Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανόητη ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανόητη ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

Το παιχνίδι των αντιθέσεων





Σηκώνεσαι. Πας και συνδέεις το στικάκι στο σύστημα.

«Εσύ εκεί».

Ανεβαίνεις στη σκηνή ξανά. «Μαύρο» μου λες. «Άσπρο» εγώ. Προσπαθείς να με τυλίξεις. «Μαύρο» Σ’ αγκαλιάζω. «Άσπρο» Φεύγεις. Κρύβεσαι στο σκοτάδι. «Μαύρο!» Φωνάζεις. «Άσπρο» Κάθομαι στη σκηνή. «Μαύρο» λες καθώς πηδάς και πιάνεσαι από τα κάγκελα που είναι στο ταβάνι για να βάζουμε τους προβολείς. «Άσπρο» Καθώς ξαπλώνω στη σκηνή και σε βλέπω να κρέμεσαι από πάνω μου. Ανοίγω τα χέρια. «Μαύρο» και έρχεσαι πάνω μου. «Άσπρο» ανασαίνω στο λαιμό σου. «Μαύρο» πέφτεις στο πλάι.

«Πούλα με».

«Άσπρο» κυλάω δίπλα σου και σου χαϊδεύω το πρόσωπο. «Μαύρο» μου πιάνεις το χέρι και το κατεβάζεις. Πονάω όπως με σφίγγεις. «Άσπρο» το τραβάω και σε φέρνω κοντά μου. «Μαύρο» Με πετάς στο πάτωμα. «Άσπρο» λέω κοιτώντας το πάτωμα. «Μαύρο». Με τραβάς και με σηκώνεις να σε κοιτώ κατάματα.

«Όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω»

«Άσπρο» το νοιώθεις. «Μαύρο» Μ’ αγκαλιάζεις, με σηκώνεις και αρχίζεις να τρέχεις πάνω στη σκηνή. «Άσπρο» γελώντας καθώς αρπάζομαι πάνω σου τη στιγμή που κατεβαίνεις πηδώντας από τη σκηνή και αρχίζεις να ανεβοκατεβαίνεις στις κερκίδες με μένα στην αγκαλιά σου. Με ξαπλώνεις στις ψηλότερες κερκίδες στο βάθος, σκύβεις με φιλάς. «Μαύρο».

«Ένα παιδί που περπατάει με τα χέρια»

«Άσπρο» τυλίγω τα πόδια μου γύρω από το σώμα σου. «Μαύρο» με μια κίνηση με σηκώνεις. «Άσπρο» γέρνω το κορμί μου πίσω και με τα χέρια πιάνω την κερκίδα. «Μαύρο» καθώς με κρατάς με το ένα χέρι και με το άλλο ακολουθείς τις γραμμές του κορμιού μου. «Άσπρο» για τις στιγμές που με θες όπως τώρα. «Μαύρο» μ’ ακουμπάς στις κερκίδες και επιστρέφεις στη σκηνή.

«Στην πόλη των τρελλών»

«Άσπρο» ψιθυρίζω στο σκοτάδι. «Μαύρο» φωνάζεις λουσμένος στο φως. «Άσπρο» ξαπλώνω μπρούμυτα στις κερκίδες. «Μαύρο» ξαπλώνεις μπρούμυτα στη σκηνή. «Άσπρο» σου απλώνω το χέρι. «Μαύρο» απλώνεις το δικό σου. Το τεντώνεις να με φτάσεις. «Άσπρο» σου γυρίζω πλάτη. «Μαύρο» σηκώνεσαι και έρχεσαι και με βουτάς και με γυρίζεις στη σκηνή.

Πλάσε με. Φτιάξε με. Βγάλε με στο ταξίδι...




