Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 26, 2009

.

Μικραίνουν οι αποστάσεις; Στερεύει ο χρόνος; Κοιτάζω την θάλασσα και μετρώ τον χρόνο που στοιβάζω ανάμεσά μας. Δεν είναι αρκετός. Ποτέ δεν ήταν. Το ξέρουμε και οι δυο. Άλλοτε το παραδεχόμαστε και άλλοτε όχι.

Μετρώ με ξένο βλέμμα τη γέφυρα. « ένα… δυο… τρεις… τέσσερις γέφυρες». Ίσως για αυτό συνεχίζω να γυρίζω για σένα. Γιατί εδώ έμαθα να γλιστρώ, να πέφτω, να χάνομαι. Το πρόσωπό σου ξεθωριάζει. Σου αλλάζω ονόματα αλλά δεν σε πειράζει. Έτσι δεν είναι;

Παράξενο πράγμα ο χρόνος. Ξεβράζει το περιττό κατά κύματα στο πόδια μου. Παράξενα όντα και εμείς. Η σιωπή γουργουρίζει στα πόδι μου και το τσιγάρο περιχαρακώνει το τώρα. Δεν πιστεύω στη σύμπτωση, το τυχαίο, το λάθος. Ίσως να μην πιστεύω σε τίποτα παρά μόνο στην ομορφιά. Εκείνη την ομορφιά που σώζει την ψυχή, που σώζει τον κόσμο.

Ήμουν καλή μαθήτρια. Έμαθα. Ποιο το όφελος; Το να ζεις είναι τέχνη, μουσική , χορός, υπέρβαση. Και αυτό δε διδάσκεται μικρέ μου. Είναι η ύβρις και ο σαρκασμός στο φευγαλέο της ύπαρξης. Είναι γιορτή σαν την θάλασσα που απλώνεται πιο πέρα από τα χέρια μας. Είναι το ταξίδι που γεννιέται πάνω από τη θάλασσα, πέρα από τις γέφυρες.


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2009

O Νώντας από την Κατερίνη και ο Άγιος Βασίλης.

«Όσοι νύχτα περπατούν, την άδεια του Νώντα πάντα πρέπει να ζητούν». Υπογραφή Νώντας.

Ακόμα να το χωνέψει η Σούλα πώς έπεσε με αυτήν την ατάκα, το χειροφίλημα και κυρίως με τις ψεύτικες σαμπάνιες, που άνοιξε στα πόδια της εκείνο το βράδυ, πριν ανοίξει και τα πόδια της λίγη ώρα αργότερα. Η Σούλα-Μανικιούρ-Πεντικιούρ ήταν γατόνι. Δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πριν προλάβει ο Νώντας να κάνει αλλαγές στο δεύτερο πρόγραμμα βρέθηκε από ιδιοκτήτης πίστας, σύζυγος Σούλας και σε σύντομο χρονικό διάστημα και πατέρας.

Η Σούλα όμως έπληττε. Έτσι γρήγορα ήρθε στη ζωή της ο Χαράλαμπος. 20 χρόνια νεότερος του Νώντα, με τρόπους και πτυχία. Ο Νώντας βέβαια την είχε προειδοποιήσει πως αν έμπαινε άντρας άλλος από αυτόν στο σπίτι με το παιδί, θα την πέταγε στο δρόμο με την μία. Η Σούλα δεν υπήρξε ποτέ ανόητη. Ο Χαράλαμπος δεν πέρασε το κατώφλι της ποτέ. Αλλά δεχόταν την επίσκεψη του αι- Βασίλη… καθημερινά.

Άδικα λένε πως από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Ο Νώντας δεν το πίστεψε ποτέ. Όπως δεν πίστεψε και στον Άγιο Βασίλη αλλά ακόμα και τώρα, που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, πιστεύει τυφλά τη Σούλα.

