και έλεγα θα σταματήσεις και θα στο πω. Σταμάτησα εγώ πρώτη. Κοίταξα το χέρι που κρατούσα και δεν ήταν το δικό σου. Επιστρέφεις εκεί που ανήκεις, υποταγμένος, σιωπηλός, ξένος.
Μου μιλούν. Σε λίγο θα έχουν τελειώσει όλα. Τα χέρια μου ανοίγουν. Ελευθερία. Αυτό δεν ήθελες πάντα; Πέτα μακριά μωρό μου. Πέτα, όσο εγώ θα κοιμάμαι, να μην σε βλέπω που φεύγεις.
Στην τσάντα μου έχω το συμβόλαιο για το σήριαλ. Πρωταγωνίστρια.

Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

Επαναλήψεις IV

Μαρία

Κρατάω στην αγκαλιά μου το ματωμένο πουκάμισο του Αιμίλιου και περιμένω. Όπως πάντα. Η δική μου λεηλατημένη Τροία για τούτο το άδειο πουκάμισο. Πέρασαν χρόνια από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Άβγαλτη ακόμα, μπήκα στο θέατρο για να συμμετάσχω σε μία οντισιόν. Ήταν ήδη πρωταγωνιστής και στεκόταν στις θέσεις των θεατών και παρακολουθούσε τις οδηγίες του σκηνοθέτη στους υποψηφίους. Το βλέμμα μου κόλλησε πάνω του. Τον έβλεπα στην τηλεόραση, στα περιοδικά αλλά από κοντά ήταν ακόμα πιο γοητευτικός. Με ένα τζιν, ένα άσπρο μπλουζάκι, αξύριστος και την καλή του κρεμασμένη πάνω του. Την κοίταξα εξονυχιστικά. Πιο όμορφη από μένα σίγουρα, αλλά τόσο αθώα, που δεν είχε καμία ελπίδα.
Τελικά πήρα τον μικρότερο ρόλο και αυτόν αφού τον απέρριψε η πρώτη τους επιλογή. Αλλά δεν με ένοιαζε. Ήθελα μόνο να είμαι κοντά του. Μπήκα στη ζωή του άνευ όρων και βρήκα τον τρόπο να του γίνω απαραίτητη. Οι μήνες περνούσαν και δάγκωνα τα ξεροκόμματα, που μου πετούσε όταν είχε κέφι. Ύφαινα τον ιστό μου και την κατάλληλη στιγμή τον έβαλα να διαλέξει. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε από μένα. Η Βαλιάνα προχωρούσε στην καριέρα της και φαινόταν ότι ήθελε να προχωρήσει και στη ζωή της. Αλλά ο Αιμίλιος δεν ήταν πρόθυμος να την ακολουθήσει και έτσι διάλεξε εμένα.
Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε και επίσημα αυτή η σχέση. Πάντα πίστευα πως αφού κατάφερα να τον χωρίσω εκείνη την φορά, θα το κατάφερνα πάντα. Φυσικά και δεν πίστευα πως ο Αιμίλιος θα μου ήταν πιστός και χαμογελούσα συγκαταβατικά όταν έλεγε στους φίλους του: «υπάρχουν δύο ειδών γυναίκες, οι όμορφες και οι πιστές. Η Μαρία ανήκει στις πιστές» Ναι, πιστή σαν σκυλί, σκύλα, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία πια.
Ο Αιμίλιος δεν είχε φίλους, από επιλογή. Διασκέδαζε, είχε πολλούς γνωστούς αλλά ήταν πολύ κλειστός για να αποκτήσει φιλίες και όσο τα χρόνια περνούσαν γινόταν ολοένα και πιο λιγομίλητος. Χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους. Εκπληκτικός δημαγωγός, μάγευε τους συνομιλητές του και τους υπέβαλε τις απόψεις του σαν δικές τους. Ο Γιώργος ήταν ο τελευταίος του φίλος. Έφυγε για το στρατό και του ανέθεσε να προσέχει την φίλη του. Την πήρε στην παράσταση. «Το θρίλερ του Έρωτα» του Σκούρτη πρέπει να ήταν το έργο. Δεν με πείραξε, που δεν διάλεξε εμένα. Είχα μάθει να ζω ένα βήμα πίσω του, όπως ήθελε. Το έπαιζα απελευθερωμένη μέχρι εκείνο το βράδυ, που τους πέτυχα στο θέατρο να κάνουν πρόβα με τα σώβρακα. Το κατάπια και αυτό, μέχρι που εκείνη δεν άντεξε την επιτηδευμένη ηλιθιότητα και ήρθε και μου έκανε σκηνή να τον αφήσω.
Ούτε και τότε τον άφησα. Για την ακρίβεια με έδιωξε εκείνος για να χαρεί ελεύθερος όπως πίστευε το πάθος του μαζί της. Μέχρι που το έμαθε ο Γιώργος. Δεν έκανε καμιά φασαρία. Μόνο έφυγε από τη ζωή μας και ο Αιμίλιος έγινε ακόμα πιο σιωπηλός. Και εγώ περίμενα κάνοντας δίαιτες, ανταύγειες και άλλες τέτοιες χαζομάρες για να δείξω στον κόσμο ότι είμαι καλά. Πήγαινα τις νύχτες σπίτι του και χτυπούσα τα κουδούνια. Δεν υπάρχει εξευτελισμός που να σκέφτηκε το μυαλό του ή το δικό μου και να μην τον λούστηκα για να του δείξω πόσο τον αγαπώ.
Η Βαλιάνα έφυγε. Σας το είχα πει πως καμία δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου, έτσι δεν είναι; Μόνο που κάποια στιγμή ξέχασα ποια είμαι στα αλήθεια. Έμαθα να τρώω ό,τι έπεφτε από το τραπέζι και μαζί με τα ρούχα μου, μίκραιναν και τα όνειρά μου για να χωράνε στην σκιά του Αιμίλιου. Κάποτε τον αγαπούσα, πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο. Ξυπνούσα στην αγκαλιά του και έλεγα «Θεέ μου είμαι τόσο ευτυχισμένη, που δεν γίνεται θα με τιμωρήσεις». Ένας Θεός τιμωρός παίζει μουσική κάπου ψηλά και εμείς χορεύουμε ανήμποροι.
Δεν με νοιάζει τι θα απογίνει η Άννα. Ο Αιμίλιος θα μείνει εδώ. Το ξέρω. Το αίμα αυτό δεν είναι δικό του. Έχουμε μια ζωή που μας περιμένει στο σπίτι. Θυμάσαι Αιμίλιε στην αρχή; «Είχα ένα ποσό και έλεγα να ανακαινίσω την κουζίνα και το μπάνιο ή να πάρω home cinema και όλα τα συστήματα τελευταίας τεχνολογίας. Τελικά ήρθε η Μαρία να μείνει μαζί μου και έγινε κουζίνα και πλυντήριο και πήρα τα παιχνίδια μου». Γύρνα πίσω και εγώ θα γίνω όλα αυτά που θες.
Γύρνα να πάμε βόλτα με την μηχανή, να την κάνουμε κοπάνα από τις πρόβες και να μας μαλώσουν σαν μικρά παιδιά. Έπρεπε να την διώξω το καταλαβαίνεις; Εγώ έβαλα τον Στέφανο να της επιτεθεί. Να την τρομάξει του είπα μόνο. Αλλά τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο. Νόμιζα ότι θα το έβαζε στα πόδια. Αλλά δεν έφυγε. Και τότε φοβήθηκα. Μήπως ήταν αυτή που θα σε έπαιρνε τελικά από μένα. Δεν είναι όμορφη Αιμίλιε και σίγουρα δεν είναι πιστή. Και όμως σε τράβαγε κοντά της. Δεν σε είχα δει έτσι με άλλη. Για όλες ξέρω Αιμίλιε. Τις άγγιζα στο κορμί σου, τις μύριζα στην ανάσα σου αλλά καμία δεν συνάντησα πιο πριν στα όνειρά σου. Έπρεπε να φύγει, με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Το ήξερα πως είναι έγκυος. Του ξέφυγε του Χρήστου όταν φύγατε από το θέατρο και πάσχιζε να βρει δικαιολογία να ακολουθήσει την Άννα. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Θα σκότωνα όλα σου τα παιδιά αν σε χώριζαν από μένα. Πεταμένα σε κουβάδες όπως το δικό μας.
Δεν το συζητήσαμε ποτέ. Δεν ήσουν έτοιμος. Δεν είχες μάθει να αγαπάς. Ή να το παραδέχεσαι. Πάω στοίχημα, πως ούτε καν αυτή τη στιγμή κατάλαβες πως την αγαπάς, ή πόσο σε αγαπώ εγώ. Μην τρομάζεις αγάπη μου. Έμαθα να κρύβομαι στη σιωπή. Σβήστε τα φώτα, κλείσε τα μάτια. Είμαι εδώ και σε περιμένω. Όπως πάντα.

