Πεθαίνω. Καθημερινά. Την ώρα που ξυπνώ και φτιάχνω τον καφέ μου. Την ώρα που ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Την ώρα που χάνομαι μέσα στο πλήθος. Την ώρα που βουλιάζω στον καναπέ μου απέναντί από την τηλεόραση. Πλήττω. Αφόρητα. Βασανιστικά. Μέρα και νύχτα. Θέλω να παίξω. Μόνο τότε ζω. Δεν το καταλαβαίνει κανείς. Μεταξύ μας νομίζω πως δεν τους νοιάζει κιόλας να καταλάβουν. Μα δεν με νοιάζει πια. Εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια να με καταλάβουν. Έφτιαξα όμως ένα παιχνίδι. Κάθε Σάββατο βράδυ προσκαλώ τρεις ανθρώπους στο σπίτι μου. Άγνωστους μεταξύ τους. Με έναν όρο. Να έρθουν συνοδευόμενοι από έναν ακόμα, που δεν γνωρίζω.
Επτά συνδαιτημόνες. Επτά παίκτες σε ένα παιχνίδι που αγνοούν. Ένα άψογα στρωμένο τραπέζι. Comme il faut. Comme j’ adore. Art de la table… Art de la vie.
Σ’αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχουν ονόματα. Δεν υπάρχουν πρόσωπα. Μόνο λέξεις. Εγώ επιλέγω την δική μου. Σε ένα καρτελάκι στο πιάτο τους βρίσκουν την δική τους. Απόψε θα είμαι ο εραστής. Ετοιμάστηκα. Και περιμένω. Μαζί μου θα δειπνήσουν απόψε η σφαίρα, το όπλο, ο θυμός, ο γάμος, το σεξ και η αγάπη.
Είμαι έτοιμος. Θανάσιμα γοητευτικός και περιμένω τους ανυποψίαστους να έρθουν. Είναι τόσο αθώοι. Μα πάνε χρόνια πια που δεν πιστεύω στην αθωότητα.
Καταφθάνουν. Ανοίγω την πόρτα. Επιλέγουν κοιτώντας κλεφτά τις θέσεις τους. Νιώθω το τρέμουλο στην ανάσα τους, τη λάμψη στα μάτια τους. Θέλουν τόσο πολύ να παίξουν. Θα έδιναν τα πάντα για αυτό το παιχνίδι. Για να σταθούν σε αυτήν την καρέκλα. Και να παραμείνουν. Μα πλήττω. Τους σερβίρω το απεριτίφ. Κατά βάθος είμαι ένα μεγάλο παιδί. Δεν το καταλαβαίνουν. Μεθούν. Και δεν είναι το αλκοόλ. Προσπαθούν να με αγγίξουν. Χαμογελώ. Είναι δικοί μου. Κάθομαι στην κεφαλή του τραπεζιού. Περιμένουν το σήμα μου.
Ξεκινάμε. Παρατηρώ πώς κατασπαράσσουν το φαγητό τους. Πώς η αγάπη τρέφεται με σάρκες. Πού είναι στραμμένο το όπλο. Πώς το σεξ φέρνει στα χείλη το κρασί. Η σφαίρα… τόσο ανυποψίαστη. Ο θυμός, που ψάχνει το άλλοθί του. Οσφραίνομαι τις εικόνες τους. Το είναι, το φαίνεσθαι…. Χοές στο δείπνο αυτό. Γάμος…. Με διασκεδάζει η γύμνια του. Είναι φορές που νομίζω πως αν μπαίνανε στο μυαλό μου δεν θα ήταν ποτέ ξανά οι ίδιοι.
Τρώνε. Πίνουν. Εμένα τρώνε. Εμένα πίνουν. Τον εραστή. Αυτόν ποθούν όλοι. Να αγγίξουν, να μυρίσουν, να γευτούν. Πίστη. Η απόλυτη, η άνευ όρων παράδοση. Μα είναι όλοι τους άπιστοι. Για αυτό θα σηκωθούν. Και θα ‘ρθουν και άλλοι. Και άλλοι. Με άλλες ταμπέλες. Είναι φορές που νομίζω πως είμαι ανόητος που πιστεύω ότι θα βρεθεί κάποιος που θα γυρίσει το καρτελάκι του εραστή ανάποδα. Και θα δει τι γράφει από πίσω. Δεν το έκανε ποτέ κανείς. Οι ανόητοι δεν κοιτάνε ούτε τα δικά τους.