Τα φώτα σβήνουν. Πέφτω στη σκηνή. Η μουσική δυναμώνει. Ρυθμός. Νοιώθω τη σκηνή να πάλλεται. «Je suis un home». Χτυπάω τη σκηνή στο ρυθμό με τα χέρια μου. Φως. Δώσε μου πίσω το φως. Σηκώνομαι και πάω στην άκρη της σκηνής. Ένας αόρατος τοίχος. Κολλάω το κορμί μου πάνω του.
Φως. «Rue de la paix». Ακολουθώ τον τοίχο με τις παλάμες μου. Σε βλέπω στο ημίφως, στο βάθος με την κονσόλα να με κοιτάς. Επιστρέφω πίσω στη σκηνή. Ανάβεις όλα της τα φώτα. Με την πλάτη γυρισμένη πετάω την μπλούζα μου και μένω με το φανελάκι. Ακολουθώ τον ρυθμό σου. Γεμίζω τη σκηνή. Αυτή είναι η ψυχή μου, αυτό είναι το σώμα μου. Σου μεταφράζω τους στίχους με το κορμί μου.
Βροχή. «Rodeo». Σβήνεις τα φώτα εκτός από ένα. Πέφτω στα γόνατα με τα χέρια μου ανάμεσα στα μαλλιά μου. Χαμηλώνεις το φως. Αφήνεις ελάχιστο καθώς τα δάχτυλα μου ακολουθούν τις γραμμές του κορμιού μου και γέρνω πίσω. Ξαπλώνω στη σκηνή. Η λεκάνη μου κινείται στη μουσική ενώ τα νύχια μου κρατάνε το ρυθμό στο ξύλο. Γυρίζω στο πλάι. Δεν σε βλέπω μα το ξέρω πως είσαι εκεί. Σβήνεις το φως.
«Comme j’ ai mal». Βγάζω το παντελόνι. Μεταμορφώνομαι, βγαίνω από το κουκούλι και γίνομαι μια πεταλούδα παράξενη για να παίξεις.


Ανάβεις τα φώτα. «Deshabillez-moi». Σηκώνομαι. Ακολουθώ το ρυθμό. Ακολουθείς τα πόδια μου. Σηκώνω τα χέρια μου. Το ένα γλιστράει στο άλλο. Αγκαλιάζονται. Κυματίζουν στο ρυθμό της μουσικής. Πλάτη. Γυρίζω το κεφάλι στο πλάι. Παίζω καλά το παιχνίδι σου; Ε; Τι λες; Σκύβω και σηκώνομαι αργά. Γυρνώ. Πλησιάζω την άκρη της σκηνής. Πλάσε με. Φτιάξε με. Βγάλε με στο ταξίδι.




Σβήνεις τα φώτα. «Avant que l'Ombre». Νοιώθω την ανάσα σου να πλησιάζει. Τα χέρια σου ψάχνουν το κορμί μου. Το στόμα σου το δικό μου. Εδώ σταματάει το θεατρικό παιχνίδι και ξεκινάμε εμείς…

Mea Culpa


Ξαπλώνω στη σκηνή με τον προβολέα πάνω μου ενώ όλα τα άλλα φώτα είναι σβηστά. Βάζω το δεξί μου χέρι στο στήθος και το αριστερό στην κοιλιά. Συγκεντρώνομαι στην ανάσα μου με τα μάτια κλειστά ενώ η μουσική των Enigma, που ακούγεται από τα ηχεία αρχίζει να ξεθωριάζει. Γίνομαι όλη φως. Σχηματίζω στη σκέψη μου τα χέρια μου, τα πόδια μου, το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, το λαιμό μου. Όλα να μετουσιώνονται σε φως. Εισπνέω από την μύτη και εκπνέω από το στόμα αργά. Ακολουθώ τον ρυθμό που θέλει η ανάσα μου. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από την ανάσα μου και το φως. Σιγά-σιγά μαζεύω αυτό το φως. Με κάθε μου ανάσα συγκεντρώνεται όλο στην κοιλιά μου και γίνομαι μια σφαίρα φωτός. Μένω εκεί. Μια σφαίρα φωτός που ανασαίνει.
Ανοίγω τα μάτια αργά. Γίνομαι ένα με το φως του προβολέα. Το κορμί μου ακολουθεί τη μουσική. Κινούμαι μαζί της. Μελωδία και φως ένα. Μ’ αγκαλιάζει, με ταξιδεύει στο πάτωμα της σκηνής, στον αέρα. Τα χέρια μου, ελεύθερα από μένα, ζωγραφίζουν εικόνες ενώ ο κορμός μου σκορπάει το φως που είμαι. Τα πόδια πατάνε τη σκηνή φευγαλέα αλλά δεν της δίνονται. Πλαγιάζουν πάνω της, σηκώνονται, πότε την πατάνε με δύναμη, πότε στις άκρες των δακτύλων. Ζήτα με σκηνή. Απόψε. Τώρα.
Θα με ζητήσεις εσύ, να με κάνεις δική σου αυτή τη φορά. Κλείνω τα μάτια. Την ξέρω τη σκηνή. Δεν θα φύγω από το σώμα της. Νοιώθω το φως να με αγκαλιάζει, να με ζεσταίνει. Του κρύβομαι και του δίνομαι ξανά. Νοιώθω το ξύλο να συνομιλεί με τα γυμνά μου πόδια. Το αγκαλιάζω και του φεύγω. Ένα σώμα αγαπημένο. Ένα σώμα που ποθεί. Ένα σώμα που σπαρταράει στα χέρια μου από ηδονή.
Σώμα και αίμα σου προσφέρω. Δεν πήρα τίποτε άλλο μαζί μου τη νύχτα αυτή. Σιωπή και μουσική. Φως και σκοτάδι. Χορεύω και η σκιά μου τσαλακώνεται στις μαύρες κουρτίνες, κομματιάζεται και σκορπά στο φως. Δώσε ημίν τούτον τον ξένον. Δεν ήρθα γονυπετής να προσκυνήσω. Θυσία προσφέρω. Οίνος, έλαιον, άρτος και κεριά περιμένουν αναμμένα σε κάποια εξορία. Θυμίαμα καίω τη μουσική. Ανάσα την καίει. Έλα. Μαζί μου. Ακολούθα με. Ταξίδεψε το κορμί μου. Έλα. Πάρε με. Τι στέκεσαι και με κοιτάς στο σκοτάδι;
Δεν το βλέπεις; Δικιά σου είμαι.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2008

Σταμάτα να μου μιλάς για θέατρο και έλα να παίξουμε



Η σχολή ήταν απίστευτα πληκτική. Δεν χωρούσα πουθενά. Ήταν λες και είχα πέσει από άλλον πλανήτη. Περιφερόμουνα στο πανεπιστήμιο μέχρι που είδα το θεατράκι. Ακουγόταν μουσική. Μπήκα. Ακόμα ένα μάθημα που θα πήγαινε άκλαφτο. Ένας διάδρομος κακοβαμένος, ένας άδειος χώρος με κερκίδες ξύλινες βαμμένες μπλε και ένα νησί ζωγραφισμένο στον τοίχο. Άνοιξα την πόρτα και τότε τον είδα. Ψηλός, μελαχρινός και αξύριστος. Με ένα τζιν και ένα λευκό μακό μπλουζάκι πάνω στη σκηνή να έχει απλώσει τα ξύλα και να τα κόβει για να φτιάξει σκηνικά. Όλη η ομάδα γύρω του και ο Νίκος να φτιάχνει τα φώτα ψηλά στο ηλεκτρολογείο. Έπεσα πάνω του την ώρα που κατέβαινε με την κονσόλα από την ξύλινη σκάλα. Μου χαμογέλασε. «Νίκος» «Άννα» είπα και ανέβηκα στις κερκίδες στις πίσω θέσεις. Ο Νίκος έβαλε την κονσόλα στις πρώτες κερκίδες και έλεγχε τους προβολείς που ήταν κατεβασμένοι στη σκηνή.
Η μουσική της lorena mckennit γέμιζε το χώρο και εγώ είχα μείνει καρφωμένη σε κείνον τον μελαχρινό, που έφτιαχνε απορροφημένος τα σκηνικά του. Σε κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε, χαμογέλασε απαξιωτικά και συνέχισε να καρφώνει τα σκηνικά. Ο Νίκος έφερε μια σκάλα και άρχισε να ανεβάζει τους προβολείς και να τους στήνει στην κατάλληλη θέση σύμφωνα με το σχέδιο που είχε στο χέρι του. Δοκίμαζε την ένταση, τα φίλτρα και σημείωνε πάνω στο χαρτί. Εκείνος άρχισε να καρφώνει τα τελάρα στη σκηνή. «Εσύ θα γίνεις δικός μου» Μόνο αυτό σκέφτηκα και χάθηκα πάλι στο κορμί του. Δεν θα ήταν εύκολος αλλά και εγώ ήμουν αποφασισμένη.
«Τον Μάρκο κοιτάς;». Ο Νίκος είχε έρθει δίπλα μου, κρατώντας δύο αναψυκτικά στα χέρια του. Μου πρόσφερε το ένα και κάθισε δίπλα μου. «Φοιτητής στην πληροφορική και από ότι βλέπεις πιάνουν τα χέρια του. Ευτυχώς ήρθε ένας τεχνικός από το θέατρο της πόλης και μας έδειξε πώς φτιάχνονται και αμέσως το ‘πιασε και έκτοτε δεν σταμάτησε να φτιάχνει σκηνικά. Η ομάδα δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τον Μάρκο. Τσιγάρο;» Μου πρόσφερε από το πακέτο του αλλά έγνεψα αρνητικά. «Δεν καπνίζεις; Καλύτερα ακόμα αλλά δεν σε βλέπω να την παλεύεις εδώ πέρα αν μείνεις χωρίς τσιγάρο» Χαμογέλασε και κατέβηκε να συνεχίσει να φτιάχνει τα φώτα με το αναμμένο τσιγάρο στο χέρι. Τα παιδιά άρχισαν να παίρνουν θέσεις πάνω στη σκηνή. Ο Μάρκος πήγε δίπλα στην κονσόλα, πήρε κάποιες φωτοτυπίες ενώ ο Νίκος άλλαζε τον φωτισμό.
- Πράξη πρώτη, Ελένη στη θέση σου να δούμε το φωτισμό.
Ξεκίνα τα λόγια σου… Λευτέρη μπαίνεις, τα λόγια σου.
Ώστε ο Μάρκος ήταν ο σκηνοθέτης της παράστασης. Παρακολουθούσα την πρόβα σχεδόν χωρίς ανάσα. Έχασα την αίσθηση του χρόνου. Κάποια στιγμή μπήκε μία κοπέλα και κάθισε δίπλα στον Μάρκο. Τον αγκάλιασε ενώ εκείνος τραβήχτηκε και σηκώθηκε να ανέβει στη σκηνή για οδηγίες. «Δεν είναι μόνος» σκέφτηκα «Θα σε διεκδικήσω ψηλέ. Εμείς οι δυο δεν τελειώσαμε. Τώρα ξεκινάμε.». Η πρόβα τελείωσε και ο Μάρκος την άρπαξε εκεί που μίλαγε με τα παιδιά και τη φίλησε στο στόμα. Όπως τη γύριζε προς το μέρος του, τον είδα, που με κατάλαβε στο ημίφως να τον καρφώνω. Την έγειρε πίσω και έσκυψε πάνω της και τη φιλούσε μέχρι που την έσκασε. Σήκωσε αργά το κεφάλι του και με κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του με διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός. Την σήκωσε, την πήρε από το χέρι, καληνύχτισε τα παιδιά και φύγανε.
«Υπάρχουν 2 ειδών γυναίκες» έλεγε αργότερα γελώντας «Οι όμορφες και οι πιστές. Η Άννα ανήκει στις πιστές». Ο αιώνιος Μάρκος. Εγώ χαμογελούσα πίσω από τα τεράστια γυαλιά μου, με τα στραβά μου δόντια. Το κουνέλι του. Έτσι με αποκαλούσε, όταν με τράβαγε από τα μαλλιά και με φιλούσε τις πλέον ανύποπτες στιγμές.
Εκείνο το βράδυ έφυγα από το θέατρο με ένα βιβλίο το «Πλάθοντας ένα ρόλο» του Στανισλάφσκι. Και με έπλασα. Από την αρχή. Πάνω σε μια σκηνή με έγδυσα και όταν τέλειωσε και αυτό, έγδυσα την ψυχή μου, το παρελθόν, το παρόν και τελευταία τη λογική. Έμαθα να διαλέγω τη μουσική, τα φώτα να φοράω τα μαύρα ρούχα για να έρχεται με ένα fade out και να μου τα βγάζει ένα-ένα. Τον άφησα να με σκηνοθετήσει, να μου δώσει ένα δεύτερο ρόλο για μήνες. Μέχρι που μια μέρα, αφού είχαμε κάνει έρωτα, μάζεψα τα πράγματά μου και του είπα.
- Ήταν η τελευταία φορά. Την επόμενη ή θα έχεις χωρίσει ή δεν
θα υπάρξει επόμενη.
Άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Μαλακίες έλεγα και το ήξερα. Και
να μην την χώριζε εγώ πάλι εκεί θα πήγαινα. Αλλά έπρεπε να παίξω και το τελευταίο μου χαρτί. Ευτυχώς είχε βαρεθεί την όλη κατάσταση και τα ψέματα στην άλλη και χώρισε. Ήμουν πιο υπάκουη. Μετά από λίγο συγκατοικήσαμε. Ο Μάρκος είχε βρει μια δουλειά για να μην ζητάει συνέχεια από τους δικούς του λεφτά και έλεγε στους φίλους του. «Μάζεψα λεφτά και θα έπαιρνα ή πλυντήριο ή video αλλά ήρθε η Άννα να μείνει μαζί μου και πήρα το video». Ο Μάρκος που γελούσε και δεν έλεγε ποτέ σ’ αγαπώ. Ο Μάρκος που έσφιγγα στην αγκαλιά μου τις νύχτες κλαίγοντας βουβά να μην τον ξυπνήσω.
Μαζί φτιάξαμε το θέατρο από την αρχή. Μαζί και ο Νίκος να πραγματοποιεί κάθε σχέδιο του Μάρκου. Αυτός ο άντρας ήταν το πιο κακομαθημένο παιδί του κόσμου και ο καλύτερος δημαγωγός από όλους. Τσακίζονταν όλοι να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες του, πιστεύοντας ακράδαντα ότι έκαναν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι. Ο Μάρκος δεν μιλούσε πολύ. Καθόταν στο πιο αθέατο σημείο που μπορούσε όμως να ελέγχει τα πάντα. Μιλούσε πάντα στο τέλος αφού είχε ψυχολογήσει ανθρώπους και καταστάσεις και κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό του.
Βάψαμε το θέατρο μαύρο. Το αγαπημένο του χρώμα. Καρφώσαμε μαύρα πανιά γύρω από τη σκηνή γιατί τότε δεν είχαμε λεφτά να ράψουμε κουρτίνες και αρχίσαμε επιτέλους να βάζουμε σε μία τάξη το σκουπιδαριό, που λέγανε αρχείο. Έβαφα έναν κόσμο μαύρο και εσύ μου μάθαινες το φως. Διάβαζα ασταμάτητα βιβλία για το θέατρο και τότε αποφάσισες να ξεκινήσουμε θεατρικά παιχνίδια.
Σου αρνήθηκα ποτέ κάτι;

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008

Νομίζω πως κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα... αλλά μπορεί και όχι.


Περπατάω στο δρόμο. Είμαι ξυπόλυτη μα δεν με νοιάζει. Πρέπει να προχωρήσω. Δεν ξέρω, πού πρέπει να πάω. Μα πρέπει να συνεχίσω. Κρυώνω. Ιδρώνω. Είμαι τόσο κουρασμένη. Οι περαστικοί μου ανοίγουν δρόμο να περάσω και εγώ προχωρώ, μα κάθε μου βήμα γίνεται όλο για πιο αργό, όλο και πιο ασταθές. Το κεφάλι μου βουίζει.
Πέμπτη σήμερα. Μια Πέμπτη φυλακισμένη σε μια καρδιά σε έναν τοίχο. Είχαμε πάει όλοι μαζί στην μπυραρία, που μ΄ αρέσει να γιορτάσουμε την επέτειό μας. Εγώ είχα παραγγείλει τις μισές μπύρες του καταλόγου και εσύ έκανες αστεία με την παρέα. Σε πείραζα και όπως σου έβαζα χέρι, έψαχνα για το δώρο μου. Το είχες ξεχάσει; Ήταν η επέτειός μας, βλάκα! Για αυτό ήμασταν όλοι μαζί. Κάποια στιγμή πήγα στην τουαλέτα και βγαίνοντας σε είδα στον καναπέ να φιλιέσαι με την Γωγώ ενώ οι άλλοι συνέχιζαν να πίνουν, να καπνίζουν και να γελούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Προχώρησα, δεν ήρθα προς το τραπέζι, συνέχισα και βγήκα έξω. Άρχισα να προχωράω όταν κάποιος με έπιασε από τον ώμο. Ο Νίκος, ο κολλητός σου. Μου έδωσε το μπουφάν να το φορέσω, την τσάντα μου και μου ‘ πε «Πάμε».
Ποτέ δε μιλούσε ο Νίκος. Δεν του άρεσαν τα πολλά-πολλά. Πήγαμε σπίτι του. Εγώ τρέκλιζα για να πω την αλήθεια, οπότε ήταν μισό βήμα πίσω μου για να κρατήσει αν κάνω πως πέφτω. Μπήκαμε, άφησα την τσάντα να πέσει, στη συνέχεια το μπουφάν, τη μπλούζα και σωριάστηκα στον καναπέ να βγάλω και τις μπότες. Δεν τα κατάφερνα και τότε ο Νίκος γονάτισε στο ημίφως να με βοηθήσει. Ήταν η στιγμή που είδα εκείνη τη λάμψη στα μάτια του. Με ήθελε. Με ζητούσε. Τον φίλησα στο στόμα και μετά πρέπει να λιποθύμησα.
Ξύπνησα στο κρεβάτι του Νίκου ενώ άκουγα βρισιές και βλαστίμιες από το σαλόνι. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει, τα πάντα γυρνούσαν γύρω-γύρω αλλά σηκώθηκα στο σκοτάδι να δω τι γίνεται. Είχες έρθει και έκανες σκηνή. Πλησίασα να ακούσω πιο καθαρά. Είχατε έρθει στα χέρια και παλεύατε μέχρι τελική πτώσεως. Ο Νίκος ήταν πιο δυνατός αλλά εσύ ήσουν ο αδίστακτος. Προσπαθούσα να ακούσω τι λέτε. Το ήξερες ότι ο Νίκος με γούσταρε. Το αποψινό ήταν το γνωστό γκομενοτεστάκι σου. Χωρίζεις μία γκόμενα για να δεις την αντίδρασή της και από αυτό κρίνεις αν αξίζει να μείνεις μαζί της μέχρι να βαρεθείς ή όχι. Τόσα χρόνια έχει δουλέψει άψογα. Δε σε απογοήτευσε ποτέ. Και απόψε ο Νίκος το χάλασε γιατί με γουστάριζε και έπρεπε να πληρώσει για αυτό.
Ο Νίκος δεν έλεγε τίποτα. Χτύπαγες βρώμικα και είχε πέσει στο πάτωμα. Κάποια στιγμή έφυγες να πας στο μπάνιο και πήγα πάνω από τον Νίκο. Ήταν καταματωμένος. Και τότε σε είδα να βγαίνεις από το μπάνιο με ένα από τα ράφια. Έπεσα πάνω από τον Νίκο καθώς το κατέβαζες με μανία πάνω μου. Δεν ξέρω πόσες έριξες αλλά μόλις σε είδε να με χτυπάς σηκώθηκε και συνεχίσατε να δέρνεστε. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Βγήκα από την πολυκατοικία και περπατώ στο πεζοδρόμιο.
Σταματάω. Δεν μου φτάνει η ανάσα. Νοιώθω αδύναμη. Προσπαθώ να δω λίγο φως μα όλα μαυρίζουν. Πέφτω.