Αιμίλιος

Ένα σταυροδρόμι. Και στη μέση ο Κώστας να με καρφώνει. Είχα χρόνια να τον δω. Από τότε που τον βρήκαμε νεκρό από υπερβολική δόση. Μια άλλη εποχή, που μετρούσα τις νύχτες με τα μπουκάλια του Jacko και κοιμόμουν τις μέρες. Είχαμε αναποδογυρίσει ένα περιπολικό και το ΄χαμε κάψει. Δεν μας πιάσανε ποτέ. Τρέχαμε στη λεωφόρο τις νύχτες με τις πειραγμένες μας μηχανές. Γκαζώναμε στο τέρμα και δεν κοιτάζαμε ποτέ δεξιά και αριστερά στις διασταυρώσεις. Μουρμουρίζαμε τον κουρσάρο και μετρούσαμε απουσίες. Όταν βαριόμασταν δέρναμε καρεκλάδες και τρέχαμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν ο πατέρας μου μπήκε στην αίρεση και κλέφτηκε με την φίλη της μάνας μου. Η μάνα μου το γύρισε στην εκκλησία, τα έφτιαξε με τον ιερέα και όταν δεν τα παράτησε για αυτήν, μπήκε και αυτήν στην αίρεση. Εγώ είχα φύγει αλλά οι αδερφές μου έμειναν πίσω. Όσο εγώ έκανα κόντρες η μικρή κλειδώνονταν στο μπάνιο ουρλιάζοντας κάθε που ερχόταν να την βαφτίσουν. Σηκωτό και μισομεθυσμένο με πήραν από το δώμα που νοίκιαζα τότε για την πάρω από εκεί.
Και την πήρα. Και κάπου εκεί με πήρε και μένα ο διάολος. Τότε ήταν που γνώρισα την πρώτη μου Μαρία, τη γυναίκα του θείου, που με είχε πάρει παραπαίδι στο μαγαζί του. Μεγαλύτερή μου, ο έρωτάς, το πάθος και ίσως η μόνη που αγάπησα πραγματικά. Τα μεσημέρια που κλειδώναμε το μαγαζί, στις διαδρομές που πηγαίναμε για παραλαβές και παραδόσεις, στις διακοπές, έκλεβα στιγμές, έριχνα άγκυρες στο ψέμα και έλεγα πως είμαι ο άρχοντας του κόσμου. Έτρωγα τις καρπαζιές από τον θείο, δεν με πλήρωνε ποτέ σωστά, γελούσε μαζί μου αλλά δεν ένοιαζε. Εγώ είχα την Μαρία. Μέχρι που μας ανακάλυψε ο θείος και παραλίγο να με σκοτώσει. Τότε κλεφτήκαμε και μείναμε στο δώμα. Νόμιζα ότι μας έφτανε η αγάπη. Λίγο καιρό αργότερα η Μαρία μου ανακοίνωσε όταν ήταν έγκυος. Το παιδί ήταν άλλου. Μεγαλύτερου αλλά πλούσιου. Έτσι χαθήκαμε. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι.
Άφησα τον Πειραιά, τους γνωστούς που λιγοστεύανε, τα μαύρα μου ρούχα και έδωσα εξετάσεις για το θέατρο. Πέρασα με υποτροφία. Άρχισα προσεκτικά να σβήνω το παρελθόν. Η μηχανή είναι το μόνο που με συνδέει με αυτό αλλά και αυτήν την αλλάζω συχνά. Διάλεξα μια ζωή μέσα σε μια διάφανη, εκκωφαντική σιωπή και αφέθηκα στο φως. Στέλνω τις επιταγές μου τακτικά, η μικρή αδερφή παντρεύτηκε, έκανε ένα παιδί και χώρισε ενώ η μεγάλη ακολούθησε τα χνάρια της μάνας μας και τα έφτιαξε με έναν μοναχό. Κανένας δεν γύρισε στην Ιταλία όπως λέγαμε μικροί, κανένας δεν συζητά ότι είμαστε καθολικοί. Ξένοι αν και γεννηθήκαμε εδώ. Κάθε 5 χρόνια στην ουρά να ανανεώσω την άδεια παραμονής. Στο συρτάρι κρύβεται ένα διαβατήριο μιας χώρας που δεν έχω δει ποτέ.
Τόσες ξένες ζωές, στοιβαγμένες σε προγράμματα για να ξεφύγω από τη δική μου.
Τι με κοιτάς έτσι; Δεν έχω τίποτε να σου δώσω…
Θα σταθώ μπροστά της γυμνός και αφού δεν θα ΄χει τίποτε άλλο να πάρει, θα πάρει εμένα. Έτσι έλεγα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Και πάει καιρός που δεν νομίζω πια…
Απλώνω το χέρι και πέφτω. Όπως εκείνο το πουλί. Στο κενό.

Άννα

Διάφανο. Πλησιάζω και εκπνέω. Θολώνει. Έχεις γράψει κάτι για μένα. Με τις γροθιές σπάω το τζάμι και σε αρπάζω. Πονάει κάνεις όταν ονειρεύεται; Σφίγγω τα χέρια μου, γύρω από τα δικά σου. Τα χέρια μου έχουν καρφωθεί στο τζάμι αλλά δεν σε αφήνω να πέσεις. Όχι σ’ αυτό το όνειρο.
Φωνές. Βαραίνω. Νομίζω ότι γλιστράς. Νοιώθω το αίμα ζεστό να τρέχει στα χέρια μου. Οι φωνές ξεμακραίνουν. Σε σφίγγω γερά και κλείνω τα μάτια. Μια ζωή για τη ζωή που έδωσες. Ανταλλαγή. Κρυώνω. Σφίγγω τα δόντια και σε τραβάω πίσω. Είσαι παγωμένος. Πρέπει να σε ζεστάνω. Σε τυλίγω σε μια αγκαλιά και νοιώθω την καρδιά σου που χτυπά. Πρέπει να ζεσταθεί. Παραμιλάς. Ανοίγεις τα μάτια σου έντρομος και προσπαθείς να φωνάξεις και τότε εξαφανίζεσαι.
Τώρα είσαι ασφαλής.

Αιμίλιος

Πονάω. Κάποιος στέκεται από πάνω μου απειλητικός με δυο καλωδιωμένα σίδερα και ετοιμάζεται να με σιδερώσει. Προσπαθώ να σηκώσω τα χέρια μου. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω νοσοκόμες. Ένας θόρυβος τρυπάει το κεφάλι μου. Προσπαθώ να σηκωθώ μα με ξαπλώνουν πάλι. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί χαμογελούν; Ο Κώστας με μια άσπρη ποδιά ανοίγει την πόρτα και φεύγει.

Μαρία

Ανακοπή. Αυτό είπαν. Ήταν τυχερός που το έπαθε μέσα στο νοσοκομείο. Λένε ότι είναι καλά και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα. Γνέφω συγκαταβατικά χωρίς να τους καταλαβαίνω. Θα μείνει μέσα αλλά τη γλύτωσε. Πετάω το ματωμένο πουκάμισο στα σκουπίδια. Τελείωσε.
Με αφήνουν να τον δω, για λίγο. Όλα θα γίνουν πάλι όπως πριν. Θα το δεις.

Άννα

Ακούω ένα βουητό. Ένας αέρας που δυναμώνει συνεχώς. Ανοίγω τα μάτια. Με πληγώνει. Μου πετάει πράγματα. Με παρασέρνει. Κλείνω τα μάτια ξανά. Αρχίζω να ξεχνώ. Ο αέρας παρασέρνει τις μνήμες μου. Με διαλύει. Προσπαθώ να φωνάξω. Δεν ακούω τη φωνή μου. Σκιές με προσπερνούν και χάνονται ενώ τα σπασμένα γυαλιά καρφώνονται στο κορμί μου. Προσπαθώ να αρπάξω κάποιον από αυτούς, που με προσπερνούν αλλά δεν μπορώ. Αέρα πιάνω μονάχα και όταν τα ανοίγω και άλλα γυαλιά είναι στα χέρια μου, που αλλάζουν μορφή διαρκώς.
Ποια είναι τα χέρια μου; Δεν θυμάμαι! Τρομάζω.
Ψάχνω το κορμί μου. Τεντώνει, μαζεύει, ψηλώνει, κονταίνει. Πού βρέθηκε τόσος αέρας; Τα ρούχα μου αλλάζουν συνέχεια. Δεν γνωρίζω το κορμί μου. Κοιτάζω τις μορφές, που περνούν μέσα μου τρέχοντας. Σκοτεινιάζει. Σε λίγο δεν θα βλέπω τίποτα. Σφίγγω τα γυαλιά στα χέρια μου. Ο πόνος αρχίζει να ξεθωριάζει και αυτός. Ψάχνω τα μαλλιά, το πρόσωπό μου. Δεν είναι δικά μου. Ή τουλάχιστον δεν μπορώ να πω ποιο από όλα αυτά, που αλλάζουν ταχύτατα είναι τα δικά μου. Νοιώθω να μεταμορφώνομαι.
Ολοένα και πιο γρήγορα σκορπίζει αυτό, που με όριζε. Ένα εκτυφλωτικό φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Κομματιάζομαι και αρχίζω να σκορπίζω. Θυμάμαι μια φράση. «Θα σε περιμένω». Τη σχηματίζω στο μυαλό μου. Τα γράμματα ένα-ένα σε ένα τζάμι θολό. Τα γράμματα μπερδεύονται μα εγώ επιμένω. Ξανά και ξανά «Θα σε περιμένω». Θυμάμαι. Σε κάθε γράμμα, που σχηματίζω ένα κομμάτι μου επιστρέφει πίσω. Με κάθε λέξη τα σπασμένα γυαλιά πάνε κόντρα στον άνεμο και ξαναφτιάχνουν το τζάμι. Οι σκιές περνούν μέσα από αυτό αλλά δεν καταφέρνουν να το σπάσουν. Με χτυπούν. Πρέπει να θυμάμαι. Κλέβουν τα κομμάτια μου. Δεν με νοιάζει. Εγώ κοιτώ τη φράση. Ο πόνος έρχεται ξανά και δυναμώνει. Παραμορφώνει την εικόνα. Πλησιάζω στο τζάμι και εκπνέω πάνω του αργά. Βλέπω το πρόσωπό μου στο τζάμι και τότε ανοίγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.