Αφού τελειώσουν και φύγουν, παίρνω τα καρτελάκια τους και τα πετάω στο τζάκι. Τα βλέπω να καίγονται. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένος. Άδειος. Ανάβω ένα τσιγάρο και τα παρακολουθώ να φλέγονται… ένα-ένα. Και από τις δύο όψεις. Όταν καεί και το τελευταίο βγαίνω στο μπαλκόνι. Κρατώ το δικό μου στο χέρι. Το αφήνω στα κάγκελα από την ανάποδη πλευρά. Και πηγαίνω για ύπνο. Είναι τυφλοί. Ξαπλώνω. Για λίγες ώρες θα είμαι νεκρός. Μα θα ξαναγεννηθώ. Ερήμην.
Θεός.
Επτά συνδαιτημόνες. Επτά παίκτες σε ένα παιχνίδι που αγνοούν. Ένα άψογα στρωμένο τραπέζι. Comme il faut. Comme j’ adore. Art de la table… Art de la vie.
Σ’αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχουν ονόματα. Δεν υπάρχουν πρόσωπα. Μόνο λέξεις. Εγώ επιλέγω την δική μου. Σε ένα καρτελάκι στο πιάτο τους βρίσκουν την δική τους. Απόψε θα είμαι ο εραστής. Ετοιμάστηκα. Και περιμένω. Μαζί μου θα δειπνήσουν απόψε η σφαίρα, το όπλο, ο θυμός, ο γάμος, το σεξ και η αγάπη.
Είμαι έτοιμος. Θανάσιμα γοητευτικός και περιμένω τους ανυποψίαστους να έρθουν. Είναι τόσο αθώοι. Μα πάνε χρόνια πια που δεν πιστεύω στην αθωότητα.
Καταφθάνουν. Ανοίγω την πόρτα. Επιλέγουν κοιτώντας κλεφτά τις θέσεις τους. Νιώθω το τρέμουλο στην ανάσα τους, τη λάμψη στα μάτια τους. Θέλουν τόσο πολύ να παίξουν. Θα έδιναν τα πάντα για αυτό το παιχνίδι. Για να σταθούν σε αυτήν την καρέκλα. Και να παραμείνουν. Μα πλήττω. Τους σερβίρω το απεριτίφ. Κατά βάθος είμαι ένα μεγάλο παιδί. Δεν το καταλαβαίνουν. Μεθούν. Και δεν είναι το αλκοόλ. Προσπαθούν να με αγγίξουν. Χαμογελώ. Είναι δικοί μου. Κάθομαι στην κεφαλή του τραπεζιού. Περιμένουν το σήμα μου.
Ξεκινάμε. Παρατηρώ πώς κατασπαράσσουν το φαγητό τους. Πώς η αγάπη τρέφεται με σάρκες. Πού είναι στραμμένο το όπλο. Πώς το σεξ φέρνει στα χείλη το κρασί. Η σφαίρα… τόσο ανυποψίαστη. Ο θυμός, που ψάχνει το άλλοθί του. Οσφραίνομαι τις εικόνες τους. Το είναι, το φαίνεσθαι…. Χοές στο δείπνο αυτό. Γάμος…. Με διασκεδάζει η γύμνια του. Είναι φορές που νομίζω πως αν μπαίνανε στο μυαλό μου δεν θα ήταν ποτέ ξανά οι ίδιοι.
Τρώνε. Πίνουν. Εμένα τρώνε. Εμένα πίνουν. Τον εραστή. Αυτόν ποθούν όλοι. Να αγγίξουν, να μυρίσουν, να γευτούν. Πίστη. Η απόλυτη, η άνευ όρων παράδοση. Μα είναι όλοι τους άπιστοι. Για αυτό θα σηκωθούν. Και θα ‘ρθουν και άλλοι. Και άλλοι. Με άλλες ταμπέλες. Είναι φορές που νομίζω πως είμαι ανόητος που πιστεύω ότι θα βρεθεί κάποιος που θα γυρίσει το καρτελάκι του εραστή ανάποδα. Και θα δει τι γράφει από πίσω. Δεν το έκανε ποτέ κανείς. Οι ανόητοι δεν κοιτάνε ούτε τα δικά τους.
Αφού τελειώσουν και φύγουν, παίρνω τα καρτελάκια τους και τα πετάω στο τζάκι. Τα βλέπω να καίγονται. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένος. Άδειος. Ανάβω ένα τσιγάρο και τα παρακολουθώ να φλέγονται… ένα-ένα. Και από τις δύο όψεις. Όταν καεί και το τελευταίο βγαίνω στο μπαλκόνι. Κρατώ το δικό μου στο χέρι. Το αφήνω στα κάγκελα από την ανάποδη πλευρά. Και πηγαίνω για ύπνο. Είναι τυφλοί. Ξαπλώνω. Για λίγες ώρες θα είμαι νεκρός. Μα θα ξαναγεννηθώ. Ερήμην.
Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου