Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2008

Once in a Blood Moon II


Μια ολόκληρη ζωή παλεύεις να ταιριάξεις, να συντονίσεις το βήμα σου με εκείνο των άλλων. Ιδιοσυχνότητες που πάλλονται ρυθμικά στους χτύπους των ρολογιών, της καρδιάς, της ζωής. Once in a blood moon όμως, λίγο πριν τον συντονισμό, ξυπνάς τρομαγμένος και αναζητάς το διαφορετικό, που υποθέτεις πως υπήρξες κάποτε. Mα πέρασε πολύ καιρός, δεν είσαι σίγουρος, υπήρξες; Πρόσεχε τι θα απαντήσεις. Μπορεί και να κάνεις λάθος.

Σιωπηλές νεκροφόρες σε προσπερνούν καθημερινά και χάνονται αργά, σιωπηλά πλέοντας σε τσιμεντένια ποτάμια. Τις παρατηρείς, είναι τόσες πολλές. που δεν μπορείς να πεις πια στα σίγουρα σε ποια από όλες βρίσκεσαι μέσα. Έχει σημασία; Πες μου. Με κάθε ανάσα σου σταματά ακόμα κάτι να έχει σημασία, να υπάρχει, να πονά για σένα. Μέχρι να βρεις τη δύναμη να σταματήσεις ή να δεις εκείνα που σταμάτησαν, τις τύψεις, το έλεος, την καρδιά.


Ο Γιώργος δεν έψαχνε κάποιον συγκεκριμένο. Και πολύ περισσότερο δεν έψαχνε τον Τάκη ή κάτι από όλα αυτά που ζητούσε ο δεύτερος να δώσει απεγνωσμένα σε κάποιον που δεν θα ήταν δεύτερος, τουλάχιστον όχι για πολύ. Ο Τάκης έψαχνε, τα πάντα, ακόμη και τον εαυτό του, αλλά δεν έβρισκε ποτέ αυτό που ήθελε, μόνο κάτι που να του μοιάζει, αμυδρά πάντα. Μέχρι που συναντήθηκαν και σε κάθε συνάντηση ο Τάκης χανόταν σε ένα πάθος που δεν είχε επιστροφή.

Με πόσους τρόπους μπορείς να συναντήσεις έναν άνθρωπο; Με άλλους τόσους μπορείς να τον προσπεράσεις…

Ο έρωτας πριονίζει τακούνια, όχι μύτες μικρέ μου Πινόκιο. Λίγο, λίγο. Πόντο – πόντο. Και αν τολμάς να τον θωρείς κατάματα, συνεχίζει να πριονίζει, εσένα αυτή τη φορά. Από τη φτέρνα με το παράξενο όνομα, μέχρι την καρδιά. Μα δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω του. Γαντζωμένος σε σύρματα ηλεκτροφόρα, λάμπεις την ώρα την πτώσης σου εκρηγνυόμενος μέσα στον εγωισμό σου. Δεν έχει αγκαλιά για σένα ετούτη την καταιγίδα, δεν έχει δρόμο σε τούτη την αλμύρα, μόνο λίγο φως, να μαχαιρώνει το σκοτάδι.


Ο Γιώργος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια στιγμή, που πέτυχε τον Τάκη κατάστηθα και χιλιάδες ασήμαντα ματωμένα δευτερόλεπτα, που ακολούθησαν πιτσιλίζοντας τον χρόνο. Μια μαχαιριά που ξέσκισε μια ξένη ζωή στο πριν και το μετά. Πριν την γραμμή τίποτα. Πάνω στη γραμμή η ευτυχία. Μετά ατέρμονες νύχτες, βροχές λεοντιδών στις χώρες της απόγνωσης και δαίμονες χιλιάδες να λερώνουν το φως προσπαθώντας να το εξαφανίσουν.


