Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία ενός πιάνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία ενός πιάνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009

Είσαι σίγουρη; -Πάντα....

Μέρες και νύχτες γυρνώ. Σαν ένα μαύρο πιάνο μόνο με ουρά που παίζει μόνο αυτοσχεδιασμούς, χωρίς ειρμό. Πειραματισμούς μέχρι να ταιριάξουν οι νότες, να ¨χουν νόημα οι σιωπές. Αυτό το μαύρο πιάνο το ξέρω καλά, χρόνια τώρα ταξιδεύουμε μέσα στο χρόνο, ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν η μουσική χρειάζεται δικαιολογίες, ανθρώπους, χρώματα ή σκοπό.
Μη με ρωτάς αραχνούλα. Μην την ρωτάς την μουσική και συγχώρα με που δεν έμαθα τίποτε άλλο παρά μόνο την δική μου μουσική. Άπλωσε τα ποδαράκια σου και έλα να σου πω τις ιστορίες μου. Το ξέρεις πως δεν έχω επιλογή. Όσο και αν κρύβομαι, όσο και αν σωπαίνω έρχονται εκείνες και με βρίσκουν.
Πέρασε ο καιρός των ανθρώπων, πέρασα και εγώ μα δεν στάθηκα. Στιγμές μόνο. Στιγμές φωτιά να ¨χω να παίζω, να καίγομαι, να κλαίω, να γελώ και με ένα πιάνο να ξεκινώ από την αρχή για νέα ταξίδια.
Προσπαθώ να σου εξηγήσω, να καταλάβεις, να δεις μέσα από τα μάτια μου, να ακούσεις μέσα από τη μουσική. Μα δεν με νοιάζει να καταλάβεις. Αέρας είμαι και χάνομαι. Άμμος και σκορπίζομαι. Ελεύθερη πίσω από χιλιάδες φυλακές που χτίζω νύχτες και μέρες, χρόνια τώρα. Μου λες να ζήσω και εγώ σου λέω ιστορίες. Σε κλέβω στην ανταλλαγή, μα δεν σε νοιάζει. Συνομωτούμε σαν μικρά παιδιά με μουτζουρωμένες φατσούλες γεμάτες σοκολάτα. Μυστικό…. Σςςςς…. Όλες οι ιστορίες μου μυστικά κλεμμένα είναι.
Μη μ¨αγγίζεις. Μη μου λες να σταθώ. Να μείνω. Μόνο ο χρόνος μπορεί και δεν το αποφάσισε ακόμα… θα δεις πως έχω δίκιο. Ποια τράπουλα σημαδεμένη να μοιράσω, ποιο καφέ να κεντήσω στο φλυτζάνι να πειστείς;


΅΅Χους ειν και εις χουν εισελθείν΅΅ εκτός από μια ανάσα και αυτή η ανάσα είναι που με βγάζει πάντα στο ταξίδι.



………………

΅΅η ευτυχία είναι δρόμος… μέσα στη νύχτα. Με βήματα προσεκτικά ανάμεσα στις σιωπές, με δρασκελιές ανοιχτές ανάμεσα στα βλέμματα των ανθρώπων. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Σκοτεινός ουρανός, χωρίς δρόμο, δίχως φυγή. Κοίταξα πίσω μου και μετά ξανά μπροστά. Τα φώτα τις νύχτας, τα όνειρα και εφιάλτες των ανθρώπων. Προχώρησα μέχρι την άκρη. Τόσο απόμακρη από την φασαρία και όμως τόσο κοντά. Έστρεψα το βλέμμα μου κάτω. Κόσμος μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο. Και άλλοι στοιβαγμένοι στην άκρη. Έσκυψα να δω καλύτερα. Δημοσιογράφοι μάλλον ψάχνανε την είδηση. Είχαμε γίνει είδηση και εγώ κρυβόμουν εδώ στο σκοτάδι.
Το χέρι μου με επανέφερε αμέσως. Μου το είχε σπάσει… ξανά…. Προσπάθησα να το στερεώσω κάπου που να μην πονά. Μάταιος κόπος. Κοίταξα πέρα εκεί που τα φώτα ξεθώριαζαν και είδα ένα αεροπλάνο να χάνεται μέσα στη νύχτα. Άπλωσα το χέρι μου και εκείνη την ώρα ένοιωσα κάποιον να με αρπάζει και με ρίχνει στο έδαφος. Το χέρι μου… και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα από τον πόνο.
Κάποιος μιλούσε γαλλικά. Τα σιχάθηκα τα γαλλικά τόσες μέρες. Δεν θέλω πια να καταλαβαίνω… Αφήστε με…. Χέρια άρχισαν να με ψάχνουν. Άρχισα να κάνω εμετό πάλι. Με γύρισαν στο πλάι και κάποιος μου κρατούσε το κεφάλι. Ένα βουητό. Όπως όταν έκανα την μαγνητική. Το κεφάλι σταθερό, ακίνητη και ένα μπουμπουμπου να σε τραντάζει. Εικόνες.. και άλλες εικόνες… και άλλες εξετάσεις… και άλλες μαγνητικές. Μα τίποτε δεν έρχεται στο δρόμο μας με άδεια χέρια. Για το κομμάτι που έχανα μέρα με την μέρα, ένα άλλο ξεκίνησε να δουλεύει. Το δώρο του θανάτου που κυοφορούσε ο εγκέφαλος μου. Δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τις ταμπέλες… Δεν με ένοιαξε να του βάλω όνομα, μόνο να ταξιδέψω στις ψυχές των ανθρώπων και αν μου αφήνονταν να τις ταξιδέψω και εκείνες μέσα στο χρόνο, εκεί που η αλήθεια είχε σάρκα και οστά μα προπάντων ανάσα… μέσα στο κεφάλι μου… μέχρι ο όγκος να κουραστεί και να λιποταχτήσει. Είχα αγκαλιάσει το θάνατο και ξεκίνησα το ταξίδι στο Παρίσι. Χρόνια τώρα περίμενα μια δικαιολογία και την είχα. Λίγο σαρκαστικός ο τρόπος που μου δόθηκε αλλά ποτέ δεν πρόσεχα ιδιαίτερα στο τι ζητούσα.
Μου ήταν αδύνατον να καταλάβω τι έλεγαν. Έλεγαν, έλεγαν μέχρι που οι φωνές τους έγιναν αεροπλάνο που σηκώνεται, μαγνητική που σβήνει τα πάντα. Όταν ξύπνησα ήμουν πίσω στο κρεβάτι μου. Είχε ξημερώσει. Αυτός ο πλανήτης δεν θα μάθει ποτέ. Ό,τι και αν κάνουμε… παντού… πάντα… κάπου θα ξημερώνει.
Στο χέρι μου πάλι ορός και ένας νάρθηκας. Πήγα να βγάλω τον ορό και μου έπιασε το χέρι.
Γιατί δεν του το είπες;
Ποιο;
Πότε περίμενες να του το πεις;
Δεν έχω τίποτα να του πω. Θα έφευγα μετά την συναυλία. Απορώ που δεν στο είχε πει. Νόμιζα ότι είχες ήδη τα εισιτήρια για το αεροπλάνο.
Τα έχω. Μα η μέρα πέρασε
Θα έφευγες αλήθεια;
Ναι
Χωρίς να του πεις για το μωρό;
Ποιο μωρό;
Οι γιατροί είπαν ότι είσαι έγκυος. Δεν το ήξερες;
Σκέφτηκα το αεροπλάνο που έφευγε μέσα στη νύχτα. Έπρεπε να φύγω. Το συντομότερο…
Θέλω να φύγω. Σε παρακαλώ κάνε μου τα χαρτιά να φύγω.
Δεν μπορείς να φύγεις.
Μπορώ και θέλω να φύγω.
Προσπάθησα να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Πρέπει να φύγω, επανέλαβα. Σε παρακαλώ κάνε μου τα χαρτιά και φέρε μου το διαβατήριο. Θα υπογράψω ότι χρειάζεται. Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ.
Δεν θα του το πεις;
Όχι
Έχει δικαίωμα να ξέρει.
Αυτό νομίζεις; Να ξέρει τι; Ότι είμαι έγκυος; Ότι έχω καρκίνο στο κεφάλι μου και για αυτό γίνονταν όλα αυτά τα τρελά που σου έλεγε; Που νομίζει ότι ευθύνομαι που τον πυροβόλησαν; Πρέπει να σας πω ότι δεν έχω καμία σχέση; Απλά το ήξερα και προσπάθησαν να τον πείσω να αναβάλει την συναυλία. Αλλά δεν γίνεται να ξεφύγεις από αυτό που έρχεται για σένα…
Είσαι σίγουρη πως θες να φύγεις;
Πιο σίγουρη από οτιδήποτε. Όπως και ότι δεν θέλω να του πεις τίποτε. Άφησέ τον να νομίζει ότι θέλει. Δεν με ενδιαφέρει. Πρέπει να γυρίσω σπίτι μου. Ο χρόνος μου τελειώνει.
Και με το παιδί τι θα γίνει;
Τίποτα… Ο χρόνος του τελειώνει μαζί μου. Για αυτό σου λέω μην του πεις τίποτα. Δεν αξίζει τον κόπο. Μόνο βοήθησέ με να φύγω. Πριν τα πράγματα γίνουν χειρότερα εκεί έξω. Σε παρακαλώ…
Πήγε στο παράθυρο. Απέφευγε το βλέμμα μου.
Εκείνος; Δεν σε νοιάζει πώς είναι; Αν σε θέλει κοντά του;
Γι¨αυτό ήρθα στο δωμάτιό του. Για να τον δω και να δω πώς θα πάει. Ο χρόνος στο κεφάλι μου τώρα παίζει παράξενα παιχνίδια. Ξέρω ότι θα πάει καλά, ότι έχει πολύ θυμό μέσα του, ότι θα γράψει τραγούδια, ότι θα γυρίσει στους δικούς του ανθρώπους… Απλά ξέρω… και μου αρκεί. Και το ξέρω ότι με πιστεύεις πως όσα σου λέω είναι αλήθεια και για αυτό θα μου φτιάξεις τα χαρτιά, χωρίς να του πεις λέξη. Για το καλό του. Γιατί νοιάζεσαι για αυτόν πραγματικά. Φέρε μου τα χαρτιά. Σήμερα. Η αστυνομία θα ¨ρθει σήμερα και θα με απαλλάξει από τις κατηγορίες και θα μπορώ να φύγω.
Σήμερα;
Ναι.
Αν έρθουν σήμερα και πουν όσα λες εγώ θα σου τα φέρω.
Το υπόσχεσαι;
Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα και κάποιοι μπήκαν μέσα. Η αστυνομία. Ο δράστης είχε ομολογήσει την πράξη του και είχαν πειστεί ότι δεν είχα καμία εμπλοκή σε αυτό. Ότι ήταν απλά μια σύμπτωση. Με ρώτησαν αν ήθελα να κάνω μηνύσεις. Αρνήθηκα και τους ζήτησα να φύγουν.
Λοιπόν; Θα μου τα φέρεις τα χαρτιά;
Θα στα φέρω είπε νευριασμένος και βγήκε έξω από το δωμάτιο.
Δεν είχα παρά να περιμένω. Μετά από λίγη ώρα ήρθε μια νοσοκόμα. Της είπα ότι ήθελα να φύγω και να μου φέρει τα χαρτιά να υπογράψω. ¨Ήρθαν γιατροί να με μεταπείσουν. Υπέγραψα τα χαρτιά και περίμενα στο παράθυρο κοιτάζοντας τους δημοσιογράφους και τους θαυμαστές που περίμεναν στην βροχή.
(‘ Μ¨ αγαπάς;
Έχει σημασία;
Μόνο όταν βρέχει.
Γιατί;
Γιατί όταν έχει ήλιο είμαι σίγουρος, όταν βρέχει νομίζω πως φεύγεις, πως χάνεσαι και δεν θα σε βρω ξανά και τότε φοβάμαι… Μ¨ έμαθες να φοβάμαι τη βροχή δίχως να ξέρω γιατί…. )
Είσαι έτοιμη;
Είχε έρθει, με την τσάντα με τα πράγματά μου και το διαβατήριο στο χέρι. Το εισιτήριο μας περιμένει στο αεροδρόμιο.
Περίμενέ με να αλλάξω και φύγαμε.
Τα υπόλοιπα τα κανόνισα εγώ με το νοσοκομείο.
Το ξέρω. Ευχαριστώ.
Με βοήθησε να ντυθώ, έκρυψα το χέρι κάτω από μια εσάρπα και βγήκαμε έξω. Βγήκαμε από την πίσω πόρτα που μας περίμενε το αυτοκίνητο. Μπήκαμε και χαθήκαμε προς το αεροδρόμιο.
Είσαι σίγουρη;
Πάντα…

