- Τι δουλειά κάνεις;
- Μιλώ με τους ανθρώπους
- Και όταν δεν δουλεύεις;
- Μιλώ για τους ανθρώπους
- Πού χωρούν όλοι αυτοί;
- Πουθενά. Για αυτό φεύγω. Για αυτό το βάζω στα πόδια.
- Και πού πας;
- Στη σιωπή… που φοβάται το σκοτάδι και μέσα απ’ τις εικόνες γίνεται μουσική.
Αν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, δεν νοιώθουν την μουσική... πώς θα νοιώσουν τον άνθρωπο;
Κουράστηκα… Βαρέθηκα ότι βλέπω, ότι ακούω, ότι διαβάζω να είναι στοιβαγμένο σε προσφορές. Η φτήνια που στέκεται απέναντι μας και μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Η ευκολία. Ό,τι πάρεις προσφορά και δώρο η αυταπάτη της επιλογής. Κόσμος στριμώχνεται και αγοράζει βιαστικά, αγχωμένα πακέτα πλαστικά, που θα πετάξει λίγο μετά. Να προλάβουμε, να το αρπάξουμε πρώτοι. Τραγούδια που βαρεθήκαμε να ακούμε, βιβλία που δεν θα διαβάσουμε, συνταγές που δεν θα κάνουμε ποτέ. Να χορτάσει το μάτι…. Του διπλανού.
Ξεφυλλίζω τις ιστορίες τους. Εικόνες… εικόνες… χωρίς νόημα, χωρίς ουσία. Μάθαμε στην προσφορά. Πάρε… πάρε… πάρε…. Κύριος…. Με δώρο και αυτό… και εκείνο… και το άλλο. Γιατί σκέτο δεν θα ‘χει ζήτηση πια. Ίσως γιατί ξεμάθαμε να ζητάμε παλεύοντας να σκεπάσουμε την γύμνια με μανταλάκια….
"Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι "
Σάρκινος λόγος
Ι.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
Ἀθήνα 18.11.80
γιατί τη ζωή ούτε τη ζεις... ούτε τη μαθαίνεις από τις προσφορές....