Τρίτη, Ιανουαρίου 12, 2010

Μαμά.... αγαπούν ακόμα οι άνθρωποι;



-          Τι δουλειά κάνεις;
-          Μιλώ με τους ανθρώπους
-          Και όταν δεν δουλεύεις;
-          Μιλώ για τους ανθρώπους
-          Πού χωρούν όλοι αυτοί;
-          Πουθενά. Για αυτό φεύγω. Για αυτό το βάζω στα πόδια.
-          Και πού πας;
-          Στη σιωπή… που φοβάται το σκοτάδι και μέσα απ’ τις εικόνες γίνεται μουσική.



Αν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, δεν νοιώθουν την μουσική... πώς θα νοιώσουν τον άνθρωπο;



 
Κουράστηκα… Βαρέθηκα ότι βλέπω, ότι ακούω, ότι διαβάζω να είναι στοιβαγμένο σε προσφορές. Η φτήνια που στέκεται απέναντι μας και μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Η ευκολία. Ό,τι πάρεις προσφορά και δώρο η αυταπάτη της επιλογής. Κόσμος στριμώχνεται και αγοράζει βιαστικά, αγχωμένα πακέτα πλαστικά, που θα πετάξει λίγο μετά. Να προλάβουμε, να το αρπάξουμε πρώτοι. Τραγούδια που βαρεθήκαμε να ακούμε, βιβλία που δεν θα διαβάσουμε, συνταγές που δεν θα κάνουμε ποτέ. Να χορτάσει το μάτι…. Του διπλανού.
Ξεφυλλίζω τις ιστορίες τους. Εικόνες… εικόνες… χωρίς νόημα, χωρίς ουσία. Μάθαμε στην προσφορά. Πάρε… πάρε… πάρε…. Κύριος…. Με δώρο και αυτό… και εκείνο… και το άλλο. Γιατί σκέτο δεν θα ‘χει ζήτηση πια. Ίσως γιατί ξεμάθαμε να ζητάμε παλεύοντας να σκεπάσουμε την γύμνια με μανταλάκια….





"Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι "

Σάρκινος λόγος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
Ἀθήνα 18.11.80

γιατί τη ζωή ούτε τη ζεις... ούτε τη μαθαίνεις από τις προσφορές....


Δευτέρα, Ιανουαρίου 11, 2010

"Ένα κομμάτι φως... γιατί τίποτε άλλο δεν κόστισε πιο πολύ σε τούτα τα σκοτάδια"


Πλησίασε μικρό μου. Έλα μην φοβάσαι. Όχι απόψε. Όχι τις νύχτες που θα ‘ρθουν. Στάσου για μια στιγμή και κοίτα που σκοτεινιάζει νωρίς, έξω, μέσα μας. Θολώνει ο καθρέφτης. Σωπαίνει τη νύχτα και οι σκιές του κουρνιάζουν στην αγκαλιά μου. Μεγαλώνω μα δεν έμαθα ακόμη να μου το συγχωρώ. Κουράστηκα μα δεν έμαθα να σταματώ. Και έτσι γυρίζω πίσω, όταν δεν μπορώ να προχωρήσω μπροστά, όταν δεν μπορώ απλά να σταθώ. Χάνω τα βήματα. Χορταριάζουν οι αναμνήσεις μου. Προσπαθώ να θυμηθώ τα χέρια σου. Μα δεν μπορώ. Έγραφες με το δεξί ή με το αριστερό; Πώς έπινες τον καφέ; Ποιο ήταν το αγαπημένο σου φαγητό;
Ξεθωριάζει το ξέφωτο. Χάνονται όλα και μένει μόνο ένα κομμάτι φως. Ό,τι θυμάμαι. Έναν ήλιο να καίει. Θάλασσα… και πολλές νύχτες. Ένα κομμάτι φως. Μια ιστορία που ίσως να συνέβη… ίσως και όχι. Παιχνίδια του μυαλού, του χρόνου.
Ένα φανάρι. Ένα πορτοκαλί που απλώνεται ποτάμι στα πόδια σου, στη ζωή σου. Μια ματιά φευγαλέα στον ουρανό. Φρένο ή γκάζι; Πες μου καθώς θα περνώ. Νοιώσε με που γερνώ όσο εσύ κρατάς σφιχτά έναν αναπτήρα στην τσέπη.
Μπορείς να μείνεις ακίνητος σ’ έναν κόσμο που δεν σταματά ποτέ; Ανοίγω το χέρι. Τώρα κρατώ και εγώ έναν αναπτήρα. Πορτοκαλί. Σαν τα τσιγάρα σου. Ανάβω ένα τσιγάρο και ξεφυσάω τον καπνό. Όχι, δεν θα ‘ναι καλύτερα στο επόμενο φανάρι. Όχι, δεν είμαι η ίδια που γνώρισες. Είναι στιγμές, που αναρωτιέμαι αν με γνώρισες στ’ αλήθεια ποτέ. Αν υπήρξες ή αν έντυσα με λέξεις φανταχτερές ένα ανδρείκελο και το κύλησα σε σκοτάδια και φως. Μια μικρή συνομωσία. Δεν είναι ψέματα, αν δεν ομολογήσει κάποιος. Έτσι δεν είναι;
Μα δεν είναι ομολογία. Ένα άσπρο χαρτί είναι.
Ή μήπως μια άσπρη σημαία;

Πέμπτη, Ιανουαρίου 07, 2010

Μη μιλάς... Όχι, αν δεν αξίζει τον κόπο



            Είναι φορές που μου λείπω, φορές που θυμάμαι πως κάποια στιγμή μου άφησα το χέρι και με άφησα να χαθώ. Και κάποιες ακόμα φορές – λιγότερες πάντα-, που μου λείπω. Είναι σαν να σταματά ο χρόνος, για μένα μόνο. Στέκομαι και βλέπω τους ανθρώπους να προχωρούν, να φωνασκούν, να υψώνονται και να πέφτουν. Σπάνια…. Νομίζω πως είναι σαν όλα αυτά να γίνονται σε αργή κίνηση και ακούω φωνές παραμορφωμένες, βλέπω κινήσεις από ένα αδιόρατο χοροθέατρο… αλλά δεν έχει σημασία πια.
Όταν παγώνει ο χρόνος, σαν σφαίρα ανάμεσα στα μάτια, όταν κολλάς σε ένα χαλασμένο φανάρι, σε ένα μποτιλιάρισμα, σε μια διαφωνία και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε… τότε μόνο μπορείς να μετρηθείς με τον εαυτό σου. Εκεί. Στο ασήμαντο του χρόνου.
Δεν ξέρω γιατί τις τελευταίες μέρες έχει τόση υγρασία. Ούτε αν είναι σημαντικό ή άξιο αναφοράς. Μα όταν έχει τέτοιο καιρό, επιστρέφω στην λίμνη. Σε μια λίμνη σκοτεινή, βρώμικη, παγωμένη. Κάθομαι σε ένα παγκάκι, ανάμεσα στους ανθρώπους και περιμένω. Δεν τους κοιτάζω ποτέ. Στέκομαι με γυρισμένη την πλάτη και απλά με περιμένω να περάσω. Πίσω μου…. Μπροστά μου…. Ή απλά να σταθώ κάπου με ένα τσιγάρο στο χέρι.
Περιμένω. Εκεί στην ασημαντότητα του χρόνου. Ξέρεις. Στο ίδιο σημείο που με προσπερνάς πάντα καθώς χαμηλώνεις το βλέμμα μήπως γυρίσω και σε κοιτάξω. Δεν γυρίζω ποτέ. Απλά περιμένω…. Μήπως φανώ…. Μήπως με προσπεράσω χαμηλώνοντας το βλέμμα.
Και τότε η λίμνη σκοτεινιάζει, τα σύννεφα πυκνώνουν και τα παγκάκια κατά μήκος της λίμνης γεμίζουν με μαυροντυμένες γυναίκες. Ο αέρας που σηκώνεται ανακατεύει τα κόκκινα μαλλιά τους, θολώνει τα μάτια τους.
Ένα μικρό παιδί δρασκελίζει γελώντας το δρόμο. Μια γυναίκα τρέχει πίσω του. Ένα αυτοκίνητο φρενάρει απότομα. Ο χρόνος ξεκινά και πάλι…. Εκεί.. στα παγκάκια της λίμνης.