Τετάρτη, Ιουλίου 22, 2009

Ιστορία ενός πιάνου

Η ευτυχία είναι δρόμος. Μέσα στη νύχτα...

Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2009

Ιστορία ενός πιάνου bII



Βρέχει. Παράξενο αλλά όσο συνεχίζει να βρέχει θα βρίσκω πάντα τον τρόπο να γυρίζω πίσω… Χαράσσω τα βήματά μου ανάμεσα σε διάφανες σταγόνες, διάφανους ανθρώπους, αόρατες φωνές και προχωρώ. Ο χρόνος… μια ψευδαίσθηση στο κορμί, η μνήμη ένα άγγιγμα φευγαλέο. Μη μ’ αγγίζεις αν δεν με γνωρίζεις, μη στέκεσαι αν δεν στέκεται μαζί σου ο χρόνος.

Βρέχει. Ίσως και να μην έχει τόση σημασία. Με ενοχλεί το φως… και αυτός ο ήχος που ακούω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Σκοτάδι και τεθλασμένο φως. Σηκώνομαι. Κάτι με τραβά πίσω. Κοιτάζω το χέρι μου με έναν ορό. Είναι απίστευτος ο σαρκασμός που κυοφορούν οι στιγμές μας. Βγάζω τον ορό και πηγαίνω στο παράθυρο. Η βροχή. Η αλήθεια. Ο χρόνος. Οι σκιές που προσπερνούν. Κλείνω τα μάτια. Μια εικόνα. Ο δρόμος…. Κατευθύνομαι προς την πόρτα. Ακούω βήματα. Μετράω. Ο χρόνος είναι μουσική αν ξέρεις να ακούς. Ανοίγω την πόρτα. Με τα χέρια να μετράς τον χρόνο. Ισχυρό, ασθενές, ασθενές. Πηγαίνω αριστερά. Ο οπλισμός στην αρχή. Προσπερνάω τις πόρτες μέχρι να βρω τη σωστή. Τυχαία σημεία αλλοιώσεως. Την ανοίγω. Πάντα ξεχνούσα τα τυχαία σημεία αλλοιώσεως. Βγαίνω στην σκάλα. Ελάσσονες. Ανεβαίνω τις σκάλες. Μετατροπίες. Φτάνω στον όροφο δίχως να με καταλάβει κανείς. Τονική, Επιτονική, Μέση, Υποδεσπόζουσα, Δεσπόζουσα, Επιδεσπόζουσα, Προσαγωγέας. Μετράω. I, IV, V. Ανοίγω την πόρτα και κατευθύνομαι προς εκείνον. Η αρμονία έχει τους δικούς της κανόνες για να μετατρέπει το μείζον σε ελλάσων. Περνώ τις πόρτες με γρήγορο βηματισμό. Αυξημένες, ελαττωμένες, διάφωνες συγχορδίες, μελωδίες, ζωές. Ανοίγω την πόρτα και στέκεται μπροστά μου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Αντίστιξη. Χέρια μ’ αρπάζουν και με στριφογυρίζουν, με κολλούν στον τοίχο. Κλείνω τα μάτια και ακούω την φωνή του.

- Πώς ήρθε εδώ; Φύγε!

Οι άντρες χαλαρώνουν το σφίξιμο και οπισθοχωρούν. Νοιώθω ένα κάψιμο.

Πλησιάζω στο κρεβάτι του. Του απλώνω το χέρι καθώς εκείνος συνεχίζει να φωνάζει.

- Φύγε! Το ‘χες σχεδιάσει αυτό, έτσι δεν είναι; Αλλά προφανώς δεν περίμενες ότι θα καταλήξεις και εσύ εδώ. Φρόντισα όμως να μην πειράξεις κανέναν άλλον…. Για πολύ καιρό.

Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και ξέσπασα σε γέλια. Αυτό τον εξαγρίωσε περισσότερο και με άρπαξε από το χέρι.

- Πόσα ψέματα ακόμα; Πόσα;;;;

Τα πόδια μου λύγισαν από τον πόνο. Κοίταξα το χέρι μου και συνειδητοποίησα ότι ένα σίδερο εξείχε. Αυτό το σίδηρο είχε πιάσει και προσπαθούσε να το στριφογυρίσει με όλη του τη δύναμη. Ένοιωσα ένα κρακ. Η βροχή. Είναι ώρα να γυρίσω σπίτι. Γονάτισα.

- Μια στιγμή. Ό,τι είναι αληθινό, ό,τι αξίζει, δεν κρατά παρά μόνο μια

στιγμή. Σαν τον έρωτα.

Με χτύπησε και σωριάστηκα στο πάτωμα. Το χέρι με πονούσε φρικτά. Με

σήκωσαν από το πάτωμα και με έβγαλαν έξω από το δωμάτιο. Έπρεπε να φύγω από το νοσοκομείο. Με πήγαν στο δωμάτιό μου. Με κάθισαν στο κρεβάτι και έβγαλαν ένα έγγραφο. Άρχισαν να μιλούν ταχύτατα. Δεν καταλάβαινα λέξη αλλά ήξερα τι ήθελαν. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας γιατρός με τα δικά του χαρτιά. Άρχισε να λέει τα δικά του. Ο πόνος παραμόρφωνε τις λέξεις στο κεφάλι μου. Μου έδωσαν κάποια χαρτιά να υπογράψω. Υπέγραψα με μια μουτζούρα. Μίλησαν μεταξύ τους. Διαφωνούσαν. Η πόρτα χτύπησε. Ο βοηθός του μπήκε μέσα.

Έκλεισα τα μάτια. Χρειαζόμουν έναν δρόμο ακόμα. Οι φωνές άρχισαν να ξεθωριάζουν. Βγήκα έξω από την πόρτα, στη σκάλα, στον ουρανό, στην ελευθερία. Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει στιγμή ούτε ονόματα. Μόνο φως…. Και ατέλειωτη βροχή.

Ο βοηθός με πλησίασε. Σχεδόν με συμπαθούσε. Άνοιξε το κινητό του και άρχισε να δίνει εντολές. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Ξαφνικά ένα φλας άρχισε να αναβοσβήνει, ένα μαγνητόφωνο όρμησε στον αιφνιδιασμένο βοηθό βομβαρδίζοντάς τον με ερωτήσεις. Δημοσιογράφοι… Οι αστυνομικοί απομάκρυναν τις δημοσιογράφους ενώ ο βοηθός εξαφανίστηκε. Ανάσα. Βαθιά. Σηκώθηκα. Βγήκα από το δωμάτιο και εξαφανίστηκα στην σκάλα. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Προσπαθούσα να κρατήσω στη θέση του το σπασμένο χέρι με το σίδηρο και να ανέβω τα σκαλιά. Η λύση του προσαγωγέα. Η λύση… Την ίδια μελωδία κουβαλάμε όλοι. Απλά μερικοί έχουν καλύτερη τεχνική. Αρμονία, αντίστιξη, φούγκα…. Φυγή. Οι φωνές που σωπαίνουν.

Βγήκα στην ταράτσα. Σημαδεμένο χαρτί. Καμένο χαρτί. Βροχή. Κοίταξα τον ουρανό. Σκοτεινός. Άφησα το χέρι μου να κρέμεται και προχώρησα. Μέχρι την άκρη της ταράτσας, το τέλος του μέτρου. Το κεφάλι μου. Ένας μετρονόμος στ’ αυτιά μου. Piano…. Forte…. Έκθεση, αντέκθεση, ανάπτυξη, επανέκθεση. Εκείνη η ναυτία. Ο εμετός σαν ρουκέτα εκτοξεύεται παντού. Τα πόδια μου λυγίζουν και πέφτω προσπαθώντας να στηριχτώ στο χέρι. Ένα ουρλιαχτό. Codetta. Δεν αρμόζουν τα Da Capo στη ρωγμή του χρόνου. Dux, comes, comes….. Οδηγός, ακόλουθος, ακόλουθος… Πόσοι υπότιτλοι χωρούν στο αυτονόητο;


Πέμπτη, Μαΐου 28, 2009

Ιστορία ενός πιάνου bI


- Πιστεύεις στο πεπρωμένο;
- Είναι σαν να με ρωτάς αν πιστεύω στην αγάπη. Έχει σημασία; Κανένα δεν ρωτά, κανένα δεν έχει ανάγκη την πίστη μας
Ο κόσμος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται. Οι τεχνικοί ρύθμιζαν τα φώτα. Κρυμμένη στα παρασκήνια, κοιτούσα τον κόσμο περιμένοντας εκείνο που ερχόταν με βήματα γοργά.
- αν μπορούσες…. Θα επέλεγες να γνωρίζεις το πεπρωμένο σου;
- γιατί; Για να το ζήσω αλλιώς; Ο ίδιος είμαι… μ’ αυτό που είμαι στέκομαι απέναντι στο πεπρωμένο μου… κοίτα, εκεί έξω είναι το πεπρωμένο μου. Εδώ είναι απλά μια σκιά τίποτε άλλο, εκεί έξω είναι το φως.. κοίτα!
- έχεις δίκιο… και σε περιμένει. Μην αργείς
Το χειροκρότημα του κόσμου μας κύκλωνε από παντού
- απόψε θα σε πάρω μαζί μου στο φως. Θα δεις….
Βγήκε στην σκηνή πριν προλάβω να πω λέξη. Η συναυλία είχε ξεκινήσει και οι τεχνικοί έπεφταν συνέχεια επάνω μου προσπαθώντας να κάνουν την δουλειά τους. Το ένα τραγούδι πίσω από το άλλο. Θα πρέπει να ήταν υπέροχη αλλά δεν άκουγα. Έψαχνα ένα βλέμμα ανάμεσα στο φως και την σκιά. Ήταν εκεί. Ήμουν σίγουρη πως ήταν εκεί, μέχρι τη στιγμή πού είδα το βλέμμα του να γυαλίζει στο σκοτάδι. Ο κόσμος τραγουδούσε. Αόρατος μέσα σε χιλιάδες ανθρώπους. Έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε.
Όρμησα πάνω στην σκηνή τη στιγμή που ακούστηκε ο δεύτερος πυροβολισμός. Η μουσική είχε σταματήσει. Ο κόσμος ούρλιαζε. Τα φώτα άναψαν όλα. Οι μουσικοί είχαν πέσει στη σκηνή. Τρίτος πυροβολισμός. Πού ήταν το προσωπικό ασφαλείας;
Τον έφτασα. Ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Μέσα στο αίμα.
- Το ήξερες! Έτσι δεν είναι; Φύγε!
Τον έψαχνα με τα χέρια μου. Ένας πυροβολισμός στον δεξιό ώμο. Πάτησα με δύναμη το σημείο που ανέβλυζε το αίμα. Έψαχνα το δεύτερο σημείο. 3 πυροβολισμοί. «Υπάρχει και δεύτερο σημείο. Πρέπει να το βρω»
Προσπαθούσε να με διώξει αλλά γινόταν όλο και πιο αδύναμος. Γύρισα για μια στιγμή προς τον κόσμο. Είχαν πιάσει τον άντρα που πυροβόλησε.
- Τηλεφωνήστε να έρθει ασθενοφόρο, φώναξα.
Κάποιοι έβγαλαν τα κινητά τους. Κάποιος πήρε το μικρόφωνο και προσπαθούσε να ηρεμήσει τον κόσμο. Οι υπόλοιποι του συνεργείου τον κύκλωσαν. Το ελεύθερο χέρι μου έψαχνε στα τυφλά. Μια δεύτερη σφαίρα στο θώρακα. 3 πυροβολισμοί… 2 σφαίρες. Δεν καταλάβαινα τι του έλεγαν. Κάτωχρος και ιδρωμένος προσπαθούσε να τους απαντήσει. Προσπάθησαν να με απομακρύνουν δεν έφευγα. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος με τράβηξε με δύναμη. Φορούσε στολή.
- 3 πυροβολισμοί, 2 σφαίρες, είπα και έμεινα παγωμένη στη θέση που με έβαλε. Τον εξέτασαν και τον πήραν γρήγορα με το φορείο. Φεύγοντας είδα την αστυνομία να παίρνει τον άντρα με το όπλο. Ένας αστυνομικός με πλησίασε.
- Ακολουθήστε με σας παρακαλώ.
Τον ακολούθησα. Μπήκα μαζί του στο περιπολικό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Κοίταξα έξω. Το Παρίσι, τη νύχτα. Το χέρι μου με πονούσε. Έπιασα το μπράτσο μου, ζεστό, υγρό…. 3 πυροβολισμοί…. 3 σφαίρες. Τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω μου. Λιποθύμησα.

Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

Ιστορία ενός πιάνου XII


Σαλώμη. Έτσι θα έπρεπε να λένε τη νύχτα. Χανόμαστε μέσα στα πέπλα της, πέφτουμε με έναν κλαυσίγελο στο βλέμμα μα δεν καταφέρνουμε να την γδύσουμε ποτέ. Όχι, πριν τελειώσει η μουσική, πριν δώσεις τη ζωή σου επί πίνακι ή αντί πινακίου. Διαλέγεις. Πάντα. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις…
Κοιτούσα τα φώτα που άναβαν, τις σκιές που ξεθώριαζαν πριν χαθούν. Όλες οι πόλεις μοιάζουν την νύχτα. σαν τους ανθρώπους. Ποιος νοιάζεται μέσα στην νύχτα; Ποιος μιλά; Ποιος είναι στ’ αλήθεια εκεί για να ακούσει;
Το αυτοκίνητο χάνονταν σε δρόμους, που μπορεί να είχα διασχίσει στο παρελθόν μα δεν αναγνώριζα. Ούτε και με ένοιαζε. Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις μες στο σκοτάδι, λιποτακτούν οι απαντήσεις. Ένοιωθα το βλέμμα του φευγαλέο επάνω μου μα δεν γυρνούσα να τον κοιτάξω. Απόψε εκείνος οδηγούσε τα βήματα.
Ένα ταξίδι για να αγαπήσω τη νύχτα, να σταματήσω να την φοβάμαι, να της αφεθώ. Η ανάσα του μετρούσε φανάρια, έστριβε σε διασταυρώσεις, μου κρατούσε συντροφιά μες στην σιωπή.
- Με εμπιστεύεσαι; Με ρώτησε ήρεμα, χωρίς να με κοιτάξει. Έσκυψε προς το μέρος μου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Έβγαλε 1 μαντίλι και μου το έδωσε.
- Κλείσε τα μάτια σου.
Το πήρα και για μια στιγμή το χέρι μου έγειρε στο δικό του. Άφησε το μαντίλι να γλιστρήσει και έβαλε το χέρι στο τιμόνι ξανά.
- Μια νύχτα, πριν φύγεις… Φοβάσαι;
Χαμογέλασα, κοίταξα τα φώτα που ξεμάκραιναν και έκλεισα τα μάτια μου με το μαντίλι. Το αυτοκίνητο επιτάχυνε μα λίγη ώρα αργότερα σταμάτησε ξαφνικά. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. Άνοιξε την πόρτα μου και μου είπε
- Έλα. Στη δική μου νύχτα.
Μου άπλωσε το χέρι.
- ακολούθησέ με.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησα. Η εσάρπα γλίστρησε από τους ώμους μου και έπεσε κάτω. Σταμάτησε, την πήρε και κοντοστάθηκε. Τον έψαξα με τα χέρια μου, τον πλησίασα και τον αγκάλιασα. Πήρε τα χέρια μου από πάνω του και προχωρήσαμε. Σταμάτησα να κρυώνω.
Σκαλοπάτια, ψίθυροι, πόρτες. Άκουγα τα τακούνια μου στο πάτωμα. Σταμάτησε και δίπλα του σταμάτησα και εγώ.
- Μείνε… Εδώ.
Άφησε το χέρι μου. Στάθηκα και σε λίγο άκουσα ένα πιάνο. Νότες που αφηγούνταν την δική τους ιστορία. Γύρισα προς τη μουσική αλλά εκείνη την ώρα ένοιωσα κάτι ζεστό στην πλάτη μου. Φως. Ζεστό να με χαϊδεύει. Έλυσα το μαντίλι μα κράτησα τα μάτια μου κλειστά. Το κορμί μου ακολουθούσε τη μουσική στο φως και το σκοτάδι.
Πώς να είναι ο θάνατος; Το πιάνο άρχισε να σβήνει ανάμεσα σε piαnissimo για να δώσει τη θέση του σε άλλα όργανα, που εμφανίζονταν το ένα πίσω από το άλλο. Ήρθε πίσω από την πλάτη μου και μ’ αγκάλιασε με όση δύναμη είχε. Η μουσική σταμάτησε και άκουγα την ανάσα του να με κυκλώνει από παντού.
- άνοιξε τα μάτια σου.
Υπάκουσα καθώς η μουσική ξεκινούσε εκκωφαντική τώρα και ο ίδιος να τραγουδά. Ο χώρος ήταν γεμάτος μουσικούς και τεχνικούς. Το μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Το σημείο που κοιτούσα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατευθύνθηκα προς την άκρη της σκηνής. Κάποιος στεκόταν στο βάθος μα στο ημίφως δεν τον ξεχώριζα καλά. Ένοιωσα ένα τράβηγμα στον αέρα και τότε συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν στην άκρη. Ένας μουσικός με είχε προλάβει. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Γύρισα αριστερά και τον είδα να πίνει ένα μπουκάλι νερό. Ξανακοίταξα δεξιά. Δεν ήταν κανένας αλλά τι ήταν όλος αυτός ο πόνος;
Προσπάθησα να στηρίξω το κεφάλι με τα χέρια μου. Αδύνατο. Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Έτρεξε προς το μέρος μου. Προσπάθησα να διακρίνω τις σκιές στο ημίφως μα δεν τα κατάφερα.
- Είσαι καλά; … Μίλα μου. Τι συνέβη;
Δεν φαινόταν τίποτε πια. Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά… Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω μου. Βαβούρα. Δεν μπορούσα να ακούσω τη σκέψη μου. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι μου και έστρεψε το πρόσωπο μου προς το δικό του.
- Μ’ ακούς; Απάντησε μου!
- Μην κάνεις τη συναυλία. Όχι εδώ. Όχι αύριο.
Γέλια. Που ολοένα και δυνάμωναν… και σιωπή, μια απέραντη σιωπή που είχε κόψει άξαφνα τη νύχτα στα δύο.

Κυριακή, Μαΐου 17, 2009

Ιστορία ενός πιάνου XI


Πήρε το χέρι μου και το ακούμπησε στην καρδιά του.
- Δεν θα φύγεις. Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει από αυτή τη νύχτα.
Μια απόκοσμη ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Είναι παράξενο μερικές φορές πώς αλλάζουν οι άνθρωποι μες στη σιωπή. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν, τα πάντα σκοτείνιασαν και λιποθύμησα.
Συνήλθα κάποιες στιγμές αργότερα με εκείνον ανήσυχο πάνω από το κεφάλι μου.
- Είμαι καλά. Μην ανησυχείς.
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Με βοήθησε να ξαπλώσω στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου.
Γιατί πιστεύουμε πώς ό,τι δεν βλέπουμε, απλά δεν υπάρχει;
Το τηλέφωνο του χτύπησε πάλι. Το σήκωσε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Ούτε και με ενδιέφερε. Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα με ένα σημείωμα δίπλα μου και το τηλέφωνο που μου είχε αφήσει. «Τηλεφώνησέ μου όταν ξυπνήσεις». Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Άνοιξα το ντους και μπήκα κάτω από το τρεχούμενο νερό όπως ήμουν, με τα ρούχα.
Ό,τι δεν το νοιώθεις με την αφή, σημαίνει πως δεν υπάρχει;
Έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα και τα πέταξα στο πάτωμα. Χρόνος. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Χρόνος και υπομονή για να ταιριάξει αλλιώς η συνήθεια.
Βγήκα τυλίγοντας μια πετσέτα στο σώμα μου και στάθηκα στο παράθυρο. Παρακολουθούσα σκιές και αυτοκίνητα να τρέχουν να προλάβουν την λήθη, την μοναξιά, το θάνατο. Την αλήθεια δεν την φτάνεις ποτέ. Αντικατοπτρισμούς της μόνο. Άνοιξα το κινητό μου. Προσπέρασα τα μηνύματα που ερχότανε βροχή και έστειλα μήνυμα στη Σοφία. «Είμαι καλά. Θέλω να μείνω μόνη.» απενεργοποίησα το κινητό και το άφησα στο κομοδίνο.
Κάθισα στο κρεβάτι και πήρα το κινητό του στα χέρια μου. Κοίταξα το φως που χανόταν σιγά - σιγά από το παράθυρο. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Δεν ήθελα να σκέφτομαι γιατί έσπασα την υπόσχεσή μου. Την τελευταία φορά που πέταξα κάποιον στην άβυσσο της ψυχής του, χάθηκε πριν προλάβω να τον πιάσω. Όσες φορές και αν τον έψαξα το μυαλό του έμεινε φυλακισμένο στους εφιάλτες και τους δαίμονες του και το κορμί του παραπεταμένο σε ένα δημόσιο ψυχιατρείο.
Έχεις ευθύνη για τους ανθρώπους που σου αφήνονται, γυμνοί, ικέτες, που εγκαταλείπουν τα πάντα, ασπίδες, εστίες, ονόματα, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ενοχές, χωρίς επιστροφή. Υπάρχει αγάπη χωρίς ευθύνη; Ελευθερία επιλογής χωρίς τίμημα; Μοναξιά χωρίς επτασφράγιστα μυστικά;
Είμαστε το αθέατο, το αυλο, η καυτή ανάσα της αθανασίας στον παγετώνα του πρόσκαιρου. Μη μ’ αγγίζεις. Όχι, αν δεν μπορείς να ‘ρθεις μαζί μου. Αυτή τη φορά σε πρόλαβα, σε βρήκα να σε φέρω πίσω. Σε λίγο θα ‘ρθεις μόνος ξανά να το ζητήσεις. Με χέρια τρεμάμενα, με φωνή αλλοιωμένη. Σαν ναρκωτικό. Να σε καταπιεί, να σε ταξιδέψει, να σε ξεβράσει εκεί που τίποτα δεν έχει σημασία πια. Το έχω δει να συμβαίνει.
Είναι τόσο μικροί, τόσο εύθραυστοι οι άνθρωποι. Χιλιάδες πολύχρωμες πεταλούδες με καψαλισμένα φτερά, που δεν έμαθε ποτέ κανείς την ύπαρξή τους, το ταξίδι τους σ’ αυτή την ψευδαίσθηση. Σοφία, Πίστη, Ελπίδα, αγάπη. Τα χαράζεις πάνω σου και πας στις πόλεις των ανθρώπων. Νομάδας της ζωής, εξόριστος της αγάπης. Χωρίς αφέντη, δίχως χάδι, με ένα τραγούδι που αλλάζει συνεχώς χείλη.
Μην έλθεις σου λέω. Δεν γνωρίζεις για πού ξεκίνησες μικρή μου πεταλούδα. Πόσες μουσικές - φωτοβολίδες φύλαξες για να μη χάσεις την ψυχή σου την πιο σκοτεινή σου νύχτα; Μην έλθεις γιατί θα σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχα άλλη από το να μαζεύω καψαλισμένες πεταλούδες. Είσαι τα τραγούδια σου. Είμαι τα κλειδιά στην αρχή που τα αλλάζουν όλα.
Φύγε όσο έχεις ακόμα καιρό. Πριν με ζητήσει το αίμα σου, πριν με στερηθεί το κορμί σου. Πριν τρομάξεις από εκείνα που έχεις φυλαγμένα και χαθείς για πάντα. Μη μιλήσεις. Μην πεις λέξη. Μην μου απλώνεις το χέρι. Αν πέσω, πέφτεις. Και δεν θα γυρίσει πίσω κανείς να τραγουδήσει αυτό το ταξίδι.
Το τηλέφωνο στο χέρι μου άρχισε να χτυπά στους ήχους της μουσικής του. Το πήρα και κατευθύνθηκα στην πόρτα. Την άνοιξα και στεκόταν εκεί.
- Ετοιμάσου. Το ταξίδι ξεκίνησε και σου στέλνει τα πρώτα δώρα του.
Στα χέρια του κρατούσε ένα φόρεμα και ένα κουτί. Μου το έδωσε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
- Είναι το καλύτερο… για σένα. Έλα μαζί μου. Αν ξημερώσει, θα φύγεις με ό,τι ήταν για σένα… από την αρχή, την πρώτη μου ανάσα, τη μουσική. Αν όχι, θα γίνεις δική μου… μέχρι το τέλος.
Άνοιξα το κουτί. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια και μαζί τους μια αλυσίδα για το πόδι.
- Δεν τα ‘χεις γνωρίσει όλα ακόμα. Όχι αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας. Ντύσου . Δεν θα μας περιμένουν για πάντα.
Ντύθηκα, φόρεσα τα παπούτσια και την αλυσιδίτσα στο αριστερό μου πόδι. Με κοίταζε χωρίς να μιλά. Έβγαλε μια εσάρπα και μου την έδωσε.
- Κρύψου. Απόψε ήρθα να σε συναντήσω.
Με πήρε από το χέρι και χαθήκαμε σ’ ένα φως που ψυχορραγούσε.







Ιστορία ενός πιάνου Χ


Πήρα το κινητό του και το έβαλα στα χέρια του. Εκείνος τα έκλεισε πριν προλάβω να τα τραβήξω. Με κοίταξε κατάματα.
- Θα μου πεις πώς το κάνεις αυτό;
Το τηλέφωνο χτύπησε.
- Ξέρεις ποιος είναι;
- Έχει σημασία; Απάντησε της.
Άφησε τα χέρια μου και απομακρύνθηκε προκειμένου να μιλήσει στο τηλέφωνο. Ντύθηκα και άναψα τσιγάρο. Έκλεισε το τηλέφωνο, ήρθε κοντά μου και γονάτισε δίπλα μου.
- Μη φύγεις αύριο. Είναι άδικο.
- Πρέπει να φύγεις.
- Σκέψου το.
- Έχω μια ζωή που με περιμένει.
- …. η δική μου…
- Μη μιλάς. Σε παρακαλώ. Κλείσε τα μάτια. Άκου…
Έβαλα το χέρι πάνω στην καρδιά του. Την ένιωθα να πάλλεται στο χέρι μου. Έκλεισα τα μάτια μου. Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό μου μέσα από καπνό που έπαιρνε σχήμα, μορφή, φωνή….
«Μπαμπά»

Πετάχτηκε τρομαγμένος. Σηκώθηκα πίσω του. Με άρπαξε από τους ώμους και με ταρακούνησε δυνατά. Προσπαθούσε να μου μιλήσει. Ανοιγόκλεινε τα χείλη του, άρχισε να βαριανασαίνει ενώ κρύος ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. Τα χέρια του έπεσαν βαριά και τρεκλίζοντας έπεσε στο πάτωμα ενώ η ανάσα του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
Γονάτισα δίπλα του, έβαλα το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια μου και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
- Ηρέμησε. Είσαι πιο δυνατός από αυτό. Ανάσαινε ήρεμα. Μπορείς.
Έβαλα τα χέρια μου μπροστά στο στόμα του, καλύπτοντας και τη μύτη του. Τρόμαξε και με πέταξε με δύναμη μακριά του. Σύρθηκε μέχρι τον τοίχο, κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο. Δεν είχα χρόνο. Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα μια χάρτινη σακούλα. Τον πλησίασα και γονάτισα δίπλα του βάζοντας τη σακούλα στο πρόσωπό του.
- ανάσαινε.
Πήγε να με διώξει πάλι.
- ανάσαινε!!!
Έβαλα ξανά το χέρι στην καρδιά του. Πόνος. Τρόμος. Σκοτάδι. Φως. Έκλεισα τα μάτια μου. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού. Κάτι έτρεχε ζεστό στο πρόσωπό μου. Άνοιξε τα χέρια και επέλεξε να πέσει. Έπεφτε και έπρεπε να τον προλάβω. Έπρεπε να τον βρω μέσα στην νύχτα της ψυχής του και να τον τραβήξω έξω. Να προλάβω. Ακολούθα τον πόνο και θα βρεις την ψυχή. Τον άρπαξα και τον έβγαλα έξω.
Η ανάσα του άρχισε να ηρεμεί σιγά – σιγά. Έφερα τα χέρια στο πρόσωπό μου. Τα κοίταξα. Η μύτη μου αιμορραγούσε. Ένα τηλέφωνο χτυπούσε αδιάκοπα. Τον ένοιωθα να με κοιτάζει τρομαγμένος. Σύρθηκε μέχρι το τηλέφωνο. Απάντησε ξέπνοος. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο κρεβάτι και έσφιξα τις γροθιές μου.
Μην πέφτεις. Όχι αν δεν μπορείς να σταθείς. Όχι αν δεν έχεις κάποιον να σε κρατήσει.
Ένοιωσα το χέρι του ζεστό στο λαιμό μου.
- Πώς ήξερες να με βρεις;
- Φύγε, απάντησα ξέπνοα.
- Τι είσαι;
- Η νύχτα που δεν τελειώνει ποτέ.
Σηκώθηκε και επέστρεψε σε λίγο με μια βρεγμένη πετσέτα. Προσπάθησε να με καθαρίσει από το αίμα, που είχε σκεπάσει τη σκέψη μου.
- Μείνε. Μέχρι το τέλος της νύχτας. Το τέλος των ανθρώπων…
Τον κοίταξα. Στα μάτια του έτρεχε αφηνιασμένος ο χρόνος, σαν καταρράκτης σκόρπιζε τη μοίρα, τα λόγια, ανθρώπους, πρόσωπα και κορμιά που πλαγιάσαμε μέχρις ότου εξαντληθούν όλοι οι δρόμοι, σκορπίσουν σαν την άμμο στον αέρα. Μέχρι τη στιγμή που δεν έχει μείνει τίποτα, από κανέναν, εκτός από μια ανάσα καυτή.
Έβαλε το χέρι στην καρδιά μου.
- ακούς;
- Νιώθεις;




Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009

Ιστορία ενός πιάνου IX


Φασαρία. Ποιος κάνει φασαρία πρωί-πρωί; Αφήστε με! Κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα αλλά η φασαρία συνέχιζε ακάθεκτη. Ένα τηλέφωνο. Άπλωσα το χέρι για να πιάσω το τηλέφωνο στο κομοδίνο. Το έριξα κατά λάθος στο πάτωμα αλλά το τηλέφωνο χτυπούσε ακόμα. Ανακάθισα στο κρεβάτι και προσπάθησα να καταλάβω από πού προερχόταν ο ήχος. Σηκώθηκα. Ο ήχος ερχόταν από την τσάντα μου. Την πήρα και επέστρεψα στο κρεβάτι. Την άνοιξα και είδα μέσα ένα ακόμα κινητό. Στην οθόνη αναβόσβηνε αντί αριθμού η φράση «Μίλησε μου».
- Καλημέρα.
- Καλημέρα. Έβαλα το κινητό στην τσάντα σου για να μπορέσω να σε ξαναβρώ. Δεν θα έχω για πάντα την τύχη με το μέρος μου.
- Είσαι καλά; Η κόρη σου;
- Καλύτερα από χτες…. Συγγνώμη που σου φώναξα. Δεν έφταιγες εσύ, δικό μου ήταν το λάθος.
- Δεν πειράζει. Τελείωσε.
Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Την άνοιξα. Στεκόταν απ’ έξω.
Με κοίταξε και έκλεισε το τηλέφωνο.
- Στην τσάντα σου είχες την κάρτα του ξενοδοχείου και το διαβατήριο. Τα ήξερα από την στιγμή, που σου άνοιξαν τα πράγματα. Χτες ξέχασες το δώρο σου. Σου το έφερα. Ορίστε. Συγγνώμη.
Το πήρα και έκανε μεταβολή να φύγει.
- Περίμενε. Έχεις χρόνο; Θες να έρθεις μέσα;
- Πρέπει να πάω στην κόρη μου.
- Όπως θέλεις.
Με πλησίασε. Με κοίταξε κατάματα και με έσπρωξε απαλά μέσα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
- Θες να μου πεις τι έγινε χτες;
- ….
- Δεν ήξερες. Δεν μπορούσες να ξέρεις. Γιατί πετάχτηκες και φώναζες να ανοίξω το τηλέφωνο;
- Ας πούμε ότι είδα ένα άσχημο όνειρο.
- Ας πούμε…
- Πέρασε… τελείωσε. Αυτό έχει σημασία
- Μα δε σου είπα τι έγινε. Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι τελείωσε;
Πήρα το χέρι του και έκλεισα τα μάτια μου.
- Σε βλέπω τώρα;
- Όχι
- Είσαι σίγουρος;
Τράβηξε το χέρι του.
- Τι θες; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;
Άνοιξα την τσάντα μου. Έβγαλα το εισιτήριο
- Ορίστε. Αν και είμαι σίγουρη ότι και αυτό το ξέρεις ήδη. Φεύγω. Αύριο. Εσύ επιλέγεις.
Άνοιξα την πόρτα και του έκανα νόημα να φύγει. Με πλησίασε.
- Έλα μαζί μου. Να σου δείξω την πόλη τη νύχτα.
Έσκυψε και με φίλησε στον κρόταφο.
- Έλα. Έχω έρθει για σένα, όπως ήρθες εσύ για μένα εκείνο το βράδυ. Έλα
μαζί μου να σου δείξω τη μουσική και όταν κουραστούμε θα μου μάθεις να βλέπω. Θα σου δείξω το δρόμο, θα μου μάθεις πώς περπατάς, είπε και έσυρε την άκρη του δεξιού δείκτη στο μέτωπο, στη μύτη, στα χείλη μου. Συμφωνείς;
Έκλεισα την πόρτα.
Όλοι οι δρόμοι ζουν μαζί μας, αναπνέουν κλειδωμένοι μέσα μας. Τα «ναι», τα «όχι» και πιο πολύ η σιωπή μας. Ποιος θα μπορούσε να σου διδάξει την τέχνη της σιωπής καλύτερα από έναν μουσικό;


