Σάββατο, Μαΐου 31, 2008

Αν ξαναμοίραζα την τράπουλα θα τραβούσες και πάλι το ίδιο χαρτί;

Πότε ξυπνούν τα όνειρα μαμά;

Ένα τηλέφωνο χτυπά. Η μέρα περνά. Εκείνο, υπομονετικό στη θέση του, συνεχίζει να χτυπά. Καλώ τον αριθμό και νομίζω, πως βλέπω τις σκιές του ήλιου πάνω του, να αλλάζουν με τις ώρες. Δεν απαντά κανείς. Τις νύχτες νομίζω είναι ακόμα πιο μόνο. Βλέπεις το νούμερο μου. Δεν το σηκώνεις. Περνά ο καιρός. Νομίζω πως αλλάζεις τα έπιπλα σιγά-σιγά. Αθόρυβα, όπως αλλάζεις και τους ανθρώπους….

Ίσως να είδα όνειρο χτες. Ίσως και όχι. Σε ένα ψευδεπίγραφο παρελθόν σε είδα να κολυμπάς με τα δελφίνια. Ατσούμπαλη όπως πάντα, έσκασα και εγώ στο νερό και γέμισα τον κόσμο νερά. Με μάτια πρησμένα, ξύπνησα και κάνω ταξίδια επί χάρτου.

….

Δεν ξέρω γιατί έχω πάντα άγχος όταν περνώ την είσοδο του θεάτρου. Τα ονόματα αλλάζουν, οι σκιές τσακίζουν αλλιώτικα στους προβολείς και εγώ γλυστρώ πάνω στα τακούνια μου ανάμεσα στο μαύρο και στο φως. Δεν θυμάμαι τη μέρα. Θα διαλέξω μία στην τύχη, Παρασκευή σαν Υπόσχεση ή μήπως Δευτέρα σαν Δεσμά. Θα διαλέξω ονόματα. Πρώτα το δικό μου. Προχωρώ και δεν θυμάμαι το όνομα, να συστηθώ. Χώνομαι στις πίσω θέσεις βιαστικά καθώς τα χέρια μου χαϊδεύουν τα σκονισμένα καθίσματα.

Το φως είναι τόσο καλά εστιασμένο, που νομίζεις, πως μπορείς να το αγγίξεις σαν ψευδαίσθηση. Ένας κώνος εκτυφλωτικού φωτός και δυσλεκτικά, φλύαρα σημεία καπνού να τυλίγουν τα σώματα, που θα πουν την ιστορία, που διάλεξαν για αυτούς. Αφήνω την τεράστια τσάντα του Sport Billy στα διπλανά καθίσματα, τις σημειώσεις από την άλλη πλευρά και βγάζω ένα λαστιχάκι να μαζέψω τα μαλλιά μου. Τους παρακολουθώ σαν αγρίμια, να φυλούν την περιοχή τους. Μαζεύω πρόχειρα τα μαλλιά μου και βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσάντα και τον αναπτήρα από την τσέπη. Το ανάβω και τραβάω μια ρουφηξιά όπως ο δύτης την τελευταία ανάσα πριν καταδυθεί. Νοιώθω ένα χέρι να με χτυπά στον ώμο. Ουψ! Μας πιάσανε:

-Σβήστε το τσιγάρο! Εκτός αν έχετε τσιγαροθήκη μαζί σας.

Η τσάντα δεν με απογοήτευσε ποτέ. Σκύβω και βγάζω το τασάκι μου. Πάντα κουβαλώ ένα, που καθαρίζω στο τέλος με μωρομάντιλα. Όπως οι φιλόζωοι κάνουν βόλτα το ζωάκι τους με τη σακουλίτσα και το φτυαράκι τους έτσι και εγώ όταν αερίζω τα τσιγάρα μου τους έχω παρέα πάντα τον Τάσο.

-Να σας συστήσω. Ο Τάσος! Είμαι σίγουρη ότι εκείνη τη στιγμή με μίσησε ενώ πίσω έβλεπα έναν άλλο τύπο, που με βία προσπαθούσε να κρατηθεί και να μην γελάσει.

- Αντωνίου. Σκηνοθέτης της παράστασης.

- Πάντου. Βοηθός σας. Χάρηκα για τη γνωριμία. Το χέρι μου έμεινε μετέωρο για μια στιγμή καθώς ο σκηνοθέτης απομακρύνθηκε προς τη σκηνή και γρήγορα στράφηκε στο στόμα να αρπάξει το τσιγάρο. Καθώς υπέγραφα ακόμα ένα απολαυστικό γραμμάτιο για τον καρκίνο του πνεύμονα και ετοιμαζόμουν να χωθώ στην καρέκλα αγκαλιά με τον Τάσο μου, νοιώθω κάποιον να με κοιτά και να γελά.

- Αυτό θα το πληρώσεις ακριβά. Λημνιός. Φως, μουσική, νερό, τηλέφωνο στα όνειρά σας δεσποσύνη, είπε και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση απομακρύνθηκε και αυτός προς τη σκηνή.

Δεν θα ευχαριστηθώ ποτέ τσιγάρο εδώ. Τουλάχιστον όχι όταν είναι τόσος κόσμος μαζεμένος. Καλά αρχίσαμε. Άρχισαν οι δημόσιες σχέσεις μπροστά. Γνωρίζονται ήδη, κάποιοι δε χωνεύονται. Με χειραψίες υπογράφουν τις νέες συμφωνίες κατάπαυσης πυρός. Προσλάβανε τους πιο φωτογενείς ψεύτες. Τώρα μένει να δούμε απλώς αν είναι και οι πιο τολμηροί. Γεμάτοι έπαρση ανεμίζουν το κείμενο. Το βλέπω στα χέρια τους, πίσω από ένα σύννεφο καπνού και νομίζω ο χρόνος γίνεται μουγκός, μόνος. Βρώμισε η καύτρα. Πάντα καίω τα φίλτρα αφηρημένη.

Ψάχνω το πακέτο και ανάβω δεύτερο. Ευτυχώς αδιαφορούν για μένα. Παίρνω τον Τάσο αγκαλιά και νομίζω ότι το παρόν μαγκώνει και γίνεται παρελθόν με μία βραδύτητα σχεδόν κινηματογραφική. Τους αγαπάει το φως τους ηθοποιούς. Τόσο μικροί και ασήμαντοι μέσα στα καθημερινά τους ρούχα, τους βλέπω να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες κάτω από τα φώτα.

Είναι αυτή η σιωπή. Ταιριάζει με τις πεταλούδες. Πώς να τους ταιριάξεις φωνή; Η μουσική σφυρίζει στο κεφάλι μου σιγανά. Ακολουθώ τις μορφές τους πίσω από τον καπνό και σκέφτομαι: τι φωνή έχουν οι πεταλούδες; Τι θα άλλαζε αν μπορούσαμε να τις ακούσουμε;

Η μουσική σφυρίζει πονηρά στο κεφάλι μου και είναι οι παρτιτούρες το κείμενο που ανοίγουν, κλείνουν, διπλώνουν, υπογραμμίζουν, παπαγαλίζουν σαν ποίημα στο σχολείο. Κοράκιασα. Βγάζω ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα. Πίνω αχόρταγα καθώς νοιώθω ότι με αντιπαθούν τρελά. Ωραία! Το πρώτο αληθινό συναίσθημα από τη στιγμή, που ξεκίνησαν. Δείξτε μου τα νυχάκια σας μικρά μου γατάκια και θα σας μάθω εγώ να γδέρνετε ο ένας τον άλλον.

Ξανανάβω τσιγάρο. Η αντικαπνιστική πρέπει να ‘ρθει να με μαζέψει γιατί αν συνεχίσω έτσι θα με βάλουν στην φυλακή για χρέη εκτός αν αρχίσω να καπνίζω και την άσφαλτο. Με τόσες λακκούβες δεν πρόκειται να με πάρει χαμπάρι κανείς.

Όταν ξεκινάς να μάθεις ένα νέο κομμάτι με κάποιο μουσικό όργανο, μαθαίνεις πρώτα τον ρυθμό, μετά την μία μελωδική γραμμή, μετά την άλλη, προσπαθείς να τα συνδυάσεις και τέλος χρωματίζεις τη σύνθεση. Ο μόνος ρυθμός εδώ μέσα είναι το πάφ -πουφ από τα τσιγάρα μου, η δεξιά δεν γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά. Βάρβαροι! Θα σας έφερνα το χρονόμετρο αλλά δεν ξέρετε να το χρησιμοποιήσετε.

Μου ρίχνουν λοξές ματιές. Ψιθυρίζω το κείμενο μαζί τους. Ανασαίνω τον ιδρώτα τους. Αναλύουν το κείμενο. Μυρίζω την ανάσα τους. Μαθαίνουν συντακτικό και κόμματα από την αρχή. Λες και ο ιατροδικαστής που κομματιάζει το σώμα, ζει τη ζωή του φευγάτου. Πρέπει να αδειάσω τον Τάσο. Να μια καλή δικαιολογία να βγω λίγο έξω στο φουαγιέ. Αν το βλέμμα ήταν μαχαίρι θα ήμουν ήδη νεκρή και δεν θα δακτυλογραφούσα αυτές τις γραμμές. Κοίταξα πίσω, χαμογέλασα και βγήκα έξω. Βρήκα ένα μεγάλο κάδο-τασάκι και άδειασα τον Τάσο. Έψαξα για μωρομάντηλα και τότε συνειδητοποίησα ότι τα είχα αφήσει μέσα. Ξαφνικά άρχισα να πνίγομαι. Ούτε ένα παράθυρο. Ήταν μέρα ή νύχτα; Έβρεχε; Είχε κρύο ή ζέστη; Και το παρελθόν ήρθε σαν παγωμένο σκυλί και κουλουριάστηκε στα πόδια μου.

-Μη μου πεις ότι είχες και καφετιέρα στο σάκο σου! Άκουσα μια φωνή πίσω μου. Πάρε έναν καφέ πριν σε φάμε λάχανο, να μην μας πεις και αγενείς εμάς τους ιθαγενείς. Ήταν ο Λημνιός. Πρέπει να είχε φύγει κάποια στιγμή, που δεν τον πρόσεχα και είχε βγει για καφέδες καθώς κουβαλούσε μια ντουζίνα σε μια βάση από χαρτόκουτο που παράπαιε. Καθόλου λαμπερή εικόνα για τους πρωταγωνιστές μες με τα λαμπερά εξώφυλλα. Χαμογέλασα καθώς άφησα τον Τάσο στην άκρη και πήρα έναν καφέ.

-Δεν τον αποχωρίζεσαι ποτέ; Να το προσέξεις αυτό. Μπορεί μια μέρα να γίνεις εξώφυλλο. Φόντο στο «ο Τάσος φωτογραφίζεται και αποκαλύπτει».

-Μικρέ κρυώνουν οι καφέδες. Ευχαριστώ για τον δικό μου αλλά σε περιμένουν και πάω στοίχημα θα λείπει ένας.

- Ο δικός μου! Και έτσι θα ‘χω την ευκαιρία να ‘βγω έξω και να σε ανακρίνω για να μου πεις πώς στην ευχή τα κατάφερες και είσαι εδώ και όχι απλά είσαι εδώ αλλά επιπλέον αγνοείς ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Μη φύγεις, ειδάλλως θα πάρω τα πράγματά σου ομήρους. Και αυτό είναι απειλή!

-Πρώτον είμαι ψωνάρα και δεύτερον έχω μέσον. Ποιο από τα δύο σε εκπλήττει;

- Κανένα! Αλλά μόνο πρόσωπο, ζώο, πράγμα, που δεν παίζουν μέσα για να βρουν την άκρη σου, είπε ο Λημνιός και εξαφανίστηκε στην πλατεία.

Χαμογέλασα. Πάντα έκλεβα όταν διάβαζα αστυνομικά. Πρώτα διάβαζα το τέλος και αν μ’ άρεσε αγόραζα το βιβλίο. Χαζό ε; Να ψάχνεις το έγκλημα για τη λύση σου. Η Αναστασία βγήκε έξω. Πάει στην τουαλέτα. Ήρθε να κόψει λεπτομέρειες να πει μέσα. Το αποφάσισα. Όταν μου τελειώσει το πακέτο θα φύγω. Ανάβω τσιγάρο ξανά.

Στο όνειρο σε είδα να παίζεις με ένα δελφίνι και έπεσα και ‘γω να παίξω με το δικό μου και όπως το κυνήγαγα, το έπιασα από την ουρά και αυτό μεταμορφώθηκε σε άντρα και γύρισε και με κοίταξε. Ξύπνησα ξαφνικά.

Κοιτάζω το είδωλό μου λοξά σε μία κορνίζα. Καπνίζω και πίνω καφέ στο φουαγιέ μονάχη μου, ενώ μέσα πασχίζουν να μάθουν τα λόγια, που ξέρω ήδη.

- Ποτέ δε φανταζόμουν ότι η πινακίδα για τις τουαλέτες θα είχε τέτοιο

σουξέ! Έλα μέσα γρήγορα γιατί ο Αντωνίου τηλεφωνεί σαν τρελός να σε απολύσουν! Θα είσαι η πρώτη, που απολύθηκε πριν καν ακούσει την πρώτη ανάγνωση, μου είπε ο Λημνιός, που βρέθηκε ξαφνικά πλάι μου

- Χάνει το χρόνο του. Εγώ δεν θα φύγω. Τσιγάρο; Και του προσέφερα το πακέτο. Τραβάω μια ρουφηξιά καθώς παίρνει τσιγάρο. Άδικα παιδεύεται. Φωτιά; Πιο πιθανό να φύγει αυτός παρά εγώ. Κρίνοντας από τις φωνές αυτό δεν απέχει πολύ από εδώ. Ούτε μια κούτα τσιγάρα δρόμος. –και με βλέπεις πώς καπνίζω ο αράπης, ο ταμ ταμ ταμ.

Απαπαπα. Πολλά νεύρα. Δεν θα αντέξει, για σήμερα, για πολύ ακόμα. Για να δούμε… 10… 9… 8… πόσα τηλέφωνα θα πάρει ακόμα μέχρι να το καταλάβει ότι εγώ δεν φεύγω; 7… 6… 5…. Εσύ τι νομίζεις μικρέ; Ποιος θα φύγει πρώτος;

Πριν προλάβει ο Λημνιός να δείξει τον Αντωνίου, ο Αντωνίου βγήκε από την πλατεία στο φουαγιέ τρέχοντας. Ωραία, σκέφτηκα, τώρα θα αραιώσουμε σαν τα σκόρδα. Πίσω του βγήκαν οι 2 κυρίες, θιγμένες, στητές και αγέρωχες. Προχώρησα με τον Λημνιό στην πλατεία. Στη σκηνή είχαν μείνει ο Στέφανος με τον Αιμίλιο. Ο Στέφανος μάζευε τα πράγματά του. Έφευγε και αυτός. Ο Αιμίλιος είχε νευριάσει.

-Τελειώσατε το κάπνισμα;

- Προτιμάτε αυτές, που τελειώνουν γρήγορα;

- Όταν είναι όρθιες: Ναι

- Περιμένετε να ανάψω ακόμα ένα, όσο θα προσπαθώ να σκεφτώ κάτι εξίσου έξυπνο.

Ο Στέφανος βρισκόταν ήδη στο φουαγιέ. Άναψα τσιγάρο ξανά. Τα τσιγάρα τελείωναν επικίνδυνα. Το κοριτσάκι με τα τσιγάρα έπρεπε να προσέχει πλέον το ρυθμό του γιατί έχανε τη μελωδία.

- Λυπάμαι έχω ανάδρομο Ερμή και το ωροσκόπιο μου συνέστησε διαλογισμό και περισυλλογή σήμερα.

Ο Αιμίλιος χανόταν και αυτός προς το φουαγιέ. Ο Λημνιός χαμένος έπαιζε με το καλαμάκι του καφέ. Άρχισα να περπατώ στη σκηνή. Να την μετρώ ρυθμικά, καθώς οι λέξεις ανάσαιναν μέσα μου. Άρχισα να πετώ τα ρούχα μου. Έμεινα με ένα μαύρο φανελάκι και το μαύρο παντελόνι, έβγαλα τα παπούτσια και ξεκίνησα το ρυθμό. Τικ – Τακ. Ακούς; Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπά και πάλι. Την ξέρω την παρτιτούρα μικρέ μου. Φτιάξε τα φώτα και έλα να παίξουμε.

Ο Λημνιός άρπαξε ένα από τα πεταμένα κείμενα και άρχισε να ρυθμίζει τα φώτα. Δεν ήμουν ποτέ καλή στον ρυθμό. Θυμάμαι τη δασκάλα του πιάνου να χτυπά με τον χάρακα το πιάνο για να μου μετρήσει το ρυθμό και όταν εγώ δεν άκουγα να μου χτυπά τα δάχτυλα. Μα μέσα στα φώτα, μέσα στην παραζάλη από τους καπνούς, οι λέξεις αναπνέουν στο λαιμό μου και μου δίνουν τον ρυθμό τους.

Νομίζω ότι χορεύω. Σιωπή. Μόνο σκόρπιες λέξεις να ζωγραφίζουν εικόνες. Ξαφνικά ακούω δεύτερη φωνή, αντρική. Είναι ο Αιμίλιος. Δεν έφυγε. Ακολουθεί το ρυθμό. Μια παραζάλη. Μιλάω, μιλάει και στις παύσεις σιωπή. Μόνο τα φώτα αλλάζουν καθώς το κείμενο σεργιανά πάνω μας. Κουταβάκι, δαγκώνει επιπόλαια.

Γιατί δεν έφυγες Αιμίλιε; Ήρθες να παίξεις; Μικρή μου πεταλούδα, σε τραβάει το φώς, έτσι δεν είναι; Αγγίζω το φοβισμένο σώμα σου. Αγκαλιάζω το τρέμουλο στην ανάσα σου. Βλέπω μέσα στα μάτια σου την ψυχή σου. Σου χαρίζω τα φώτα σου. Ξεγυμνώνω τις αυταπάτες σου. Είσαι τόσο ευάλωτος, που σχεδόν σε λυπάμαι. Καλωσόρισες στο ταξίδι μου.

Μισώ τα τηλέφωνα, που χτυπούν με τις ώρες. Και περισσότερο τους ανθρώπους, που τα βγάζουν από τις πρίζες και μου στερούν την χαρά να τους τηλεφωνώ και να το αφήνω να χτυπά με τις ώρες μέχρι να τους σπάσει τα νεύρα.

Απόψε είμαι εγώ αυτή που έχω βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα.

Τυφλόμυγα

Σκοτάδι και φως. Ένας μικρός κύβος ζάχαρης δόλωμα για σένα. Η Μαρία κάθεται στις θέσεις των θεατών. Νοιώθω τη σκιά της. Ακούω τη φωνή της να διαλέγει τις λέξεις μου. Ο Αιμίλιος ξέρει και τους δύο ρόλους. Η Μαρία πλησιάζει, συνεχίζει το ρόλο, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι. Το δικό μου ή του Αιμίλιου. Όπως θέλεις παρ’ το. Αλλά έμεινε για να δηλώσει πως είναι εδώ. Καθώς προχωρά η πρώτη σκηνή, αφήνει την πλατεία και ανεβαίνει επάνω. Ο Λημνιός μας παρακολουθεί πλάθοντας το φως.

Ακούγεται παράξενο στα αυτιά μου ο Αλέξης και ο Νίκος να έχουν την ίδια φωνή, αλλά δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή. Για μια στιγμή σκέφτομαι να κατέβω από τη σκηνή και να τους αφήσω μόνους αλλά νοιώθω πως αν σταματήσω, θα σταματήσει και η Μαρία την πρόβα. Προσπαθεί να με στριμώξει. Ακροβατώ και κουνάει το σκοινί κάτω από τα πόδια μου. Ένα μικρό πράσινο αλογάκι της Παναγίας στα χέρια μου και οι σκηνές να ξετυλίγονται στο ημίφως. Τα μάτια της πετούν σπίθες στο ημίφως.

Δε συστηθήκαμε πριν αλλά δεν νομίζω να χαίρεται ιδιαίτερα για την παρουσία μου. Σαν σκυλί οριοθετεί την περιοχή της τη στιγμή, που ο Αιμίλιος προχωρά, δίνοντας ζωή στις λέξεις μου. Το έχουν πει το κείμενο ξανά και ξανά σαν παιδιά που πάνε για εξεταστική την επομένη. Σήμερα όμως δεν είναι εξετάσεις. Η γυναίκα, η σκιά, ο Αλέξης και ο Νίκος σήμερα βγαίνουν από το κουκούλι τους. Παράξενες πεταλούδες,, που στοιχειώνουν τη σιωπή και το σκοτάδι. Τις νοιώθω στα χέρια μου να παίζουν και χαμογελώ με την πλάτη γυρισμένη σε κείνους.

‘Ήρθα για να μείνω και τώρα το νοιώθετε. Αγγίζω το κορμί του Αιμίλιου και αισθάνομαι την έντασή του. Μ’ αγγίζει η Μαρία και νοιώθω την ανάγκη της να με υποτάξει σ’ ένα στημένο παιχνίδι, που ακόμα αγνοεί. Μα δεν κερδίζεις την παρτίδα αν κάποιος άλλος πρόλαβε να σημαδέψει την τράπουλα. Γλυκιά μου τόσες φωτογραφίσεις, παραστάσεις, διθυραμβικές κριτικές και τώρα στέκεις παγιδευμένη, ανήμπορη στον ιστό μου. Όσο παλεύεις τόσο σε σφίγγω περισσότερο στα δεσμά μου. Με μισείς. Το βλέπω. Γίνεσαι μια σκιά και μετά σβήνεις στο φως.

Αιμίλιε, πήρες ένα καινούριο κουβαδάκι και παίζεις σε ξένη παραλία. Και το απολαμβάνεις όπως κάθε ζαβολιά σου. Έχουμε πρεμιέρα απόψε. Διαλέγω χρώματα να σε γδύσω. Σκαλίζω το πάθος σου και χτυπάω αλύπητα τη συνήθεια σου σαν ξύλο μισοκαμμένο. Τα χω ξεφυλλίσει τα βιβλία σου, έχω δει τις παραστάσεις σου και τώρα καιροφυλακτώ να δω την ψυχή σου σαν την γάτα που περιμένει να ξεμυτίσει το ποντίκι. Σε έβλεπα ώρες να συλλαβίζεις λέξεις ξένες. Βαρβαρικές. Την ώρα που διάλεξες να μείνεις, διάλεξες να συλλαβίσω τα όνειρα και τους εφιάλτες σου. Αλλάζω παραγράφους, βάζω κόμματα και τελείες στις ανάσες σου και ψάχνω την σπίθα σου, που θα βάλει στο έργο φωτιά. Παίζουμε ρώσικη ρουλέτα αλλά δεν το ξέρεις ότι δεν υπάρχει σφαίρα στη θαλάμη. Τουλάχιστον όχι απόψε.

Από την ένταση έχασαν τα λόγια. Κοιτάζω τον Λημνιό. Με κοιτά κατάματα, ανέκφραστος. Με υποψιάζεται. Πρέπει να σταματήσω. Λέω την πρόταση που ξέχασαν και κατεβαίνω από τη σκηνή. Ο Λημνιός ανάβει όλα τα φώτα αμέσως για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα.

-Μία βοηθός σκηνοθέτη οφείλει να γνωρίζει το κείμενο ακόμα και αν κάνει φασαρία στην πρώτη πρόβα, είπα και κατευθύνθηκα προς τα πράγματά μου. Ευχαριστώ για την παρέα στη σκηνή και Χρήστο, ευχαριστώ για τα φώτα. Δεν θα γινόταν τίποτα χωρίς εσένα. Αν το βλέμμα της Μαρίας ήταν μαχαίρι ο Λημνιός θα ήταν τώρα νεκρός, ακαριαία. Θα τα πούμε αύριο στην πρόβα ξανά. Πήρα τα πράγματα μου και προσπάθησα να το σκάσω όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπώς.

-Πώς βρέθηκες στην παράσταση; Ρώτησε η Μαρία

-Το ευχήθηκα την ώρα που έσβηνα μια αγκαλιά κεριά στην τούρτα γενεθλίων μου, της απάντησα

-Αυτό δεν είναι απάντηση, μου είπε εκνευρισμένα.

-Απόψε τουλάχιστον δεν έχω άλλη να σου δώσω, είπα και βγήκα από το θέατρο.

Ξεκίνησα να περπατώ στο πεζοδρόμιο. Δεν είχα όρεξη να πάω σπίτι. Έπρεπε να εκτονώσω όλη την υπερένταση. Περπατούσα και σκεφτόμουν πόσο σιχαινόμουν το περπάτημα, τι διορθώσεις ήθελε το κείμενο, τα φώτα, που θα έβαζε ο σκηνοθέτης, τη συμφωνία με τον θεατρικό επιχειρηματία, τα λεφτά κάτω από το τραπέζι και το συμβόλαιο σιωπής. Ομερτά. Δεν έπρεπε να το σπάσω. Αν η Μαρία δεν έκοβε το σκοινί απόψε, αν δεν διάλεγα να πέσω, ίσως να υποψιάζονταν κάτι. Όχι, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Ήμασταν ακόμα στην αρχή. Το έργο πρέπει να ανέβει ανεμπόδιστο. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να ξαναδουλέψω το κείμενο. Οι λέξεις βούιζαν στο κεφάλι μου. Σαν διαλυμένο puzzle, που έπρεπε να το φτιάξω από την αρχή.

Ξαφνικά άκουσα ένα κορνάρισμα. Παραλίγο να περάσω το δρόμο αφηρημένη. Ένα αυτοκίνητο φρενάρισε μπροστά μου και ο οδηγός άρχισε να με βρίζει. Κατέβασα το κεφάλι και έκανα στροφή 180 μοιρών. Ήμουν χαμένη στις λέξεις μου. Το κείμενο έπρεπε να αλλάξει. Αλλά πώς; Άκουσα κόρνα πίσω μου. Γύρισα έτοιμη να ακούσω και άλλα. Είδα ένα άτομο με κράνος να στέκεται στη μηχανή. Λάθος έκανε, σκέφτηκα και γύρισα την πλάτη μου. Ξαφνικά άκουσα να με φωνάζουν. Γύρισα και πάλι και είδα τον Λημνιό να έχει βγάλει το κράνος.

-Άχρηστη! Έτσι όπως πας θα σκοτωθείς πριν προλάβουν να σε διώξουν. Έλα να σε πάω εγώ όπου θες, αν και θα προτιμούσα να πηγαίναμε για κανένα ποτό. Τι λες;

-Σπίτι μου από το πρώτο κιόλας βράδυ της γνωριμίας μας; Δε λέει. Δεν πρόλαβα να ξυριστώ και έχω τα άπλυτα στο σαλόνι. Άφησε το ρομαντισμό να κάνει την σχέση μας να ανθίσει, του είπα χαμογελώντας.

-Ανέβα να πάμε για ποτό. Κερνάς εσύ.

-Πάντα ιππότης, είπα, υποκλίθηκα και ανέβηκα στην μηχανή. Εγώ κερνάω αλλά εσύ οδηγείς. Οπότε το αλκοόλ για μένα και πορτοκαλάδα για σένα. Αν φτάσουμε στο κέφι, θα σου παραγγείλω και με ανθρακικό.

-Αν φτάσεις και μπορείς να παραγγείλεις, μου απάντησε και σανίδωσε τη μηχανή.

Δεν ξέρω πόσην ώρα κάναμε να φτάσουμε στο bar αλλά εγώ είχα ξεπαγιάσει και νόμιζα ότι τα δάχτυλά μου θα πέφτανε αν κάποιος μου έσφιγγε το χέρι. Ο Χρήστος το κατάλαβε και χαμογελώντας με αγκάλιασε και σηκωτή σχεδόν με έβαλε μέσα στο bar παραγγέλνοντας ποτά και για τους δύο. Η μουσική ήταν εκκωφαντική για τα γούστα μου και συκοφαντική για τη σοβαροφάνειά μου. Την ώρα, που τον είδα να μου χαμογελά, σκέφτηκα έντρομη ότι το επόμενο βήμα, θα ήταν σίγουρα μπουζούκια. Κοίταξα το ποτό μου. Ήμουν τυχερή. Δύο μόνο ποτά ήταν αρκετά. Κατέβασα μονορούφι το πρώτο και καθώς έβγαζα το μπουφάν μου είδα έναν άντρα να πλησιάζει αποφασιστικά προς το μέρος μας. Εδώ το ξυλόπνευμα πρέπει να είναι εκπληκτικό καθώς εγώ το πίνω τους άλλους μεθά. Ο άντρας πλησίαζε, με προσπέρασε και φίλησε τον Λημνιό στο στόμα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να παραγγείλω ακόμη ένα. Ο Λημνιός μου έκανε νόημα ότι θα ξανάρθει και χάθηκε στο πλήθος με τον δικό του. Ήταν η ώρα μου για την ηρωική μου έξοδο. Πλήρωσα και βγήκα έξω.

Δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν. Ούτε τι ώρα ήταν. Κοίταξα το κινητό μου. Θα σας γελάσω για την ώρα. Μετά από 2 ποτά οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια μου. Ευτυχώς όχι και τα χρώματα καθώς ένα ταξί σταμάτησε δίπλα μου. Τραύλισα την διεύθυνσή μου και σύντομα ήμουν σπίτι μου. Ξάπλωσα με τα ρούχα και πριν το καταλάβω αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Είχα ενοχές που παράτησα τον Χρήστο αλλά έλεγα στον εαυτό μου ότι βρήκε καλύτερη παρέα. Κοίταξα το ρολόι. Είχα σαπίσει στον ύπνο. Θα αργούσα για την πρόβα. Πέταξα τα ρούχα στο πάτωμα και χώθηκα στο μπάνιο. Έπλυνα τα δόντια μου, ντύθηκα, έβαλα μια σοκολάτα στην τσάντα μου και βγήκα από το σπίτι μου με το σκονάκι μου για τις συγκοινωνίες. Μετά από μία μικρή περιπλάνηση και 2-3 λάθος στάσεις κατόρθωσα να φτάσω εγκαίρως στο θέατρο. Μετά τον Λημνιό αλλά πριν τους ηθοποιούς.

Τον πλησίασα με τη σοκολάτα στο χέρι.

-Με έφτυσες χτες, μου είπε. Σου είπα να με περιμένεις και μόλις γύρισα την πλάτη μου, το έβαλες στα πόδια. Φρικάρισες, είπε και άνοιξε τη σοκολάτα και άρχισε να την καταβροχθίζει.

- Αυτή είναι σοβαρή κατηγορία. Ζητώ την έννομη διορία να απολογηθώ.

- Τουλάχιστον πλήρωσες τα ποτά!

Κρύφτηκα στα πίσω καθίσματα. Δεν είχα όρεξη για συζήτηση, το κεφάλι μου πονούσε και δεν είχα καμία διάθεση να παρακολουθήσω την πρόβα. Σε λίγο μπήκαν οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης. Παρατάχθηκαν και όλοι έδιναν χρήματα στον Λημνιό. Σε λίγο ήρθε ακόμα ένας νεαρός που δεν είχα δει την προηγούμενη στην πρόβα με τους καφέδες. Αφού μοίρασε τους καφέδες στους άλλους πρώτα άφησε τον τελευταίο τον Λημνιό. Ο Χρήστος έβγαλε ένα ποσό και του το έδωσε. Ο νεαρός τα πήρε γύρισε και μου χαμογέλασε. Ήταν ο νεαρός που φίλησε τον Λημνιό το προηγούμενο βράδυ. Ήμουν ένα στοίχημα. Κέρδισαν και εγώ έχασα. Προφανώς έβαλαν στοίχημα με τον Λημνιό για το αν θα κατάφερνε να με φρικάρει. Και το κάθαρμα τα κατάφερε.

Με πιασαν τα γέλια. Ήταν μία όμορφη μέρα. Γιατί έμενα κλεισμένη εκεί μέσα; Έστειλα ένα φιλί στον αέρα στον Λημνιό, πήρα τα πράγματα και εξαφανίστηκα. Άραξα με το λαπτοπ στην πλατεία και γράφω ιστορίες με καφέ και τσιγάρο. Μάλλον είναι ώρα να το κλείσω και να πάω μια βόλτα….

.........

Χώθηκα σε ένα βιβλιοπωλείο. Κρύφτηκα στο πιο ήσυχο τμήμα. Περνούσα ανάμεσα στα παραταγμένα βιβλία. Ησυχία. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, στέρφα. Βλέπω τους ανθρώπους να αγοράζουν βιβλία, να τα ξεφυλλίζουν και να φεύγουν ήσυχα όπως είχαν έρθει. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Διάλεξα ένα βιβλίο, το πήρα και βγήκα στο δρόμο. Το κείμενο αντιστεκόταν, δεν με άφηνε να το αλλάξω. Χάζευα με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή αλλά η λευκή οθόνη στεκόταν απέναντι μου απτόητη. Δοκίμασα τετράδιο, κόλλες Α4 από τον εκτυπωτή αλλά τίποτα. Λίγο πριν αρχίσω τα graffiti στους τοίχους του σπιτιού, αποφάσισα να φυγομαχήσω.

Μάζεψα τα ρούχα, πακετάρισα τα πράγματά μου, πλήρωσα τους λογαριασμούς και έψαχνα έναν λόγο ουσίας να παραμείνω στις πρόβες. Έφυγα από μία πρόβα, δεν πήγα καν στην επόμενη. Ήταν φανερό δεν με ήθελαν εκεί. Είχα κουραστεί να παλεύω. Το έργο θα ανέβαινε. Και θα κατέβαινε σε μία εβδομάδα με εξαιρετική επιτυχία. Αγόρασα έναν οδηγό και έψαξα τις παραστάσεις, που παιζόταν εκείνη την περίοδο. Απόψε θα πήγαινα θέατρο.

Φοβόμουν να γυρίσω στο σπίτι. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω τις

βόλτες. Κάθισα σε μια καφετέρια, παρήγγειλα καφέ και κρύφτηκα πίσω από ένα περιοδικό

-Πάω στοίχημα ότι έχεις το τηλέφωνο κλειστό ακόμα και τώρα που δεν περιμένεις από κανέναν τηλέφωνο, άκουσα μια φωνή πίσω μου και ένοιωσα ένα ζευγάρι χέρια στην πλάτη μου. Γύρισα ξαφνιασμένη και είδα τον Λημνιό πίσω μου. Η προθεσμία σου έληξε και ήρθε η ώρα σου… να απολογηθείς. Είπε και πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου.

-Φεύγω. Μάζεψα τα πράγματα και σκοτώνω τις τελευταίες μέρες, που έχω πληρώσει το νοίκι.

-Μια πλάκα είπαμε να σου κάνουμε. Αν ήξεραν ότι αρκούσε για να φύγεις θα με είχαν πληρώσει όσο-όσο για να το’ χαμε κάνει από την πρώτη μέρα.

-Πιστεύεις ότι για αυτό φεύγω;

-Εξέπληξε με! Πες μου μια καλύτερη δικαιολογία!

-Βαρέθηκα…

-Λες ψέματα, κανένας δεν βαριέται τόσο νωρίς και από την άλλη δεν έκανα ακόμα την παρωδία μου για να τρομοκρατηθείς. Μήπως θέλεις και συ ένα φιλί για να ξυπνήσεις ωραία κοιμωμένη; Αν δεν υπερασπιστείς εσύ αυτό που έγραψες, μην περιμένεις να το κάνουν άλλοι για σένα.

Η πρώτη σφαίρα μπήκε στη θαλάμη. Το όπλο σημάδευε εμένα. Πυροβόλησε αλλά δεν ήταν η θαλάμη με την σφαίρα. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το τραπέζι πια μέχρι η σφαίρα να διαλέξει τον στόχο της.

Ο Λημνιός έγραψε σε ένα χαρτί το τηλέφωνό του και το άφησε στο τραπέζι.

-Τηλεφώνησέ μου. Εκτελούνται μετακομίσεις. Η βλακεία καταμετράται παρουσία του πελάτη. Σεξουαλικές χάρες χρεώνονται εξτρά.

Τον έβλεπα να φεύγει. Γύρισα σπίτι και άδειασα τις βαλίτσες. Είχα και άλλες σφαίρες φυλαγμένες. Το παιχνίδι πρέπει να αποκτήσει ενδιαφέρον ξανά και οι παίκτες έπαιρναν ο ένας μετά τον άλλον την θέση τους στο τραπέζι.

Bizzzzz

Έβγαλα το χαρτάκι με το κινητό του Λημνιού. Του έστειλα την διεύθυνσή μου σε μήνυμα και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και διάλεξα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Γέμισα 2 ποτήρια και ξεκίνησα να γράφω. Μια καινούρια ιστορία τριγύριζε στο μυαλό μου. Τι θα γινόταν αν έγραφα την ιστορία και την ανέβαζα σε ένα blog; Για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι πρέπει να ανεβάσουμε ακόμα λίγο το στοίχημα. Ένα μικρό, άγνωστο, αδιάφορο blog για μια μικρή αδιάφορη ιστορία.

Ξεκίνησα να γράφω και να ανεβάζω μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχε νυχτώσει. Το κεφάλι μου είχε βαρύνει από το κρασί και έτσι αποφάσισα να κλείσω τον υπολογιστή και να κάνω μπάνιο. Την ώρα που μούλιαζα κάτω από το ζεστό νερό άκουσα το κουδούνι να χτυπά σε ριπές πολυβόλου. Άρπαξα μια πετσέτα και του άνοιξα την πόρτα.

-Περίμενα μια θερμή υποδοχή, αλλά δεν είναι αυτό που είχα υπόψη και δεν θέλω να με περάσεις για καμιά εύκολη. Είπε την ώρα που έμπαινε σαν σίφουνας στο σπίτι. Πήρε το ποτήρι με το κρασί

Για μένα; Ή περιμένουμε και άλλους στην παρέα μας; Πήγαινε να βάλεις κάτι πρόστυχο πάνω σου και έλα να σου πω για τις πρόβες.

Την ώρα που ντυνόμουν τον άκουγα να τριγυρίζει στο σπίτι.

-Τα μωρά συλλαβίσανε τελικά και αρχίσανε να μπουσουλάν. Σε ξέγραψαν από την παράσταση. Δεν φαντάζομαι να περιμένεις συγγνώμη.

-Όχι, μόνο τα κλειδιά του θεάτρου θέλω είπα, βγαίνοντας από το δωμάτιο ντυμένη στα μαύρα. Απόψε πάμε θέατρο. Μην μου πεις ότι δεν τα έχεις γιατί δεν θα σε πιστέψω, είπα πλησιάζοντας τον κοιτώντας τον κατάματα.

-Μην μου πεις ότι θα με αποπλανήσεις και θα τρυγήσεις τους εφηβικούς χυμούς του απολλώνιου κορμιού μου. Ω γύναι! Είσαι αδίστακτη! Αν είναι να κάνουμε κάτι, ας το κάνουμε σωστά. Ντύσου και φύγαμε για το θέατρο.

Πήρα κάποια από τα cds μου, τσάντα, μπουφάν και μια μάσκα και τον ακολούθησα. Φτάνοντας στο θέατρο του ζήτησα να βάλει μουσική και να μου δείξει πού είναι σκούπες και σφουγγαρίστρες. Ανέβηκα στη σκηνή και ξεκίνησα να μετακινώ τα λιγοστά έπιπλα. Σε λίγο ήρθε και ο Χρήστος με σκούπες, σφουγγαρίστρες, φαράσια και κουβάδες. Τα άφησε στη σκηνή και εξαφανίστηκε στο ηλεκτρολογείο.

Ξεκίνησα να καθαρίζω τη σκηνή και σε λίγο ο Λημνιός ξεθώριασε και εξαφανίστηκε από τη σκέψη μου. Καθάριζα τη σκηνή όπως θα καθάριζα ένα αγαπημένο κορμί από τα σημάδια άλλων. Αυτή η νύχτα ήταν δική μας και οι λέξεις χόρευαν μανιασμένα στο κεφάλι μου. Χρόνια είχα να αγαπήσω αυτό το «κορμί». Η νύχτα ήταν δική μας. Θα σκίζαμε τον χρόνο σαν ένα κομμάτι άσπρο χαρτί. Οι λέξεις σχημάτιζαν προτάσεις στο κεφάλι μου. Όλα ήταν μια ανάσα πριν. Μόνο. Μια ανάσα κοφτή, σύντομη, μια παύση και τώρα πηγαίναμε για το Da Capo.

Κουλουριάστηκα επάνω στη σκηνή. Σαν αναρριχόμενο φυτό οι εικόνες ερχόταν στο μυαλό μου. Σήκωσα το κεφάλι μου αργά και άρχισα να λέω την ιστορία. «Jordan». Η Shirley έτρεχε στις φλέβες μου ξανά. Έσκιζα τον χρόνο χαρτί και σκόρπιζα τα κομμάτια γύρω μου. Έψαχνα. Έσκαβα μέσα μου και πέταγα ανθρώπους, συναισθήματα, παρελθόν και παρόν μακριά. Η μουσική έσβησε. Συνέχισα την ιστορία. Ο Χρήστος έπαιζε με τα φώτα. Νομίζω ότι στο τέλος είδα τη Shirley να φεύγει, να χάνεται ανάμεσα στις σκιές. Σκοτάδι. Και μετά φως ξανά.

Τον είδα να φεύγει από το ηλεκτρολογείο και να πλησιάζει στη σκηνή. Άναψε τσιγάρο και μου πρόσφερε και μένα ένα. Καπνίζαμε στη σιωπή. Τρόμαξε ο καημένος. Του το χρωστούσα. Τώρα ήμασταν ισοπαλία. Ήταν η ώρα μου να επιστρέψω στις πρόβες και πάλι. Έσβησα το τσιγάρο και του είπα πως ήταν η ώρα να φύγουμε

Τετάρτη, Μαΐου 28, 2008

Τα-ξίδι

Είμαι τεμπέλης. Τ’ ομολογώ. Μπορώ λοιπόν σήμερα να κάνω κοπάνα; Πάμε

Πρόβες. Σηκώνομαι βαριεστημένα και φορώ τα ρούχα, που η Μαρία διάλεξε για μένα. Βάζω καφέ από την καφετιέρα, πίνω μια γουλιά και κατεβαίνω στο δρόμο. Εύχομαι να πιω κανένα καφέ της προκοπής στο θέατρο. Βγάζω τη μηχανή στο δρόμο και σκέφτομαι ότι πρέπει να ελέγξω τον εκνευρισμό μου. Δεν γνωρίζω ποιος έγραψε το κείμενο, ποιος βάζει τα λεφτά και ποιον πήδηξε η μικρή για να χωθεί στο θίασο παρά τις αντιδράσεις μου. Καθόλου καλός τρόπος να ξεκινήσεις την μέρα σου.

Παρκάρω τη μηχανή κοντά στο θέατρο. Μπαίνω μέσα. Βρίσκομαι πάλι με τους δικούς μου ανθρώπους, αλλάζουμε τα ψέματα μας και προχωράμε. Είμαι. Το ρήμα μου για σήμερα. Αφή. Η αίσθηση, που διαλέγω για αυτήν την πρόβα. Η σκηνή. Το φως. Το καταβροχθίζω λαίμαργα. Διαβάζουμε το κείμενο, θέλει πολύ δουλειά ακόμη για να σταθεί. Αγνοεί βασικούς κανόνες. Ούτε θεατρική σχολή δεν θα έχει βγάλει, πόσο μάλλον για συγγραφής θεατρικού κειμένου.

Στρίβω τσιγάρο και προσπαθώ να δω ποια κάθεται στις πίσω σειρές. Είμαι σίγουρος ότι είναι γυναίκα παρόλο, που δεν μπορώ να δω ξεκάθαρα στο ημίφως και τον καπνό. Μου φέρνουν καφέ. Αρχίζω και βαριέμαι. Συνεχίζω να διαβάζω νοιώθοντας ότι παριστάνω το βλακόμετρο. Κανένας δεν τολμά να σηκωθεί να φύγει και περιμένουν να νευριάσω και να σηκωθώ να φύγω εγώ. Η φίρμα του μαγαζιού να κλείσει το πρόγραμμα.

Ε, λοιπόν σήμερα δεν θα φύγω πρώτος. Τελευταίος θα φύγω. Ο σκηνοθέτης δεν την παλεύει με τίποτα. Βγήκε στο φουαγιέ και πλακώνεται με την καινούρια. Πιάστηκα. Ας φέρω μια βόλτα στο θέατρο να ξεμουδιάσω. Θέμα χρόνου είναι να φύγουν όλοι. Πηδώντας κάτω από τη σκηνή, ξεγελιούνται οι υπόλοιποι και νομίζουν ότι τελείωσε η πρόβα και αποχωρώ, οπότε τρέχουν και αυτοί ξωπίσω μου βιαστικά και βγαίνουν στο φουαγιέ. Ακόμα μία φορά κέρδισα το στοίχημα. Ας βεβαιωθώ όμως καλύτερα. Κάθομαι στις καρέκλες και ανάβω τσιγάρο.

Η μικρή ανεβαίνει στη σκηνή. Θέλει να το παίξει και ηθοποιός από πάνω; Και μετά τι; Πρωταγωνίστρια στην Επίδαυρο; Συμπεριλαμβάνεται και αυτή στο στοίχημα; Ω, ναι, και πρέπει να την περιμένω να κατέβει. Εγώ και τα ηλίθια στοιχήματά μου! Βουλιάζοντας στην πολυθρόνα συνειδητοποιώ ότι κάτι γίνεται εδώ πέρα. Η ασχημούλα ακροβατεί πάνω στη σκηνή αλλά χρειάζεται κάποιον να την σπρώξει στο κενό. Ανεβαίνω στη σκηνή. Μοιραζόμαστε το φως, την ανάσα. Ξαφνικά νοιώθω τα νύχια της στην ψυχή μου. Και με τραβά μαζί της στο κενό.

Αφή… είμαι… Με την αφή μου είμαι… και πέφτω στο κενό.

Αν ξαναμοίραζα την τράπουλα, Θα τραβούσες και πάλι το ίδιο χαρτί;

Φασαρία. Ψάχνω ταξί. Δεν μ’ αρέσει η Αθήνα. Δεν έμαθα ποτέ να την αγαπώ. Αυτοκίνητα περνούν. Κάνω ένα βήμα πίσω. Σκύβω το κεφάλι. Η φασαρία σβήνει αργά στο μυαλό μου. Ξαφνικά χαίρομαι, που κανείς τους δεν νοιάζεται για μένα, αν είμαι καλά, αν θα με ξαναδεί ή αν θα γίνω ένα ρεπορτάζ στις εφημερίδες. Κανείς δεν λέει καλημέρα. Πέφτουν επάνω μου καθώς προχωρούν βιαστικά. Ένας χορός, ένα ανθρώπινο ποτάμι, που κυλά και εγώ ακίνητη. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Σηκώθηκε αέρας και παίζει με το κόκκινο φουστάνι μου. Χαμογελώ. Στο ματαιόδοξο κεφάλι μου κάποιος δορυφόρος με βγάζει φωτογραφίες από ψηλά. Υποκλίνομαι χωρίς να μου δίνει σημασία κανείς και μια λέξη έρχεται στο μυαλό μου «γρήγορα».

Ξαφνικά νομίζω ότι νοιώθω τον Αιμίλιο να με προσπερνά. Γυρνάω το κεφάλι να τον δω. Χτυπά το κινητό. Το σηκώνω μηχανικά ενώ η φασαρία δυναμώνει και πάλι στα αυτιά μου. Είναι ο Λημνιός:

-Πού είσαι άχρηστη; Χάθηκες; Τρως; Κοιμάσαι; Να στείλω ανθρωπιστική βοήθεια, κανά τεκνό, την απόλυσή σου μήπως; Τσακίσου και έλα, τώρα! Η πρόβα ξεκίνησε και οι δημοσιογράφοι είναι εδώ.

-Δημοσιογράφοι; Γιατί; Χαζεύω τον κόσμο που περνά. Βγάζω ένα κέρμα από την τσέπη, το φέρνω στα χείλη μου και το πετάω στο δρόμο. Μια ευχή. «γρήγορα».

-Για την τηλεόραση. Το κανόνισαν οι δημόσιες σχέσεις. Κάλεσαν και τον συγγραφέα να κάνουν ρεπορτάζ…

-Ο συγγραφέας το ξέρει;

-Δεν ήρθε ακόμα. Και δεν είναι ο μόνος, που δεν εμφανίστηκε ακόμα. Αν σας απολύσουν όλους όσους λείπετε το έργο θα ανέβει μονόπρακτο και εγώ θα κάνω και τους 4 ρόλους! Τσακίσου και έλα, γιατί δεν νοιώθω και ιδιαίτερα φωτογενής σήμερα!

Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ, ότι ο Αιμίλιος στέκεται μπροστά μου και χαμογελά. Ο Λημνιός ουρλιάζει από την άλλη γραμμή

-Ζεις; Χρεώνομαι! Μη Χάσκεις! Εκτός και αν… μη μου πεις… μη μου πεις ότι είσαι με τον άλλον, που λείπει επίσης από την παρουσίαση! Μάζεψε τα σάλια σου, βάλε μπρατσάκια και κολύμπα και μεγάλες απλωτές μέχρι εδώ. Μη τολμήσεις και τον ακολουθήσεις. Δεν πρόκειται να σε ξαναδούμε…

-Σου ‘χω πει τελευταία πόσο σ’ αγαπώ;

-Πριν με απολύσουνε και πριν βάλουν για σένα αγγελία στην Νικολούλη, ποια θες να είναι τα τελευταία σου λόγια, που θα αφήσεις ως παρακαταθήκη στο Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο για την παράσταση, που κατεβάσατε με εξαιρετική επιτυχία;

Του το έκλεισα στα μούτρα και στη συνέχεια το απενεργοποίησα. Έμεινα να κοιτάζω τον Αιμίλιο κατάματα αλλά από ότι φαίνεται τον κοίταζαν και άλλες γιατί με άρπαξε από το χέρι, μ’ ανέβασε στη μηχανή, ξεκίνησε και βαλθήκανε να τρέχουμε στο δρόμο. Δεν ξέρω πού με πήγαινε, ούτε και με ενδιέφερε. Έκλεινα τα μάτια στον αέρα και κουλουριαζόμουν πάνω στο κορμί του καθώς ένοιωθα τη δόνηση από το κινητό του στο μπουφάν του. Γινόμουν χρυσόσκονη και σκόρπιζα στο δρόμο καθώς λιποτακτούσα από τη ζωή μου. Το κόκκινο φόρεμα σκισμένο σε χιλιάδες μικρά κομμάτια λεηλατούσε την ασχήμια της πόλης. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν, το μποτιλιάρισμα σε τρελαίνει. Σ’ ένα φανάρι, που είχε ανάψει το κόκκινο και σταματήσαμε, κοιτώντας το αφηρημένα, το συνειδητοποίησα. Κόκκινο. Γρήγορα. Η αντίστροφή μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει.

Η μηχανή σταμάτησε πλάι στη θάλασσα. «Τη μηχανή, τη θάλασσα και το αγόρι μου» σκέφτηκα και πήγα να χαμογελάσω κατεβαίνοντας, κατευθυνόμενη προς το θάλασσα αλλά εκείνος με άρπαξε από το χέρι και αφού κατέβηκε από την μηχανή, δίχως να πει κουβέντα, με φίλησε… Χαμόγελα και πόδια κοπήκαν αυτοστιγμεί. Ένοιωσα τόσο μικρή και ανήμπορη τη στιγμή που κατάλαβα πως είμαι ερωτευμένη. Οι λέξεις σκόρπισαν σαν ένα κρυστάλλινο ποτήρι, που πέφτει και σπάει. Καθώς η ανατριχίλα κυρίευε το κορμί μου αποφάσισα πως αυτήν την τρέλα θα την ζούσα μέχρι το τέλος.

Επιστρέψαμε στο σπίτι μου. Χωρίς να πούμε κουβέντα για κείνη τη στιγμή, το πριν, το μετά. Δεν χρειαζόμασταν λέξεις. Μόνο ο ένας το σώμα του αλλουνού. Μια σιωπηλή συμφωνία με τα μάτια. Μια υπόσχεση, που θα ξεκίναγα να υποκρίνομαι ότι τηρώ πριν σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.

«Θα πάω να πάρω το πακέτο να κάνω τσιγάρο, θες;» αντέτεινα φορώντας ένα πρόχειρο μπλουζάκι. Έγνεψε αρνητικά και ανάβοντας το τσιγάρο βγήκα στο μπαλκόνι. Αποκλείεται να έβγαινε έξω και του έδινα διακριτικά χρόνο να ντυθεί και να εξαφανιστεί από το σπίτι. Ανάβοντας το δεύτερο τσιγάρο συνειδητοποίησα ότι ένας πιτσιρίκος από απέναντι μου έκανε καμάκι ζητώντας τον αναπτήρα μου με νοήματα. Με άνεση σφαιροβόλου ετοιμαζόμουν να του τον πετάξω όταν τη στιγμή που έσκυβα, ένοιωσα ένα χέρι να με αρπάζει και να με τραβάει μέσα στο δωμάτιο.

Ο Αιμίλιος σε αντίθεση με τα προγνωστικά βρισκόταν ακόμα εκεί. Μόλις φύγει πρέπει να ψάξω τμήματα εκτάκτων περιστατικών να βρω τον Λημνιό. Απόψε η νύχτα προβλέπεται μεγάλη.

-Ένα τσιγάρο είπαμε και εσύ κοντεύεις να καπνίσεις και τη συσκευασία… και με τέτοια αμφίεση, είπε χαμογελώντας, παίρνοντάς μου το τσιγάρο και τραβώντας με στο καναπέ. Αν καπνίσω το τσιγάρο σου θα μάθω τις σκέψεις σου;

-Αν κλέψω μια νύχτα σου, θα κλέψω την ψυχή σου;

-Νύχτα; Τι ώρα είναι; Αναρωτήθηκε φωναχτά και σηκώθηκε βιαστικά σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα όπου άνοιξα ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί. Δεν μου αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους να φεύγουν. Έτσι, το βάζω στα πόδια. Γέμισα ένα ποτήρι και τείνοντάς το προς την πόρτα ευχήθηκα «Στην υγειά σου». Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Αιμίλιος, μου πήρε το ποτήρι από τα χέρια, με φίλησε και το άδειασε μονορούφι.

-Την επόμενη φορά θα διαλέξω εγώ το κρασί, τον άκουσα να λέει πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. Θα ξανάρθει και έχω ένα ολόκληρο μπουκάλι κρασί να αναμετρηθώ μαζί του. Γεμίζω ξανά το ποτήρι, παίρνω το μπουκάλι και κατευθύνομαι στο σαλόνι, ανοίγω τον υπολογιστή και συνδέομαι στο διαδίκτυο. Φέρνω τον τάσο κοντά στο laptop και ανοίγω το κινητό. Προσπερνώ τα μηνύματα, που φτάνουν απανωτά και τηλεφωνώ στον Λημνιό. Περιμένω στη γραμμή. Δεν το σηκώνει αμέσως. Μου κάνει μούτρα. Ανοίγω το blog μου και ετοιμάζομαι να ανεβάσω ακόμα μία ιστορία. Παίρνω τηλέφωνο και πάλι. Ο Λημνιός αυτή τη φορά αποφάσισε να το σηκώσει.

-Έχω ένα κρασί, που σε περιμένει και τους καταλόγους να γονατίσουμε τα delivery boys της περιοχής. Σε πόσην ώρα θα είσαι εδώ;

-Σε παράτησε στα κρύα του λουτρού και τώρα θες παρηγοριά στα στιβαρά μου μπράτσα; Για τι λογαριασμό μιλάμε ακριβώς;

-Έλα εσύ και κερνάω εγώ να μη σε νοιάζει.

-Ώστε πέρασες καλά ε; Να δούμε αύριο με τι μούτρα θα εμφανιστείς εδώ.

-Ανθρώπου που πέρασε πάρα πολύ καλά και αναλόγως τις ώρα θα έρθεις, ανθρώπου με τρελό hang over.

-Δεν θέλω τέτοια! Άντε! Να λέει, πως κυλιέσαι κιόλας στα πατώματα για χάρη του. Και μεθαύριο μέρα είναι, κατά προτίμηση μετά την πρόβα γιατί έτσι όπως πάμε άνεργο με βλέπω πάλι με το ταπεράκι της μάνας μου. Να μην πω ότι πρέπει να βρω γκόμενα να με σπιτώσει και να με ταΐζει. Ορίστε να δεις πόσο χαμηλά θα με ρίξεις.

-Μακρηγορείς άνευ λόγου και αιτίας, του απαντώ ενώ ξεκινώ να πληκτρολογώ τις πρώτες λέξεις.

-Ξεκινώ αλλά σε προειδοποιώ θα μείνω εκεί απόψε. Θέσε την πολυκατοικία σε επιφυλακή!. Βγάλε τραπεζάκι και καρέκλες έξω να κόβουμε κίνηση, και για να μην το ξεχάσω… Βάλε κάνα ρούχο πάνω σου, γιατί πάω στοίχημα πως από τη χαρά σου ακόμα γυμνή θα είσαι και δεν θα την αντέξω τέτοια συγκίνηση!

-Πόσο λίγο με ξέρεις μικρέ και ανόητε τεχνικέ, είπα κατευθυνόμενη στη ντουλάπα για να ντυθώ.

-Καλά-καλά, ντύσου εσύ και έρχομαι. Να φτιάξω τα φώτα για τον πρίγκιπα σου, που μου κάνουν νοήματα ότι έρχεται και τα πιτσιρίκια του συνεργείου τον περιμένουν από το πρωί για αυτή τη ρημαδοσυνέντευξη. Κοίταξε μην κατεβάσεις όλο το κρασί μονάχη σου και σε βρω τύφλα και δεν καταλαβαίνω τι λες!

-Οκ σε περιμένω, στις γυναίκες αρέσουν οι άντρες, που αργούν αλλά μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας. Σε μία ώρα να είσαι εδώ αλλιώς θα παραγγείλω μόνη μου και θα γλύφεις τις συσκευασίες μετά.

-Παλιοεκβιάστρια!

-Και γω σ΄ αγαπώ γλυκέ μου! Τα λέμε.

Έκλεισα το τηλέφωνο. Ντύθηκα και κάθισα μπροστά στον υπολογιστή. Είχα μία ώρα καιρό.

Αλήθεια, πιστεύετε στις συμπτώσεις;

….

Έκλεισα τον υπολογιστή και τον άφησα στην άκρη. Ο Λημνιός σίγουρα θα αργούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηναν να φύγει πριν φύγει και ο τελευταίος από το συνεργείο και εκτός των άλλων θα πλήρωνε και από την τσέπη του (αν δεν ήταν τόσο φραγκοφονιάς) για να δει την φάτσα του Αιμίλιου όταν η Μαρία θα του έκανε σκηνή.

Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες διάπλατα, έσβησα τα φώτα και κάθισα στο μπαλκόνι. Θυμήθηκα το κινητό και σηκώθηκα και το έκλεισα. Πήρα το ποτήρι και το κρασί και βγήκα στο μπαλκόνι ξανά. Γύρισα την πλάτη στη μπαλκονόπορτα, δεν ήθελα να βλέπω τις ανάσες του να τρέπονται σε φυγή. Άναψα τσιγάρο και τεντώθηκα στην καρέκλα. Αν αργούσε πολύ θα με έβρισκε λιώμα στο μπαλκόνι, ούτε μέχρι την πόρτα δεν θα μπορούσα να πάω για να του ανοίξω. Στο απέναντι μπαλκόνι κάποια γυναίκα μάλωνε τον πιτσιρίκο, πιθανώς η μάνα του. Είχε σκοτεινιάσει και τα φώτα άναβαν σιγά-σιγά στις πολυκατοικίες.

Για μια στιγμή μου έλειψαν όλα εκείνα, που άφησα πίσω. Αλλά δεν γίνονται πισωγυρίσματα τώρα. Μου πήρε χρόνια να σχεδιάσω αυτούς τους μήνες και αρκετές απώλειες για να αποφασίσω να τους υπερβώ. Έφτιαξα μια φωτεινή φυλακή, κλειδώθηκα μέσα και στην πρεμιέρα θα ‘ρθουν να με διώξουν. Ο μικρός βγήκε στο μπαλκόνι. Του πέταξα τον αναπτήρα και όλως περιέργως έφτασε μέχρι εκεί. Τον είδα να ανάβει τσιγάρο. Πάω στοίχημα αύριο θα χτυπά τα κουδούνια η μάνα του για να μου κάνει παρατήρηση.

Το κουδούνι χτυπά. Ο Λημνιός είναι απίστευτος, τσακίστηκε να ‘ρθει για φαγητό και κουτσομπολιό. Κατευθύνομαι στην πόρτα τρεκλίζοντας ελαφρά και με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο Λημνιός ορμά στο δωμάτιο, πετώντας το κράνος της μηχανής στον καναπέ.

-Χαμός έγινε στη δουλειά. Έχεις φέρει την καταστροφή σ’ αυτό το θέατρο. Τι χαμόγελο είναι αυτό; Το κρασί μιλάει ή ο Αιμίλιος; Φέρε καθαρό ποτήρι να πιώ και ‘γω και το τηλέφωνο να παραγγείλουμε. Θέλω κάτι εξωτικό και ελαφρύ. Πιτόγυρα με έξτρα τζατζίκι. Θες και επιδόρπιο; Να πάρω και καμιά πιτσούλα;

-Πωπω φλυαρία! Το κεφάλι μου! Πήγα στην κουζίνα, του έφερα ένα ποτήρι του κρασιού, άνοιξα το κινητό και του το έδωσα. Παρήγγειλε ό,τι αγαπάς…

-PittBrand Δεν τον έχει στο κατάλογο, ελληνικό θέατρο δεν θα πάρω, ούτε και κείνο εμένα, ευελπιστώ σ’ αυτή τη ζωή… Ας μείνω στις απρόσωπες, πλην όμως πιστές μου, θερμίδες λοιπόν, είπε καθώς σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου και έκανε την παραγγελία του. Δεν θα με ρωτήσεις λοιπόν; είπε γυρνώντας προς το μέρος μου.

-Τι; Πώς πέρασες τη μέρα σου;

-Μήπως θες να σε ρωτήσω εγώ για το πώς πέρασες εσύ τη δική σου; Είπε βγαίνοντας στο μπαλκόνι. Τι σκοτάδια είναι αυτά βρε παιδάκι μου. Άναψε και κανά φως να γεμίσουμε κουνούπια να καταλάβουμε ότι πλησιάζει καλοκαίρι. είπε και άναψε τα φώτα του σαλονιού. Να μας ρουφήξουν το αίμα και να γίνουν ντίρλα από το αλκοόλ.

-Πώς ήταν ο Αιμίλιος όταν ήρθε για την συνέντευξη;

-Πώς θες να ήταν; Όπως είναι κάθε μέρα. Όπως ήταν πριν από σένα και όπως θα είναι και μετά από σένα, όταν βαρεθεί και βρει την επόμενη. Και βαριέται πιο γρήγορα από όσο φαντάζεσαι.

-Τι είπε για την αργοπορία του;

-Ότι κλέφτηκε μαζί σου και είχατε ξεμοναχιαστεί και βγάζατε τα μάτια σας όταν όλο το θέατρο τον περιμένε! Τι περιμένεις να έλεγε; Επαγγελματίας ψεύτης είναι. Είπε ένα ψέμα, έδωσε τη συνέντευξη και έφυγε.

-Μια χοή στις νύχτες του, είπα γυρνώντας το ποτήρι και ρίχνοντας λίγο στο μπαλκόνι.

-Δεν είναι το καλύτερο κρασί αλλά δεν είναι και για πέταμα, μη το χαλάς για νύχτες, που δεν θα γίνουν δικές σου.

Σε λίγο έφτασε το φαγητό, ανοίξαμε και δεύτερο μπουκάλι, γεμίσαμε τον τόπο αποτσίγαρα και μετά από ατέλειωτες ώρες κουτσομπολιού αποκοιμηθήκαμε μισομεθυσμένοι.

Ξύπνησα το πρωί με ένα τρομερό πονοκέφαλο. Με μάτια μισόκλειστα κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Είναι από τις φορές, που χαίρομαι ολόψυχα για το μέγεθος του σπιτιού μου. Όταν έφτασα στην κουζίνα είδα μια χρησιμοποιημένη κούπα καφέ. Κοίταξα στον καναπέ του σαλονιού. Ο Χρήστος είχε ήδη φύγει. Έκανα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Ο Αλέξης άφαντος. Το φάντασμά του στέλνει spam μόνο. Έκλεισα τον υπολογιστή, έκανα ένα μπάνιο και βγήκα έξω.

Συννεφιά. Χάλασε ο καιρός πάλι. Το χτεσινό μεθύσι εκτός από hand over, μου άφησε και την αγαπημένη μου φωτοφοβία. Περπατάω στο δρόμο σαν την αόματη και κατευθύνομαι στο σταθμό του τραίνου. Έχω όρεξη για βόλτα. Περιμένω στη στάση και μπαίνω στο πρώτο που περνά. Χαζεύοντας τις στάσεις αποφασίζω να κατέβω στο Μαρούσι. Φτάνοντας κατεβαίνω γρήγορα, πριν αλλάξω γνώμη και στέκομαι αναποφάσιστη. Βλέπω τον κόσμο να κατευθύνεται στον πεζόδρομο. Ωραία εγώ θα πάω από την άλλη. Ένα παγωτατζίδικο βρίσκεται στη γωνία. Πηγαίνω, παίρνω παγωτό και βγαίνοντας έξω, βλέπω έναν άντρα να ταχτοποιεί κάτι γλάστρες σε ένα δρομάκι πιο πίσω. Δεν ξέρω γιατί αλλά νομίζω ότι τον ξέρω από κάπου. Γυρίζει και με κοιτά ενώ καταβροχθίζω την υπερπαραγωγή, που πλήρωσα όσο ένα μεσημεριανό γεύμα. Δεν τον ξέρω και είναι η κατάλληλη ευκαιρία να γνωριστούμε.

Πλησιάζω και διαβάζω την πινακίδα. «fioreria» Ανθοπωλείο είναι. Σιχαίνομαι τα λουλούδια αλλά δεν λέμε ποτέ όχι σε μία ενδιαφέρουσα γνωριμία. Χαμογελά και τη στιγμή εκείνη περνά απ’ το μυαλό μου αστραπιαία η εικόνα του Αιμίλιου για να χαθεί αμέσως μετά.

-Καλημέρα, μπορώ να σας βοηθήσω;

-Βεβαίως, απαντώ, θα ήθελα 13 γαλάζια τριαντάφυλλα. Έτσι όπως πήγαινα σε λίγο το πορτοφόλι μου θα στεκόταν ορφανό από τα χρήματά του αλλά το ένστικτό μου ούρλιαζε να πάρω τα τριαντάφυλλα, που είχε πάνω στον πάγκο. Εκείνος σκοτείνιασε για μια στιγμή.

-Μήπως σας τα έχουν πάρει παραγγελία; Δεν πειράζει. Θα πάρω κάτι άλλο. Εσάς. Δεν χρειάζεστε συσκευασία δώρου, θα σας πάρω έτσι. Είστε για μένα όχι για δώρο.

-Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μείνουμε στα τριαντάφυλλα, μου απάντησε.

-Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, του είπα την ώρα που ετοίμαζε τα τριαντάφυλλα.

-Θα βάλετε και καρτούλα; Με ρώτησε ευγενικά μεν, ολίγον φοβισμένα δε.

-Θα προτιμούσα βάζο αλλά είναι λίγο άβολο στην μεταφορά. Αφήστε το όπως είναι. Πλήρωσα και βγήκα έξω. Πήρα τα τριαντάφυλλά μου και το παγωτό και κάθισα σε ένα παγκάκι. Άνοιξα το κινητό, το οποίο άρχισε να χτυπάει σαν τρελό από τα μηνύματα και τις αναφορές. Το άφησα στην άκρη και συνέχισα να τρώω το παγωτό. Όσο δεν βρέχει είμαστε καλά σκέφτηκα και πριν προλάβω να τελειώσω την φράση, οι πρώτες στάλες βροχές άρχισαν να πέφτουν.

Σηκώθηκα και πλησίασα ένα ταξί. Ήταν ώρα να πάω στο θέατρο. Στο δρόμο άνοιξα το τηλέφωνο να δω τις κλήσεις. Ετοιμαζόμουν να το απενεργοποιήσω όταν ο Λημνιός πήρε τηλέφωνο:

-Ωραία κοιμωμένη ξύπνα, γιατί μου τελείωσαν τα ληγμένα και δεν ξέρω άλλο να τους δώσω. Η πρόβα ξεκίνησε και παρόλο. που δεν αναφέρθηκε το ονοματάκι σου, σε περιμένουν για να σε απολύσουν.

-Καλά, απάντησα. Ποια σκηνή κάνουν τώρα;

-Την πρώτη αλλά μάλλον στο τέλος θα το κάνουν όλο μαζί. Έλα να κουβαλήσεις κανέναν καφέ και εσύ, να ανέβεις τη σκάλα της καταξίωσης σκαλί-σκαλί να μην πω καμιά κακία πρωινιάτικα.

-Στο δρόμο είμαι, δεν θα αργήσω. Τα λέμε από κοντά. Έχε μου και μένα έναν καφέ έτοιμο μικρέ μου, είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Φτάνοντας στο θέατρο, με την ανθοδέσμη αγκαλιά σκέφτηκα τρομοκρατημένη πως έπρεπε να το βάλω στα πόδια. Δεν το είχα σχεδιάσει έτσι. Κοίταζα την επιγραφή και δεν αποφάσιζα να μπω μέσα. Εκείνη την ώρα πέρασε πλάι μου η Μαρία σαν σίφουνας. Κοντοστάθηκε να ανοίξει την πόρτα και τότε με είδε.

-Έλα μέσα. Τι στέκεσαι;

Είναι όμορφη η Μαρία. Απ’ τις γυναίκες που είναι φτιαγμένες για να ζούνε στο φως. Έσκυψα το κεφάλι και προχώρησα.

-Δεν έχει κέφια σήμερα ε; Ξενύχτησες χτες βλέπω. Εύχομαι να πέρασες καλά.

Έγνεψα πως ναι και χώθηκα γρήγορα στις πίσω κερκίδες. Σε λίγο εμφανίστηκε ο Λημνιός με ένα πλαστικό ποτήρι ζεστό καφέ. Την ώρα που μου τον έδινε, πρόσεξε τα λουλούδια.

-Κι άλλος άντρας; Πότε πρόλαβες; Είπε παίρνοντας την ανθοδέσμη. Μη μου πεις μόνο, ότι έφτασες στο σημείο να πάρεις λουλούδια για τον εαυτό σου. Μετά τι; Θα σου στείλεις και ερωτική εξομολόγηση σε κάρτα;

-Για σένα τα πήρα, είπα ψέματα, λουλούδια για το λουλούδι μου. Παρ’ τα λοιπόν και δώστα αν δεν σ’ αρέσουν.

-Άντρας! Άντρας το ‘ξερα εγώ. Δεν θα αφήσεις τίποτα όρθιο στην περιοχή. Πάω μπροστά, που με χρειάζονται και θα τα πούμε στο διάλλειμα.

Βούλιαξα στην καρέκλα στο ημίφως και άρχισα να πίνω τον καφέ. Ο Αιμίλιος έπαιζε στη σκηνή, το ίδιο και οι υπόλοιποι. Έκανε πως δεν με πρόσεξε. Καλύτερα. Σήμερα θέλω ησυχία. Ο σκηνοθέτης μπροστά κάνει σαν να μην υπάρχω. Ευτυχώς πρέπει να του μίλησε ο επιχειρηματίας. Θα είναι μία ήσυχη πρόβα.

Τελειώνει η πρόβα και νοιώθω κατάκοπη. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Βγαίνω από το θέατρο πρώτη και χώνομαι στα στενά. Δεν θέλω να δω γνωστή φυσιογνωμία. Περπατάω στο δρόμο άσκοπα μέχρι που βλέπω ένα ταξί. Του κάνω νόημα, σταματά και του λέω τη διεύθυνση. Μπαίνω μέσα και κατευθυνόμαστε στο σπίτι. Κατεβαίνοντας βάζει αέρα απότομα. Πλησιάζω στην πολυκατοικία και την ώρα που πάω να ξεκλειδώσω, κάποιος βάζει το χέρι του πάνω στο δικό μου. Γυρίζω ξαφνιασμένη και βλέπω τον Αιμίλιο.

Αυτή τη φορά έμεινε λιγότερο. Και μετά σιωπή.

Έτσι άνοιξα τον υπολογιστή. Κάνω τρομερή φασαρία όσο γράφω, μαστιγώνοντας την μελαγχολία του απογεύματος. Οι δύο μας. Όπως πάντα…

Μ’ αγαπά και περισσεύει +1

Δεν αντέχω την κλεισούρα στο πλοίο της γραμμής και ανεβαίνω στο κατάστρωμα. Βάζω τα γυαλιά ηλίου και ψάχνω ένα ήσυχο μέρος να κρυφτώ. Ευτυχώς είναι καθημερινή και δεν έχει πολύ κόσμο. Βρίσκω μια θέση στον ίσκιο και κάθομαι. Μηχανικά βγάζω το κινητό από την τσάντα μου. Είναι κλειστό. Πάω να το ανοίξω αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζω γνώμη και το ξαναβάζω στην τσάντα. Κοιτάζω την θάλασσα. Όχι κινητό αυτές τις 3 ημέρες. Ας υποκριθούμε ότι ο χρόνος δεν υπάρχει. Ο κόσμος μπορεί να συνεχίσει να κινείται και χωρίς εμένα, σκέφτομαι και ξαναβάζω γρήγορα το κινητό στην τσάντα μου.

Το καράβι έφτασε στο προορισμό του. Παίρνω τον σάκο μου και περιμένω την σειρά μου να κατέβω. Βλέπω από το κατάστρωμα τον Αιμίλιο να κατεβαίνει. Παίρνει ταξί και εξαφανίζεται πριν τον αναγνωρίσουν. Με τα τζιν, το καπέλο και τα γυαλιά δεν τον αναγνωρίζει κανείς. Πίσω από τα γυαλιά μου μετρώ τα βήματά του. Αφού μπει στο ταξί κατεβαίνω και εγώ και περιμένω στη σειρά να βγω από το καράβι.

Δεν βρίσκω ταξί. Θα πρέπει να περιμένω. Πηγαίνω στο πλησιέστερο μαγαζί και παίρνω ένα μπουκάλι νερό. Πίνω αχόρταγα. Ο ήλιος αρχίζει να πέφτει σιγά-σιγά. Παίρνω τον σάκο μου. Πανικοβάλλομαι. Θέλω να ορμήσω στο καράβι και να επιστρέψω στην Αθήνα. Να κρυφτώ στο κρεβάτι μου και να κοιμηθώ με τις ξεχασμένες αρχές μου. Για πόσο ακόμα θα παίζω αυτό το παιχνίδι; Ανεβαίνει το στοίχημα επικίνδυνα και νοιώθω ότι μόνο εγώ θα χάσω στο τέλος. Κάθομαι σε μιαν άκρη παρακολουθώντας το καράβι να φεύγει. Δεν θα φύγω. Όχι αυτή τη φορά. Αλλά δεν βιάζομαι να τρέξω στον κατήφορο. Ανάβω τσιγάρο. Ο ουρανός αλλάζει. Αρχίζει να φυσά. Πηγαίνω στα ταξί, που έχουν μαζευτεί ξανά. Λέω το όνομα του ξενοδοχείου και χώνομαι μέσα πετώντας το τσιγάρο.

Μετά από μία διαδρομή σε χωματόδρομους φτάνουμε στο ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά και του τίποτα. Ο πληγωμένος μου εγωισμός θα απαιτήσει εκ νέου διακοπές με την επιστροφή μου στην Αθήνα. Αναρωτιέμαι γιατί έπρεπε να κλείσω από πριν το δωμάτιο σ’ αυτήν την ερημιά, γιατί να παίρνω σειρά για ό,τι περίσσεψε. Πληρώνω τον ταξιτζή και βγαίνω από το ταξί. Μπαίνω στη reception και δίνω τα στοιχεία μου. Παίρνω το κλειδί και κατευθύνομαι στο δωμάτιο. Ξεκλειδώνω, μπαίνω μέσα και αρχίζω να πετάω τα ρούχα στο κρεβάτι και κατευθύνομαι στο μπάνιο. Καθώς το νερό τρέχει στο σώμα μου, αποφασίζω να σταματήσω τη γκρίνια. Δεν είναι τα λεφτά. Δόξα τω Θεώ έχω όσα θέλω να ξοδεύω. Είναι το δευτεροκλασάτο που με πειράζει. Το ξενοδοχείο. Το παραμύθι μου. Εγώ.

Δεν ήρθα εδώ εγκεφαλικά. Τα εγκεφαλικά μου κύτταρα έκλεισαν μαζί με το κινητό ή μάλλον αρκετά νωρίτερα όταν παραιτήθηκα από τη δουλειά και τη ζωή μου για να κατέβω στην Αθήνα να ζήσω αυτήν την τρέλα με την ημερομηνία λήξης. Πριν φύγω άφησα το συμβόλαιο της επιστροφής μου στο τραπέζι. Χαρτιά παλιά και καινούρια, που μάζεψα, αιτήσεις συμπληρωμένες για δουλειά. Το έργο τελειώνει. Η πρεμιέρα έγινε. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν. Τα παλιά μου ρούχα ψάχνουν το κορμί μου. Οι βαλίτσες με τα εισιτήρια καραδοκούν.

Κλείνω τα μάτια. Τρεις μέρες και η πρώτη ήδη χάθηκε σχεδόν. Έκανα λάθος. Ο χρόνος δεν σταμάτησε στιγμή. Μετρά αντίστροφα και εγώ έχω ήδη αργήσει. Κλείνω το νερό και βγαίνω έξω από το μπάνιο με μία πετσέτα τυλιγμένη στο κορμί μου. Ανοίγω την πόρτα του μπαλκονιού και βγαίνω έξω. Η θάλασσα απλώνεται μπροστά μου και το βραδινό αεράκι που φυσά, με κάνει να ανατριχιάζω. Αν άφηνα την πετσέτα να πέσει, θα με έβλεπε κανείς; Και μένα με νοιάζει αληθινά το αν θα με έβλεπαν; Σταματάω να κρατάω την πετσέτα και την αφήνω να πέσει στο μπαλκόνι. Καθώς τη νοιώθω να γλιστρά, νοιώθω ένα χέρι να την πιάνει και ένα ακόμα να με τραβά πίσω στο δωμάτιο. Τρομάζω για μια στιγμή αλλά μυρίζω το άρωμα του Αιμίλιου και χαμογελώ.

Η τελευταία πράξη ξεκίνησε. Με τα φώτα σβηστά. Με τις ανάσες να κρατούν το ρυθμό. Με κείνο το αεράκι, που ξεκίνησα το πρωί, να τρυπώνει από την ορθάνοιχτη πόρτα. Η νύχτα είναι δική μας. Ο χρόνος είναι δικός μας. Μέχρι να σημάνει μηδέν. Ο Αιμίλιος είναι εδώ. Απόψε. Και αυτό είναι που έχει σημασία.

…..

Κάτι νοιώθω στην πλάτη μου. Ανατριχιάζω. Δεν θέλω να ανοίξω τα μάτια μου. Δεν θέλω να σηκωθώ. Ψάχνω τα σεντόνια με μάτια κλειστά και σκεπάζομαι. Νοιώθω σαν το παιδάκι, που δεν θέλει να πάει σχολείο, σαν τον εργαζόμενο που θέλει να κάνει κοπάνα. Βγάζω το χέρι από το σεντόνι και τον ψάχνω. Την κοπάνισε χωρίς να τον καταλάβω. Η κοπάνα μου αυτή τη φορά δεν είναι στο κρεβάτι αλλά έξω από αυτό. Σηκώνομαι και πάω στο ντους. Χαμογελώ. Εδώ είναι όλα μου τα σαββατοκύριακα. Ξεπλένω τα χτεσινά αρώματα, σκουπίζομαι, φοράω ένα φόρεμα, παίρνω τα τσιγάρα και βγαίνω στο μπαλκόνι να χαζέψω την θάλασσα. Βλέπω τον Αιμίλιο στην αυλή να παίρνει το πρωινό του. Άνετος. Έχει ξανάρθει εδώ. Δεν κρύβεται. Κάθομαι σε μια καρέκλα του μπαλκονιού, ανεβάζω τα πόδια στο τοιχίο του και ανάβω τσιγάρο. Φοράω τα γυαλιά και μαζί με τον καπνό ρουφάω τη στιγμή και την αφήνω να διαχυθεί αργά μέσα από κάθε πόρο του κορμιού μου.

Σιγοτραγουδώ και κουνιέμαι ακολουθώντας τον ρυθμό. Η θάλασσα είναι σκέτος πειρασμός. Ο ήλιος λαμπυρίζει πάνω της και η παραλία είναι αγκαλιά ανοιχτή που με περιμένει. Νοιώθω τον Αιμίλιο να με παρακολουθεί αλλά αυτή η στιγμή είναι δική μου. Τεντώνομαι αργά σαν την γάτα και απολαμβάνω το χάδι του ήλιου στο κορμί μου. Ρίχνοντάς του μια τελευταία κλεφτή ματιά, μπαίνω στο δωμάτιο, βγάζω το φόρεμα και φοράω το μαγιό. Δεν ήρθα εδώ να πλατσουρίσω στο όνειρό μου αλλά να κάνω ελεύθερη κατάδυση σε αυτό.

Αρπάζω την πετσέτα στο χέρι, γυαλιά, κλειδιά και ξυπόλυτη κατεβαίνω τα σκαλιά γρήγορα, προσπερνώ την αυλή και τρέχω στην παραλία. Πετάω τα πράγματα στην έρημη αμμουδιά και τρέχω στην θάλασσα. Το νερό είναι κρύοοοο… προλαβαίνω να σκεφτώ καθώς βουτάω στη θάλασσα. Βγαίνω όσο μακρύτερα μπορώ από το σημείο, που βούτηξα και αρχίζω να κολυμπώ άτσαλα και να απομακρύνομαι από την όχθη. Βλέπω μόνο τον ήλιο και τα νερά που πετάω δεξιά και αριστερά. Κάποια στιγμή γυρίζω ανάσκελα για να καώ ομοιόμορφα και συνεχίζω να κολυμπώ. Φαντάζομαι ότι με δυο απλωτές ακόμα, φτάνω στο λιμάνι του Πειραιά όπου με περιμένει πανηγυρική υποδοχή. Φορώ ένα κίτρινο μπουρνούζι, ελικόπτερα με ραίνουν με λουλούδια και ναι, η νέα πρωταθλήτρια της κολύμβησης είναι εδώ. Τη στιγμή, που ετοιμάζομαι να δώσω πανηγυρική συνέντευξη τύπου, κάτι με πιάνει από το πόδι και με βουτά μέσα στο νερό για μερικές πανηγυρικές μπουρμπουλήθρες.

Ευτυχώς με τραβά γρήγορα επάνω και με σφίγγει στην αγκαλιά του. Τον φιλάω και αφού στηριχτώ στους ώμους του, τον βουτάω με τη σειρά μου στην θάλασσα. Ανεβαίνει γρήγορα στην επιφάνεια και με ξαναβουλιάζει στην θάλασσα. Θα βγάλω λέπια αν συνεχίσουμε αυτή τη δουλειά όλη μέρα σκέφτομαι και πνίγομαι υποβρυχίως από τα γέλια. Με τραβά στην επιφάνεια ενώ εγώ γελάω βήχοντας συνεχώς. Πρέπει να τρόμαξε γιατί σταμάτησε να με βουτά και προσπάθησε να με βοηθήσει να βγάλω όλο το νερό. Κολυμπάμε προς την αμμουδιά. Βγαίνουμε από τη θάλασσα και ενώ ο ίδιος σκουπίζεται σχολαστικά με την πετσέτα του, εγώ απλώνομαι απλά στην πετσέτα του ξενοδοχείου. Κλείνω τα μάτια και ακούω τον παφλασμό των κυμάτων. Μικρές στιγμές αρμύρας, που στεγνώνουν στον ήλιο. Ανοίγω τα μάτια και ο Αιμίλιος έχει φύγει πάλι. Ξαπλώνω μπρούμυτα και με παίρνει ο ύπνος στην αμμουδιά.

Ξυπνάω μετά από αρκετή ώρα και το νοιώθω ότι έχω αρπάξει για νιοστή φορά. Σηκώνομαι και βουτάω στη θάλασσα. Το σώμα μου πονά. Βυθίζομαι στην θάλασσα με τα μάτια κλειστά. Βλέπω την παράσταση, τα φώτα, τις υποκλίσεις των ηθοποιών, τα συγχαρητήρια, το πρώτο φιλί του Αιμίλιου, την πρώτη φορά στο θέατρο, τη Μαρία… Ο αέρας τελειώνει, πνίγομαι και πετάγομαι βιαστικά στην επιφάνεια. Ανασαίνω αχόρταγα, το δέρμα με τραβά. Ανοίγω τα μάτια. Τον βλέπω στην αυλή να μιλάει στο κινητό. Κάνω μία τελευταία βουτιά και βγαίνω έξω. Χρειάζομαι γιαούρτωμα. Επειγόντως.

Παίρνω τα πράγματά μου και πηγαίνω στην κουζίνα. Παίρνω δύο. Γιαούρτια. Ανεβαίνω στο δωμάτιο. Ξεκλειδώνω, πετάω τα πράγματα στο πάτωμα και πηγαίνω στο ντους. Υποψιάζομαι ότι θα με τριπλοχρεώσουν για το νερό, οπότε προσπαθώ να είμαι διακριτική. Αρχίζω να απλώνω τελετουργικά το γιαούρτι και κάθομαι στο κρεβάτι. Κρίμα που δεν έφερα τον υπολογιστή μαζί μου να γράψω κάτι. Το βλέμμα μου σταματά πάνω στο κινητό. Όχι, δεν θα το ανοίξω ακόμα. Χαζεύω το πάτωμα όταν βλέπω μία σκιά. Ο Αιμίλιος στέκεται στην πόρτα της βεράντας και χαμογελά με το θέαμα, που παρουσιάζω. Χαμογελώ και εγώ.

Πλησιάζει και μου προσφέρει παγωτό. Κοιτάζω την ώρα στο ρολόι του. Απόγευμα και εγώ την βγάζω μόνο με παγωτό. Είμαι και οικονομική. Το γιαούρτι δεν μετρά. Απορροφώνται θερμίδες δια της ώσμωσης; Δεν νομίζω. Τρώω το παγωτό και τον παρακολουθώ καθώς κάθεται στη βεράντα. Βάζω ένα τιραντέ μπλουζάκι, ένα σορτς και τον ακολουθώ. Κάθομαι στο τοιχίο και χαζεύω τη θάλασσα. Ο ήλιος ξεθυμαίνει σιγά-σιγά. Ακούω το τηλέφωνό του να χτυπά από το δίπλα δωμάτιο. Δεν αλλάζω θέση. Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπά. Γυρίζω και τον κοιτώ. Στρίβει αργά ένα τσιγάρο. Μου το προσφέρει, το ανάβει και ξεκινά να στρίβει ακόμα ένα για κείνον. Ξαναγυρίζω το βλέμμα μου στη θάλασσα. Νομίζω ότι ο καπνός μου κάνει περισσότερη παρέα από αυτόν. Αναστενάζω ξεφυσώντας τον καπνό καθώς το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπά μανιασμένα. Σηκώνεται και πάει να το σηκώσει. Υποθέτω πως δε θα ξαναφανεί απόψε και μπαίνω μέσα στο δωμάτιο. Ξεπλένω τα ξεραμένα γιαούρτια, φοράω το νυχτικό που είχα χρόνια στο συρτάρι τυλιγμένο προσεχτικά να μη χαλάσει και με το κεφάλι βαρύ και το δέρμα να με τραβά, αποκοιμήθηκα.

Μέσα στη νύχτα επέστρεψε και χώθηκε σαν το φίδι στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα τη θάλασσα. Μάτωσε. Είδα τα χέρια μου στο όνειρό μου. Ματωμένα. Πετάχτηκα στον ύπνο μου. Γρήγορο σκέφτηκα και ξάπλωσα πάλι. Αλλά δεν με έπιανε ο ύπνος και σηκώθηκα, ντύθηκα και κατέβηκα στην πισίνα. Κάθισα στην άκρη και βούτηξα τα πόδια μέσα. Τα φώτα της έπαιζαν με το νερό. Βούτηξα μέσα με το νυχτικό. Τι κάνω εγώ εδώ πέρα; Δεν μιλάμε. Δεν τρώω. Κάηκα και μέσα στη νύχτα κολυμπάω με τα ρούχα στην πισίνα. Ο Αιμίλιος έρχεται και χώνεται και αυτός στην πισίνα. Ποιος τρώει στα παραμύθια εκτός από τον Xάνσελ και την Γκρέτελ; Με έχουν αποκαλέσει πολλά πράγματα Γκρέτελ ποτέ!

Ξημέρωσε η τελευταία μέρα και το στομάχι μου γρυλίζει απειλητικά. Κατεβαίνω να ψάξω για φαγώσιμα. Ο Αιμίλιος είναι ήδη στην αυλή και τρώει πρωινό. Μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Εξαφανίζω με ταχύτατες κινήσεις ό,τι φαγώσιμο υπάρχει στο τραπέζι. Γελά, σηκώνεται, φεύγει και μετά από λίγο επιστρέφει με περισσότερο φαγητό. Μέχρι να φέρει το φαγητό, παίρνω τον καπνό του και στρίβω ένα τσιγάρο. Η θάλασσα είναι ήρεμη. Θυμάμαι το χτεσινό όνειρο. Γρήγορο. Τι να είναι αυτό το γρήγορο; Ο Αιμίλιος με σερβίρει ενώ ταυτόχρονα μου υπενθυμίζει ότι πρέπει να φύγουμε. Μόλις φάω, να μαζέψω τα πράγματά μου και να κατέβω στο λιμάνι για να μπω πρώτη στο καράβι αυτή τη φορά. Ίσως να είναι αυτό το γρήγορο. Σηκώνομαι και πάω στο δωμάτιο. Μαζεύω τα πράγματά μου, αλλάζω ρούχα, κατεβαίνω στη reception, πληρώνω και βλέπω ένα ταξί να με περιμένει ήδη στην είσοδο του ξενοδοχείου. Μπαίνω δίχως να κοιτάξω πίσω και του ζητάω να με πάει στο λιμάνι. Όταν φτάνουμε το καράβι είναι εκεί. Βγάζω εισιτήριο, ζητάω καμπίνα αυτή τη φορά, μπαίνω στο καράβι και κατευθύνομαι στο δωμάτιό μου.

Μπαίνω, κλειδώνω την πόρτα πίσω μου και πέφτω στο κρεβάτι. Ο χρόνος μηδένισε. Και όλα θα αρχίσουν πάλι από την αρχή μόλις φτάσουμε σαν να μην υπήρξε αυτό το Σαββατοκύριακο. Όπως και όλα τα προηγούμενα…

Την καρέκλα σας, παρακαλώ!

Λίγη σοκολάτα χρειάζεται πάντα. Λίγη ακόμα, κάποιες φορές ενώ τα αποθεματικά των Ίνκας, όταν θες μια μόνιμη στολή παραλλαγής. Έχοντας προμηθευτεί την τελευταία συλλογή σοκολάτας, την οποία ανέδειξα σε πλατινένια έκδοση, έφτασα στο θέατρο νωρίτερα από την ώρα της πρόβας. Με τα ψιλά που περίσσεψαν, αγόρασα καφέδες και προχώρησα προς την σκηνή του θεάτρου. Ο Λημνιός είχε κατεβάσει τους προβολείς και ετοιμαζόταν να τους τοποθετήσει στις νέες τους θέσεις, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παράστασης. Δίπλα στους προβολείς είχε παρατάξει τα φίλτρα για τους προβολείς, τα οποία δοκίμαζε ένα-ένα μέχρι να αποφασίσει για το καλύτερο. Η μουσική, Τori Αmos μέχρι τελικής πτώσεως, μαρτυρούσε ότι η πρόβα, θα αργούσε να ξεκινήσει.

Άφησα τον καφέ του πάνω στη σκηνή, σφυρίζοντάς του για να τον πειράξω. Γύρισε και κάνοντας παντομίμα ένα στριπτίζ, ήρθε και άρπαξε τον καφέ του με έναν σχεδόν δακτυλουργικό τρόπο. Έβγαλα μία σοκολάτα από την τσάντα μου, την πλησίασα στο στόμα μου και κλείνοντάς του το μάτι την πέταξα πάνω στη σκηνή. Την πήρε και κάθισε στην άκρη της σκηνής, τοποθετώντας τον καφέ στο πλάι και ανοίγοντας την σοκολάτα μου πρόσφερε το πρώτο κομμάτι. Το πήρα και έβγαλα από την τσάντα το πακέτο με τα τσιγάρα. Πλησίασα το τασάκι του Λημνιού και άναψα τσιγάρο. Στη δεύτερη ρουφηξιά ο Χρήστος μου το βούτηξε. Χαμογελώντας άναψα και δεύτερο τσιγάρο. Δεν μιλούσε κανείς.

Έβγαλα τον Τάσο από την τσάντα και κάθισα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Ο Χρήστος συνέχιζε τη δουλειά του. Λίγη ώρα μετά οι προβολείς ήταν στην θέση τους και ξεκίνησε η δοκιμή. Ανέβηκα στη σκηνή, τακτοποίησα στις θέσεις του το υποτυπώδες σκηνικό και στήθηκα στις θέσεις των ηθοποιών για να δοκιμάσουμε τον φωτισμό. Ο Χρήστος ήταν στην κονσόλα απαριθμώντας τις σκηνές. Ξαφνικά ένοιωσα ένα βουητό στα αυτιά, τα μάτια μου σκοτείνιασαν και πριν προλάβω να αντιδράσω, τα γόνατά μου λύθηκαν και σωριάστηκα στο πάτωμα.

Το επόμενο πράγμα, που θυμάμαι, είναι τον Λημνιό πάνω από το κεφάλι μου, να με χαστουκίζει ελαφρά και να μου φωνάζει ανήσυχος. Μισάνοιξα τα μάτια και τον είδα με ένα μπουκάλι νερό να στέκει από πάνω μου. Σίγουρα θα το άδειαζε πάνω μου αν δεν συνερχόμουν με συνοπτικές διαδικασίες. Προσπάθησα να σηκωθώ και τα πάντα μαύρισαν πάλι. Ο Λημνιός αποφάσισε να με βαφτίσει ηρωικά για ακόμα μία φορά και έτσι βρέθηκα βρεγμένη και με τα πόδια ψηλά, να ατενίζω μέσα στην παραζάλη τον Χρήστο, όπως δεν τον είχε ατενίσει πριν καμιά.

Μάζεψα τα πόδια μου και ανακάθισα στη σκηνή. Προσπάθησα να σκουπίσω τα νερά από πάνω μου και του είπα γελώντας

-Την πάτησες! Μίλησες πρώτος!!!

-Είσαι απαράδεκτη! μου είπε και μου πέταξε το άδειο πλαστικό μπουκάλι φεύγοντας για τα καμαρίνια.

Κάθισα στην καρέκλα της σκηνής κοιτάζοντας την είσοδο του θεάτρου. Ο σκηνοθέτης πλησίαζε με εμφανή την αποδοκιμασία στο πρόσωπό του.

-Κάναμε έναν μικρό αυτοσχεδιασμό με τον Χρήστο. Τέλειωσε με τον φωτισμό και είχαμε χρόνο μέχρι να ξεκινήσει η πρόβα… είπα αμήχανα καθώς συνειδητοποίησα ότι το λευκό χρώμα που φορούσα δεν ήταν ό,τι καλύτερο για να στέκεται κάποιος βρεγμένος κάτω από τους προβολείς. Την στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο Χρήστος με μία πετσέτα, που είχε απαλλοτριώσει από τα καμαρίνια. Μου την πέταξε, κρύφτηκα πίσω της και κατευθύνθηκα στα καμαρίνια.

Δεν είχα άλλα ρούχα μαζί μου και δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω ρούχα από τα καμαρίνια. Όσο στέγνωνα τη μπλούζα και στη συνέχεια τα μαλλιά μου με το πιστολάκι άκουγα τους ηθοποιούς να παίρνουν θέσεις στη σκηνή προβάροντας τα φώτα στις εναλλαγές. Ήθελα να το βάλω στα πόδια αλλά αυτό δεν γινόταν. Βγήκα από τα καμαρίνια και υποκρινόμενη την αδιάφορη πήρα την τσάντα μου και κατευθύνθηκα στις πίσω θέσεις, που καθόμουν πάντα. Άνοιξα μια σοκολάτα και κρύφτηκα στο κάθισμα.

Όταν βεβαιώθηκα ότι όλοι πρόσεχαν την πρόβα, πήρα τα τσιγάρα και κατευθύνθηκα στο φουαγιέ. Κοίταζα αφηρημένα τις αφίσες παλαιοτέρων παραστάσεων. Ένα παλιό τραγούδι στριφογύριζε στο μυαλό μου. Το ξεκίναγα και όταν έφτανα σε ένα συγκεκριμένο σημείο κολλούσα, δεν θυμόμουν το παρακάτω και ξεκινούσα μουρμουριστά από την αρχή. Έβλεπα τις ίδιες αφίσες ξανά και ξανά ενώ το ίδιο μουσικό θέμα σφυροκοπούσε το μυαλό μου… και ξαφνικά μια σιωπή μετέωρη στο κενό. Μια καρέκλα λιγότερη και σ’ αυτόν τον γύρο ήμουν η μόνη που στεκόμουν όρθια.

Τρόμαξα καθώς ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ήταν ο Αιμίλιος, που είχε ξεγλιστρήσει από την πρόβα…

-Είσαι καλά; Με ρώτησε

-Πάντα είμαι καλά, του απάντησα και τραβήχτηκα μακριά του. Η μουσική ξανάρχισε να παίζει στο μυαλό μου και ο Αιμίλιος μου χαμογελούσε, καθισμένος στη δική του καρέκλα. Φτάνοντας στο κομμάτι, που ξεχνούσα τόσην ώρα, η παύση εξαφανίστηκε και έδωσε τη θέση της στη συνέχεια του κομματιού. Μουρμουρίζοντας τη συνέχεια κατευθύνθηκα προς τις τουαλέτες ενώ ο Αιμίλιος έστριβε τσιγάρο.

Επιστρέφοντας ήταν όλοι οι ηθοποιοί στο φουαγιέ και την ώρα εκείνη επέστρεφε ο Λημνιός με τους καφέδες τους. Τους χαμογέλασα νευρικά και χώθηκα βιαστικά στις κερκίδες με τον Χρήστο να με ακολουθεί με έναν καφέ στο χέρι. Άρχισα να πετάω αντικείμενα και σκουπίδια στην τσάντα μου όταν ο Λημνιός μου είπε:

-Δε θα το βάλεις στα πόδια. Όχι απόψε. Όταν τελειώσει η πρόβα θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου. Όσο και αν ακουστεί παράξενο, έγειρα στο κάθισμα και αποκοιμήθηκα, μέχρι τη στιγμή, που με σκούντηξε ο Λημνιός και μου ‘πε πως είναι η ώρα να με πάει σπίτι. Άνοιξα τα μάτια μου και τον είδα να στέκεται από πάνω μου με ένα μπουκάλι νερό στο χέρι.

-Όχι, είπα και σηκώθηκα αμέσως, παίρνοντάς του το μπουκάλι από το χέρι. Πρόσεχε με αυτά τα πράγματα γιατί στο τέλος θα μας γίνει συνήθεια.

Η σκηνή ήταν σκοτεινή και τα φώτα σβηστά. Βγήκαμε στο φουαγιέ και καθώς ο Λημνιός έσβηνε φώτα πίσω μας βγήκα από το θέατρο και κατευθύνθηκα στη μηχανή του. Μου πήρε ιπποτικά την τσάντα από τα χέρια και με ρώτησε

-Σπίτι σου, σπίτι του ή και κάπου αλλού; Ενώ παράλληλα είχε ανοίξει την τσάντα και έψαχνε τις σοκολάτες. Αφού ανέδειξε τον νικητή και ξεκίνησε να καταβροχθίζει την αγαπημένη του σοκολάτα, μου πέταξε τα κλειδιά της μηχανής

-Θα οδηγήσεις εσύ ή θα μπατάρουμε; Για να δω ντεκολτέ σου καλή μου. Τρία άτομα πάνω στην μηχανή. Αν μας πιάσουν, ή θα μου πληρώσεις την κλήση ή θα την πέσεις στον αστυνομικό. Κλείσε το στόμα σου καλή μου, σε συνδυασμό με τα πόδια σου, κάνει ρεύμα! Τι τραβάω και δεν το μαρτυράω για τα αλήθωρά σου μάτια. Ανέβα να φύγουμε τώρα γιατί αν το καθυστερήσεις και άλλο θα πρέπει να φωνάξω γερανό.

Ανέβηκα στη μηχανή και κατευθυνθήκαμε στο σπίτι μου. Σε λίγο ήμασταν σπίτι. Του πέταξα το κινητό να παραγγείλει και κατευθύνθηκα στην κρεβατοκάμαρα να αλλάξω ρούχα.

-Θα παραγγείλω τα κλασσικά όσο εσύ απειλείς την αισθητική μου με τις σωβρακοφανέλες που έχεις το θράσος να αποκαλείς μπιζάμες. Το αλκοόλ πρόλαβες και το πέταξες ή γλύτωσε κάτι απ’ τον αφανισμό; Μπύρες, είπε βγάζοντας δύο κουτάκια από το ψυγείο. Μωρή άχρηστη στους ανώνυμους αλκοολικούς θα το γράψουμε ή στο ληξιαρχείο όταν γεννηθεί;

Στεκόμουν στην πόρτα της κουζίνας χωρίς να ξέρω τι να του πω. Πήρα το ένα κουτάκι μπύρας, το άνοιξα και ξεκίνησα να πίνω αμήχανα.

-Τώρα σε πιασαν οι ντροπές σου; Πάμε στο σαλόνι να την αράξουμε. Ο Αιμίλιος το ξέρει;

Έγνεψα αρνητικά.

-Άντρες, πεταμένα λεφτά! Έχω βάσιμες υποψίες ότι τους κάνουν λοβοτομή πριν τους δώσουν εξιτήριο από το μαιευτήριο.

-Και εσύ πώς τους γλύτωσες γλυκιέ μου;

-Μάλλον έστειλαν άντρα και τα θαλάσσωσε όπως πάντα. Τέτοιο κορμί, τέτοιο μυαλό, τέτοιο ταλέντο…

-Περιμένουμε και άλλον στην παρέα μας; Να παραγγείλουμε και άλλες πίτσες, είπα καθώς μου εκσφενδόνιζε το μαξιλάρι του.

-Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που ήρθα να σου κάνω την μαμή

-Την τρελή ήρθες να κάνεις όπως πάντα και τα καταφέρνεις με εξαιρετική επιτυχία, του ανταπάντησα πετώντας το άδειο τενεκεδάκι προς τον κάλαθο των αχρήστων. Φυσικά και έπεσε έξω.

-Αν ο Αιμίλιος είχε το σημάδι σου, τώρα δεν θα ‘μασταν εδώ.

-Θα πεις και άλλα νόστιμα;

-Τι θα κάνεις;

-Τον μαλάκα και με εξαιρετική επιτυχία, απάντησα.

-Δεν έχεις σκοπό να του το πεις ε; Και τι θα κάνεις με την εγκυμοσύνη;

-Οι πρόβες τελειώνουν. Μόλις δω μία τζενεράλε θα φύγω. Αυτή τη φορά το ρολόι της Σταχτοπούτας χτύπησε 12 παρά και όχι ακριβώς.

-Σταχτομπούτα μου, πόσο καιρό πιστεύεις ότι θα καταφέρεις, να το κρύβεις ακόμα; Ο Αιμίλιος είναι ηλίθιος, οι υπόλοιποι όμως όχι.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Μας φέρανε την παραγγελία. Ο Λημνιός ιππότης όπως πάντα σηκώθηκε να πληρώσει με το πορτοφόλι μου. Άφησε πουρμπουάρ, το νούμερο του τηλεφώνου του, δωρεάν εισιτήρια για την παράσταση, τα σάλια του πάνω στην πόρτα, τα βέλη του έρωτα στο χαλάκι της εξώπορτας και επιτέλους τις πίτσες πάνω στο τραπέζι.

-Αν στείλει μήνυμα, έφυγα. Οπότε πες τα γρήγορα αλλιώς αν μείνουμε στην μέση, θα σου έρθω ξημερώματα και θα πρέπει να με ταΐσεις από την αρχή. Επειδή δεν σε συμφέρει ξεκίνα.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του. Όρμησε επάνω του, το σήκωσε και ξαφνικά άρχισε να λιώνει και να απλώνεται στο χώρο. Μόλις αντιλήφθηκε ότι με δυσκολία συγκρατιόμουν για να μην γελάσω και αρχίσω τα σχόλια, άρπαξε το κράνος, τα κλειδιά του, με χαιρέτησε με νοήματα και εξαφανίστηκε.

Ο έρωτας απόψε κάνει αρπαχτές ξανά, σκέφτηκα και άνοιξα την τηλεόραση. Πήγα στην κουζίνα πήρα μία μπύρα ακόμα και άνοιξα τον υπολογιστή. Είχα μείνει πίσω στη δουλειά και αν συνέχιζα έτσι το καινούριο θεατρικό δεν θα ήταν έτοιμο μέσα στην προθεσμία για να το στείλω. Έπρεπε να γράψω κάτι ακόμα καλύτερο αυτή τη φορά μια και ανέβαινα κατηγορία. Την ιστορία την είχα ήδη στο μυαλό μου αλλά έπρεπε να βρω χρόνο και διάθεση να προχωρήσω.

Τακτοποίησα τις πίτσες και τη μπύρα δίπλα στο λαπτοπ, άφησα την τηλεόραση να παίζει χαμηλόφωνα και άνοιξα τα αρχεία. Άνοιξα το τυχερό μου αρχείο για γούρι και ένα ακόμα αρχείο κενό για να ξεκινήσω τις δοκιμές. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Ή ο Λημνιός είχε γίνει πιο γρήγορος και από τη σκιά του ή εγώ είχα πολύ καιρό να το κάνω. Άνοιξα την πόρτα και είδα μπροστά μου τον Αιμίλιο. Δεν τον περίμενα τέτοια ώρα. Με χαιρέτησε και μπήκε βιαστικά στο σπίτι.

-Ήθελα να σε δω, μου είπε καθώς έστριβε τσιγάρο στον καναπέ. Περιμένεις παρέα;

-Όχι, του απάντησα καθώς κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Με έφερε ο Λημνιός και παραγγείλαμε αλλά κάτι του έτυχε και έπρεπε να φύγει.

-Το ξέρω, σας είδα που ήρθατε μαζί και περίμενα να φύγει για να ‘ρθω να σου μιλήσω.

-Τι θέλεις να πιείς; Μπύρα; Κρασί; Κάτι άλλο;

Δεν πήρα απάντηση και αποφάσισα να ανοίξω το κρασί, που του αρέσει. Γέμισα ένα ποτήρι και επέστρεψα στο σαλόνι. Ο Αιμίλιος βρισκόταν στον υπολογιστή και διάβαζε το κείμενο. Ήταν το κείμενο της παράστασης.

-Έχεις το κείμενο της παράστασης στον υπολογιστή σου. Και δεν είναι το μόνο.

Πλησίασα, άφησα το ποτήρι το κρασί πάνω στο τραπέζι και έκλεισα τον υπολογιστή.

-Δεν υπήρξα ποτέ αδιάκριτη με τη ζωή σου. Δεν βλέπω το λόγο γιατί να γίνεις εσύ αδιάκριτος με την δική μου. Αποσύνδεσα τον υπολογιστή και τον πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Ο Αιμίλιος με ακολούθησε. Άφησα τον υπολογιστή στο κρεβάτι και επέστρεψα στο σαλόνι.

-Εσύ έγραψες το έργο. Γι΄ αυτό δεν κατάφεραν να σε διώξουν από την παράσταση. Δεν μιλάς ε; Είδα ξεκίνησες να γράφεις και άλλο έργο. Και είμαι και εγώ μέσα σ’ αυτό. Αυτό ήθελες λοιπόν; Ακόμα ένα έργο;

-Εσύ τι μπορούσες να δώσεις; Τίποτα. Ούτε και εγώ σου ζήτησα τίποτα.

-Ψέματα. Τόσους μήνες σε τόσους ανθρώπους έλεγες ψέματα.

Γέλασα

-Μιλάς εσύ, που πληρώνεσαι για να λες ψέματα; Ακόμα και για αυτή τη στιγμή, που είσαι εδώ πάλι κάποιο ψέμα έχεις πει. Στην Μαρία, στο θέατρο, στον εαυτό σου.

-Θα μου το ‘λεγες ποτέ ότι το έγραψες εσύ;

-Θα άλλαζε κάτι; Θα με αγαπούσες αν το ήξερες;

-Μη μπλέκεις την αγάπη σ’ αυτό. Δεν έχει καμία σχέση.

-Έχεις δίκιο. Δεν έχει καμία σχέση και για αυτό δεν στο’ πα, ούτε και είχα σκοπό να σου το πω ποτέ, είπα και πήρα το ποτήρι το κρασί.

-Έπαιζες μαζί μου.

-Και αυτό σε πειράζει; Γιατί; Μήπως γιατί μέχρι πριν λίγο νόμιζες ότι έπαιζες εσύ και αυτό ήταν σωστό; Μ’ έκανα δόλωμα και όχι λεία σου όπως νόμιζες. Ποιος ξέρει, ίσως του χρόνου αυτήν την ιστορία να την παίζει κάποιος άλλος επάνω στη σκηνή. Μήπως θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι στις σκηνοθετικές οδηγίες;

-Ναι, αυτό, είπε, με χαστούκισε και έκανε να φύγει. Και να φανταστείς ότι ανησύχησα σήμερα και ήθελα να δω τι κάνεις. Ανησύχησα και σκέφτηκα ότι ίσως να με είχες ανάγκη απόψε. Αλλά δεν με είχες ποτέ ανάγκη, έτσι δεν είναι; Ένα ψέμα νοίκιασες, μια σκηνή και λίγα φώτα, αλλά όχι τους ανθρώπους. Και εκεί μπερδεύτηκες μικρή μου.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Έφερα τον υπολογιστή από το δωμάτιο. Τον άνοιξα και ξεκίνησα να γράφω. Μια σωστή ιστορία θα έπρεπε να ξεκινάει σαν την αποψινή. Έτσι δεν είναι Αιμίλιε;

Αν σε βρω, θα με φυλάς;



Ξάπλωσα πάνω στη σκηνή με το στήθος στο πάτωμα και το πρόσωπο στραμμένο στα καθίσματα των θεατών. Η μουσική έπαιζε από τα ηχεία. Loreena McKennitt, Enya, Enigma. Είναι όμορφο το θέατρο τέτοιες στιγμές. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ακούσω το θέατρο να ανασαίνει.

Οι πρόβες προχωρούσαν κανονικά. Είχε γίνει μία σιωπηρή συμφωνία και καθόμουν διακριτικά στα πίσω καθίσματα και αφού τελείωνε η πρόβα καθόμουν λίγο ακόμα για να δουλέψω τους αυτοσχεδιασμούς μου. Ο Αιμίλιος έμπαινε και έβγαινε από τη ζωή μου με την ίδια άνεση που ανεβοκατέβαινε στην σκηνή. Το έργο προχωρούσε. Οι πρόβες πλησίαζαν στο τέλος. Τα σκηνικά ήταν έτοιμα, το πρόγραμμα και οι αφίσες είχαν παραδοθεί στην ώρα τους, η μουσική γέμιζε το χώρο και τα κουστούμια στέκονταν υπομονετικά στις κρεμάστρες τους στα καμαρίνια. Σε λίγες μέρες θα είχαμε πρεμιέρα. Όλοι βρίσκονταν σε ένα δημιουργικό αναβρασμό. Σχεδίαζαν την επίσημη πρεμιέρα, την τελευταία ανοιχτή πρόβα, τα πάρτυ, ενώ φωτογραφίζονταν συνεχώς σε σκηνές του έργου μέχρι να πετύχουν την ιδανική.

Άνοιξα τα μάτια ξανά. Κάποιος είχε χαμηλώσει τα φώτα και άλλαζε τη μουσική. Tango. Δεν ξέρω να χορεύω Tango, σκέφτηκα και έκλεισα τα μάτια ξανά. Σε λίγο ένοιωσα ένα χέρι πάνω από το κλειστό μου μάτι. Ήταν ο Αιμίλιος και ήθελα να κρατήσω τα μάτια μου κλειστά. Με σήκωσε από το πάτωμα, Έκλεισε τα μάτια μου. Ένοιωσα την ανάσα του στο λαιμό μου και για μια στιγμή σκέφτηκα έναν νεαρό, που έκανε παντομίμα στο δρόμο. Χωρίς παράξενα ρούχα, χωρίς χειροκρότημα από τον κόσμο που προσπερνούσε βιαστικά.

Ο Αιμίλιος είναι καλός χορευτής. Χόρευα μαζί του αδέξια αλλά δεν με ένοιαζε. Η σκηνή ήταν δική μας και το υπόλοιπο σκηνικό είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Σιγά-σιγά οι εικόνες στο μυαλό μου ξεθώριασαν και χάθηκαν, για να αφήσουν τη θέση τους στη μουσική. Νόμιζα ότι χόρευα όλη τη νύχτα, όταν ξαφνικά η μουσική σταμάτησε. Ένοιωσα τον Αιμίλιο ανήσυχο, να με αφήνει μόνη μου στη σκηνή και να πηγαίνει κάτω.

Έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια μου και προσπάθησα στο ημίφως να δω τι συμβαίνει. Είδα τη Μαρία να κάνει σκηνή και τον Αιμίλιο να απολογείται. Πέταξα το μαντίλι στο πάτωμα και κατευθύνθηκα στα καμαρίνια. Δεν με ενδιέφερε το τι λέγανε, σκεφτόμουν αν υπήρχε άλλη έξοδος εκτός από την πλευρά των θεατών. Το τελευταίο, που ήθελα ήταν να περάσω δίπλα τους και να εμπλακώ στον τσακωμό τους. Στο τέλος θα τα έβρισκαν, ούτως ή άλλως, όπως πάντα. Τη στιγμή, που έψαχνα στην τσάντα μου το πακέτο με τα τσιγάρα, θυμήθηκα την πόρτα, που έβγαζε στο γκισέ των εισιτηρίων και από εκεί στην έξοδο. Έκλεισα την τσάντα και αθόρυβα βγήκα από το θέατρο.

Δεν υπήρχε ταξί πουθενά. Προχωρούσα με γρήγορα βήματα να ξεφύγω από αυτό, που ερχόταν βιαστικά ξωπίσω μου. Σε μια διασταύρωση κοντοστάθηκα. Κοίταξα πίσω μου δεν ερχόταν κανείς. Μπήκα μέσα στην καφετέρια και κατευθύνθηκα στον πάνω όροφο. Παρήγγειλα καφέ και άναψα τσιγάρο. Κρύφτηκα πίσω από ένα περιοδικό και ξεκίνησα να το ξεφυλλίζω νευρικά. Άνοιξα το τηλέφωνο, κάλεσα ραδιοταξί και στη συνέχεια το απενεργοποίησα. Σε λίγο ο σερβιτόρος μου έφερε τον καφέ, πλήρωσα και τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν έρθει το ραδιοταξί.

Ευτυχώς δεν άργησε ιδιαίτερα. Κατέβηκα στο ταξί. Σε λίγο θα ήμουν στο σπίτι μου. Καλώς εχόντων των πραγμάτων αυτή η ιστορία τέλειωσε απόψε.

Νομίζω ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας σε ακούω να μετράς.

Μη με φιλάς στα μάτια, είναι χωρισμός

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα, εκσφενδόνισα τα κλειδιά στον καναπέ και καθώς στηριζόμουν με την πλάτη στην πόρτα, τα πόδια μου λύγισαν. Ήμουν στο σπίτι. Δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι άλλο. Ούτε καν στον εαυτό μου. Δεν υπήρχαν καθρέφτες. Δεν υπήρχε τίποτα, που να μου θυμίζει το πρόσωπο ή το προσωπείο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και το φως στο σαλόνι αναμμένο. Τα δάκρυα, που κυλούσαν ήδη στα μάγουλά μου, δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Δεν μου πάει η αυτολύπηση. Έσφιξα τα δόντια και σηκώθηκα. Στην κουζίνα. Ναι, στην κουζίνα πρέπει να είχα φυλάξει ένα καλό κόκκινο κρασί, για μία καλή περίπτωση. Δεν θα μπορούσα να περιμένω για καλύτερη. Έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσα να περιμένω τίποτα πια.

Πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Άνοιξα το πακέτο, πήρα το τσιγάρο, το άναψα και έβγαλα ένα ποτήρι του κρασιού από το ντουλάπι. Το ακούμπησα στον πάγκο της κουζίνας, εισέπνευσα ηδονικά τον καπνό και προσπάθησα να βγάλω τον φελλό από το μπουκάλι. Ο φελλός πετάχτηκε με θόρυβο στην ησυχία της κουζίνας. Χαμογέλασα και γέμισα το ποτήρι κρασί. Κατέβασα μια μεγάλη γουλιά, έχωσα το πακέτο και τον αναπτήρα στην τσέπη του παντελονιού, πήρα το ποτήρι στο ένα χέρι και το μπουκάλι στο άλλο και επέστρεψα στο σαλόνι.

Δεν μ’ αρέσει να πίνω μόνη. Ειδικά όταν δεν έχω τον κουβά δίπλα μου. Αλλά κουράστηκα τόσους μήνες. Απόψε θέλω απλά να πιω και να καπνίσω. Εδώ. Κλειδωμένη. Αμπαρωμένη. Χωρίς να με νοιάζει ο χρόνος, το αύριο, ο Αιμίλιος. Το μπουκάλι στερεύει σιγά-σιγά. Αρχίζω και ζαλίζομαι και να χαμογελώ. Είμαι μεθυσμένη και μάλλον γελοία προσπαθώντας να ανάψω τα τσιγάρα, που τρέμουν στα χέρια μου. Το δωμάτιο αρχίζει να γυρίζει, τα αυτιά μου βουίζουν και νομίζω ότι ακούω το κουδούνι να χτυπά αφηνιασμένα. Ξαπλώνω αργά στον καναπέ. Κάθε απότομη κίνηση μου προκαλεί ναυτία. Αφήστε με. Απόψε δεν υπάρχω για σας. Δεν υπάρχω για μένα. Δεν υπάρχει κανείς.

Το κουδούνι επιμένει να χτυπά και σα να μην έφτανε αυτό κάποιος χτυπά την πόρτα μανιασμένα. Το κεφάλι μου θα σπάσει. Νοιώθω λες και βαράει το δικό μου κεφάλι και όχι την πόρτα. Προσπαθώ να σηκωθώ. Τα πόδια μου λυγίζουν και ξερνάω στο πάτωμα. Νομίζω ότι ακούω το όνομά μου να το φωνάζουν έξω από την πόρτα. Οργισμένα σαν βρισιά. Δεν πρόκειται να σταματήσει. Κατευθύνομαι στην πόρτα αργά. Δεν μπορώ να το αποφύγω πια. Το περίμενα. Απλά ήλπιζα να με βρει σε καλύτερη κατάσταση. Λίγο πιο αξιοπρεπή, αλλά ποτέ δεν υπάρχει αξιοπρέπεια σε τέτοιες στιγμές.

Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνει μαινόμενη η Μαρία. Αρχίζει να με βρίζει και εγώ χαμογελώ ηλίθια. Τρέχει τόσο αλκοόλ στις φλέβες μου, που έχει νικήσει όλες τις μάχες πριν καν ξεκινήσει. Έχει μάθει. Μα επιτέλους πόσο χρόνο χρειάζεται μία γυναίκα για να μάθει πως άντρας της την απατά και πόσο ακόμα για να φωνάξει ότι το ξέρει; Η φάτσα μου πρέπει να είναι τρομερά ειρωνική γιατί με χαστουκίζει. Παράξενο. Δεν νοιώθω πόνο. Μόνο θόρυβο και ξερνάω και πάλι. Σχεδόν την λυπάμαι. Ήρθε εδώ να κάνει σκηνή και με βρήκε μεθυσμένη να σέρνομαι στα πατώματα. Γελάω όπως έχω πέσει στο πάτωμα και ξαφνικά νοιώθω ένα πόνο στα πλευρά. Δεν είναι αστείο πια. Δεν γελάω. Και ο πόνος έρχεται ξανά. Κουλουριάζομαι ενώ την ακούω να φωνάζει, να σηκωθώ, καθώς σπάει ό,τι βρει μπροστά της στο διαμέρισμα. Ξαφνικά νοιώθω έναν πόνο στην κοιλιά. Σαν να μου μπήγει κάποιος ένα μαχαίρι. Κόπηκε η ανάσα μου. Κουλουριάζομαι και σφίγγοντας τα δόντια προσπαθώ να σηκωθώ και νοιώθω να με κλωτσά ξανά.

Πέφτω στο πάτωμα ουρλιάζοντάς της να σταματήσει. Ξαφνικά νοιώθω το αίμα ανάμεσα στα πόδια μου να τρέχει ζεστό και τον Αιμίλιο να την αρπάζει και να την σταματάει. Γυρίζω να τον δω και είναι εκεί. Την κρατά σφιχτά και την ακινητοποιεί ενώ προσπαθεί να την ηρεμίσει. Πονάω και σφίγγω τα δόντια ενώ την ακούω να ξεσπάει σε λυγμούς. Αυτό ήταν. Τελείωσε. Ξέσπασε. Η καταιγίδα πέρασε. Γυρίζω το κεφάλι ξανά στον Αιμίλιο. Την έχει γυρίσει στο μέρος του, την αγκαλιάζει, την χαϊδεύει και προσπαθεί να την ηρεμίσει. Του γνέφω να την πάρει και να φύγουν.

Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα έχω τη δύναμη να σφίγγω τα δόντια. Ανακάθομαι και τους κοιτώ αγκαλιασμένους. Ο χρόνος για μια στιγμή σταματά και δειλός καθώς είναι το βάζει στα πόδια. Του γνέφω ότι είμαι εντάξει. Ο χρόνος είναι δικός τους. Πάντα ήταν. Το βλέμμα μου παρακολουθεί τα πόδια τους να φεύγουν. Μαζί. Μετράω με τις ανάσες μου τα βήματά τους. Φεύγουν, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και τα δάκρυα έρχονται ξανά.

Όχι άλλα δάκρυα απόψε. Αυτό συμφωνήσαμε απόψε. Ακόμα και αν δακρύζεις και εσύ. Προσπαθώ να σηκωθώ. Δεν είναι εύκολο. Κοιτάζω το σπίτι. Κρίμα που βρήκε τόσα λίγα να σπάσει. Εγώ θα ήθελα και άλλα. Πάει το ποτήρι με το κρασί, πάει και το μπουκάλι. Σέρνω τα βήματά μου προς την κουζίνα. Πρέπει να έχω ακόμα ένα ποτήρι, ακόμα ένα μπουκάλι, ακόμα μια στιγμή πριν ο κόσμος σκοτεινιάσει. Φτάνω στην κουζίνα και προσπαθώ να κάνω ότι έκανα και πριν. Προσπαθώ να πιάσω το ποτήρι, να θυμηθώ, πού είναι το μπουκάλι. Το πιάνω αλλά μου φαίνεται τόσο βαρύ, που μου γλιστρά από τα χέρια και πέφτει στο πάτωμα. Ζαλίζομαι, το χέρι μου ανοίγει και πέφτει και το ποτήρι.

Ο κόσμος μαυρίζει, τ’ αυτιά μου βουίζουν στους χτύπους της καρδιάς σου και μετά σιωπή. Λιποθύμησα.

Δεν ξέρω για πόσην ώρα στεκόμουν στο πάτωμα λιπόθυμη. Άκουσα πάλι φωνές. Με ενοχλούσαν, με πονούσαν, με έφερναν πίσω στο ψέμα. Ήταν ο Αιμίλιος πάνω από το κεφάλι μου. Φαινόταν ανήσυχος. Προσπάθησα να χαμογελάσω.

-Είσαι μέσα στα αίματα, μου είπε γεμάτος ενοχές.

Δεν ήθελα να με αγγίζει. Έπρεπε να τον διώξω γρήγορα για να γυρίσω κοντά σου.

-Δεν είναι τίποτα, του απάντησα χαμογελώντας. Μου ήρθε περίοδος. Ήπια και λίγο παραπάνω απόψε και για αυτό είμαι έτσι. Αύριο δεν θα σηκώνομαι με τίποτα από τον πονοκέφαλο.

-Δεν ήθελα να γίνουν όλα αυτά, μου ‘πε με μάτια χαμηλωμένα καθώς με σήκωνε να με πάει στο κρεβάτι.

Ποτέ άλλοτε δεν μου είχε φανεί τόσο μακριά η κρεβατοκάμαρα από την κουζίνα. Σε κάθε βήμα σκηνές από το παρελθόν ξεπρόβαλαν μπροστά μου. Έβλεπα τον Αιμίλιο ξανά να μπαίνει στο σπίτι με λουλούδια και κρασί στα χέρια για να μου κάνει έκπληξη. Να κάνει μπάνιο με την πόρτα ανοιχτή. Να διαβάζει με έκπληξη τα κείμενα στον υπολογιστή. Να με κοιτά με κείνο το διαπεραστικό του βλέμμα και σαν μαχαίρι να με κόβει στα δυο. Τα γόνατά μου ξαφνικά λύγισαν και μόλις που πρόλαβε να με κρατήσει πριν πέσω στο πάτωμα.

Σήκωσα το κεφάλι και του χαμογέλασα. Ήμουν τόσο κουρασμένη… Πότε θα έφευγε επιτέλους; Η ανάσα μου βαριά, ασφυκτιούσε.

-Είσαι σίγουρα καλά; Μήπως πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο; Έχεις ιδρώσει, είπε και προσπάθησε να μου σκουπίσει τον ιδρώτα.

-Δεν με έχεις ξαναδεί μεθυσμένη μου φαίνεται. Μάλλον μεθυσμένη και δαρμένη από πάνω για να ακριβολογώ. Φύγε πριν γυρίσει η γυναίκα σου να με αποτελειώσει. Θα πάω μόνη μου στο κρεβάτι να ξαπλώσω. Και αύριο θα είναι όλα εντάξει. Φύγε. Ένοιωθα πως μου τέλειωνε ο χρόνος, μου τέλειωνε η ανάσα και κείνο το βουητό ερχόταν ξανά στα αυτιά μου μαζί με τον χτύπο της καρδιάς σου.

-Όχι πριν σε βάλω στο κρεβάτι σου και βεβαιωθώ ότι είσαι εντάξει, μου απάντησε.

-Πάντα είμαι εντάξει του απάντησα καθώς με σήκωνε στα χέρια του για να με αφήσει στο κρεβάτι μου. Με σκέπασε με μία κουβερτούλα και στράφηκε προς την πόρτα. Επιτέλους. Ξεθώριασε γρήγορα και τα πάντα μαύρισαν πάλι.

Ο Αιμίλιος κατέβηκε τα σκαλιά βιαστικά. Η Μαρία τον περίμενε στην είσοδο κοιτώντας το ρολόι. Τον άρπαξε από το χέρι φωνάζοντας.

-Τι αίματα είναι αυτά; Δεν πιστεύω να την πήρες αγκαλιά να την παρηγορήσεις; Κοίτα πώς έγινες! Χάλια!

Την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητό της.

-Αρκετά! Είπε με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν θα κάνεις σκηνή και στη μέση του δρόμου. Μπες στο αυτοκίνητο και θα τα πούμε στο σπίτι. Εκείνη άνοιξε πειθήνια την πόρτα του αυτοκινήτου της και μπήκε μέσα.

-Σε περιμένω, του είπε πριν κλείσει την πόρτα του αυτοκινήτου. Κοιτώντας τον από τον καθρέφτη, ξεπάρκαρε το αυτοκίνητο και περίμενε.

Εκείνος πήγε στο δικό του αυτοκίνητο. Ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά και ακολούθησε πειθήνια το αυτοκίνητό της, που προπορευόταν. Ήταν ανήσυχος. Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα. Έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και όπως πήγε να το ανάψει του μύρισε το αίμα. Γύρισε και είδε το αίμα στα χέρια και μετά στα ρούχα του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμήθηκε το ιδρωμένο πρόσωπό της, την κομμένη ανάσα της, την προσπάθειά της να τον διώξει. Περίοδος. Ποτέ δεν είχε τόσο αίμα στην περίοδο. Και η Μαρία είχε ποτέ τόσο αίμα; Ρουφούσε τον καπνό από το τσιγάρο νευρικά καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί όλες τις γυναίκες, που πέρασαν από τη ζωή του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμήθηκε το χαμόγελό της. Και μετά τη λιποθυμία στο θέατρο, το σώμα που άλλαζε, τις μέρες που χανόταν όταν ερχόταν η περίοδός της. Ερχόταν;;; Το πρόσωπό της χαμογελούσε στο κεφάλι του. «Πάντα είμαι καλά».

Πώς μπόρεσε και υπήρξε τόσο ηλίθιος; Πώς μπόρεσε; Φρενάρισε απότομα και έκανε αναστροφή. Έπρεπε να προλάβει. Δεν ήταν περίοδος αυτό το αίμα. Θυμήθηκε τη Μαρία να την κλωτσά και κείνη διπλωμένη στο πάτωμα. Την πρώτη τους χειραψία, το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο φιλί. Όχι, ο χρόνος δεν μπορεί να είναι τόσο σκληρός. Έπρεπε να προλάβει. Ξαφνικά ένοιωσε το φιλί της στο λαιμό του. Ο χρόνος. Πόσο έχει ακόμα; Το κινητό χτυπά. Η Μαρία. Οδηγά σαν τρελός.

Παρκάρει το αυτοκίνητο πάνω στο κράσπεδο, αρπάζει τα κλειδιά της από το ντουλαπάκι και ορμάει στην πολυκατοικία. Ανοίγει την είσοδο, ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά, ξεκλειδώνει την πόρτα ελπίζοντας να τη βρει καλά. Της φωνάζει. Καμία απάντηση. Ξεχύνεται στην κρεβατοκάμαρα. Είναι εκεί αλλά δεν απαντά. Προσπαθεί να την ταρακουνήσει να ξυπνήσει. Τραβά την κουβέρτα και τότε βλέπει το αίμα.

Δεν είναι περίοδος αυτό το αίμα. Τη χαστουκίζει προσπαθώντας να την ξυπνήσει αλλά εκείνη δεν απαντά ούτε αυτή τη φορά. Την αρπάζει και κατευθύνεται προς την έξοδο. Στην είσοδο στέκεται η Μαρία. Εκνευρισμένη. Φωνάζει.

-Και τώρα τι θα κάνεις ιππότη μου; Έκανε απόπειρα να αυτοκτονήσει και ‘συ ήρθες να τη σώσεις;

Κοντοστέκεται για μία στιγμή

-Ναι, απόπειρα να με κάνει πατέρα, της λέει και ξεχύνεται στις σκάλες. Δεν έχει χρόνο το νοιώθει. Όλο αυτό το αίμα μυρίζει θάνατο και αυτή η πρόβα, δεν έχει παράσταση. Φτάνει στο αυτοκίνητο, προσπαθεί να τη στηρίξει κάπου να βγάλει τα κλειδιά και κείνη πέφτει στο δρόμο. Ανοίγει βιαστικά την πόρτα, την βάζει στη θέση του συνοδηγού και βάζει όπισθεν να φύγει. Ανάβοντας τα φώτα, αντικρίζει για δευτερόλεπτα την Μαρία. Στέκει ασάλευτη. Δεν ξέρει αν τη μισεί. Δεν έχει χρόνο να το σκεφτεί. Το αυτοκίνητο μουγκρίζει. Αφήνει τον συμπλέκτη, κάνει όπισθεν, βγαίνει στο δρόμο και εξαφανίζεται.

Το χέρι της είναι παγωμένο. Τα ρούχα ματωμένα. Ο χρόνος. Θέλει να ουρλιάξει. Ποτέ δεν της έδωσε αρκετό. Ποτέ δεν του ζήτησε. Ούτε καν τώρα. Ούτε καν πριν λίγα λεπτά. Γιατί; Βάζει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της ενώ οδηγεί σαν τρελός και μετά τρέμοντας στην κοιλιά της. Τόσες στιγμές στριμωγμένες σ’ αυτό το αίμα. Το θέατρο, η θάλασσα, το άγγιγμα. Ανατρίχιασε καθώς ένοιωσε τον θάνατο να κάθεται δίπλα του, να φωλιάζει στη μήτρα της, να κυλάει στις φλέβες της.

Πλησίαζε στο νοσοκομείο. Λίγο χρόνο ακόμα. Τόσο λίγο. Να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω. Να καταλάβαινε. Να μην βιαζόταν να κρυφτεί. Να προλάβαινε την Μαρία πριν την χτυπήσει. Να προλάβαινε να την άρπαζε την πρώτη φορά στην κουζίνα και να την πήγαινε στο νοσοκομείο. Πώς υπήρξε τόσο ηλίθιος; Έστριψε στην είσοδο του νοσοκομείου, μπήκε μέσα και σταμάτησε μπροστά από το έκτακτα. Πετάχτηκε έξω, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, την πήρε αγκαλιά και όρμησε μέσα.

-Βοήθεια! Απέβαλε! Είπε καθώς το προσωπικό την έπαιρνε από τα χέρια του.

Την έβαλαν στο φορείο και ξεκίνησαν να της βάζουν φλεβοκαθετήρα, να παίρνουν αίματα, να προσπαθούν να μετρήσουν την πίεση ενώ κάποιος τηλεφωνούσε. Ξαφνικά ένιωσε ένα βουητό στα αυτιά του. Έφερε τα χέρια του μπροστά, μετά την είδε στο φορείο, κάποια γυναίκα κάτι του έλεγε αλλά δεν την άκουγε πια, ένα σφίξιμο στο στήθος, ένα μούδιασμα, ένας κρύος ιδρώτας και μετά τίποτα. Σαν να έβγαλε κάποιος το καλώδιο από την πρίζα. Σκοτάδι και σιωπή.

Δεν ξέρω αν ονειρεύτηκα. Δεν ξέρω αν ταξίδεψα. Είδα ένα κομμάτι φως να σκίζεται από το σώμα μου και να φεύγει. Να ανεβαίνει ψηλά και να στέκεται εκεί και να με καλεί. Άπλωσα το χέρι. Δεν το έφτανα. Προσπάθησα ξανά. Ένας πόνος δυνατός σαν σκίσιμο και τώρα έφτανα το φως. Έμοιαζε να φεύγει καθώς το πλησίαζα αλλά το ήξερα πως θα το φτάσω. Έτρεχα πιο γρήγορα από αυτό. Πιο γρήγορα μέχρι που κάτι με έπιασε. Με αγκάλιασε. Πόνος ξανά. Τέντωσα το χέρι να αρπαχτώ από το φως. Σαν να άνοιξε ξαφνικά η γη και εγώ έπεφτα στο κενό. Πόσος πόνος ακόμη;

Άνοιξα τα μάτια. Φωνές γύρω μου. Είμαι στο χειρουργείο. Πονάω. Θέλω να γυρίσω πίσω. Μου φωνάζουν να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Είμαι πολύ κουρασμένη και μόνη. Εσύ έφυγες. Και εγώ έμεινα πίσω. Αρχίζω να κλαίω. Φωνάζουν και πάλι. Κάτι μου βάζουν στην φλέβα και τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Χάνομαι σ’ έναν ύπνο βαρύ δίχως όνειρα.

Ξυπνάω μόνη σε έναν θάλαμο νοσοκομείου. Ησυχία. Ακούω φασαρία στο διάδρομο. Διώχνουν το επισκεπτήριο. Εγώ δεν έχω κανέναν. Κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι ξανά.