Αιμίλιος

Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Κλείνω τα μάτια καθώς ακούω το μηχάνημα να χτυπά ρυθμικά. Ανεβαίνω στη μηχανή και παίρνω τους δρόμους. Στρίβοντας σφίγγω τόσο δυνατά τη μηχανή που πονάω. Είναι όλα σκοτεινά. Μια φωτεινή γαλάζια σκόνη στροβιλίζεται προσπερνώντας με. Ανασηκώνομαι και αφήνω τα χέρια μου από τη μηχανή. Τα ανοίγω και σηκώνω το κεφάλι ψηλά. Ένας διαπεραστικός θόρυβος τρυπά τα αυτιά μου.
Νοιώθω χιλιάδες μικρά χέρια να με αγκαλιάζουν, στα χείλη μου το φιλί σου. Γέρνω αποφασισμένος να ρίξω τη μηχανή κάτω. Η μηχανή γλιστρά στο δρόμο ενώ εγώ την ακολουθώ περιστρεφόμενος ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά μέχρι τη στιγμή που πέφτω με δύναμη σε έναν γυάλινο τοίχο. Ανακάθομαι και προσπαθώ να βρω με τα χέρια μου μια άκρη.
Μια ανάσα καυτή διαπερνά τον τοίχο, ακουμπά τα χείλη μου και βουτά στα σωθικά μου. Κάνω ένα βήμα πίσω. Πνίγομαι. Ένα φίδι φουσκώνει στο στήθος μου. Κανονίζει τις ανάσες μου. Γιατί δεν κλείνει κανείς αυτόν τον αναθεματισμένο ήχο; Κάτι με καίει στο χέρι. Βλέπω τη γαλάζια σκόνη να με πλησιάζει σαν ανεμοστρόβιλος. Με αγκαλιάζει και με αφήνει να πέσω.
Ένα χέρι αγκαλιάζει το δικό μου. Δεν το βλέπω. Ακούω τη φωνή της Μαρίας. Κάτι ναρκώνει την ψυχή μου. Σαν βεντούζα κολλά επάνω μου και με βγάζει στο δρόμο.


Άννα

Ένας παγωμένος αέρας με αγκαλιάζει. Πέφτω και αφήνομαι στο χάδι του. Μουδιάζω και νοιώθω τις γραμμές του κορμιού μου να σβήνουνε σιγά-σιγά. Σκορπίζουν και γίνονται μικρές τελείες, που στροβιλίζονται γύρω μου. Ένα καυτό ρεύμα αέρα με διαπερνά για μια στιγμή και χάνεται. Πρέπει να κρατηθώ.
Μια ανάμνηση. Πρέπει να θυμηθώ κάτι. Ας είναι και τόσο μικρό όσο οι τελίτσες μου που σκορπίζουν. Πρέπει. Αλλά είναι τόσο εύκολο, σχεδόν γλυκό στο στόμα μου το να αφεθώ. Κουράστηκα. Νοιώθω τη ζέστη και αποφασίζω να την ακολουθήσω. Τρέχω ξοπίσω της με ένα κομμάτι γυαλί μέσα μου. Η μόνη ανάμνηση που έχω και πρέπει να φυλάξω. Την προσπερνώ και τότε καταλαβαίνω πως ό,τι και να ‘ναι δεν ανήκει εδώ. Πρέπει να φύγει. Πρέπει να το διώξω. Το αγκαλιάζω και το πετάω μακριά. Συγκεντρώνομαι στο φυλαχτό μου και ορθώνομαι σαν γυάλινος τοίχος. Πέφτει πάνω μου με μανία. Και μετά αρχίζω να νοιώθω το χάδι του. Θυμάμαι! Ο Αιμίλιος. Τι θέλει εδώ; Κοιτάζω γύρω μου έντρομη. Πώς βρέθηκε σε τούτο το σκοτάδι;
Οι τελίτσες γίνονται εικόνες, που εναλλάσσονται ταχύτατα. Δεν έχω χρόνο. Τον νοιώθω πάνω μου, μέσα μου ξανά. Η ανάσα του, το άγγιγμά του είναι εδώ και θα σκορπίσει σε χιλιάδες τελίτσες και μετά θα παγώσει. Μαζεύω τον χρόνο μας και τον ακουμπάω στα χείλη του. Πάρε τη μνήμη μου και φύγε. Δεν περισσεύει τώρα άλλος θάνατος για σένα.
Τον νοιώθω να φεύγει. «Θα σε περιμένω». Όχι κανείς δεν σε περιμένει Αιμίλιε. Όχι εδώ. Εκεί είναι η θέση σου. Τεντώνω τις τελείες και τις κάνω μαχαίρια να σκίσουν τον αέρα να πέσει. Φεύγει και τώρα πρέπει να σκορπίσω εμένα για να κλείσει ο δρόμος του.
Τον βλέπω. Η Μαρία του κρατάει το χέρι. Όλοι θέλουν να τον βοηθήσουν. Όλοι. Εκτός από μένα. Και αυτό πρέπει να σταματήσει. Εδώ. Τώρα. Μαρία

Σου σφίγγω το χέρι και περιμένω. Προσπαθούν να σε σώσουν αλλά δεν σε φροντίζουν. Πονάς; Σε παρακολουθώ και προσπαθώ να μαντέψω. Τι να ήθελες τώρα; Είσαι σαν έναν κρυστάλλινο λουλούδι και φοβάμαι τα ραγίσματά σου. Ακούω τα μηχανήματα. Ρυθμίζουν τις αναπνοές μας.
Για μια στιγμή ξεχνιέμαι και τη βλέπω. Δίπλα σου. Στο δικό της μηχάνημα. Οι γιατροί είναι πάνω της. Είχες άδικο μικρέ μου. Δεν ήταν μόνο αποβολή. Ήταν ταυτόχρονα και εξωμήτριο. Όπως και να γινόταν, ούτε αυτή τη φορά θα γινόσουν πατέρας.
Το μηχάνημά σου τρελαίνεται όπως το δικό της. Ανήσυχοι έρχονται και με πετάνε έξω. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Είστε οι δυο σας, μόνοι και πρέπει να λογαριαστείτε.
Βγαίνω από την εντατική και τότε τους βλέπω. Είναι όλοι εδώ. Έχουμε πρεμιέρα. Πρέπει να βγεις. Τουλάχιστον στο τελευταίο χειροκρότημα. Ποτέ δεν υπήρξες αγενής ή ασυνεπής. Ξεκίνησε. Ο Χρήστος, η Σπυριδούλα, ο Στέφανος και οι υπόλοιποι στέκονται έξω από την εντατική. Ο Στέφανος με πλησιάζει. Έχει ένα μαυρισμένο μάτι. Ο Χρήστος με αγριοκοιτάζει. Η Σπυριδούλα προσπαθεί να ρωτήσει τον κόσμο, που βγαίνει από την εντατική. Ο Στέφανος με αγκαλιάζει σιωπηλός και πάμε προς τα καθίσματα, που βρίσκονται στο διάδρομο. Τα πάντα σκοτεινιάζουν
Λιποθύμησα. Ξύπνησα σε κάποιο ιατρείο. Μου κάνουν ερωτήσεις που δεν έχω διάθεση να απαντήσω. Με αφήνουν μόνη μου. Επιστρέφουν αργότερα και με πάνε για υπέρηχο. Μου ανακοινώνουν ότι είμαι έγκυος. Λέτε να μην το ήξερα; Ακούω μια καρδιά. Εσύ την ακούς άραγε εκεί που βρίσκεσαι τώρα;
Άκου…