Ιστορία ενός πιάνου VIII

- Μη φεύγεις, μου είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
- Δεν πάω πουθενά. Όχι ακόμα. Όχι, πριν με μάθεις να περπατώ μέσα στη νύχτα.
- Εγώ γιατί αισθάνομαι πως είσαι πλάσμα της νύχτας; Τι έχεις συναντήσεις στις νύχτες σου;
- Ζωή… και θάνατο.. να περπατούν χέρι – χέρι. Ύπνος, που ξεγλιστρά και χάνεται. Τσιγάρα, ιστορίες, χιλιόμετρα, ονόματα χωρίς πρόσωπα. Δεν θέλω να μιλώ για αυτά.
- Λες ψέματα.
- Όχι. Δεν θέλω να μιλώ σε σένα για αυτά. Μαζί σου θέλω να ζω, όχι να αφηγούμαι ιστορίες, δικές μου ή άλλων.
- Και όμως δεν κοιμήθηκες δίπλα μου.
- Δεν κοιμάμαι ποτέ.
- Γιατί;
- Γιατί τη νύχτα που θα κοιμηθώ, θα σταματήσει το ταξίδι.
- Και είναι τόσο κακό αυτό;
- Ναι, αν σταματήσει όσο είσαι μόνος…
- Σκέφτεσαι πολύ για κάποια που θέλει να ζει….
- …. Και σίγουρα μιλώ ακόμα περισσότερο.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Μου έκανε νόημα, απάντησε και χάθηκε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού για να μιλήσει. Άναψα ένα τσιγάρο και σηκώθηκα με το τασάκι στο παράθυρο. Η φωνή έσβησε πίσω μου μαζί με το τσιγάρο.
- Συγγνώμη. Δεν θα μας ενοχλήσουν άλλη φορά. Να φέρω φρέσκο καφέ;
Έγνευσα αρνητικά.
- Πορτοκαλάδα; Κρουασάν;
Με κάθε του ερώτηση πλησίαζε και εγώ οπισθοχωρούσα γνέφοντας αρνητικά μέχρι τη στιγμή που κόλλησα στον πάγκο της κουζίνας.
- Το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας.
- Ο έρωτας είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας.
- Η παραγγελία σας λοιπόν κυρία…..

Πετάχτηκα τρομαγμένη από το κρεβάτι. Ήμουν μπερδεμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Εκείνος ξύπνησε και γύρισε από την άλλη πλευρά. Δεν έπρεπε να κοιμηθεί πάλι.
- Ξύπνα.
Τον σκούντησα ελαφρά.
- Ξύπνα σε παρακαλώ. Πού έχεις το τηλέφωνό σου;
Ανασηκώθηκε εκνευρισμένος. Εγώ είχα ήδη σηκωθεί και έψαχνα το τηλέφωνο.
- Σε παρακαλώ. Πού το έχεις; Είναι ανάγκη.
Έσκυψε και το σήκωσε από το πάτωμα, κάτω από το κρεβάτι.
- άνοιξε το. Τώρα!
Το έβλεπα στο βλέμμα του ότι είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή, που ξεκίνησαν όλα. Μάζευα τα ρούχα μου και ντυνόμουν ταυτόχρονα, όταν άρχισαν τα μηνύματα να καταφθάνουν βροχή. Τον άκουσα να μιλά στο τηλέφωνο. Τσάντα, παπούτσια. Κοίταξα το κουτί. Πολύ μεγάλο για να το πάρω μαζί.
Μια φωνή ακούστηκε πίσω μου.
- Φεύγω. Έλα μαζί μου. Το παιδί μου.
Πάγωσα.
- Δεν ακούς; Έλα!
Άφησα το κουτί πίσω μου και τον ακολούθησα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και εκείνο ξεκίνησε σαν δαιμονισμένο.
- Η κόρη μου είναι στο νοσοκομείο. Με έψαχναν και το είχα κλειστό. Εσύ φταις. Εσύ… αν δεν ήσουν εσύ, το τηλέφωνο θα ήταν ανοιχτό, θα ήξερα, θα με έβρισκαν…. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου. Κατέβα!
Το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα.
- Κατέβα!
Κατέβηκα και το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε. Άνοιξα την τσάντα έβγαλα το κινητό και το ενεργοποίησα. Τα εικονομηνύματα έφτανα κατά ριπές από τον πύργο του Άιφελ. Κάλεσα τον Χρήστο καθώς ρωτούσα τους περαστικούς την διεύθυνση που βρισκόμουν. Ανήσυχοι ήρθαν να με βρουν και επιστρέψαμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο. Δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Τους ξεφορτώθηκα στα γρήγορα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου. Απενεργοποίησα το τηλέφωνο και βούλιαξα στο κρεβάτι. Η παιδική φωνή που ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι μου «Μπαμπά, μπαμπά….», άρχισε να ξεθωριάζει και έδωσε τη θέση της σε ένα ήρεμο γουργουρητό. Με το γουργουρητό αυτό αποκοιμήθηκα.
Λίγο πριν αρχίσει το όνειρο νόμισα πως άκουσα μια φωνή «Μαμά… μαμά… κράτα με! μη με αφήνεις να πέσω» Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά μου ήταν αδύνατο. Βυθίστηκα σε έναν ύπνο βαρύ σαν τον θάνατο. Το ταξίδι μόλις ξεκινούσε.

