Πέμπτη, Μαΐου 28, 2009

Ιστορία ενός πιάνου bI


- Πιστεύεις στο πεπρωμένο;
- Είναι σαν να με ρωτάς αν πιστεύω στην αγάπη. Έχει σημασία; Κανένα δεν ρωτά, κανένα δεν έχει ανάγκη την πίστη μας
Ο κόσμος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται. Οι τεχνικοί ρύθμιζαν τα φώτα. Κρυμμένη στα παρασκήνια, κοιτούσα τον κόσμο περιμένοντας εκείνο που ερχόταν με βήματα γοργά.
- αν μπορούσες…. Θα επέλεγες να γνωρίζεις το πεπρωμένο σου;
- γιατί; Για να το ζήσω αλλιώς; Ο ίδιος είμαι… μ’ αυτό που είμαι στέκομαι απέναντι στο πεπρωμένο μου… κοίτα, εκεί έξω είναι το πεπρωμένο μου. Εδώ είναι απλά μια σκιά τίποτε άλλο, εκεί έξω είναι το φως.. κοίτα!
- έχεις δίκιο… και σε περιμένει. Μην αργείς
Το χειροκρότημα του κόσμου μας κύκλωνε από παντού
- απόψε θα σε πάρω μαζί μου στο φως. Θα δεις….
Βγήκε στην σκηνή πριν προλάβω να πω λέξη. Η συναυλία είχε ξεκινήσει και οι τεχνικοί έπεφταν συνέχεια επάνω μου προσπαθώντας να κάνουν την δουλειά τους. Το ένα τραγούδι πίσω από το άλλο. Θα πρέπει να ήταν υπέροχη αλλά δεν άκουγα. Έψαχνα ένα βλέμμα ανάμεσα στο φως και την σκιά. Ήταν εκεί. Ήμουν σίγουρη πως ήταν εκεί, μέχρι τη στιγμή πού είδα το βλέμμα του να γυαλίζει στο σκοτάδι. Ο κόσμος τραγουδούσε. Αόρατος μέσα σε χιλιάδες ανθρώπους. Έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε.
Όρμησα πάνω στην σκηνή τη στιγμή που ακούστηκε ο δεύτερος πυροβολισμός. Η μουσική είχε σταματήσει. Ο κόσμος ούρλιαζε. Τα φώτα άναψαν όλα. Οι μουσικοί είχαν πέσει στη σκηνή. Τρίτος πυροβολισμός. Πού ήταν το προσωπικό ασφαλείας;
Τον έφτασα. Ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Μέσα στο αίμα.
- Το ήξερες! Έτσι δεν είναι; Φύγε!
Τον έψαχνα με τα χέρια μου. Ένας πυροβολισμός στον δεξιό ώμο. Πάτησα με δύναμη το σημείο που ανέβλυζε το αίμα. Έψαχνα το δεύτερο σημείο. 3 πυροβολισμοί. «Υπάρχει και δεύτερο σημείο. Πρέπει να το βρω»
Προσπαθούσε να με διώξει αλλά γινόταν όλο και πιο αδύναμος. Γύρισα για μια στιγμή προς τον κόσμο. Είχαν πιάσει τον άντρα που πυροβόλησε.
- Τηλεφωνήστε να έρθει ασθενοφόρο, φώναξα.
Κάποιοι έβγαλαν τα κινητά τους. Κάποιος πήρε το μικρόφωνο και προσπαθούσε να ηρεμήσει τον κόσμο. Οι υπόλοιποι του συνεργείου τον κύκλωσαν. Το ελεύθερο χέρι μου έψαχνε στα τυφλά. Μια δεύτερη σφαίρα στο θώρακα. 3 πυροβολισμοί… 2 σφαίρες. Δεν καταλάβαινα τι του έλεγαν. Κάτωχρος και ιδρωμένος προσπαθούσε να τους απαντήσει. Προσπάθησαν να με απομακρύνουν δεν έφευγα. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος με τράβηξε με δύναμη. Φορούσε στολή.
- 3 πυροβολισμοί, 2 σφαίρες, είπα και έμεινα παγωμένη στη θέση που με έβαλε. Τον εξέτασαν και τον πήραν γρήγορα με το φορείο. Φεύγοντας είδα την αστυνομία να παίρνει τον άντρα με το όπλο. Ένας αστυνομικός με πλησίασε.
- Ακολουθήστε με σας παρακαλώ.
Τον ακολούθησα. Μπήκα μαζί του στο περιπολικό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Κοίταξα έξω. Το Παρίσι, τη νύχτα. Το χέρι μου με πονούσε. Έπιασα το μπράτσο μου, ζεστό, υγρό…. 3 πυροβολισμοί…. 3 σφαίρες. Τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω μου. Λιποθύμησα.

Πέμπτη, Μαΐου 21, 2009

Alexander Rybak-Funny little world (new song: CD fairytales - preview- ) και οι ατακες που έγραψαν :)


Funny Little World lyrics

Suddenly I'm famous,
and people know my name.
I've got a thousand girls just waiting,
and therefore it's a shame
that my heart has been captured
by your funny little smile.
And finally I'm happy,
if only for a while.

People call me stupid,
for treating you like a queen.
But I don't even worry,
'cause you're my unforeseen
And I hope that you'll be with me,
if only in my dreams.
But here you are next to me,
and you're glad, or so it seems.

And I don't know for sure
where this is going.
Still I hope for more, and more.
'Cause who would know that you
would treat me like a boy,
and I treat you like a girl,
in this funny little world.

Don't promise me for ever,
just love me day by day.
No one knows the future,
we're young, but that's OK.
'Cause you'll always be a part of me,
whatever life will bring.
And people have to bear with you,
this silly song i sing.

Your boyfriends might be angry,
my girlfriends might be blue.
But no one can deny it,
from now on I love you.
I have to say it's new to me,
this feeling in my heart.
Guess I've been kind of lonely,
and you've been kind of smart.

And I don't know for sure
where this is going.
Still I hope for more, and more.
'Cause who would know that you
would treat me like a boy,
and I treat you like a girl,
in this funny little world.

And I don't know for sure
where this is going.
Still I hope for more, and more.
'Cause who would know that you
would treat me like a boy,
and I treat you like a girl,
in this funny little world.

This funny little world.



Fairytales is the debut studio album by the Norwegian artist Alexander Rybak. It is to be released in Norway on June 2, 2009, and on various dates in Europe (see release history). Most of the songs on the album are written and composed by Rybak himself.

The first single of this album is Rybak's "Fairytale", the winning song from the Eurovision Song Contest 2009. His entry broke the previous record in the festival and achieved a total of 387 points. All the participating countries voted for the song.

Track listing

# Title Writer Length
1. "Roll With the Wind" Alexander Rybak 3:34
2. "Fairytale" Alexander Rybak 3:05
3. "Dolphin" Alexander Rybak 4:16
4. "Kiss and Tell" TBA* 3:20
5. "Funny Little World" Alexander Rybak 3:46
6. "If You Were Gone" Henning Sommerro 4:31
7. "Abandoned" TBA 4:09
8. "13 Horses" Alexander Rybak 5:42
9. "Song from a Secret Garden" Rolf Løvland 3:30

* To be announced

[edit] Bonus track
# Title Writer Length
10. "500 Miles" The Proclaimers 3:24


13 Horses Video



Roll with the Wind Video








ατακες που απόλαυσα :)


the early years...
alexander rybak: Here (in Norway) I understood that not every kid practised daily for 3 hours. I felt cheated in a way, I remember I was crying



Translation:
Dan Børge: Already inn 2003 we could see the unusual talent that truethe screen and I almost hit the ground when I saw him at the ESC. He shows you his soul trough his ayes even through the screen. And the fact that he has made all of this himself is amazing(fantastic).

Dan børge is like a He is a really col guy and just by talking about classic music, he makes people think its cooler.
Reporter: Where you suprised that you came that fare when you had met so much resitans on the way
Rybak: yes. I felt it was destiny that I would try and try and in those years before i found out that I said to my self that the coolest thing wasn't to succeed but to never give up. So after Kjempesjangsen(a competition on TV) I almost didnt know what to do. I were no longer the Underdog.

Kvelden før kvelden 2006 Its a program the night before Christmas The song is also written by Rybak.
Reporter: A lot of people wonders about the them of the songs you write. You write a lot about love and this girl. Even when you are writhing a Christmas song. It start of with Christmas and than it goes over to a love song.

Rybak: Yes but its still in Christmas

Reporter: So everything is about love?