Αιμίλιος

Άννα. Είσαι εδώ. Σε νοιώθω στο κορμί μου. Δε φεύγω. Ή και οι δυο μας ή κανείς. Ακούς; Σ’ άφησα να φύγεις τόσες φορές, δεν σ’ αφήνω ξανά.
Γιατί σωπαίνεις; Δεν με συχώρεσες;
Κρυώνω. Νοιώθω τόσο μόνος. Στολίστηκα για σένα. Φόρεσα τις πιο καλές μου λέξεις και σε περιμένω. Δεν φάνηκες. Με άφησες πίσω. Το άξιζα. Έτσι δεν είναι;
Πονάω. Αλλά δεν έχει σημασία. Έτσι δεν είναι; Όλα είναι στο μυαλό μας. Όπως η αγάπη. Πού τρέχεις τώρα; Πού σκορπίζεσαι; Αρχίζω και σκορπίζομαι. Όχι, θέλω να θυμάμαι! Εσένα, εμένα, μαζί. Τα γυαλάκια σου στροβιλίζονται γύρω μου. Πόσες φορές κλείσαμε τα φώτα και έγινες δικιά μου; Λες να φοβάμαι το σκοτάδι; Έχω οδηγό μου την αφή, την ανάσα μου στο σώμα σου. Θέλεις να παίξουμε; Να σχεδιάσω ένα φεγγάρι για σένα;
Μπήγω τα νύχια μου στο στήθος μου και αρπάζω την καρδιά μου που ‘χει σταματήσει να χτυπά και την τραβάω με δύναμη και την πετάω ψηλά. Σ’ αγαπώ Άννα. Ένα ολόγιομο φεγγάρι όλο δικό σου, να σ’ ακολουθεί σα σκυλί σε τούτη τη νύχτα.
Ζαλίζομαι. Βάζω το χέρι μου να γεμίσω την τρύπα ενώ τα πάντα θολώνουν. Κοιτάζω το φεγγάρι μας. Σε λίγο ούτε αυτό θα έχει σημασία. Σκορπίζομαι. Θυμάμαι το αίμα σου. Τόσο αίμα. Άργησα και εδώ; Αυτό ήταν λοιπόν; Με ξέχασες; Αυτό είναι συγχώρεση για σένα;
Απόψε θα ανάψουμε φωτιές. Το τελευταίο μου δώρο. Είσαι έτοιμη μικρή μου; Θυμάσαι που έπαιζες με τα μαλλιά μου, που έσκυβες και ακουμπούσες το κεφάλι σου πάνω στο δικό μου και μετρούσες τον χρόνο; Απόψε δεν υπάρχει χρόνος αλλά εμείς υπάρχουμε ακόμη. Τα πετάω ψηλά, το δικό σου μικρό πυροτέχνημα. Σου χρωστάω ένα ραντεβού αγάπη μου. Δεν σε έβγαλα ποτέ έξω. Θα τα διορθώσω όμως απόψε αυτά. Όχι όλα. Ποτέ δεν διορθώνονται όλα. Μόνο εκείνα τα μικρά…
Δύο αυτιά. Που δεν άκουσαν ποτέ μα έχουν φυλαγμένες τις μουσικές σου, τις λέξεις σου, τα βογγητά σου. Τα θέλεις; Παρ’ τα! Τα πετάω και αυτά. Δεν έχω χαντρούλες και καθρεφτάκια να σου φέρω να παίξουμε. Εμένα είχα και έδινα πάντα. Πάρε με!
Δυο πόδια που τώρα πια μόνο μακριά σου μπορούν να με πάνε. Σ’ αυτά στηριζόμουν για να σε παίρνω αγκαλιά και να στροβιλιζόμαστε για να φοβάσαι πως δήθεν θα σ’ αφήσω να πέσεις. Δεν θα σε άφηνα, βρε κουτό, να πέσεις ποτέ. Και όμως έπεσες. Ξανά και ξανά. Σε βρήκα στο πάτωμα και τούτα τα πόδια δεν έτρεξαν όσο γρήγορα έπρεπε. Πάρ’ τα να τα τιμωρήσεις!
Φωτιά να φωτίσει για λίγο, να ζεστάνει τούτη την ερημιά. Δεν είδα το πρόσωπο σου Άννα και ήθελα να ΄χω κάτι να θυμάμαι από αυτή τη νύχτα. Δεν πειράζει, έχω αυτό που αισθάνομαι.
Αυτό το χέρι σε έμαθε πρώτο, σ’ αγάπησε, σε χτύπησε, παρέδωσε το σώμα σου στους ξένους. Πιάσε το. Δικό σου και αυτό. Μικρές εκρήξεις για σένα. Τις βλέπεις; Εγώ δεν το χρειάζομαι πια για να ξέρω πόσο μ’ αγαπάς. Πάρε τα μάτια μου. Δικά σου είναι. Πουλιά να γίνουν στο δρόμο σου και σε κάνουν να χαμογελάσεις πριν σκορπίσουν και αυτά.
Σ’ αγαπάω. Ακούς; Απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα στο θέατρο. Μια ζωή σε περίμενα. Μια ζωή να τη ζήσω μαζί σου, μα στην άρπαξα από τα χέρια. Για αυτό απόψε σου χαρίζω ακόμα έναν θάνατο. Εγώ φταίω που ήμουν τόσο μικρός, που προσπερνούσα τόσα πολλά, που βιάστηκα. Απόψε δεν θα πεθάνεις μόνη. Ακόμα και αν χωρίσουμε εδώ πέρα, θα φροντίσω εγώ για σένα. Αυτό δεν σου έλεγαν όλοι;
Πάρε τα σωθικά μου! Άχρηστα είναι. Λέω να μην φάω απόψε, ούτε τις νύχτες που θα έρθουν. Στέρφα είναι. Δεν μπορούν να φυλάξουν παιδί. Θα μου πεις πού είναι το παιδί μας Άννα; Να το δω μια τελευταία φορά πριν σε ξεχάσω για πάντα; Δεν το αξίζω αυτό έστω για λίγο να το νοιώσω; Δίκιο έχεις δεν το αξίζω. Πάρε και τούτο το χέρι.
Φωτιά να καεί και να σε ζεστάνει. Σ’ αγαπάω και κρυώνω. Πολύ. Ξεχνάω πώς είναι το πρόσωπό σου, το δικό μου. Γιατί με αφήνεις να ξεχάσω; Γιατί με αφήνεις να προχωρήσω μόνος; Κοίτα το φεγγάρι μας Άννα. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα ψηλά. Σε περιμένω να έρθεις να με βρεις. Μα βιάσου. Να σε νοιώσω όσο ακόμα έχει σημασία.
Συγχώρα με αν άργησα και τώρα τίποτα δεν έχει σημασία για σένα. Σου χαρίζω την μνήμη μου. Αν έχασες την Άννα, πάρε την δική μου και γύρνα πίσω όσο ακόμα μπορείς. Κοίτα, από όπου και αν είσαι, θα σκορπιστώ να ‘ρθω να σε βρω. Μικρά κομματάκια, να βρεις τα υπόλοιπα για να γυρίσεις πίσω. Καληνύχτα φεγγάρι.
Πάρε τη ζωή σου και τρέχα πριν σβήσουν τα φώτα μικρή μου. Πάρε κάτι και από μένα μικρή ακατάδεχτη. Το τελευταίο μου φως. Το πιο δυνατό σ’ αγαπώ.
Πριν σβήσει αυτό το φως μια τελευταία ευχή….

Άννα

Φοβάμαι. Άνθρωποι, λέξεις, εικόνες και εγώ μένω εδώ με ένα κόκκινο φουστάνι και περιμένω. Κοιτάζω πάλι ψηλά. Δεν φοράω πια εκείνο το φόρεμα. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Και εσύ πρέπει να φύγεις. Πάντα ήμουν καλή στο να σε βλέπω να φεύγεις. Έτσι δεν είναι; Σου χαμογελούσα και σε παρακολουθούσα καθώς προχωρούσες βιαστικός να χλευάζεις την ασχήμια. Δε σε ρώτησα ποτέ, πότε θα ξαναβρεθούμε. Σε άφηνα να διαλέγεις εσύ αν θες να ξαναβρεθούμε. Αν κάτι έχει σημασία για σένα. Ούτε λέξεις σου ζήτησα ποτέ. Ρακοσυλλέκτης ήμουν και μάζευα μόνο αυτά που πέταγες. Τον άδειο αναπτήρα, τον ξεχασμένο σου καπνό, την αγκαλιά σου.
Φτερούγιζε η καρδιά μου από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο θέατρο. Σφιγγόταν το στομάχι μου και νευριασμένη ευχόμουν να μην κοκκινίσω και τα χαλάσω όλα. Να μην καταλάβεις. Να μην τρομάξεις και το βάλεις στα πόδια. Μέτραγα τις λέξεις μου να μην μου ξεφύγουν οι απαγορευμένες. Να κλέψω λίγο χρόνο ακόμα. Να κλέψω εσένα για λίγο ακόμα. Δεν ήσουν δικός μου ποτέ. Αλλά δεν με ένοιαζε. Αυτό με κάνει κακό άνθρωπο; Ίσως και να είμαι, για αυτό παγώνουν οι σκέψεις μου. Ούτε τώρα με νοιάζει. Αν γνωριζόμασταν πάλι, τα ίδια θα έκανα.
Η γαλάζια σκόνη περιστρέφεται γύρω μου. Πάνω της βλέπω τις στιγμές μας. Καθώς παγώνω ξανά αυτές σβήνουν, το γαλάζιο ξεθωριάζει και απομακρύνεται. Ένα φως. Το σκοτάδι με σβήνει. Πρέπει να πλησιάσω για μια τελευταία φορά. Λίγο φως. Νοιώθω αδύναμη όπως τότε στα πλακάκια της κουζίνας. Σκέφτομαι το φως και βρίσκομαι κοντά του.
Είναι ο Αιμίλιος. Πρέπει να φύγει. Φωτιά. Πού βρέθηκε η φωτιά εδώ πέρα; Ζεσταίνομαι και θέλω να φωνάξω να φύγει. Το γαλάζιο φτιάχνει το κορμί μου ξανά καθώς το σκοτάδι σκίζεται από το φως που εκρήγνυται και σκορπίζει παντού. Βλέπω τα χέρια μου. Βλέπω το πρόσωπό σου…
Τι κάνεις; Σταμάτα! Δεν με ακούς; Σταμάτα σου λέω! Ποτέ δεν σου ζήτησα τίποτα. Σου ζητάω όμως τώρα και οφείλεις να με ακούσεις. Δεν το αντέχω τόσο φως. Φύγε. Γιατί δεν σταματάς; Δεν ακούς; Δε με βλέπεις; Εδώ μπροστά σου είμαι και σε βλέπω να χάνεσαι.
Δεν σ’ αφήνω να χαθείς. Όχι όσο είμαι εδώ. Εγώ είμαι εσύ. Δεν υπάρχει εγώ. Δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο εσύ. Και τώρα πρέπει να επιστρέψει. Τι σου έκανες τρελέ; Σταμάτα. Ό,τι και αν κάνεις, για μένα πάντα θα είσαι ο δικός μου Αιμίλιος. Περίμενε με μαθητευόμενε μάγε. Τα έκανες μαντάρα. Δεν στήνουν τέτοια φωτιά παρά μόνο αν είναι να καεί γυναίκα.
Με νοιώθεις καθώς δυναμώνεις τη φωτιά; Έχω προσάναμμα για σένα. Τι έμεινε; Ένα παραμορφωμένο κεφάλι και λίγο ξεσκισμένο κρέας που καίγονται και αυτά. Σ’ αγκαλιάζω και σε χαϊδεύω καθώς χάνεσαι. Όχι έτσι αγάπη μου. Δεν σου πρέπουν αποκαΐδια. Λίγο δυναμίτη θέλουμε να τα ανατινάξουμε όλα. Μια τελευταία λέξη, που σου χρωστάω πριν χαθούμε στο τίποτα.
Σ’ αγαπάω.