Πέμπτη, Μαΐου 14, 2009

Ιστορία ενός πιάνου VII


- Μη μιλήσεις. Κλείσε τα μάτια και άκου. Είναι η νύχτα, που τρέχει
ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι οι ιστορίες, που δεν είναι δικές μας. Έλα μαζί μου.
Γύρισα. Ήταν εκεί. Έβγαλα το ακουστικό από το αυτί μου.
- Έλα. Δε θα ρωτήσω τίποτα. Όχι όσο γράφεις στη γλώσσα σου. Τίποτα. Μέχρι να συναντηθούμε. Υπόσχεση. Μυστική.
- Θα έλεγες οτιδήποτε για να ‘ρθω μαζί σου, έτσι δεν είναι;
- Μόνο με απλές λέξεις, σε μικρές προτάσεις.
Χαμογέλασε.
- Όχι δύσκολες λέξεις. Όχι….
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο μου. Με τράβηξε σιγά από το χέρι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο που μας περίμενε. Όσο μιλούσε στον οδηγό, απάντησα στο τηλέφωνο.
- Είμαστε ήδη μία ώρα και οι τέσσερις μας στημένοι στον πύργο του Άιφελ και σε περιμένουμε φορώντας τα καπέλα μας. Έλα να μας δεις, να βάλεις ένα τέλος στην ξεφτίλα μας… και ακόμα μία φωτογραφία στην συλλογή σου. Μετά τις φωτογραφίες στον Παρθενώνα και το Big Ben έλα να βγάλεις και αυτή πριν αρχίσει ο πύργος να αυτομαδαται και μας πετάξει 1-1 τα λαμπάκια του.. Έλααααα…. Νίκησες. Πόσο ακόμα θα μας αφήσεις με τα γαϊδουρινά αυτιά και το φούξια βέλο ανάμεσα στους τουρίστες;
- Και εσείς τουρίστες είστε. Απολαύστε το!
- Πού είσαι;;;;
- Δεν έχω ιδέα!
- Με ποιόν είσαι;
- Και να σου ‘λεγα δεν θα με πίστευες.
- Και πότε θα ‘ρθεις στο συνέδριο; Έχεις παρουσίαση στις 3.
- Όπως το ‘πες… έχεις παρουσίαση στις 3. Είναι όλα στο δωμάτιο μου στο ξενοδοχείο.
- Μην κλείσεις το κινητό! Μην τολμήσεις!!!....
Έκλεισα το κινητό και το απενεργοποίησα. Εξαφανίστηκε μέσα στην τσάντα μαζί με το ακουστικό. Προσπάθησα να φανταστώ τους αξιοσέβαστους επιστήμονες και συναδέλφους να αποτελούν την πρωινή ατραξιόν και άρχισα να γελώ.
Οι «π-όνοι» είχαν δηλώσει το παρόν –μαζί με τ’ αυτιά τους- και στο Παρίσι. Τα 3 μας, ο Πέτρος, ο Δημήτρης, η Σοφία, το κόμμα που λιποτάχτησε δηλαδή εγώ και το α-κόμ(μ)α 14 ο Χρήστος. Ένα περιπλανώμενο τσίρκο 5 ανθρώπων, ένα σαρκαστικό βγάλσιμο της γλώσσας στους συμβιβασμούς που κάνουμε όλοι.
- Πέφτουν τ΄ αστέρια;
Γύρισε και με ρώτησε χαμογελώντας. Είχαμε επιστρέψει στο σπίτι. Το
αυτοκίνητο σταμάτησε, κατέβηκε και μου άνοιξε την πόρτα. Έκανε νόημα και ο οδηγός εξαφανίστηκε.
- Δεν περίμενα να φύγεις τόσο πρωί. Χωρίς αντίο. Δεν είναι ευγενικό, δεν το νομίζεις;
Ξεκλείδωσε την πόρτα και την κράτησε να περάσω.
- Μετά από σας.
Στάθηκα στην πόρτα.
- Συγγνώμη και για την συμπεριφορά των ανθρώπων, που δουλεύουν για μένα. Δεν θα επαναληφθεί.
Πέρασα μέσα. Προχωρήσαμε μέχρι που φτάσαμε στο πιάνο. Πάνω του βρισκόταν ένα μεγάλο σκαλιστό κουτί με τα αρχικά του. Πλησίασε και το πήρε στα χέρια του.
- Συγγνώμη. Για τις ιστορίες σου. Αυτό είναι για σένα.
Την ώρα που μου το προσέφερε χτύπησε το τηλέφωνό του. Δεν το σήκωσε. Άφησε τον τηλεφωνητή. Μια παιδική φωνή ακούστηκε και εκείνος πήγε τρέχοντας να το σηκώσει. Κάθισα στον καναπέ, το ακούμπησα στα πόδια μου και το άνοιξα. Είχε μια επένδυση από κόκκινο βελούδο και μια πλάκα με τη φράση « Le temps c’ est de l’ amour» Πάνω-πάνω ήταν μια παρτιτούρα με μια μελωδία, χωρίς στίχους, χωρίς να είναι εναρμονισμένη. Την έβγαλα, από κάτω ήταν τα κείμενα μου και από κάτω κενά πεντάγραμμα και το στυλό που είχα χρησιμοποιήσει.
Δεν το περίμενα. Στεκόμουν εκεί μέχρι τη στιγμή που επέστρεψε κοιτώντας τις φωτογραφίες.
- Ευχαριστώ, του είπα μόλις επέστρεψε.
- Όχι δύσκολες λέξεις. Συμφωνήσαμε, το ξέχασες; Ρώτησε και μου έκλεισε το μάτι. Έλα μαζί μου.
Πήγαμε στην κουζίνα.
- Πεινάς; Τι θες να σου ετοιμάσω;
- Έναν καφέ.
- Τι καφέ;
- Σαν τον δικό σου.
Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Η θέα από το παράθυρο σου έκοβε την ανάσα. Όσο σέρβιρε τον καφέ, άφησα το κουτί πάνω στον πάγκο της κουζίνας και πλησίασα στο παράθυρο. Η μυρωδιά του καφέ γέμισε το χώρο.
Πλησίασε και μου έδωσε μια κούπα ζεστό καφέ.
- Ξέχασα κάτι. Μου επιτρέπεις να λείψω για λίγο;
- Φυσικά. ..
Πήρα την κούπα και γύρισα πάλι στο παράθυρο.
- Υπάρχει ζωή στη σελήνη; Αποκλειστική συνέντευξη.
Γύρισα και τον είδα που γελούσε με ένα διπλωμένο μακό στα χέρια του.
- Δεν πιστεύω πως θα σου έκανε κάτι άλλο… αν θες να αλλάξεις είναι δικό σου.
Άφησα την κούπα στο τραπέζι και τον πλησίασα. Ήταν τουλάχιστον 1 κεφάλι πιο ψηλός από εμένα. Κατέβηκα από τα τακούνια μου. Διόρθωση, 2 κεφάλια.
- Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι για μένα;
Μου έγνευσε καταφατικά. Έβγαλα την μπλούζα μου και πήρα εκείνη που κρατούσε στα χέρια του. Την ώρα που δίπλωνα την καμένη μπλούζα μου, κοίταξα τα παπούτσια μου δίπλα στα δικά του.
- Ευτυχώς από παπούτσια είμαστε εντάξει.
- ….Προς το παρόν μου απάντησε παίρνοντας τον καφέ του. Πώς βρέθηκες χτες στο ξενοδοχείο;
- Μέσω μιας φίλης, που μένει εδώ. Έχει γνωστούς στην εταιρεία και κανόνισε να έρθουμε. Όλο το ταξίδι ήταν για τη χτεσινή νύχτα. Έχω το συνήθειο να φεύγω στα πάρτι κρυφά. Έτσι βάλαμε στοίχημα με την παρέα ότι θα κατάφερνα να το σκάσω πριν περάσει 1 ώρα από την άφιξη μας χωρίς να με πάρουν είδηση. Εκείνοι δεν πίστευαν ότι θα έφευγα πριν σε συναντήσω, εγώ δεν πίστευα ότι θα σε συναντούσα. Όχι, χωρίς να γελοιοποιηθώ τουλάχιστον… Τελικά φύγαμε χωρίς να μας πάρουν είδηση, έχασαν το στοίχημα και τώρα περιμένουν στον πύργο του Άιφελ με γαϊδουρινά αυτιά να τους φωτογραφίσω. Αλλά εγώ είμαι εδώ.
Έβγαλε το κινητό και άρχισε να γράφει.
- Τι ξέρεις για μένα;
- Τίποτα. Μόνο τη μουσική και κάποιες σκόρπιες λέξεις.
- Τι θα ήθελες να μάθεις;
- Τίποτα. Έμαθα στο σχολείο τα απαραίτητα. Μετά τα 18 αποφάσισα να ζήσω όλα τα υπόλοιπα.
- Τι θα μου έλεγες για να σε γνωρίσω;
- Να μην χάνεις τον χρόνο σου. Στο ξενοδοχείο με περιμένει ένα εισιτήριο επιστροφής. Δεν είμαι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία, που φορά τα ρούχα σου. Δεν είμαι κάτι διαφορετικό από εκείνες, που έχεις ξεχάσει…
- Τι φοβάσαι;
- …. Τις σιωπές
- Δεν υπάρχει μουσική χωρίς αυτές.
- Ούτε σωτηρία ψυχής αλλά οι άνθρωποι ξέχασαν την τέχνη της σιωπής. Η τέχνη έγινε τεχνική, τα αστέρια φώτα ηλεκτρικά και οι άνθρωποι σκιές απρόσωπες.
- Δεν είσαι συγγραφέας
- Όχι
- Ούτε μητέρα.
- Ούτε.
- … και θες τα τσιγάρα σου.
- Ναι.
Σηκώθηκε και ανοίγοντας ένα συρτάρι έβγαλε τσιγάρα και αναπτήρες. Πήρε τασάκια από το διπλανό συρτάρι και με πλησίασε. Μου πρόσφερε τσιγάρο και φωτιά. Επέστρεψε στη θέση του και άναψε και ένα τσιγάρο και για εκείνον.
- Δεν έμαθες ακόμα λοιπόν τι είναι δημιουργία μου είπε ξεφυσώντας τον καπνό.
Χαμογέλασα.
- Έχεις δίκιο απάντησα
- Όχι. Έχω άδικο, αλλά δεν θα μου πεις την αλήθεια.
- Όχι δύσκολες λέξεις. Υποσχέθηκες…. Σςςςςς



Ιστορία ενός πιάνου VI


«Ως το τέλος της νύχτας»… ως την άκρη της πόλης. Άραγε κοιμάσαι ακόμη; Τόσα χρόνια και ακόμα να μάθω να φεύγω από τα μέρη, που δεν ήμουν ποτέ. Χάνομαι εκεί που στενεύουν οι δρόμοι, εκεί που ξεθωριάζουν τα φώτα στο πρώτο φως. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη στιγμή που σπάει και γίνεται ακόμα μία ανάμνηση. Η ζωή είναι τέχνη… υποθέτω. Αλλά η τέχνη είναι πιο άγρια. Σ’ αρπάζει απ’ το χέρι. «Ή και οι 2 μας, ή κανείς!» Μα δεν χωρώ στο «2». Ποτέ δεν τα κατάφερα. «1» σαν φάρος σκοτεινός, που γυρίζει, γυρίζει σκορπίζοντας ένα χλωμό διαλείπων φως. Τη ζωή ή τη ζεις ή απλά κατεβαίνεις κάτω και παρακολουθείς σιωπηλά, πίσω από βιτρίνες, οθόνες και διαφημίσεις. Η δική μου διαφήμιση χάνεται ανάμεσα σε φανάρια και αγνώστους, που με προσπερνού

Ο οδηγός με παρακολουθεί από τον καθρέφτη. Ανοίγω την τσάντα. Βγάζω μηχανικά το κινητό Κλειστό.

- άφησε με όπου μπορείς.

Ψάχνω τα ακουστικά στην τσάντα. Ο οδηγός σταματα στην άκρη μιας διασταύρωσης.

- Ευχαριστώ

Βγαίνω. Στέκομαι. Ανοίγω το κινητό και βάζω μουσική. Χωρίς αγάπη όλοι οι δρόμοι είναι οι ίδιοι. Κοιτάζω το καμένο ρούχο. Πού είμαι; … Πόση σημασία έχει; Είναι πρωί ακόμα. Η νύχτα, που όλο ζητά, αργεί ακόμη. Κάτι με ενοχλεί. Βγάζω τα γυαλιά ηλίου και προχωρώ. Κρυώνω. Φυσά. Κοιτάζω τα χέρια μου. Σκέφτομαι το μαύρο πιάνο. Το ανοίγω στην σκέψη μου. Χαϊδεύω τα πλήκτρα. Φα, ντο, σολ, ρε, λα, μι, σι. Κάτι θυμάμαι ακόμη. Κλίμακες, συγχορδίες, αρπέζ, χρονόμετρο, κόσμος να σε παρακολουθεί. Πάντα τρέμανε τα πόδια μου κάτι τέτοιες στιγμές. Σονάτες, Πρελούντια, φούγκες. Κοιτάζω τα χέρια μου. Πώς άλλαξαν οι δρόμοι… Ό,τι αγάπησα με αυτά τα χέρια το κουβαλώ. Εμένα, τους δαίμονές μου, τις ιστορίες, τους ανθρώπους, τη ζωή και το θάνατο.

Κοιτάζω τη φιγούρα μου στις βιτρίνες. Δεν μ’ αναγνωρίζω πια. Ξέχασα πώς μοιάζω, πώς το κορμί μου τρέχει να προλάβει τις σκέψεις μου. Το ταΐζω, το πλένω, αν προλάβω το βγάζω βόλτα. Ένα σκυλί που δε λερώνει πια. Ένα σκυλί που φυλά την ψυχή μου. Βγάζω τα γυαλιά. Δεν έχει διαμαντένια κολάρα σήμερα, ούτε σκυλοπνίχτη. Χαμογελώ καθώς παλεύει να χαρεί την περασμένη γύμνια του. Ψάχνω τον ήλιο. Δε με ζεσταίνει μα με ταξιδεύει. Για αυτό ήρθα εδώ. Για το ταξίδι, έτσι δεν είναι; Και εγώ είμαι εδώ με τα πόδια καρφωμένα στη γη και τα χέρια απλωμένα στ’ αστέρια.


Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Ιστορία ενός πιάνου V

Μια στιγμή πριν χαράξει. Μια στιγμή μόνο… και μετά άλλη μια… και αν χαμογελάς στον ύπνο σου θα ζητιανεύω μέχρι να ξημερώσει.
Πάνω στο πιάνο σου γράφω τις δικές μου ιστορίες. Κάτι με ενοχλεί. Το κρασί έχει από ώρα τελειώσει. Τρίβω τα μάτια μου. Ξημερώνει. Αυτό ήταν. Παραδώστε τις κόλλες σας. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο παράθυρο. Σε λίγο θα φανεί ο ήλιος. Ακούω την ανάσα του ήρεμη. Μαζεύω τις κόλλες, τα παπούτσια στο χέρι, ανοίγω την πόρτα και την κλείνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ πίσω μου.
Δεν έχω ιδέα πού βρίσκομαι, ούτε πώς θα γυρίσω στο ξενοδοχείο. Ψάχνω τον ήλιο. Ο χρόνος…. Ο χρόνος πέρασε. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο σπίτι πίσω μου. Αυτό ήταν λοιπόν. Μια λέξη από «α»… όποια και να διαλέξω, το τέλος είναι πάντα το ίδιο. Σκύβω να βάλω τα παπούτσια και νοιώθω ένα χέρι να με αρπάζει από τον ώμο και να με παραλύει. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στο δρομάκι. Κάποιος μου άρπαξε την τσάντα και τις σημειώσεις ενώ με κρατούσαν ακινητοποιημένη στο δρόμο.
Γαλλικά! Περίφημα! Και ποιος τους είπε ότι μπορώ να αρθρώσω λέξη και μάλιστα στα γαλλικά; Ψάχνουν την τσάντα μου, τις σημειώσεις, την ώρα που με βοηθούν να σηκωθώ. Τότε βλέπω έναν τρίτο κύριο να τους επιπλήττει. Ποναει το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα και ξεκινά και η ημικρανία. Ξαφνικά το ενδεχόμενο να είχα παραμείνει στο πάρτι και να δοκίμαζα τώρα καπέλα φαντάζει απίστευτα δελεαστικό.
Ο τύπος με πλησιάζει να με ξεσκονίσει. Ζητά συγγνώμη ή κάτι τέτοιο. Κάτι μου θυμίζει… Ναι, ήταν στο χτεσινό πάρτι. Του δίνω το χέρι. Μου συστήνεται. Πρέπει να συστηθώ και εγώ…. Πρέπει; «Μια άλλη φορά» απαντώ και παίρνω την τσάντα μου. Απλώνω και το άλλο χέρι για να πάρω τις σημειώσεις «Μια άλλη φορά» μου απαντά χαμογελώντας και τα δίνει στους άλλους. Κάνει νόημα στους άλλους και εκείνοι εξαφανίζονται αθόρυβα.
Προχωρούμε στο δρόμο. Αφού αλλάξαμε τετράγωνο ένα αυτοκίνητο σταματά μπροστά μας. Ο συνοδός μου, μου ανοίγει την πόρτα. Ο οδηγός είναι ένας από τους συνεργάτες του.
- Συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Ο οδηγός θα σας πάει εκεί που επιθυμείτε.
Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα. Πού πας λοιπόν όταν δεν θες να σε βρουν; Κοιτάζω για μια στιγμή προς το σπίτι. Χάραξε.
- Ξεκίνα!

Ιστορία ενός πιάνου IV



- Πού θες να πάμε;

- Σπίτι μου.

- Πού είναι;

- Πέρα απ’ τη νύχτα… εκεί που δεν φτάνουν οι άνθρωποι.

- Εκεί που δεν φτάνουν οι άνθρωποι…

- Ναι… ξέρω πού λες…

Το αυτοκίνητο έτρεχε σαν παλαβό. Άρχισα να ψάχνω στην τσάντα μου το

εφεδρικό πακέτο. Δεν το έβρισκα. Έσκυψε δίπλα μου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Ένα πακέτο βρισκόταν μπροστά μου. Η μάρκα μου.

- Γνωριζόμαστε;

Άναψα τσιγάρο. Γύρισα και τον κοίταξα.

- Υπάρχει σωστή απάντηση σ’ αυτό;

- Η αλήθεια.

- Όχι. Όχι πριν πέσεις πάνω μου στο μπαλκόνι.

- Συγγνώμη γι’ αυτό.

- Δεν έχει σημασία.

- Είχα κρυφτεί στο μπαλκόνι και όταν βγήκε σε πέρασα για άλλη και

προσπάθησα να κρυφτώ. Ανεπιτυχώς. Δεν είσαι γαλλίδα, έτσι δεν είναι;

Γέλασα.

- Όχι. Δεν είμαι. Μένω μακριά. Είναι η πρώτη μου φορά εδώ. Ήρθα για

λίγο με τους φίλους μου και σύντομα θα φύγω.

- Για πού;

- Είπαμε… εκεί που δεν υπάρχουν άνθρωποι. Υποσχέθηκες. Μην τους

παίρνεις μαζί σου. Κανείς. Μέχρι το τέλος της νύχτας.

- Και πως θα ξέρουμε πως φτάσαμε;

Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του.

- Νοιώσε την να χτυπά. Νοιώσε την απλά…. Την επόμενη φορά, που θα την

νοιώσεις χωρίς να σου θυμίσει κάποιος θα ξέρεις πως είσαι εκεί.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα στην άκρη του δρόμου.

- Κατέβα.

Δεν ήξερα που βρισκόμασταν. Άνοιξα την πόρτα, πέταξα το τσιγάρο στο

δρόμο. Κατέβηκα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και άρχισα να απομακρύνομαι.

- Στάματα!

Κοντοστάθηκα. Σιωπή. Συνέχισα να προχωρώ. Ολοένα και πιο γρήγορα μέσα

στη νύχτα. Ένα χέρι με άρπαξε και ένα άλλο πέρασε μπροστά στο στήθος μου ενώ μου ψιθύριζε στο αυτί.

- Νοιώσε την να χτυπά. Νοιώσε την απλά.

Και μετά σιωπή. Με πήρε από το χέρι και προχωρήσαμε. Μπήκαμε σε ένα σπίτι. Εκείνος προχώρησε μπροστά. Τον ακολούθησα. Εκεί στην κόψη του χρόνου. Φτάσαμε στο σαλόνι. Πλησίασα το παράθυρο.

- ακόμα ψάχνεις τους ανθρώπους; Δεν κουράστηκες ακόμη να είσαι μόνη;

Έφερε κρασί με δυο ποτήρια και με βρήκε καθισμένη στο περβάζι με τα πόδια

στο κενό να καπνίζω. Γέμισε ένα ποτήρι κρασί και μου το έδωσε. Γέμισε ακόμα ένα και για τον ίδιο και στάθηκε πίσω μου.

- Σ’ αυτήν την άκρη της γης οι νύχτες δεν τελειώνουν ποτέ. Μπορεί να

ξεκουράζονται για λίγο μα δεν φεύγουν για αλλού. Καλωσόρισες σπίτι.

Γύρισα και τον κοίταξα στο ημίφως. Είχε δίκιο. Ένοιωθα την καρδιά μου.

Ήμουν σπίτι. Μέχρι το ξημέρωμα. Ακούμπησε το χέρι μου στην καρδιά του.

- Μόνος χρόνος, η καρδιά. Μόνο σπίτι, ένα κορμί που δίνεται. Έλα μαζί

μου. Μέχρι το τέλος της νύχτας. Μέχρι το τέλος των ανθρώπων. Το τέλος της μουσικής.

- Θα αντέξεις;

- Εσύ;

- Πάντα.

- Και εγώ… αλλά και αν δεν αντέξω, θα γυρίσω πάλι εδώ μια νύχτα, με ένα ποτήρι κρασί και το πιάνο, να ξαναβρώ τους ανθρώπους.

- Σου λείπουν;

- Μόνο όταν είμαι μισός.

- Τους λείπεις;

- Όχι, για αυτό είμαι ελεύθερος. Κράτησαν μια σκιά και εγώ γλιστρώ μέσα στη μουσική και χάνομαι για να με βρει κάποιος άγνωστος και να με πάει σε κάποιον αγαπημένο.

- Είσαι ευτυχισμένος;

- Είμαι εγώ και αυτό μου αρκεί.

Γύρισα στο περβάζι και βούλιαξα στην νύχτα.

- Ξέρεις τι είναι ζωή; Με ρώτησε. Αυτό που οι άλλοι απολαμβάνουν όσο εμείς φλυαρούμε. Άκουσες; Και τώρα πάμε να σου μάθω και άλλες σημαντικές λέξεις. Με άρπαξε και με σήκωσε στον αέρα.

Ποιο γράμμα είναι πρώτο στο δικό σου αλφάβητο; Μη μου πεις! (Που δεν θα πεις…) άσε με να μαντέψω! Πως το λέτε εσείς το «α»; μια λέξη από «α»… μια λέξη τόσο μεγάλη, που να κρατήσει λίγο παραπάνω από τις άλλες, ή έστω μια ανάσα, ένα χάδι περισσότερο από όσο ευχήθηκες.

Για να σκεφτώ… «α»… μια λέξη τόσο μικρή, που να χωρέσει με την ανάσα μου μέσα σου και να κρυφτεί εκεί. Μια λέξη μόνο για αυτήν εδώ τη νύχτα. Και μια σιωπή… πριν γίνει τραγούδι και αυτή και ξαναβρεί τους ανθρώπους.