Πες μου τι είναι ευτυχία για σένα; Ένα τσιγάρο να καίγεται για σένα λίγο πριν το ξημέρωμα; Ένας άνθρωπος με χαραγμένο το όνομά σου; Περισσότεροι; Εσύ, την ώρα που κάνεις ειρήνη με τους δαίμονές σου; Ξέρεις; Σταμάτησες ποτέ την ώρα που χαζεύεις πίσω από μια οθόνη να το σκεφτείς ; Χωρίς αλκοόλ, χωρίς καπνό, χωρίς ψευδαισθήσεις.

Γιατί νομίζεις ότι οι άλλοι σε βλέπουν όπως τους βλέπεις εσύ; Όσο και να τους κοιτάζεις εκείνοι μπορεί να μην σε δουν ποτέ. Γιατί το ζητάς; Γιατί ζητάς γενικά; Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Μ’ ακούς να σου ψιθυρίζω μέσα στη σιωπή; Εσένα ψάχνω. Εσένα ζητώ.

«Δος μοι τούτον τον ξένον· τι γαρ σε λοιπόν ωφελεί το σώμα αυτού;

Δος μοι τούτον τον ξένον· εκ μακράς γαρ ήλθε της χώρας ώδε, ίνα σώση τον ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον· κατήλθε γαρ εις γην σκοτεινήν ανενέγκαι τον ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον· αυτός γαρ και μόνος υπάρχει ξένος.

Δος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος την χώραν αγνοούμεν οι ξένοι.

Δος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον Πατέρα αγνοούμεν οι ξένοι.

Δος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον τόπον και τον τόκον και τον τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι.

Δος μοι τούτον τον ξένον, τον ξένην ζωήν και βίον ζήσαντα επί ξένης.

Δος μοι τούτον τον ξένον, τον μη έχοντα ώδε που την κεφαλήν κλίνη.

Δος μοι τούτον τον ξένον, τον ως ξένον επί ξένης άοικον και επί φάτνης τεχθέντα.

Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εξ αυτής της φάτνης ως ξένον εξ Ηρώδου φυγόντα.

Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εξ αυτών των σπαργάνων εν Αιγύπτω ξενωθέντα.

Δος μοι τούτον τον ξένον, τον ου πόλιν, ου κώμην, ουκ οίκον, ου μονήν, ου συγγενή, επ’ αλλοδαπής δε χώρας την οίκησιν έχοντα και τα πάντα κατέχοντα».

Εγώ είμαι ο ξένος, εσύ, όλοι μας και η αγάπη –ψευδεπίγραφη και μη- αυτή που μας παραδίδει.


Έτσι και ο Γιώργος δεν κατάφερε να δει ποτέ τον Τάκη σε όσα μέρη και αν τον συνάντησε, όσα ονόματα και αν άλλαξαν, όσες ζωές και αν αποκαλύφθηκαν ερήμην τους. Ακόμα και όταν μιλούσαν, έκαναν έρωτα ή διάλεγαν τα ψέματα και τις αλήθειες τους, ο Τάκης δεν μπόρεσε να συναντήσει ποτέ πραγματικά τον σαρκωμένο του έρωτα, που ήταν πάντα αλλού, σε άλλο όνομα, μέρος, χρόνο.

Αλλού. Έτσι ορίζεται σε τούτον τον εξοστρακισμό ο παράδεισος. Πάντα αλλού.

Φαίνεται δεν τον αντέχουμε πια. Πλαστήκαμε να φεύγουμε, να σταυρώνουμε ανθρώπους, να τους σκοτώνουμε για να δούμε αν μπορούν να αναστηθούν για μας προκειμένου να μετρήσουμε την αγάπη τους. Μα δεν ανασταίνονται ποτέ. Τότε πετάμε τη γόπα και λέμε πως δεν μας αγάπησαν και πάμε παρακάτω, στην επόμενη σταύρωση, στην επόμενη μικρή εβδομάδα, ζωή, κόλαση. Διάλεξε εσύ ότι σε βολεύει καλύτερα.


Ο Γιώργος βρέθηκε εκεί να δώσει, ο Τάκης περίμενε να κλέψει αλλά κανένας δεν ήταν εκεί για να ακούσει την ιστορία τους. Ή μήπως ήταν;



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

η μηπως ήταν...πολλοί....
μας γαμησες και αυτο το πρωινο
ευγε!