Ξαφνικά το σκοτάδι φωτίστηκε. Είδα το πρόσωπο σου όπως την πρώτη φορά που συστηθήκαμε. Σηκώθηκε αέρας. Μια εκκωφαντική βουή ερχόταν κατά πάνω μας. Σου χαμογέλασα, σε φίλησα και μπήκα μέσα σου. Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε χαμένοι σ’ έναν οργασμό. Τα κομμάτια σου, η γαλάζια μου σκόνη γίνανε ένα. Εγώ και εσύ, ένας τυφώνας.
Πονάω. Προσπαθώ να κουνηθώ. Ανασηκώνομαι τραβώντας το σωλήνα από το στόμα μου. Σε βλέπω στο δίπλα κρεβάτι διασωληνωμένο. Το προσωπικό ορμάει πάνω μου και με ακινητοποιεί. Προσπαθώ να σε δω. Τα μάτια μου βαραίνουν. Ακούω τα μηχανήματα που χτυπούν. Είσαι ακόμα εδώ.
Ακούω φωνές. Ο σωλήνας δεν είναι πια μέσα μου. Μου λένε να ανοίξω τα μάτια μου. Γυρίζω σε σένα. Μια άσπρη ποδιά στέκεται μπροστά μου. Τη σπρώχνω να παραμερίσει. Είσαι ακόμα εδώ. Γιατί δεν ξυπνάς γαμώτο; Κοιτάω το ταβάνι. Πονάει η κοιλιά μου. Δεν μπορεί να με άφησες μόνη. Με εξετάζουν. Κάνουν ερωτήσεις. Σου απλώνω το χέρι. Αν δεν γυρίσεις τώρα θα πει πως ξέχασες. Πως σκόρπισες.
Δεν με αφήνουν να σε πλησιάσω. Κρυώνω. Τηλεφωνούν για να με βγάλουν από εδώ. Χρειάζονται το κρεβάτι. Θα πρέπει να σε αφήσω πάλι. Είσαι τόσο χλωμός. Βλέπω τους τραυματιοφορείς. Μου αλλάζουν κρεβάτι. Έρχομαι πιο κοντά σου και σε πιάνω από το χέρι. Πάρε ανάσα! Μπορείς. Δεν τα χρειάζεσαι αυτά! Μου πιάνουν το χέρι και με παίρνουν. Βλέπω τον Χρήστο. Τρύπωσε χωρίς να τον δουν. Τον πετάνε έξω. Όπως και μένα. Πάρε ανάσα σου λέω!
Βγαίνω από την εντατική και βλέπω την Μαρία, τον Στέφανο, την Σπυριδούλα. Ο Χρήστος μου σφίγγει το χέρι καθώς πάμε στο ασανσέρ. Νοιώθω την καρδιά μου και θυμάμαι την δική σου. Ακίνητη. Φλεγόμενη. Όχι. Δεν μπορεί να ξέχασες. Σφίγγω τα χέρια μου και κάτι με πονά. Τα φέρνω μπροστά μου και βλέπω μια μικρή σπασμένη αμπούλα ανάμεσα στο αίμα. Βγαίνουμε από το ασανσέρ. Ο Χρήστος είναι πάλι μπροστά μας με την Σπυριδούλα. Δεν θέλω κανέναν. Με πάνε στο θάλαμο. Σφίγγω το γυαλάκι μου και κλείνω τα μάτια μου. Πάρε ανάσα. Δεν έχουμε χρόνο!
Κάποιος μου ανοίγει το χέρι. Παίρνουν το γυαλάκι μου. Ανοίγω τα
μάτια μου. Είναι η Μαρία. Κρατάει στο χέρι της το ματωμένο γυαλάκι και με καρφώνει με το βλέμμα της.
- Τι σου είπε; Με ρωτά κλείνοντας στο χέρι της το γυαλάκι.
- Τίποτα.
- Είμαι έγκυος. Εσύ έχασες δύο αλλά το δικό μου είναι ακόμα
εδώ και περιμένει τον πατέρα του. Αν δεν ήσουν εσύ, ο Αιμίλιος δεν θα χαροπάλευε τώρα. Για σένα ο Αιμίλιος πέθανε απόψε σ’ αυτήν την εντατική και εγώ θα φροντίσω να πεθάνεις εσύ για αυτόν.
Έγκυος; Δύο παιδιά; Αιμίλιε, τι κακόγουστο αστείο είναι αυτό; Γιατί με άφησες μόνη;
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Νύχτα. Βγάζω τον ορό από το χέρι και τα γυαλάκια του οξυγόνου από το στόμα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Μόνο να περιμένω την απόφασή σου.
Ο Χρήστος μπαίνει στο δωμάτιο. Με βλέπει και βάζει τις φωνές. Χτυπάει τα κουδούνια και κόσμος πέφτει επάνω μου ξανά. Με καθαρίζουν, περνάνε νέους ορούς, βάζουν κάγκελα στο κρεβάτι και πριν φύγουν δένουν τους καρπούς μου στα κάγκελα. Δεν με νοιάζει. Εγώ είμαι έξω στη νύχτα. Κλείνω τα μάτια και νοιώθω κάποιον να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Χρήστο πλάι μου.
- Συγγνώμη που δεν κατάλαβα, που δεν ήμουν εκεί.
- Είναι έγκυος;
- Η Μαρία; ναι. Σημασία έχει ότι τώρα είσαι καλά. Μη σκέφτεσαι τίποτε άλλο.
- Τι συνέβη;
- Σε έφερε ο Αιμίλιος στο νοσοκομείο. Είχες 2 έμβρυα. Το ένα το είχες αποβάλλει. Αργότερα κατάλαβαν ότι είχες ακόμα ένα αλλά ήταν εξωμήτριο και σε έβαλαν στο χειρουργείο και τα αφαίρεσαν και αυτό.
- Τι έπαθε ο Αιμίλιος;
- Έμφραγμα και τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν και τόσο καλά και κατέληξε στην εντατική και αυτός. Άλλη φορά να ειδοποιείτε να το κλείνουμε ρεζερβέ το μαγαζί από πριν. Έλα, σε πειράζω. Μην μου στεναχωριέσαι. Όλα θα πάνε καλά. Κοιμήσου και όταν θα ξυπνήσεις θα σου έχω ευχάριστα νέα και για τον Αιμίλιο.
Εκείνη την ώρα βλέπω μία νοσοκόμα να μπαίνει στο δωμάτιο. Μου κάνει μία ένεση και τα μάτια μου βαραίνουν. Νοιώθω τον Χρήστο να μου αφήνει το χέρι και να απομακρύνεται καθώς βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Αιμίλιος: Σβήσε ένα – ένα τα αστέρια

Βρίσκομαι στο όνειρό μου. Είναι παράξενο. Περιπλανιέμαι σε εικόνες που φτιάχνω με το μυαλό μου και μια παράξενη αίσθηση ευφορίας ναρκώνει τη σκέψη μου. Ακούω τις φωνές τους. Μιλάνε για μένα σαν να μην είμαι παρών. Μόνο η Μαρία μου μιλά και μου λέει πως είναι έγκυος. Κρατάω τα αστέρια στο χέρι μου, τα σφίγγω και προχωράω. Μα όσο και αν φεύγω οι φωνές δεν σωπαίνουν.
Τα αστέρια λάμπουν ξαφνικά μέσα στα χέρια μου, το φως γίνεται αίμα και χάνονται. Η Άννα γύρισε πίσω και μου φωνάζει να πάω κοντά της. Παράξενη νύχτα. Άννα δεν σε ξέχασα. Συγχώρα με αλλά δεν βιάζομαι να γυρίσω κοντά σου. Βάζω τα χέρια στις τσέπες και σφυρίζοντας ακολουθώ το ρυθμό που μου θολώνει το μυαλό. Ότι είχα να σου πω το είπα, τους ακούω να λένε πως είσαι καλά, μη μου ζητάς κάτι άλλο. Όχι τώρα, όχι σε τούτη τη νύχτα.
Δεν ξέρω τι μου δίνουν αλλά σίγουρα κάνουν κεφάλι. Ότι και αν είχα πάρει στο παρελθόν δεν συγκρίνεται μ’ αυτό. Μη μου ζητάς λοιπόν να γυρίσω πίσω. Δεν έχω κάτι για σένα. Ούτε για τη Μαρία. Παίρνω τη μηχανή μου και τρέχω στους δρόμους, όπως ποτέ πριν. Να σου πω ένα μυστικό; Δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Δεν με νοιάζει να γυρίσω πίσω. Εσύ γύρισες γιατί το ήθελες, εγώ όμως θέλω να κάνω ακόμα μία βόλτα. Το δικό μου ταξίδι. Να δω πώς είναι τα μονοπάτια, που περπάτησαν οι φίλοι μου και πού ξέρεις; Ίσως να προλάβω να χαιρετίσω κανέναν, που ξέμεινε.
Ένας πόνος μαγκώνει το χέρι μου και πέφτω από τη μηχανή. Σηκώνομαι και βλέπω το πρόσωπό σου Άννα. Πονάω. Η μουσική δυναμώνει ξανά στο μυαλό μου. Σηκώνω τη μηχανή και συνεχίζω το ταξίδι. Μια θλίψη δαγκώνει την ψυχή μου αλλά εγώ χαζογελάω κάνοντας κόλπα με την μηχανή. Κοίτα. Δεν υπάρχουν όρια. Μπορώ να κάνω τα πάντα. Μ’ ακούς; Τα πάντα. Μη μου ζητάς λοιπόν να γυρίσω πίσω. Σςςς δε θα πούμε τίποτα σε κανέναν. Σήμερα κάνω κοπάνα. Ακόμα μια μικρή συνομωσία.
Είμαι ο Spiderman, είμαι ο Batman, είμαι ο βλάκας που στέκεται στο τέρμα και δεν αλλάζει φανέλα ενώ η μπάλα καρφώνεται στα δίχτυα. Ο βασιλιάς είναι γυμνός… και γελοίος. Ο κόσμος σηκώνεται στις κερκίδες και ουρλιάζει ενώ κάθομαι στον πάγκο. Τα φώτα της σκηνής χαμηλώνουν καθώς το ταβάνι ανοίγει να δω τα αστέρια. Απλώνω το χέρι αλλά αυτό δεν είναι το δικό σου ταξίδι. Βάζω πάλι τη μηχανή μπροστά και σχεδιάζω μια θάλασσα. Το αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Κοιμήσου. Μη με περιμένεις. Δε θα γυρίσω. Όχι αυτή τη νύχτα.
Ακούω σ΄ ένα μηχάνημα την καρδιά μου. Να χαρείς, μη μου ζητήσεις τίποτε απόψε. Απλά άσε με μόνο σ’ αυτό το ταξίδι. Αν ξημερώσει, ίσως να γυρίσω πίσω. Η νύχτα όμως είναι πάντα δικιά μου. Κανένα θηλυκό δεν μου είπε όχι ποτέ. Γυρίζω το γκάζι στο τέρμα και ξεχύνομαι στους δρόμους. Μην κοιτάς το ρολόι. Δεν υπάρχει χρόνος. Στο μυαλό μας είναι όλα. Ίσως και κάτι λίγο σε κείνο το διαολεμένο μηχάνημα, που κάνει φασαρία.
Μόνο κοιμήσου όσο εγώ θα ταξιδεύω. Είμαι καλά. Κοιμήσου. Μέχρι να ξημερώσει. Να σου πω ένα μυστικό; Πάντα ξημερώνει. Το πού δεν έχει σημασία… και το ξέρεις πως δεν σου είπα ποτέ ψέματα.
Καληνύχτα.