Rybak: yes All we need is love! Its been said. Should I start defending that? Im a loving guy

Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

Ιστορία ενός πιάνου XII


Σαλώμη. Έτσι θα έπρεπε να λένε τη νύχτα. Χανόμαστε μέσα στα πέπλα της, πέφτουμε με έναν κλαυσίγελο στο βλέμμα μα δεν καταφέρνουμε να την γδύσουμε ποτέ. Όχι, πριν τελειώσει η μουσική, πριν δώσεις τη ζωή σου επί πίνακι ή αντί πινακίου. Διαλέγεις. Πάντα. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις…
Κοιτούσα τα φώτα που άναβαν, τις σκιές που ξεθώριαζαν πριν χαθούν. Όλες οι πόλεις μοιάζουν την νύχτα. σαν τους ανθρώπους. Ποιος νοιάζεται μέσα στην νύχτα; Ποιος μιλά; Ποιος είναι στ’ αλήθεια εκεί για να ακούσει;
Το αυτοκίνητο χάνονταν σε δρόμους, που μπορεί να είχα διασχίσει στο παρελθόν μα δεν αναγνώριζα. Ούτε και με ένοιαζε. Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις μες στο σκοτάδι, λιποτακτούν οι απαντήσεις. Ένοιωθα το βλέμμα του φευγαλέο επάνω μου μα δεν γυρνούσα να τον κοιτάξω. Απόψε εκείνος οδηγούσε τα βήματα.
Ένα ταξίδι για να αγαπήσω τη νύχτα, να σταματήσω να την φοβάμαι, να της αφεθώ. Η ανάσα του μετρούσε φανάρια, έστριβε σε διασταυρώσεις, μου κρατούσε συντροφιά μες στην σιωπή.
- Με εμπιστεύεσαι; Με ρώτησε ήρεμα, χωρίς να με κοιτάξει. Έσκυψε προς το μέρος μου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Έβγαλε 1 μαντίλι και μου το έδωσε.
- Κλείσε τα μάτια σου.
Το πήρα και για μια στιγμή το χέρι μου έγειρε στο δικό του. Άφησε το μαντίλι να γλιστρήσει και έβαλε το χέρι στο τιμόνι ξανά.
- Μια νύχτα, πριν φύγεις… Φοβάσαι;
Χαμογέλασα, κοίταξα τα φώτα που ξεμάκραιναν και έκλεισα τα μάτια μου με το μαντίλι. Το αυτοκίνητο επιτάχυνε μα λίγη ώρα αργότερα σταμάτησε ξαφνικά. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. Άνοιξε την πόρτα μου και μου είπε
- Έλα. Στη δική μου νύχτα.
Μου άπλωσε το χέρι.
- ακολούθησέ με.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησα. Η εσάρπα γλίστρησε από τους ώμους μου και έπεσε κάτω. Σταμάτησε, την πήρε και κοντοστάθηκε. Τον έψαξα με τα χέρια μου, τον πλησίασα και τον αγκάλιασα. Πήρε τα χέρια μου από πάνω του και προχωρήσαμε. Σταμάτησα να κρυώνω.
Σκαλοπάτια, ψίθυροι, πόρτες. Άκουγα τα τακούνια μου στο πάτωμα. Σταμάτησε και δίπλα του σταμάτησα και εγώ.
- Μείνε… Εδώ.
Άφησε το χέρι μου. Στάθηκα και σε λίγο άκουσα ένα πιάνο. Νότες που αφηγούνταν την δική τους ιστορία. Γύρισα προς τη μουσική αλλά εκείνη την ώρα ένοιωσα κάτι ζεστό στην πλάτη μου. Φως. Ζεστό να με χαϊδεύει. Έλυσα το μαντίλι μα κράτησα τα μάτια μου κλειστά. Το κορμί μου ακολουθούσε τη μουσική στο φως και το σκοτάδι.
Πώς να είναι ο θάνατος; Το πιάνο άρχισε να σβήνει ανάμεσα σε piαnissimo για να δώσει τη θέση του σε άλλα όργανα, που εμφανίζονταν το ένα πίσω από το άλλο. Ήρθε πίσω από την πλάτη μου και μ’ αγκάλιασε με όση δύναμη είχε. Η μουσική σταμάτησε και άκουγα την ανάσα του να με κυκλώνει από παντού.
- άνοιξε τα μάτια σου.
Υπάκουσα καθώς η μουσική ξεκινούσε εκκωφαντική τώρα και ο ίδιος να τραγουδά. Ο χώρος ήταν γεμάτος μουσικούς και τεχνικούς. Το μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Το σημείο που κοιτούσα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατευθύνθηκα προς την άκρη της σκηνής. Κάποιος στεκόταν στο βάθος μα στο ημίφως δεν τον ξεχώριζα καλά. Ένοιωσα ένα τράβηγμα στον αέρα και τότε συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν στην άκρη. Ένας μουσικός με είχε προλάβει. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Γύρισα αριστερά και τον είδα να πίνει ένα μπουκάλι νερό. Ξανακοίταξα δεξιά. Δεν ήταν κανένας αλλά τι ήταν όλος αυτός ο πόνος;
Προσπάθησα να στηρίξω το κεφάλι με τα χέρια μου. Αδύνατο. Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Έτρεξε προς το μέρος μου. Προσπάθησα να διακρίνω τις σκιές στο ημίφως μα δεν τα κατάφερα.
- Είσαι καλά; … Μίλα μου. Τι συνέβη;
Δεν φαινόταν τίποτε πια. Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά… Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω μου. Βαβούρα. Δεν μπορούσα να ακούσω τη σκέψη μου. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι μου και έστρεψε το πρόσωπο μου προς το δικό του.
- Μ’ ακούς; Απάντησε μου!
- Μην κάνεις τη συναυλία. Όχι εδώ. Όχι αύριο.
Γέλια. Που ολοένα και δυνάμωναν… και σιωπή, μια απέραντη σιωπή που είχε κόψει άξαφνα τη νύχτα στα δύο.

Κυριακή, Μαΐου 17, 2009

Ιστορία ενός πιάνου XI


Πήρε το χέρι μου και το ακούμπησε στην καρδιά του.
- Δεν θα φύγεις. Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει από αυτή τη νύχτα.
Μια απόκοσμη ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Είναι παράξενο μερικές φορές πώς αλλάζουν οι άνθρωποι μες στη σιωπή. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν, τα πάντα σκοτείνιασαν και λιποθύμησα.
Συνήλθα κάποιες στιγμές αργότερα με εκείνον ανήσυχο πάνω από το κεφάλι μου.
- Είμαι καλά. Μην ανησυχείς.
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Με βοήθησε να ξαπλώσω στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου.
Γιατί πιστεύουμε πώς ό,τι δεν βλέπουμε, απλά δεν υπάρχει;
Το τηλέφωνο του χτύπησε πάλι. Το σήκωσε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Ούτε και με ενδιέφερε. Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα με ένα σημείωμα δίπλα μου και το τηλέφωνο που μου είχε αφήσει. «Τηλεφώνησέ μου όταν ξυπνήσεις». Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Άνοιξα το ντους και μπήκα κάτω από το τρεχούμενο νερό όπως ήμουν, με τα ρούχα.
Ό,τι δεν το νοιώθεις με την αφή, σημαίνει πως δεν υπάρχει;
Έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα και τα πέταξα στο πάτωμα. Χρόνος. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Χρόνος και υπομονή για να ταιριάξει αλλιώς η συνήθεια.
Βγήκα τυλίγοντας μια πετσέτα στο σώμα μου και στάθηκα στο παράθυρο. Παρακολουθούσα σκιές και αυτοκίνητα να τρέχουν να προλάβουν την λήθη, την μοναξιά, το θάνατο. Την αλήθεια δεν την φτάνεις ποτέ. Αντικατοπτρισμούς της μόνο. Άνοιξα το κινητό μου. Προσπέρασα τα μηνύματα που ερχότανε βροχή και έστειλα μήνυμα στη Σοφία. «Είμαι καλά. Θέλω να μείνω μόνη.» απενεργοποίησα το κινητό και το άφησα στο κομοδίνο.
Κάθισα στο κρεβάτι και πήρα το κινητό του στα χέρια μου. Κοίταξα το φως που χανόταν σιγά - σιγά από το παράθυρο. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Δεν ήθελα να σκέφτομαι γιατί έσπασα την υπόσχεσή μου. Την τελευταία φορά που πέταξα κάποιον στην άβυσσο της ψυχής του, χάθηκε πριν προλάβω να τον πιάσω. Όσες φορές και αν τον έψαξα το μυαλό του έμεινε φυλακισμένο στους εφιάλτες και τους δαίμονες του και το κορμί του παραπεταμένο σε ένα δημόσιο ψυχιατρείο.
Έχεις ευθύνη για τους ανθρώπους που σου αφήνονται, γυμνοί, ικέτες, που εγκαταλείπουν τα πάντα, ασπίδες, εστίες, ονόματα, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ενοχές, χωρίς επιστροφή. Υπάρχει αγάπη χωρίς ευθύνη; Ελευθερία επιλογής χωρίς τίμημα; Μοναξιά χωρίς επτασφράγιστα μυστικά;
Είμαστε το αθέατο, το αυλο, η καυτή ανάσα της αθανασίας στον παγετώνα του πρόσκαιρου. Μη μ’ αγγίζεις. Όχι, αν δεν μπορείς να ‘ρθεις μαζί μου. Αυτή τη φορά σε πρόλαβα, σε βρήκα να σε φέρω πίσω. Σε λίγο θα ‘ρθεις μόνος ξανά να το ζητήσεις. Με χέρια τρεμάμενα, με φωνή αλλοιωμένη. Σαν ναρκωτικό. Να σε καταπιεί, να σε ταξιδέψει, να σε ξεβράσει εκεί που τίποτα δεν έχει σημασία πια. Το έχω δει να συμβαίνει.
Είναι τόσο μικροί, τόσο εύθραυστοι οι άνθρωποι. Χιλιάδες πολύχρωμες πεταλούδες με καψαλισμένα φτερά, που δεν έμαθε ποτέ κανείς την ύπαρξή τους, το ταξίδι τους σ’ αυτή την ψευδαίσθηση. Σοφία, Πίστη, Ελπίδα, αγάπη. Τα χαράζεις πάνω σου και πας στις πόλεις των ανθρώπων. Νομάδας της ζωής, εξόριστος της αγάπης. Χωρίς αφέντη, δίχως χάδι, με ένα τραγούδι που αλλάζει συνεχώς χείλη.
Μην έλθεις σου λέω. Δεν γνωρίζεις για πού ξεκίνησες μικρή μου πεταλούδα. Πόσες μουσικές - φωτοβολίδες φύλαξες για να μη χάσεις την ψυχή σου την πιο σκοτεινή σου νύχτα; Μην έλθεις γιατί θα σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχα άλλη από το να μαζεύω καψαλισμένες πεταλούδες. Είσαι τα τραγούδια σου. Είμαι τα κλειδιά στην αρχή που τα αλλάζουν όλα.
Φύγε όσο έχεις ακόμα καιρό. Πριν με ζητήσει το αίμα σου, πριν με στερηθεί το κορμί σου. Πριν τρομάξεις από εκείνα που έχεις φυλαγμένα και χαθείς για πάντα. Μη μιλήσεις. Μην πεις λέξη. Μην μου απλώνεις το χέρι. Αν πέσω, πέφτεις. Και δεν θα γυρίσει πίσω κανείς να τραγουδήσει αυτό το ταξίδι.
Το τηλέφωνο στο χέρι μου άρχισε να χτυπά στους ήχους της μουσικής του. Το πήρα και κατευθύνθηκα στην πόρτα. Την άνοιξα και στεκόταν εκεί.
- Ετοιμάσου. Το ταξίδι ξεκίνησε και σου στέλνει τα πρώτα δώρα του.
Στα χέρια του κρατούσε ένα φόρεμα και ένα κουτί. Μου το έδωσε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
- Είναι το καλύτερο… για σένα. Έλα μαζί μου. Αν ξημερώσει, θα φύγεις με ό,τι ήταν για σένα… από την αρχή, την πρώτη μου ανάσα, τη μουσική. Αν όχι, θα γίνεις δική μου… μέχρι το τέλος.
Άνοιξα το κουτί. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια και μαζί τους μια αλυσίδα για το πόδι.
- Δεν τα ‘χεις γνωρίσει όλα ακόμα. Όχι αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας. Ντύσου . Δεν θα μας περιμένουν για πάντα.
Ντύθηκα, φόρεσα τα παπούτσια και την αλυσιδίτσα στο αριστερό μου πόδι. Με κοίταζε χωρίς να μιλά. Έβγαλε μια εσάρπα και μου την έδωσε.
- Κρύψου. Απόψε ήρθα να σε συναντήσω.
Με πήρε από το χέρι και χαθήκαμε σ’ ένα φως που ψυχορραγούσε.







Ιστορία ενός πιάνου Χ


Πήρα το κινητό του και το έβαλα στα χέρια του. Εκείνος τα έκλεισε πριν προλάβω να τα τραβήξω. Με κοίταξε κατάματα.
- Θα μου πεις πώς το κάνεις αυτό;
Το τηλέφωνο χτύπησε.
- Ξέρεις ποιος είναι;
- Έχει σημασία; Απάντησε της.
Άφησε τα χέρια μου και απομακρύνθηκε προκειμένου να μιλήσει στο τηλέφωνο. Ντύθηκα και άναψα τσιγάρο. Έκλεισε το τηλέφωνο, ήρθε κοντά μου και γονάτισε δίπλα μου.
- Μη φύγεις αύριο. Είναι άδικο.
- Πρέπει να φύγεις.
- Σκέψου το.
- Έχω μια ζωή που με περιμένει.
- …. η δική μου…
- Μη μιλάς. Σε παρακαλώ. Κλείσε τα μάτια. Άκου…
Έβαλα το χέρι πάνω στην καρδιά του. Την ένιωθα να πάλλεται στο χέρι μου. Έκλεισα τα μάτια μου. Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό μου μέσα από καπνό που έπαιρνε σχήμα, μορφή, φωνή….
«Μπαμπά»

Πετάχτηκε τρομαγμένος. Σηκώθηκα πίσω του. Με άρπαξε από τους ώμους και με ταρακούνησε δυνατά. Προσπαθούσε να μου μιλήσει. Ανοιγόκλεινε τα χείλη του, άρχισε να βαριανασαίνει ενώ κρύος ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. Τα χέρια του έπεσαν βαριά και τρεκλίζοντας έπεσε στο πάτωμα ενώ η ανάσα του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
Γονάτισα δίπλα του, έβαλα το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια μου και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
- Ηρέμησε. Είσαι πιο δυνατός από αυτό. Ανάσαινε ήρεμα. Μπορείς.
Έβαλα τα χέρια μου μπροστά στο στόμα του, καλύπτοντας και τη μύτη του. Τρόμαξε και με πέταξε με δύναμη μακριά του. Σύρθηκε μέχρι τον τοίχο, κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο. Δεν είχα χρόνο. Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα μια χάρτινη σακούλα. Τον πλησίασα και γονάτισα δίπλα του βάζοντας τη σακούλα στο πρόσωπό του.
- ανάσαινε.
Πήγε να με διώξει πάλι.
- ανάσαινε!!!
Έβαλα ξανά το χέρι στην καρδιά του. Πόνος. Τρόμος. Σκοτάδι. Φως. Έκλεισα τα μάτια μου. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού. Κάτι έτρεχε ζεστό στο πρόσωπό μου. Άνοιξε τα χέρια και επέλεξε να πέσει. Έπεφτε και έπρεπε να τον προλάβω. Έπρεπε να τον βρω μέσα στην νύχτα της ψυχής του και να τον τραβήξω έξω. Να προλάβω. Ακολούθα τον πόνο και θα βρεις την ψυχή. Τον άρπαξα και τον έβγαλα έξω.
Η ανάσα του άρχισε να ηρεμεί σιγά – σιγά. Έφερα τα χέρια στο πρόσωπό μου. Τα κοίταξα. Η μύτη μου αιμορραγούσε. Ένα τηλέφωνο χτυπούσε αδιάκοπα. Τον ένοιωθα να με κοιτάζει τρομαγμένος. Σύρθηκε μέχρι το τηλέφωνο. Απάντησε ξέπνοος. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο κρεβάτι και έσφιξα τις γροθιές μου.
Μην πέφτεις. Όχι αν δεν μπορείς να σταθείς. Όχι αν δεν έχεις κάποιον να σε κρατήσει.
Ένοιωσα το χέρι του ζεστό στο λαιμό μου.
- Πώς ήξερες να με βρεις;
- Φύγε, απάντησα ξέπνοα.
- Τι είσαι;
- Η νύχτα που δεν τελειώνει ποτέ.
Σηκώθηκε και επέστρεψε σε λίγο με μια βρεγμένη πετσέτα. Προσπάθησε να με καθαρίσει από το αίμα, που είχε σκεπάσει τη σκέψη μου.
- Μείνε. Μέχρι το τέλος της νύχτας. Το τέλος των ανθρώπων…
Τον κοίταξα. Στα μάτια του έτρεχε αφηνιασμένος ο χρόνος, σαν καταρράκτης σκόρπιζε τη μοίρα, τα λόγια, ανθρώπους, πρόσωπα και κορμιά που πλαγιάσαμε μέχρις ότου εξαντληθούν όλοι οι δρόμοι, σκορπίσουν σαν την άμμο στον αέρα. Μέχρι τη στιγμή που δεν έχει μείνει τίποτα, από κανέναν, εκτός από μια ανάσα καυτή.
Έβαλε το χέρι στην καρδιά μου.
- ακούς;
- Νιώθεις;




Σάββατο, Μαΐου 16, 2009

Η eurovision του alexander rybak (Norway 's Fairytale 2009)

H μεγάλη Κυρία της Εurovision είναι αδιαμφισβήτητα η Patricia Kaas (S'il fallait le faire). Με τραγούδια θρύλους πατά στη σκηνή της Μόσχας και τρίζουν τα videowαlls. Ακόμη και όσοι αναρωτιούνται σχετικά με το ποια είναι, έχουν σιγοτραγουδήσει τη διασκευή ενός τραγουδιού που είναι πλέον κλασσικό. Δεν είναι άλλο από το “les homes qui passent maman” το οποίο διασκεύασε η Χαρις Αλεξίου με τον τίτλο «Οι άντρες περνούν μαμά» Και μόνο το γεγονός ότι οι υπόλοιπο καλλιτέχνες θα μοιραστούν την σκηνή μαζί της, υπερβαίνει κατά πολύ τις προσδοκώμενες συνεργασίες που θα είχαν τηρουμένων των επαγγελματικών αναλογιών.
Η Patricia Kaas πήγε στη Μόσχα κουβαλώντας την ιστορία, που η ίδια έφτιαξε μέσα σε μία πορεία 20 ετών, με τα ζενίθ και τα ναδίρ της, τις αυτοαναφορες (το ασπρόμαυρο πάτωμα – ευθεία αναφορά στο videoclip του τραγουδιού “les homes qui passent maman” ). Σκεφτείτε αν η ΕΡΤ του χρόνου έκανε απευθείας ανάθεση στην κ. Αλεξίου εκείνη θα πήγαινε; (Μη μειδιάς εσύ εκεί πίσω, σε βλέπω). Ρητορικό το ερώτημα, προχωρώ.

Ο 23χρονος Νορβηγός alexander rybak από την άλλη πήγε εκεί ευελπιστώντας να γράψει ιστορία με το τραγούδι του Fairytale. Με μητέρα διάσημη πιανίστρια και πατέρα γνωστό βιολιστή, ακολούθησε την οικογενειακή κλίση/παραδοση ξεκινώντας μουσική από την ηλικία των 5 ετών. Έμαθε βιολί και πιάνο (όλοι όσοι παίζουν βιολί, υποχρεώνονται όταν φτάσουν σε 1 επίπεδο να μάθουν και πιάνο), προφανώς με τα αντίστοιχα θεωρητικά μαθήματα (θεωρία, αρμονία, αντίστιξη, σύνθεση… και όρεξη να έχεις γενικά).

Γεννήθηκε στην Λευκορωσία αλλά αργότερα η οικογένεια επέστρεψε στην χώρα καταγωγής της, δηλαδή τη Νορβηγία. Ο μικρός συνέχισε τις σπουδές του και από το 2004 άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός μέσω μουσικών βραβείων και τη συμμετοχή του αργότερα σε μουσικό παιχνίδι αναζήτησης ταλέντων.

Το τραγούδι -σύμφωνα με δήλωσή του- το έγραψε μετά από έναν χωρισμό και κατά τη διάρκεια ενός μοναχικού ταξιδιού. Πρώτα συνέθεσε τη μουσική και στη συνέχεια πρόσθεσε τα λόγια. Ο κίτρινος εαυτός μας έμαθε με γαργαλιστική ευχαρίστηση ότι η πρώην σύντροφος, νυν παντρεμένη και μέλλουσα ημι-διάσημη μούσα του εργάζεται σε νυχτερινό μαγαζί και δίνει συνεντεύξεις για την σχέση τους, διεκδικώντας τα δικά της 15 λεπτά διασημότητας.
Ερωτώμενος ο δημιουργός για αυτή την εξέλιξη, απάντησε. «Εγώ μίλησα για αυτό (μέσω του τραγουδιού). Η σειρά της είναι. Το βρίσκω λογικό να θέλει να βοηθήσει την καριέρα της» (Ρίμπακ – πρώην: 2-0)

O μικρός έλιωσε για χρόνια τα δάχτυλα του στο βιολί-γραβάτα. (Όποιος νομίζει ότι είναι εύκολες οι μουσικές σπουδές ας αναλογιστεί ότι χρειάζονται τουλάχιστον 12 χρόνια για το πρώτο πτυχίο, με καθημερινή επίπονη και επίμονη εξάσκηση, χωρίς καλοκαίρια, διακοπές και λοιπά τυχερά… -παρεπιμπτώντως η υπέροχη μουσική μέχρι να ακουστεί πραγματικά υπέροχη, έχουν περάσει αρκετές ώρες εξάσκησης, που έχουν τόση σχέση με το τελικό αποτέλεσμα ακουστικά όσο τα «παρατράγουδα» με την Μαρία Καλλας-.)
Η μουσική είναι αμείλικτη. Αν την αφήσεις μία, σε αφήνει 10. απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία και πείσμα, περισσότερο από ότι φαντάζεσαι για να μην χάσεις τον στόχο σου, την μουσική και το πιο σημαντικό... την αγάπη και το παθος σου για αυτή.

Δεν με νοιάζει καθόλου αν ο Νορβηγός είναι ή δεν είναι ψωναρα. Όσοι επιβιώνουν από τέτοια προγράμματα εκπαίδευσης φυσικα και είναι ψωναρες γιατί ξέρουν πως έχουν καταφέρει κάτι που οι περισσότεροι δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να προσπαθήσουν. Το αν θα το δείχνουν ή όχι εξαρταται από την γενικότερη παιδεία αλλα δείξε μου έναν ανθρωπο που έχει κανει 12 χρόνια κλασσική μουσική και δεν είναι αλλού και εγώ θα το κλειδώσω το ακατοίκητο (σ.σ. : το blog).
Την στιγμή που όλοι ισχυριζόμαστε ότι γράφουμε, ζωγραφίζουμε, τραγουδάμε και γερνάμε πάνω από σκονισμένα τετράδια, αδιάφορα blogs ή βιβλία, που πληρώσαμε οι ίδιοι να εκδοθούν –από επιλογή ή από ανάγκη- ο Νορβηγός μας κλείνει πονηρά το μάτι και μας λέει «Εγώ τα κατάφερα. Εσύ;;;»

Ανεβαίνει στη σκηνή και το γουστάρει. Σε διεκδικεί. Σε γοητεύει. Ζει για αυτό, αναπνέει μέσα από αυτό. Και τότε καταλαβαίνεις γιατί εσύ είσαι πίσω από τον υπολογιστή και διαβάζεις αυτές τις φλυαρίες, αντί να ζεις το δικό σου παιδικό όνειρο. Πολύ απλά γιατί εσύ μπορείς, μπορείς και ζεις χωρίς τα παιδικά σου όνειρα.
Εκείνος όμως δούλεψε σκληρα για το δικό του «παραμύθι». Έγινε μουσικός, επέτρεψε στον εαυτό του να ζήσει (δύσκολο πραγμα ο πρωταθλητισμός γαρ, αν σου κολήσουν την ρετσινια του ταλέντου και 2 γονείς με αναγνωρίσιμο ονοματεπώνυμο) και εντέλει να μας τα τραγουδήσει με όλη την ύβρη που κουβαλούν στους ώμους τους τα 23 του χρόνια.

Ο μικρός κατάφερε να κάνει τον λυγμό του διονυσιακό πανηγύρι του έρωτα. Τι θες, τι περιμένεις από έναν νέο 23 ετών; Να τραγουδα την αλήθεια του, γυρίζοντας σε πίσω... τότε που νόμιζες ότι ο χρόνος θα σταματούσε στα 23 σου χρόνια.

Τι είναι όλο αυτό το θέαμα; Μια γιορτή. Μια μεγαλη, φωνακλού, λαμπερή -ενίοτε κιτσατη-, χαρούμενη γιορτή και για μένα μια γιορτή δεν μπορεί να έχει τον ψυχρό επαγγελματισμό του Σάκη με την ρομποτική τελειότητα του. Δεν παω Μέγαρο, ούτε στο χειρουργείο!



Μια γιορτή θέλει τραγούδι που να βγάζει το "αχ" απ’ την ψυχή και να γεμίζει στάδια και σπίτια.
Θέλει χορό, όπου ακολουθείς ασυναίσθητα σαν ποντικάκι του Χαμελιν.
απαιτεί να στέκεται λαμπερός σαν αστρο σα να λεει στον κόσμο «κοίτα με». αλλα όχι με ψιλα γραμματα από κατω "μην αγγίζετε - αποστειρωμένο" αλλα "απλωσέ το χέρι σου, να σε παρω στο ταξίδι μαζί μου"

"Σαν τον Φοίνικα βγήκα από τις στάχτες μου ξανά και γιορτάζω, εσένα, εμένα, τη ζωή, το εφήμερο του έρωτα."

Και εγώ στέκομαι ανάμεσα σας και κοιτώ και χαίρομαι, που ακόμα υπάρχουν άνθρωποι σαν τον αλέξανδρο που τα καταφέρνουν με τις σπουδές και το πείσμα τους, όχι τους κοιλιακούς και τον οδοντογιατρό τους (και μαλιστα πριν την κλιμακτήριο/εμμηνοπαυση/σύνταξη/θανατο). Και χαίρομαι ακόμα περισσότερο που στέκεται δίπλα σε ανθρώπους όπως η Patricia Kaas και o Andrew Lloyd Webber και τους κλείνει πονηρά το μάτι.
...Και αν καταφέρει και βγει πρώτος θα χειροκροτήσω ακόμα περισσότερο γιατί ανάμεσα σε ταλέντα και αστέρια τέτοιου βεληνεκούς, αυτός έχει ακόμα έναν άσσο τελευταίο, κρυμμένο στο μανίκι του. Τη νιότη του.

«αι της αγάπης μαχαιριά….» που θα ‘λεγαν με λόγια δανεικά κάτι φωνές απ’ τα παλιά.

Καλή επιτυχία Ρίμπακ!



Υς…. Και σε ευχαριστώ που για 1 ανάρτηση -3 μήνες πριν- κοντεύεις να μου φέρεις τόσο κόσμο σε 3 μέρες, όσος έχει περάσει συνολικά σε 3 χρόνια
"Roll with the Wind" απλα υπέροχο....

Alexander Rybak performing "Visa vid vindens ängar" at a concert in Tromsø 25.03.2009.

beyond the sea/ Hedda award (best debutant actor 2007) intervew

ακόμα μια εκτέλεση του "παραμυθιού"....

μίλησε κανείς για ψώνιο; η συνέντευξη ενός παιδιού που προτιμα να συνεχίσει να μιλα στο τηλέφωνο με την μητέρα του από το να της το κλείσει καταμουτρα γιατί καποιος "δημοσιογραφος" του απλώνει επιθετικα 1 μικρόφωνο.

Update: Fairytale (Parody)
Η παρωδία δεν αργήσε να έρθει και είμαι σίγουρη ότι θα ακολουθήσουν και αλλες. Το τραγούδι από ότι φαίνεται ήρθε για να μείνει.
(Το τραγουδακι το έκλεψα από το blog της Θείας Ντόννας)

Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009

Ιστορία ενός πιάνου IX


Φασαρία. Ποιος κάνει φασαρία πρωί-πρωί; Αφήστε με! Κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα αλλά η φασαρία συνέχιζε ακάθεκτη. Ένα τηλέφωνο. Άπλωσα το χέρι για να πιάσω το τηλέφωνο στο κομοδίνο. Το έριξα κατά λάθος στο πάτωμα αλλά το τηλέφωνο χτυπούσε ακόμα. Ανακάθισα στο κρεβάτι και προσπάθησα να καταλάβω από πού προερχόταν ο ήχος. Σηκώθηκα. Ο ήχος ερχόταν από την τσάντα μου. Την πήρα και επέστρεψα στο κρεβάτι. Την άνοιξα και είδα μέσα ένα ακόμα κινητό. Στην οθόνη αναβόσβηνε αντί αριθμού η φράση «Μίλησε μου».
- Καλημέρα.
- Καλημέρα. Έβαλα το κινητό στην τσάντα σου για να μπορέσω να σε ξαναβρώ. Δεν θα έχω για πάντα την τύχη με το μέρος μου.
- Είσαι καλά; Η κόρη σου;
- Καλύτερα από χτες…. Συγγνώμη που σου φώναξα. Δεν έφταιγες εσύ, δικό μου ήταν το λάθος.
- Δεν πειράζει. Τελείωσε.
Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Την άνοιξα. Στεκόταν απ’ έξω.
Με κοίταξε και έκλεισε το τηλέφωνο.
- Στην τσάντα σου είχες την κάρτα του ξενοδοχείου και το διαβατήριο. Τα ήξερα από την στιγμή, που σου άνοιξαν τα πράγματα. Χτες ξέχασες το δώρο σου. Σου το έφερα. Ορίστε. Συγγνώμη.
Το πήρα και έκανε μεταβολή να φύγει.
- Περίμενε. Έχεις χρόνο; Θες να έρθεις μέσα;
- Πρέπει να πάω στην κόρη μου.
- Όπως θέλεις.
Με πλησίασε. Με κοίταξε κατάματα και με έσπρωξε απαλά μέσα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
- Θες να μου πεις τι έγινε χτες;
- ….
- Δεν ήξερες. Δεν μπορούσες να ξέρεις. Γιατί πετάχτηκες και φώναζες να ανοίξω το τηλέφωνο;
- Ας πούμε ότι είδα ένα άσχημο όνειρο.
- Ας πούμε…
- Πέρασε… τελείωσε. Αυτό έχει σημασία
- Μα δε σου είπα τι έγινε. Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι τελείωσε;
Πήρα το χέρι του και έκλεισα τα μάτια μου.
- Σε βλέπω τώρα;
- Όχι
- Είσαι σίγουρος;
Τράβηξε το χέρι του.
- Τι θες; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;
Άνοιξα την τσάντα μου. Έβγαλα το εισιτήριο
- Ορίστε. Αν και είμαι σίγουρη ότι και αυτό το ξέρεις ήδη. Φεύγω. Αύριο. Εσύ επιλέγεις.
Άνοιξα την πόρτα και του έκανα νόημα να φύγει. Με πλησίασε.
- Έλα μαζί μου. Να σου δείξω την πόλη τη νύχτα.
Έσκυψε και με φίλησε στον κρόταφο.
- Έλα. Έχω έρθει για σένα, όπως ήρθες εσύ για μένα εκείνο το βράδυ. Έλα
μαζί μου να σου δείξω τη μουσική και όταν κουραστούμε θα μου μάθεις να βλέπω. Θα σου δείξω το δρόμο, θα μου μάθεις πώς περπατάς, είπε και έσυρε την άκρη του δεξιού δείκτη στο μέτωπο, στη μύτη, στα χείλη μου. Συμφωνείς;
Έκλεισα την πόρτα.
Όλοι οι δρόμοι ζουν μαζί μας, αναπνέουν κλειδωμένοι μέσα μας. Τα «ναι», τα «όχι» και πιο πολύ η σιωπή μας. Ποιος θα μπορούσε να σου διδάξει την τέχνη της σιωπής καλύτερα από έναν μουσικό;


Ιστορία ενός πιάνου VIII

- Μη φεύγεις, μου είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
- Δεν πάω πουθενά. Όχι ακόμα. Όχι, πριν με μάθεις να περπατώ μέσα στη νύχτα.
- Εγώ γιατί αισθάνομαι πως είσαι πλάσμα της νύχτας; Τι έχεις συναντήσεις στις νύχτες σου;
- Ζωή… και θάνατο.. να περπατούν χέρι – χέρι. Ύπνος, που ξεγλιστρά και χάνεται. Τσιγάρα, ιστορίες, χιλιόμετρα, ονόματα χωρίς πρόσωπα. Δεν θέλω να μιλώ για αυτά.
- Λες ψέματα.
- Όχι. Δεν θέλω να μιλώ σε σένα για αυτά. Μαζί σου θέλω να ζω, όχι να αφηγούμαι ιστορίες, δικές μου ή άλλων.
- Και όμως δεν κοιμήθηκες δίπλα μου.
- Δεν κοιμάμαι ποτέ.
- Γιατί;
- Γιατί τη νύχτα που θα κοιμηθώ, θα σταματήσει το ταξίδι.
- Και είναι τόσο κακό αυτό;
- Ναι, αν σταματήσει όσο είσαι μόνος…
- Σκέφτεσαι πολύ για κάποια που θέλει να ζει….
- …. Και σίγουρα μιλώ ακόμα περισσότερο.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Μου έκανε νόημα, απάντησε και χάθηκε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού για να μιλήσει. Άναψα ένα τσιγάρο και σηκώθηκα με το τασάκι στο παράθυρο. Η φωνή έσβησε πίσω μου μαζί με το τσιγάρο.
- Συγγνώμη. Δεν θα μας ενοχλήσουν άλλη φορά. Να φέρω φρέσκο καφέ;
Έγνευσα αρνητικά.
- Πορτοκαλάδα; Κρουασάν;
Με κάθε του ερώτηση πλησίαζε και εγώ οπισθοχωρούσα γνέφοντας αρνητικά μέχρι τη στιγμή που κόλλησα στον πάγκο της κουζίνας.
- Το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας.
- Ο έρωτας είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας.
- Η παραγγελία σας λοιπόν κυρία…..

Πετάχτηκα τρομαγμένη από το κρεβάτι. Ήμουν μπερδεμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Εκείνος ξύπνησε και γύρισε από την άλλη πλευρά. Δεν έπρεπε να κοιμηθεί πάλι.
- Ξύπνα.
Τον σκούντησα ελαφρά.
- Ξύπνα σε παρακαλώ. Πού έχεις το τηλέφωνό σου;
Ανασηκώθηκε εκνευρισμένος. Εγώ είχα ήδη σηκωθεί και έψαχνα το τηλέφωνο.
- Σε παρακαλώ. Πού το έχεις; Είναι ανάγκη.
Έσκυψε και το σήκωσε από το πάτωμα, κάτω από το κρεβάτι.
- άνοιξε το. Τώρα!
Το έβλεπα στο βλέμμα του ότι είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή, που ξεκίνησαν όλα. Μάζευα τα ρούχα μου και ντυνόμουν ταυτόχρονα, όταν άρχισαν τα μηνύματα να καταφθάνουν βροχή. Τον άκουσα να μιλά στο τηλέφωνο. Τσάντα, παπούτσια. Κοίταξα το κουτί. Πολύ μεγάλο για να το πάρω μαζί.
Μια φωνή ακούστηκε πίσω μου.
- Φεύγω. Έλα μαζί μου. Το παιδί μου.
Πάγωσα.
- Δεν ακούς; Έλα!
Άφησα το κουτί πίσω μου και τον ακολούθησα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και εκείνο ξεκίνησε σαν δαιμονισμένο.
- Η κόρη μου είναι στο νοσοκομείο. Με έψαχναν και το είχα κλειστό. Εσύ φταις. Εσύ… αν δεν ήσουν εσύ, το τηλέφωνο θα ήταν ανοιχτό, θα ήξερα, θα με έβρισκαν…. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου. Κατέβα!
Το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα.
- Κατέβα!
Κατέβηκα και το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε. Άνοιξα την τσάντα έβγαλα το κινητό και το ενεργοποίησα. Τα εικονομηνύματα έφτανα κατά ριπές από τον πύργο του Άιφελ. Κάλεσα τον Χρήστο καθώς ρωτούσα τους περαστικούς την διεύθυνση που βρισκόμουν. Ανήσυχοι ήρθαν να με βρουν και επιστρέψαμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο. Δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Τους ξεφορτώθηκα στα γρήγορα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου. Απενεργοποίησα το τηλέφωνο και βούλιαξα στο κρεβάτι. Η παιδική φωνή που ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι μου «Μπαμπά, μπαμπά….», άρχισε να ξεθωριάζει και έδωσε τη θέση της σε ένα ήρεμο γουργουρητό. Με το γουργουρητό αυτό αποκοιμήθηκα.
Λίγο πριν αρχίσει το όνειρο νόμισα πως άκουσα μια φωνή «Μαμά… μαμά… κράτα με! μη με αφήνεις να πέσω» Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά μου ήταν αδύνατο. Βυθίστηκα σε έναν ύπνο βαρύ σαν τον θάνατο. Το ταξίδι μόλις ξεκινούσε.

Πέμπτη, Μαΐου 14, 2009

Ιστορία ενός πιάνου VII


- Μη μιλήσεις. Κλείσε τα μάτια και άκου. Είναι η νύχτα, που τρέχει
ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι οι ιστορίες, που δεν είναι δικές μας. Έλα μαζί μου.
Γύρισα. Ήταν εκεί. Έβγαλα το ακουστικό από το αυτί μου.
- Έλα. Δε θα ρωτήσω τίποτα. Όχι όσο γράφεις στη γλώσσα σου. Τίποτα. Μέχρι να συναντηθούμε. Υπόσχεση. Μυστική.
- Θα έλεγες οτιδήποτε για να ‘ρθω μαζί σου, έτσι δεν είναι;
- Μόνο με απλές λέξεις, σε μικρές προτάσεις.
Χαμογέλασε.
- Όχι δύσκολες λέξεις. Όχι….
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο μου. Με τράβηξε σιγά από το χέρι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο που μας περίμενε. Όσο μιλούσε στον οδηγό, απάντησα στο τηλέφωνο.
- Είμαστε ήδη μία ώρα και οι τέσσερις μας στημένοι στον πύργο του Άιφελ και σε περιμένουμε φορώντας τα καπέλα μας. Έλα να μας δεις, να βάλεις ένα τέλος στην ξεφτίλα μας… και ακόμα μία φωτογραφία στην συλλογή σου. Μετά τις φωτογραφίες στον Παρθενώνα και το Big Ben έλα να βγάλεις και αυτή πριν αρχίσει ο πύργος να αυτομαδαται και μας πετάξει 1-1 τα λαμπάκια του.. Έλααααα…. Νίκησες. Πόσο ακόμα θα μας αφήσεις με τα γαϊδουρινά αυτιά και το φούξια βέλο ανάμεσα στους τουρίστες;
- Και εσείς τουρίστες είστε. Απολαύστε το!
- Πού είσαι;;;;
- Δεν έχω ιδέα!
- Με ποιόν είσαι;
- Και να σου ‘λεγα δεν θα με πίστευες.
- Και πότε θα ‘ρθεις στο συνέδριο; Έχεις παρουσίαση στις 3.
- Όπως το ‘πες… έχεις παρουσίαση στις 3. Είναι όλα στο δωμάτιο μου στο ξενοδοχείο.
- Μην κλείσεις το κινητό! Μην τολμήσεις!!!....
Έκλεισα το κινητό και το απενεργοποίησα. Εξαφανίστηκε μέσα στην τσάντα μαζί με το ακουστικό. Προσπάθησα να φανταστώ τους αξιοσέβαστους επιστήμονες και συναδέλφους να αποτελούν την πρωινή ατραξιόν και άρχισα να γελώ.
Οι «π-όνοι» είχαν δηλώσει το παρόν –μαζί με τ’ αυτιά τους- και στο Παρίσι. Τα 3 μας, ο Πέτρος, ο Δημήτρης, η Σοφία, το κόμμα που λιποτάχτησε δηλαδή εγώ και το α-κόμ(μ)α 14 ο Χρήστος. Ένα περιπλανώμενο τσίρκο 5 ανθρώπων, ένα σαρκαστικό βγάλσιμο της γλώσσας στους συμβιβασμούς που κάνουμε όλοι.
- Πέφτουν τ΄ αστέρια;
Γύρισε και με ρώτησε χαμογελώντας. Είχαμε επιστρέψει στο σπίτι. Το
αυτοκίνητο σταμάτησε, κατέβηκε και μου άνοιξε την πόρτα. Έκανε νόημα και ο οδηγός εξαφανίστηκε.
- Δεν περίμενα να φύγεις τόσο πρωί. Χωρίς αντίο. Δεν είναι ευγενικό, δεν το νομίζεις;
Ξεκλείδωσε την πόρτα και την κράτησε να περάσω.
- Μετά από σας.
Στάθηκα στην πόρτα.
- Συγγνώμη και για την συμπεριφορά των ανθρώπων, που δουλεύουν για μένα. Δεν θα επαναληφθεί.
Πέρασα μέσα. Προχωρήσαμε μέχρι που φτάσαμε στο πιάνο. Πάνω του βρισκόταν ένα μεγάλο σκαλιστό κουτί με τα αρχικά του. Πλησίασε και το πήρε στα χέρια του.
- Συγγνώμη. Για τις ιστορίες σου. Αυτό είναι για σένα.
Την ώρα που μου το προσέφερε χτύπησε το τηλέφωνό του. Δεν το σήκωσε. Άφησε τον τηλεφωνητή. Μια παιδική φωνή ακούστηκε και εκείνος πήγε τρέχοντας να το σηκώσει. Κάθισα στον καναπέ, το ακούμπησα στα πόδια μου και το άνοιξα. Είχε μια επένδυση από κόκκινο βελούδο και μια πλάκα με τη φράση « Le temps c’ est de l’ amour» Πάνω-πάνω ήταν μια παρτιτούρα με μια μελωδία, χωρίς στίχους, χωρίς να είναι εναρμονισμένη. Την έβγαλα, από κάτω ήταν τα κείμενα μου και από κάτω κενά πεντάγραμμα και το στυλό που είχα χρησιμοποιήσει.
Δεν το περίμενα. Στεκόμουν εκεί μέχρι τη στιγμή που επέστρεψε κοιτώντας τις φωτογραφίες.
- Ευχαριστώ, του είπα μόλις επέστρεψε.
- Όχι δύσκολες λέξεις. Συμφωνήσαμε, το ξέχασες; Ρώτησε και μου έκλεισε το μάτι. Έλα μαζί μου.
Πήγαμε στην κουζίνα.
- Πεινάς; Τι θες να σου ετοιμάσω;
- Έναν καφέ.
- Τι καφέ;
- Σαν τον δικό σου.
Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Η θέα από το παράθυρο σου έκοβε την ανάσα. Όσο σέρβιρε τον καφέ, άφησα το κουτί πάνω στον πάγκο της κουζίνας και πλησίασα στο παράθυρο. Η μυρωδιά του καφέ γέμισε το χώρο.
Πλησίασε και μου έδωσε μια κούπα ζεστό καφέ.
- Ξέχασα κάτι. Μου επιτρέπεις να λείψω για λίγο;
- Φυσικά. ..
Πήρα την κούπα και γύρισα πάλι στο παράθυρο.
- Υπάρχει ζωή στη σελήνη; Αποκλειστική συνέντευξη.
Γύρισα και τον είδα που γελούσε με ένα διπλωμένο μακό στα χέρια του.
- Δεν πιστεύω πως θα σου έκανε κάτι άλλο… αν θες να αλλάξεις είναι δικό σου.
Άφησα την κούπα στο τραπέζι και τον πλησίασα. Ήταν τουλάχιστον 1 κεφάλι πιο ψηλός από εμένα. Κατέβηκα από τα τακούνια μου. Διόρθωση, 2 κεφάλια.
- Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι για μένα;
Μου έγνευσε καταφατικά. Έβγαλα την μπλούζα μου και πήρα εκείνη που κρατούσε στα χέρια του. Την ώρα που δίπλωνα την καμένη μπλούζα μου, κοίταξα τα παπούτσια μου δίπλα στα δικά του.
- Ευτυχώς από παπούτσια είμαστε εντάξει.
- ….Προς το παρόν μου απάντησε παίρνοντας τον καφέ του. Πώς βρέθηκες χτες στο ξενοδοχείο;
- Μέσω μιας φίλης, που μένει εδώ. Έχει γνωστούς στην εταιρεία και κανόνισε να έρθουμε. Όλο το ταξίδι ήταν για τη χτεσινή νύχτα. Έχω το συνήθειο να φεύγω στα πάρτι κρυφά. Έτσι βάλαμε στοίχημα με την παρέα ότι θα κατάφερνα να το σκάσω πριν περάσει 1 ώρα από την άφιξη μας χωρίς να με πάρουν είδηση. Εκείνοι δεν πίστευαν ότι θα έφευγα πριν σε συναντήσω, εγώ δεν πίστευα ότι θα σε συναντούσα. Όχι, χωρίς να γελοιοποιηθώ τουλάχιστον… Τελικά φύγαμε χωρίς να μας πάρουν είδηση, έχασαν το στοίχημα και τώρα περιμένουν στον πύργο του Άιφελ με γαϊδουρινά αυτιά να τους φωτογραφίσω. Αλλά εγώ είμαι εδώ.
Έβγαλε το κινητό και άρχισε να γράφει.
- Τι ξέρεις για μένα;
- Τίποτα. Μόνο τη μουσική και κάποιες σκόρπιες λέξεις.
- Τι θα ήθελες να μάθεις;
- Τίποτα. Έμαθα στο σχολείο τα απαραίτητα. Μετά τα 18 αποφάσισα να ζήσω όλα τα υπόλοιπα.
- Τι θα μου έλεγες για να σε γνωρίσω;
- Να μην χάνεις τον χρόνο σου. Στο ξενοδοχείο με περιμένει ένα εισιτήριο επιστροφής. Δεν είμαι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία, που φορά τα ρούχα σου. Δεν είμαι κάτι διαφορετικό από εκείνες, που έχεις ξεχάσει…
- Τι φοβάσαι;
- …. Τις σιωπές
- Δεν υπάρχει μουσική χωρίς αυτές.
- Ούτε σωτηρία ψυχής αλλά οι άνθρωποι ξέχασαν την τέχνη της σιωπής. Η τέχνη έγινε τεχνική, τα αστέρια φώτα ηλεκτρικά και οι άνθρωποι σκιές απρόσωπες.
- Δεν είσαι συγγραφέας
- Όχι
- Ούτε μητέρα.
- Ούτε.
- … και θες τα τσιγάρα σου.
- Ναι.
Σηκώθηκε και ανοίγοντας ένα συρτάρι έβγαλε τσιγάρα και αναπτήρες. Πήρε τασάκια από το διπλανό συρτάρι και με πλησίασε. Μου πρόσφερε τσιγάρο και φωτιά. Επέστρεψε στη θέση του και άναψε και ένα τσιγάρο και για εκείνον.
- Δεν έμαθες ακόμα λοιπόν τι είναι δημιουργία μου είπε ξεφυσώντας τον καπνό.
Χαμογέλασα.
- Έχεις δίκιο απάντησα
- Όχι. Έχω άδικο, αλλά δεν θα μου πεις την αλήθεια.
- Όχι δύσκολες λέξεις. Υποσχέθηκες…. Σςςςςς



Ιστορία ενός πιάνου VI


«Ως το τέλος της νύχτας»… ως την άκρη της πόλης. Άραγε κοιμάσαι ακόμη; Τόσα χρόνια και ακόμα να μάθω να φεύγω από τα μέρη, που δεν ήμουν ποτέ. Χάνομαι εκεί που στενεύουν οι δρόμοι, εκεί που ξεθωριάζουν τα φώτα στο πρώτο φως. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη στιγμή που σπάει και γίνεται ακόμα μία ανάμνηση. Η ζωή είναι τέχνη… υποθέτω. Αλλά η τέχνη είναι πιο άγρια. Σ’ αρπάζει απ’ το χέρι. «Ή και οι 2 μας, ή κανείς!» Μα δεν χωρώ στο «2». Ποτέ δεν τα κατάφερα. «1» σαν φάρος σκοτεινός, που γυρίζει, γυρίζει σκορπίζοντας ένα χλωμό διαλείπων φως. Τη ζωή ή τη ζεις ή απλά κατεβαίνεις κάτω και παρακολουθείς σιωπηλά, πίσω από βιτρίνες, οθόνες και διαφημίσεις. Η δική μου διαφήμιση χάνεται ανάμεσα σε φανάρια και αγνώστους, που με προσπερνού

Ο οδηγός με παρακολουθεί από τον καθρέφτη. Ανοίγω την τσάντα. Βγάζω μηχανικά το κινητό Κλειστό.

- άφησε με όπου μπορείς.

Ψάχνω τα ακουστικά στην τσάντα. Ο οδηγός σταματα στην άκρη μιας διασταύρωσης.

- Ευχαριστώ

Βγαίνω. Στέκομαι. Ανοίγω το κινητό και βάζω μουσική. Χωρίς αγάπη όλοι οι δρόμοι είναι οι ίδιοι. Κοιτάζω το καμένο ρούχο. Πού είμαι; … Πόση σημασία έχει; Είναι πρωί ακόμα. Η νύχτα, που όλο ζητά, αργεί ακόμη. Κάτι με ενοχλεί. Βγάζω τα γυαλιά ηλίου και προχωρώ. Κρυώνω. Φυσά. Κοιτάζω τα χέρια μου. Σκέφτομαι το μαύρο πιάνο. Το ανοίγω στην σκέψη μου. Χαϊδεύω τα πλήκτρα. Φα, ντο, σολ, ρε, λα, μι, σι. Κάτι θυμάμαι ακόμη. Κλίμακες, συγχορδίες, αρπέζ, χρονόμετρο, κόσμος να σε παρακολουθεί. Πάντα τρέμανε τα πόδια μου κάτι τέτοιες στιγμές. Σονάτες, Πρελούντια, φούγκες. Κοιτάζω τα χέρια μου. Πώς άλλαξαν οι δρόμοι… Ό,τι αγάπησα με αυτά τα χέρια το κουβαλώ. Εμένα, τους δαίμονές μου, τις ιστορίες, τους ανθρώπους, τη ζωή και το θάνατο.

Κοιτάζω τη φιγούρα μου στις βιτρίνες. Δεν μ’ αναγνωρίζω πια. Ξέχασα πώς μοιάζω, πώς το κορμί μου τρέχει να προλάβει τις σκέψεις μου. Το ταΐζω, το πλένω, αν προλάβω το βγάζω βόλτα. Ένα σκυλί που δε λερώνει πια. Ένα σκυλί που φυλά την ψυχή μου. Βγάζω τα γυαλιά. Δεν έχει διαμαντένια κολάρα σήμερα, ούτε σκυλοπνίχτη. Χαμογελώ καθώς παλεύει να χαρεί την περασμένη γύμνια του. Ψάχνω τον ήλιο. Δε με ζεσταίνει μα με ταξιδεύει. Για αυτό ήρθα εδώ. Για το ταξίδι, έτσι δεν είναι; Και εγώ είμαι εδώ με τα πόδια καρφωμένα στη γη και τα χέρια απλωμένα στ’ αστέρια.


Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Ιστορία ενός πιάνου V

Μια στιγμή πριν χαράξει. Μια στιγμή μόνο… και μετά άλλη μια… και αν χαμογελάς στον ύπνο σου θα ζητιανεύω μέχρι να ξημερώσει.
Πάνω στο πιάνο σου γράφω τις δικές μου ιστορίες. Κάτι με ενοχλεί. Το κρασί έχει από ώρα τελειώσει. Τρίβω τα μάτια μου. Ξημερώνει. Αυτό ήταν. Παραδώστε τις κόλλες σας. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο παράθυρο. Σε λίγο θα φανεί ο ήλιος. Ακούω την ανάσα του ήρεμη. Μαζεύω τις κόλλες, τα παπούτσια στο χέρι, ανοίγω την πόρτα και την κλείνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ πίσω μου.
Δεν έχω ιδέα πού βρίσκομαι, ούτε πώς θα γυρίσω στο ξενοδοχείο. Ψάχνω τον ήλιο. Ο χρόνος…. Ο χρόνος πέρασε. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο σπίτι πίσω μου. Αυτό ήταν λοιπόν. Μια λέξη από «α»… όποια και να διαλέξω, το τέλος είναι πάντα το ίδιο. Σκύβω να βάλω τα παπούτσια και νοιώθω ένα χέρι να με αρπάζει από τον ώμο και να με παραλύει. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στο δρομάκι. Κάποιος μου άρπαξε την τσάντα και τις σημειώσεις ενώ με κρατούσαν ακινητοποιημένη στο δρόμο.
Γαλλικά! Περίφημα! Και ποιος τους είπε ότι μπορώ να αρθρώσω λέξη και μάλιστα στα γαλλικά; Ψάχνουν την τσάντα μου, τις σημειώσεις, την ώρα που με βοηθούν να σηκωθώ. Τότε βλέπω έναν τρίτο κύριο να τους επιπλήττει. Ποναει το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα και ξεκινά και η ημικρανία. Ξαφνικά το ενδεχόμενο να είχα παραμείνει στο πάρτι και να δοκίμαζα τώρα καπέλα φαντάζει απίστευτα δελεαστικό.
Ο τύπος με πλησιάζει να με ξεσκονίσει. Ζητά συγγνώμη ή κάτι τέτοιο. Κάτι μου θυμίζει… Ναι, ήταν στο χτεσινό πάρτι. Του δίνω το χέρι. Μου συστήνεται. Πρέπει να συστηθώ και εγώ…. Πρέπει; «Μια άλλη φορά» απαντώ και παίρνω την τσάντα μου. Απλώνω και το άλλο χέρι για να πάρω τις σημειώσεις «Μια άλλη φορά» μου απαντά χαμογελώντας και τα δίνει στους άλλους. Κάνει νόημα στους άλλους και εκείνοι εξαφανίζονται αθόρυβα.
Προχωρούμε στο δρόμο. Αφού αλλάξαμε τετράγωνο ένα αυτοκίνητο σταματά μπροστά μας. Ο συνοδός μου, μου ανοίγει την πόρτα. Ο οδηγός είναι ένας από τους συνεργάτες του.
- Συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Ο οδηγός θα σας πάει εκεί που επιθυμείτε.
Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα. Πού πας λοιπόν όταν δεν θες να σε βρουν; Κοιτάζω για μια στιγμή προς το σπίτι. Χάραξε.
- Ξεκίνα!

Ιστορία ενός πιάνου IV



- Πού θες να πάμε;

- Σπίτι μου.

- Πού είναι;

- Πέρα απ’ τη νύχτα… εκεί που δεν φτάνουν οι άνθρωποι.

- Εκεί που δεν φτάνουν οι άνθρωποι…

- Ναι… ξέρω πού λες…

Το αυτοκίνητο έτρεχε σαν παλαβό. Άρχισα να ψάχνω στην τσάντα μου το

εφεδρικό πακέτο. Δεν το έβρισκα. Έσκυψε δίπλα μου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Ένα πακέτο βρισκόταν μπροστά μου. Η μάρκα μου.

- Γνωριζόμαστε;

Άναψα τσιγάρο. Γύρισα και τον κοίταξα.

- Υπάρχει σωστή απάντηση σ’ αυτό;

- Η αλήθεια.

- Όχι. Όχι πριν πέσεις πάνω μου στο μπαλκόνι.

- Συγγνώμη γι’ αυτό.

- Δεν έχει σημασία.

- Είχα κρυφτεί στο μπαλκόνι και όταν βγήκε σε πέρασα για άλλη και

προσπάθησα να κρυφτώ. Ανεπιτυχώς. Δεν είσαι γαλλίδα, έτσι δεν είναι;

Γέλασα.

- Όχι. Δεν είμαι. Μένω μακριά. Είναι η πρώτη μου φορά εδώ. Ήρθα για

λίγο με τους φίλους μου και σύντομα θα φύγω.

- Για πού;

- Είπαμε… εκεί που δεν υπάρχουν άνθρωποι. Υποσχέθηκες. Μην τους

παίρνεις μαζί σου. Κανείς. Μέχρι το τέλος της νύχτας.

- Και πως θα ξέρουμε πως φτάσαμε;

Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του.

- Νοιώσε την να χτυπά. Νοιώσε την απλά…. Την επόμενη φορά, που θα την

νοιώσεις χωρίς να σου θυμίσει κάποιος θα ξέρεις πως είσαι εκεί.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα στην άκρη του δρόμου.

- Κατέβα.

Δεν ήξερα που βρισκόμασταν. Άνοιξα την πόρτα, πέταξα το τσιγάρο στο

δρόμο. Κατέβηκα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και άρχισα να απομακρύνομαι.

- Στάματα!

Κοντοστάθηκα. Σιωπή. Συνέχισα να προχωρώ. Ολοένα και πιο γρήγορα μέσα

στη νύχτα. Ένα χέρι με άρπαξε και ένα άλλο πέρασε μπροστά στο στήθος μου ενώ μου ψιθύριζε στο αυτί.

- Νοιώσε την να χτυπά. Νοιώσε την απλά.

Και μετά σιωπή. Με πήρε από το χέρι και προχωρήσαμε. Μπήκαμε σε ένα σπίτι. Εκείνος προχώρησε μπροστά. Τον ακολούθησα. Εκεί στην κόψη του χρόνου. Φτάσαμε στο σαλόνι. Πλησίασα το παράθυρο.

- ακόμα ψάχνεις τους ανθρώπους; Δεν κουράστηκες ακόμη να είσαι μόνη;

Έφερε κρασί με δυο ποτήρια και με βρήκε καθισμένη στο περβάζι με τα πόδια

στο κενό να καπνίζω. Γέμισε ένα ποτήρι κρασί και μου το έδωσε. Γέμισε ακόμα ένα και για τον ίδιο και στάθηκε πίσω μου.

- Σ’ αυτήν την άκρη της γης οι νύχτες δεν τελειώνουν ποτέ. Μπορεί να

ξεκουράζονται για λίγο μα δεν φεύγουν για αλλού. Καλωσόρισες σπίτι.

Γύρισα και τον κοίταξα στο ημίφως. Είχε δίκιο. Ένοιωθα την καρδιά μου.

Ήμουν σπίτι. Μέχρι το ξημέρωμα. Ακούμπησε το χέρι μου στην καρδιά του.

- Μόνος χρόνος, η καρδιά. Μόνο σπίτι, ένα κορμί που δίνεται. Έλα μαζί

μου. Μέχρι το τέλος της νύχτας. Μέχρι το τέλος των ανθρώπων. Το τέλος της μουσικής.

- Θα αντέξεις;

- Εσύ;

- Πάντα.

- Και εγώ… αλλά και αν δεν αντέξω, θα γυρίσω πάλι εδώ μια νύχτα, με ένα ποτήρι κρασί και το πιάνο, να ξαναβρώ τους ανθρώπους.

- Σου λείπουν;

- Μόνο όταν είμαι μισός.

- Τους λείπεις;

- Όχι, για αυτό είμαι ελεύθερος. Κράτησαν μια σκιά και εγώ γλιστρώ μέσα στη μουσική και χάνομαι για να με βρει κάποιος άγνωστος και να με πάει σε κάποιον αγαπημένο.

- Είσαι ευτυχισμένος;

- Είμαι εγώ και αυτό μου αρκεί.

Γύρισα στο περβάζι και βούλιαξα στην νύχτα.

- Ξέρεις τι είναι ζωή; Με ρώτησε. Αυτό που οι άλλοι απολαμβάνουν όσο εμείς φλυαρούμε. Άκουσες; Και τώρα πάμε να σου μάθω και άλλες σημαντικές λέξεις. Με άρπαξε και με σήκωσε στον αέρα.

Ποιο γράμμα είναι πρώτο στο δικό σου αλφάβητο; Μη μου πεις! (Που δεν θα πεις…) άσε με να μαντέψω! Πως το λέτε εσείς το «α»; μια λέξη από «α»… μια λέξη τόσο μεγάλη, που να κρατήσει λίγο παραπάνω από τις άλλες, ή έστω μια ανάσα, ένα χάδι περισσότερο από όσο ευχήθηκες.

Για να σκεφτώ… «α»… μια λέξη τόσο μικρή, που να χωρέσει με την ανάσα μου μέσα σου και να κρυφτεί εκεί. Μια λέξη μόνο για αυτήν εδώ τη νύχτα. Και μια σιωπή… πριν γίνει τραγούδι και αυτή και ξαναβρεί τους ανθρώπους.