Ένας καφές διπλός βαρύς σε ένα πλαστικό ποτήρι. Χάλια. Ποτέ δεν ήπιε καφέ έξω και να τον απόλαυσε. Πίνει μια γουλιά και με μια γκριμάτσα αηδίας προχωρά στο διάδρομο. Ίσως αυτή τη φορά να έχουν κάποιο καλό νέο για τον Αιμίλιο. Κάποιοι τον προσπερνούν βιαστικά και σπρώχνοντάς τον, ρίχνοντας τον καφέ πάνω του. Ωραία! Πάει και η τελευταία ελπίδα για να βγάλει έξω εκείνη την νοστιμούλα νοσηλεύτρια της εντατικής. Νευριασμένος πετάει το πλαστικό κυπελάκι στον κάδο τον σκουπιδιών και βλέπει φώτα να ανάβουν.
Αυτό είναι σίγουρα κάποιο κακόγουστο αστείο. Βλέπει 2 κάμερες και δημοσιογράφους να κάνουν ερωτήσεις στην Μαρία. Αναρωτιέται αν το κρεβάτι της Άννας είναι ακόμα κενό γιατί αν δεν τον βαρέσει εγκεφαλικό τώρα τότε σίγουρα να κάνει κράτηση για την Μαρία. Η Μαρία έχει αλλάξει ρούχα και μακιγιάζ και δίνει συνέντευξη στην αγκαλιά του Στέφανου ενώ πίσω στέκεται ο σκηνοθέτης. Είναι στημένο. Αυτή τους κάλεσε! Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Θέλει να της ορμήσει. Τον προκαλεί ανάμεσα στα ψεύτικα δάκρυά της. Ακόμα ένα σκάνδαλο, ακόμα λίγα δευτερόλεπτα δικά της ανάμεσα στα ψεύτικα φώτα. Μιλάει στα μικρόφωνα ακατάπαυστα. Η στιγμή της. Δεν στέκεται πίσω από τον Αιμίλιο χαμογελώντας. Έκανε ένα βήμα μπροστά και είναι αποφασισμένη να μείνει εκεί. Επιτέλους πρωταγωνίστρια.
Πλησιάζει να ακούσει. Η Μαρία μιλάει για τον Αιμίλιο και την κατάστασή του. Ανάμεσα σε αναφιλητά ανακοινώνει ότι είναι έγκυος και ότι είχαν ορίσει ημερομηνία γάμου. Αφού πει αρκετά, αποφασίζει ότι πρέπει να κλείσει τη σκηνή με μία λιποθυμία. Ευτυχώς το προσωπικό άκουσε τη φασαρία και βγήκε έξω. Οι κάμερες ανάβουν φώτα ξανά και προσπαθούν να πάρουν δηλώσεις για την κατάσταση του Αιμίλιου. Ευτυχώς δεν έχει άλλες δηλώσεις για απόψε. Το προσωπικό ασφαλείας έρχεται και τους οδηγεί έξω. Πίσω τους τρέχει ο σκηνοθέτης. Η νοστιμούλα νοσηλεύτρια σκύβει πάνω τη Μαρία ενώ τα φλας αστράφτουν.
Κάνει επιτόπου μεταβολή και φεύγει. Επιστρέφει στο κυλικείο. Ίσως αυτή τη φορά να τον πετύχουν τον καφέ.
- Κερασμένος.
Γυρίζει και βλέπει πίσω του τη Σπυριδούλα.
- Το αναψυκτικό μου, τα τσιγάρα του και έναν φραπέ για μένα.
- Δεν είσαι με την Άννα;
- Κοιμάται. Ήρθε η ποντικομαμή και είναι στην μονάδα για να
μάθει από πρώτο χέρι τα νέα σαν συνάδελφος. Ας φανεί και αυτός κάπου χρήσιμος! Πώς και δεν της όρμησες; Έτοιμος ήσουν.
Πλήρωσε και πήγαν σε μία άκρη. Ο καφές ήταν ακόμα χειρότερος από τον προηγούμενο. Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
- Την άκουσες τι έλεγε; Είπε ο Χρήστος.
- Την άκουσα. Στην μονάδα έχουν κρυμμένη μία τηλεόραση.
Ευκαιρία είναι να δούμε από πρώτο χέρι αν ακούνε όσοι είναι σε κώμα. Αν την ακούσει ο Αιμίλιος, θα σηκωθεί με συνοπτικές διαδικασίες να της ρίξει το βρωμόξυλό της. Ακούς εκεί όρισαν και ημερομηνία γάμου!
- Πρέπει να σαμποτάρω την τηλεόραση στο δωμάτιο της Άννας.
Το τελευταίο που θα θέλει να ακούσει τώρα είναι αυτές τις βλακείες.
- Λες να έχει την όρεξη να δει τηλεόραση; Και πως θα την
ανοίξει; Με τηλεκίνηση; Δεν έχει τηλεκοντρόλ. Χαλάρωσε.
Ο Στέφανος εμφανίστηκε στο κυλικείο. Με ένα ειρωνικό βλέμμα τους χαιρέτησε, πήρε κάτι και έφυγε σφυρίζοντας. Ο Χρήστος σηκώθηκε από το τραπέζι να τον ακολουθήσει. Η Σπυριδούλα τον άρπαξε από το χέρι και τον έβαλε να καθίσει πάλι.
- Ας’ τον, δεν αξίζει τον κόπο. Τον έδειρες ήδη μια φορά. Αρχίζεις και επαναλαμβάνεσαι. Πού πήγε η πρωτοτυπία σου; Θα σκεφτούμε κάτι καλύτερο. Χάλια αυτός ο καφές. Να μου θυμίσεις, όταν έρθει η ποντικομαμή να τον στείλω να μας πάρει τίποτα της προκοπής. Οι ασθενείς μπορεί να την γλυτώσουν από τους γιατρούς, τους υπόλοιπους όμως θα τους αποτελειώσει το κυλικείο.
- Θα ξυπνήσει ο Αιμίλιος;
- Για να διαβάσω τον φραπέ και να σου πω. Χρήστο, συγκεντρώσου! Πού να ξέρω; Στο χέρι του είναι.
- Και αν δεν ξυπνήσει;
- Θα βρούμε άλλον πρωταγωνιστή. Πώς κάνεις έτσι; Έβλεπα ένα τεκνό στα περιοδικά, μπουκιά και συχώριο! Θα μας έρθει και φτηνά.
- Σπυριδούλα! Θα σε βαρέσω!
- Μάζεψε τα σάλια σου γιατί θα αυξηθούν τα εργατικά ατυχήματα εδώ μέσα. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, είναι η μόνη σου ελπίδα να ρίξεις γυναίκα εδώ μέσα. Ή μήπως νομίζεις ότι δεν σε είδα πώς κοίταζες τη νοσοκόμα;
- Ντροπή!
- Όταν τις χαλβαδιάζεις δεν είναι ντροπή, όταν στην λέω είναι! Άντρες, πεταμένα λεφτά.
- Έρχεται η επιταγή σου, μαζέψου.
- Γιώργο τι σου είπαν εκεί μέσα;
- Είστε για δέσιμο όλοι σας! Τα κανάλια σας έλειπαν μέσα σε όλα αυτά; Χαμός έγινε μέσα στη μονάδα. Ειδοποίησαν τον διοικητή.
- Για να δώσει συνέντευξη;
- Σπυριδούλα! Συγκεντρώσου!
- Όχι που δεν θα τον χάλαγε! Τι στοίχημα πάτε ότι όταν έρθει, θα βγάλει ιατρικό ανακοινωθέν;
- Ασ’ την αυτήν Γιώργο. Τι σου είπαν;
- Πλήρωσε τις καταχρήσεις του. Έτρεχε με φρένα πειραγμένα.
- Εγώ το ‘λεγα ότι δεν είχα σώας τας φρένας αλλά την Σπυριδούλα δεν την ακούει ποτέ κανείς!
- Σπυριδούλα!!!
- Καλά – καλά! Μη φωνάζετε. Ρόμπα θα γίνουμε.
- Το περίεργο είναι γιατί δεν ξυπνά. Δοκίμασαν να τον αποσωληνώσουν αλλά δεν πήρε μπροστά και τον διασωλήνωσαν ξανά. Αύριο θα δοκιμάσουν πάλι να τον βγάλουν από το μηχάνημα. Με ρώτησαν αν ειδοποιήσαμε κάποιον συγγενή.
- Έχω μία παρ’ ολίγον νύφη. Κυλιέται στα πατώματα. Να τη φωνάξω;
- Σπυριδούλα!
- Μα την είδες τη νύφη του Τσάρλι; Με το νυφικό θα μιλήσει την επόμενη φορά.
- Εγώ πρέπει να φύγω Σπυριδούλα. Με κάλεσαν για περιστατικό. Θα τα πούμε αύριο. Ότι χρειαστείς, πάρε με τηλέφωνο. Τα ξέρω τα παιδιά που είναι μέσα. Θα δυσκολέψει το επισκεπτήριο. Το έμαθε το προσωπικού του νοσοκομείου και περνάνε όλοι για να δουν όλοι αν είναι αλήθεια. Κοράκια! Αι στο καλό. Φεύγω. Θα τα πούμε αύριο όπως είπαμε.
Έσκυψε τη φίλησε και έφυγε. Εκείνη τη στιγμή κάποιος δυνάμωσε την τηλεόραση στο κυλικείο. Γύρισαν ενοχλημένοι να δουν τι γίνεται. Έδειχνε το νοσοκομείο, έναν δημοσιογράφο και μετά την Μαρία. Πότε πρόλαβαν κιόλας; Κοίταξαν το ρολόι. Υπολόγισε μέχρι και την ώρα! Πάνω στις ειδήσεις. Ο κόσμος μόλις το είδε, άρχισε να απομακρύνεται. Πήγαιναν προς τη μονάδα όπως το αίμα τραβάει τους καρχαρίες. Σηκώθηκαν μηχανικά και τους ακολούθησαν. Γινόταν χαμός. Ο Στέφανος μοίραζε αυτόγραφα της Μαρίας. Η Μαρία δεχόταν τη συμπαράσταση του κόσμου. Η παράσταση, με τον Αιμίλιο ή χωρίς, θα γινόταν το θέμα συζήτησης. Αλλά μάλλον η Άννα δεν ήταν σε θέση να το εκτιμήσει. Αχάριστος κόσμος!
- Πάω να πάρω κάτι από έξω, πριν ψοφήσουμε και εμείς εδώ
μέσα. Χρήστο τι θες να σου φέρω όταν έρθω;
- Τσίπα. Αν δεν βρεις, εκείνη τη νοσοκόμα. Πρέπει να σχολάει όπου να ‘ναι.
Κάτι βρωμάει. Γυρίζει και βλέπει την κάφτρα του τσιγάρου να
καίγεται στο τασάκι.
- Αηδία! Την σβήνει αηδιασμένος καθώς η Σπυριδούλα του
αφήνει ένα χαρτάκι με ένα νούμερο τηλεφώνου στο τραπέζι.
- Το τηλέφωνό της. Η Σπύρι φροντίζει πριν από σας για εσάς.
Μην της τηλεφωνήσεις όμως αμέσως. Στείλε της sms. Έτσι θα κερδίσεις λίγο χρόνο μέχρι να την φας την χυλόπιτά σου.
- Και πού το ξέρεις;
- Είναι δεσμευμένη.
- Ευκαιρία να χωρίσει.
- Για σένα; Μάλλον πρόταση γάμου θα του κάνει μετά από σένα.
- Όπως και να ‘χει πάντα φέρνω ριζοσπαστικές αλλαγές στις
σχέσεις των ανθρώπων.
- Που δεν σε συμπεριλαμβάνουν όμως ποτέ
- Η ποντικομαμή είναι που φιλιέται δίπλα στο καρτοτηλέφωνο με
κείνη την κοκκινομάλλα;
- Πού; Να τον σκίσω τώρα!
- Σιγά τα αίματα, θα σπάσεις κανένα νύχι και δεν εφημερεύει η
μανικιουρίστα σου. Πήγαινε. Θα μείνω εγώ εδώ.
- Μην το καταστρέψεις το μαγαζί. Α και να μην ξεχάσω…
Πετάει μία κάρτα κινητής τηλεφωνίας.
- Και το τηλεφώνημα κερασμένο. Θα κλαις, που θα κλαις μετά, δε
σε αντέχω να κλαψουρίζεις και για τα λεφτά.
- Εγώ; Για ποιόν με πέρασες; Δε μπορούσες να πάρεις
τουλάχιστον τη μεγαλύτερη;
- Δε θα σου λύσω εγώ το πρόβλημα με το μέγεθος. Τουλάχιστον,
όχι απόψε.
Κλείνοντάς του το μάτι απομακρύνθηκε ενώ κάποιος δυνάμωνε την τηλεόραση ξανά. Ο διοικητής διάβαζε το ιατρικό ανακοινωθέν. Ο φωτισμός ήταν χάλια. Σηκώθηκε να φύγει.
- Ερασιτέχνες, σκέφτηκε. Μετά άκουσε τη Μαρία σε νέες δηλώσεις. Χαμογέλασε. Ευτυχώς που κάποιος έχει ακόμα την αίσθηση του χιούμορ στα κανάλια. Πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Άννας. Ευτυχώς κοιμόταν. Κάθισε στην καρέκλα και αποκοιμήθηκε αμέσως.

- Ωραία κοιμωμένη, ξύπνα! Άννα δεν μιλάω σε σένα. Στην
περίπτωση σου είναι επιστημονικά διαπιστωμένο ότι ξυπνάς. Στον άχρηστο δίπλα σου αναφέρομαι.
Η Σπυριδούλα άφησε το σακ βουαγιάζ που κρατούσε στο πάτωμα, τους καφέδες στο κομοδίνο και πλησίασε τον Χρήστο που κοιμόταν ακόμη.
- Κρατάω νερό και με χαρά θα το χρησιμοποιήσω. 1, 2…
- Είσαι τρελή;
Ο Χρήστος πετάχτηκε απότομα από την καρέκλα.
- Πιες μια γουλιά καφέ και άλλαξε ρούχα. Σε περιμένουν κάτω.
- Θα δοκιμάσουν να αποσωληνώσουν τον Αιμίλιο; ρώτησε η Άννα. Τι με κοιτάτε έτσι; Φάντασμα βλέπετε; Τον είδα στην εντατική πριν με βγάλουν. Οι ιατροί είναι προβλέψιμοι, οι ασθενείς μας το χαλάνε πάντα.
- Γιατρέ μου, πάω να ρίξω κάτι πιο μίνιμαλ πάνω μου από αυτήν την υπερπαραγωγή καφέ και τίμιου ιδρώτα και κατεβαίνω να δω τον ξάδελφο.
- Μήπως να ειδοποιήσεις και κάποιον άλλον από τους συγγενείς; Ρώτησε η Σπυριδούλα πιάνοντας τον από τον αγκώνα καθώς κατευθυνόταν στο μπάνιο.
- Οι γονείς του έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια και δεν νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να εμφανιστεί η γυναίκα του εδώ.
- Η γυναίκα του; Αναφώνησε η Σπυριδούλα αφήνοντάς του το χέρι. Είναι παντρεμένος; Και πού είναι τόσα χρόνια η γυναίκα του; Μούτσος σε φαλαινοθηρικό; Πότε παντρεύτηκαν; Τι να πω; Τόσα χρόνια η Μαρία να ροχαλίζει στα χαμομήλια και να μην ξυπνάει κανένας μας; Και εσύ, χαμένο κορμί γιατί δεν το είπες;
- Δεν ήταν δικιά μου δουλειά.
- Πότε παντρεύτηκαν; Πού είναι αυτή τώρα; Θα την ειδοποιήσεις να ‘ρθει τώρα ή μια και καλή στην ανάγνωση της διαθήκης; Συγγνώμη Άννα. Συνέχισε εσύ με τον βουβό πόνο μέχρι να τελειώσω την ανάκριση.
- Παντρεύτηκαν πριν πάει ο Αιμίλιος στη σχολή θεάτρου. Κλέφτηκαν και συμφώνησαν να κρατήσουν τον γάμο κρυφό. Εκείνη αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό αλλά ο Αιμίλιος αρνήθηκε να την ακολουθήσει. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να βγάλει το διαζύγιο.
- … έχει λεφτά. Παντρεύτηκε μια πλούσια γεροντοκόρη, που του τα ακουμπούσε χοντρά για να κάνει τέχνη. Την ίδια ιστορία έχουμε όλες!
- Κανόνισε να σου ξεφύγει τίποτα! Την ίδια στιγμή θα στείλω στα περιοδικά εκείνη την φωτογραφία σου, που τα φρύδια σου ήταν το εξής ένα!
- Εκβιαστή!
- Ούτε καν στην ποντικομαμή… σε κανέναν! Πάω να αλλάξω. Φέρε τον καφέ και το καλό, που σου θέλω να μην είναι και αυτός ορφανός. Φαί!
- Τσακίσου πήγαινε κάτω και μετά θα σε ταΐσουμε.
Ο Χρήστος άλλαξε, πήρε τον καφέ και εξαφανίστηκε.
Επιτέλους ένας καφές της προκοπής. Στο ασανσέρ ο Αιμίλιος και η Μαρία ήταν το θέμα συζήτησης. Κάποιοι στοιχημάτιζαν για το αν ο Αιμίλιος θα ξυπνήσει ή όχι και το προχωρούσαν μέχρι την απόδοση που θα είχε ενδεχόμενη δωρεά οργάνων. Κοιτούσε την ένδειξη των ορόφων στο ασανσέρ. Δεν αργούσαν. 3..2…1 Η πόρτα άνοιξε και στον τοίχο απέναντι είδε την Αναστασία. Σήκωσε το βλέμμα της και τον είδε. Πάγωσε. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε και το ασανσέρ συνέχισε την πορεία του.
Κατέβηκε στο ισόγειο. Προσπάθησε να χαθεί μέσα στο πλήθος. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο αλλά τελευταία στιγμή θυμήθηκε τον Αιμίλιο. Αποφάσισε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει την Αναστασία. Αλλά όχι τώρα. Θα πήγαινε από τις σκάλες. Η Αναστασία, η Μαρία, η Άννα και ποιος ξέρει ποια ακόμα θα εμφανίζονταν στην συνέχεια. Μήπως η Τori; Με τόσα παράλογα, δεν μπορούσε να ζητήσει και αυτός το δικό τους;
Έφτασε στην εντατική. Εκείνη την ώρα έβγαινε ένας γιατρός από την μονάδα. Τον πλησίασε και τον ρώτησε για τον Αιμίλιο. Ο γιατρός τον αγριοκοίταξε και απομακρύνθηκε. Ο Χρήστος έτρεξε πίσω του.
- Είμαι ο ξάδερφός του και θα ήθελα να μου πείτε αν ο Αιμίλιος
αποσωληνώθηκε.
- Από χτες έχω γνωρίσει τους γονείς του Αιμίλιου… και τους 5, 6
αδέλφια, την πεθερά και 2 ξαδέλφια. Άσε με να χαρείς άνθρωπέ μου και έχω δουλειά.
- Είμαι όντως ξάδελφος του Αιμίλιου, το βράδυ ήμουν με την κ.
Πάνου, που την βγάλατε από την εντατική αλλά δεν είχε κανέναν. Σας μίλησε και ο Γιώργος σχετικά, σαν συνάδελφος, μέσα στην μονάδα.
Ο γιατρός κοντοστάθηκε και πήρε τον Χρήστο σε ένα γραφείο.
- Δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά δεχτήκαμε τηλεφώνημα από υψηλά
ιστάμενα πρόσωπα να μην επιχειρήσουμε να τον αποσωληνώσουμε. Σχεδιάζεται επιχείρηση μεταφοράς του και για τον φόβο των επιπλοκών, κρίνεται ως ασφαλέστερη η διακομιδή του με τη διασωλήνωση.
- Η Αναστασία!
- Την ξέρετε και εσείς;
- Φυσικά! Σας είπα ότι είμαστε ξαδέλφια αλλά φαίνεται πως δεν
είναι αρκετό για να με πιστέψετε.
- Δεν φαντάζεστε τι έχουμε ακούσει από όταν δημοσιοποιήθηκε
η παρουσία του στην μονάδα εντατικής θεραπείας. Να φανταστείτε ότι το πιο λογικό ήταν όταν η κ. Πάντα μας έδειξε αντίγραφο του πιστοποιητικού γάμου και έδωσε εντολή για τις διαδικασίες αφού η υποτιθέμενη μνηστή έδινε σειρά συνεντεύξεων στους τηλεοπτικούς σταθμούς και τα έντυπα.
- Γνωρίζετε πού θα τον μεταφέρουν;
- Όχι. Η κ. Πάντα τα έχει ρυθμίσει όλα αλλά φαντάζομαι κάπου
που πιθανώς να μπορέσουν να του προσφέρουν κάτι παραπάνω από εμάς.
- Το ανακοινώσατε στη Μαρία;
- Από τη στιγμή, που δεν υπάρχει κάποια συγγενική σχέση δεν
είμαι υποχρεωμένος να ενημερώσω κανέναν.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ο γιατρός τον κάλεσε μέσα και είδε την Αναστασία. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που την είχε δει για τελευταία φορά αλλά παρέμενε γοητευτική. Μια γοητευτική μαινάδα που δεν ήταν καθόλου φιλική.
- Γιατρέ οι συνεννοήσεις έχουν ολοκληρωθεί. Σε λίγο θα
επικοινωνήσουν μαζί σας για τις λεπτομέρειες. Θα σας παρακαλούσα η μεταφορά να γίνει όσο το δυνατόν πιο διακριτικά σε όλο αυτό το τσίρκο.
- Η αρμοδιότητα μου σταματά στην είσοδο της μονάδας. Θα
προσπαθήσω αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα. Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να επιστρέψω στην εργασία μου. Ίσως εσείς είστε η πιο κατάλληλη να δώσετε στον κύριο από εδώ τις απαντήσεις, που ζητά από εμένα.
Ο ιατρός συνόδεψε και τους δύο έξω από το γραφείο, κλείδωσε και χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου.
- Γιατί παίρνεις τον Αιμίλιο, Αναστασία;
- Δεν νομίζεις ότι ξεφτιλίστηκε αρκετά; Αν μπορούσε να μιλήσει και ο ίδιος αυτό θα ήθελε, να εξαφανιστεί από όλους και όλα για λίγο. Να ηρεμήσει και να επιστρέψει όταν το επέλεγε ο ίδιος. Του δίνω αυτόν τον χρόνο να επιλέξει.
- Πού θα τον πας;
- Δεν σε αφορά. Και δεν νομίζω να κάνεις φασαρία για αυτό. Με μία γραφική εξοφλημένη να κάνει καραγκιοζιλίκια στις κάμερες και ακόμα μία χειρουργημένη στον τέταρτο, δεν νομίζω πως είναι οι καλύτερες συνθήκες για να ξυπνήσει κάποιος. Τουλάχιστον όχι σε αυτή τη διάσταση.
- Πώς ξέρεις για την Άννα;
- Ο Αιμίλιος μου είχε πει για την ιστορία τους. Δεν σταματήσαμε τις επαφές ποτέ. Λεκτικές και σωματικές. Απλά είχαμε συμφωνήσει στην απόλυτη ελευθερία του καθενός.
- Και με το να τον παίρνεις σαν πακέτο τώρα, σέβεσαι δηλαδή την απόλυτη ελευθερία του; Δεν μιλάς ε;… Ο Αιμίλιος σου είχε ζητήσει διαζύγιο έτσι δεν είναι; Απάντησέ μου αν έχεις τα κότσια.
- Δεν το χρειάστηκε ποτέ. Ποτέ δεν τον εμπόδισα σε κάτι.
- Εκτός αν ήθελε να προχωρήσει τη ζωή του και η νέα του ζωή δεν είχε χώρο για σένα. Αυτό κάνεις Αναστασία; Τον εκδικείσαι; Αυτόν; Την Μαρία; Την Άννα; Ποιον από όλους εκδικείσαι;
- Εμένα, που είχα πιστέψει πως μια μέρα θα γυρνούσε πίσω. Αφού δεν γύρισε μόνος του, ήρθα να τον πάρω εγώ εκεί που ανήκει. Σπίτι του. Σπίτι μας. Το παραμύθι τελείωσε.
- Να υποθέσω ότι έζησαν αυτοί καλά και εσύ καλύτερα; Παραδέξου το. Θα ήθελες πολύ να μπεις εκεί μέσα και να κλείσεις το μηχάνημα, έτσι δεν είναι; Τη βλέπεις αυτή τη γελοία εκεί πέρα που φωτογραφίζεται; Πώς νοιώθεις, που ακόμα και αυτή, ο Αιμίλιος την είχε πάνω από σένα; Με αυτήν τουλάχιστον άντεξε να ζήσει κάτι παραπάνω από ότι μαζί σου.
- Πώς νοιώθεις τόσα χρόνια στη σκιά του; Να είσαι πάντα δεύτερος; Να γλύφεις αποφάγια; Να είσαι ανάμεσα σε τόσο κόσμο και να ‘σαι πάντα μόνος;
- Πώς νοιώθεις που ο Αιμίλιος απλά σε προσπέρασε; Άσ’ το, μην μπαίνεις στον κόπο. Κανείς δεν νοιάζεται πια. Και μόνο ο Αιμίλιος μπορεί να μας πει αν νοιάστηκε ποτέ αλλά χάρη σε σένα δεν είναι ιδιαίτερα ομιλητικός σήμερα.
Εκείνη την ώρα η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και ο Χρήστος μπήκε μέσα. Κοίταξε το ποτήρι στα χέρια του και μετά την Αναστασία που τον παρακολουθούσε. Δεν θα κατάφερνε να πιει ούτε έναν καφέ της προκοπής στο νοσοκομείο. Έφτασε στην κλινική, που είχαν την Άννα αλλά δεν τον άφησαν να περάσει γιατί οι ιατροί έκαναν επίσκεψη. Το επισκεπτήριο θα ξεκινούσε σε δύο ώρες.
Στήριξε το βάρος του σώματός του στον τοίχο και άκουσε το ασανσέρ να ανοίγει πίσω του. Ένοιωσε ένα χέρι στον ώμο του και πετάχτηκε έντρομος.
- Φάντασμα είδες;
Ήταν η Σπυριδούλα.
- Ούτε αυτός ο καφές ήταν της προκοπής;
Του πήρε το πλαστικό ποτήρι από τα χέρια και το πέταξε στα
σκουπίδια.
- Έλα, πάμε στο κυλικείο να τσιμπήσουμε κάτι, να κάνεις και εσύ
κανένα τσιγάρο να συνέλθεις. Δεν πήρε μπροστά ούτε σήμερα, έτσι δεν είναι; Μη στεναχωριέσαι…
- Η Αναστασία, η γυναίκα του Αιμίλιου είναι εδώ, έξω από την
εντατική.
- Και εμείς γιατί καθόμαστε εδώ; Πάμε κάτω να δω τα μούτρα
της Μαρίας.
- Η Μαρία δεν το ξέρει. Απασχολεί τους δημοσιογράφους όσο η
Αναστασία κανονίζει να μεταφερθεί αλλού ο Αιμίλιος. Αυτή συνεννοήθηκε να μην δοκιμάσουν να τον αποσωληνώσουν μέχρι να μεταφερθεί εκεί που θέλει.
- Πρέπει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας.
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και κάλεσε έναν αριθμό.
- Καλημέρα αγάπη. Σε χρειάζομαι. Τώρα! Εμφανίστηκε κάποια
που ισχυρίζεται ότι είναι η γυναίκα του Αιμίλιου και δεν αφήνει να τον ξυπνήσουνε γιατί θέλει να τον πάρει από το νοσοκομείο. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι πριν τον μετακομίσουν προκειμένου να τον σετάρει με την υπόλοιπη οικοσκευή της γιατί τον ξάδελφο από εδώ τον συνδέσανε με Κάιρο…. Ναι, έστω μια τελευταία προσπάθεια να ξυπνήσει πριν τον μεταφέρουνε. Ευχαριστώ αγάπη. Περιμένω τηλεφώνημά σου. Γεια.
Μη χάσκεις! Κατεβαίνουμε στην εντατική. Η Σπυριδούλα αναλαμβάνει δράση.
- Καλά σούπερ γκούφυ φάε τα φιστίκια σου πριν σώσεις τον
κόσμο και άσε με εμένα εδώ.
- Τη φοβάσαι ε; Έλα μαζί μου. Tώρα!
Τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο ασανσέρ. Από
το πεπρωμένο σου μπορεί να ξεφύγεις, από τη Σπυριδούλα ποτέ!