(Και ακόμα ένα παιδί –ευχαριστημένος καταναλωτής- στην ύπαρξη του Άι Βασίλη… )


Σ.Μ. Η ιστορία είναι φανταστική. Ή μήπως όχι;



Tu sais ce qu'il faut faire pour vivre au milieu des sirènes ? [...]
Tu descends au fond de la mer très loin
Si loin que le bleu n'existe plus
Là où le ciel n'est plus qu'un souvenir
Une fois que tu es là, dans le silence, tu y restes
Et si tu décides que tu veux mourir pour elles
Rester avec elles pour l'eternité
Alors elles viennent vers toi et jugent l'amour que tu leur porte
S'il est sincère
S'il est pur
Et si tu leur plaît
Alors elles t'emmèneront pour toujours


Σάββατο, Ιανουαρίου 17, 2009

Χαμογέλα μου! Σάββατο σήμερα!

Νέα γκαρνταρόμπα, έπιπλα, νέες φάτσες και πολλές πολλές ενδορφίνες να κυλούν στο αίμα.
Κάτι έχουμε εδώ.
Δεν βαρέθηκες τις κουβέντες; Καιρός να κάνουμε και κάτι!
Έλα. Πάμε μαζί... Το νοιώθω ότι το 'χεις.



(Περισσότερα προσεχώς. ;) )

Σάββατο, Ιανουαρίου 10, 2009

Κερνάω τσιγάρο, έχεις φωτιά; Πιάσε τα σπίρτα!

Άραγε τώρα που βομβαρδίζονται τα πάντα.... έμειναν σπίρτα για τα παιδιά στη Γάζα; Ένα τελευταίο σπίρτο πριν βγουν και αυτά στο ταξίδι....

RazorLight Wire to Wire



What is love but the strangest of feelings?

A sin you swallow for the rest of your life?

You've been looking for someone to believe in

To love you, until your eyes run dry



She lives on disillusion road

We go where the wild blood flows

On our bodies we share the same scar

Love me, wherever you are



How do you love with fate full of rust?

How do you turn what the savage take?

You've been looking for someone you can trust

Who will love you, again and again



How do you love in a house without feelings?

How do you turn what that savage take?

I've been looking for someone to believe in

Love me, again and again



She lives by disillusions close

We go where the wild blood flows

On our bodies, we share the same scar



How do you love on a night without feelings?

She says "love, I hear sound, I see fury"

She says "love's not a hostile condition"

Love me, wherever you are



Love me, wherever you are

Love me, wherever you are

Wherever you are

Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2008

Πάτωμα Τάνια Τσανακλίδου


Ο ήλιος τρύπωνε στο δωμάτιο ανάμεσα από τα κενά των παραθυρόφυλλων. Μισάνοιξε τα μάτια και ξαπλωμένη στο κρεβάτι χάζευε τη σκόνη να αιωρείται πάνω στις αχτίδες του σαν να μαχαιρωνόταν η συνήθεια πέφτοντας σε μία λάμα από φως, χωρίς φιλί, δίχως μια στάλα αίμα. Περίμενε. Ούτε ένας αναστεναγμός δεν ξεβράστηκε σε τούτη τη σιωπή. Σηκώθηκε και στάθηκε πίσω τους. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Εδώ στο νησί, δεν είχε ποτέ σημασία, ούτως ή άλλως. Μερικές γραμμές θάλασσας μόνο και η μυρωδιά της ερωμένης, που όλο απλώνεται και δίνεται, μα κανένας δεν ξέρει τι και ποιον θα αρπάξει ξαφνικά για να τα κρύψει στα σπλάχνα της.
Την αγαπούσε την θάλασσα. Όταν έφευγαν όλοι, εκείνη επέστρεφε. Στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες ημερομηνίες, χωρίς κινητά, υπολογιστές και ταυτότητες. Μόνη. Χρόνια τώρα στεκόταν πίσω από αυτό το παραθυρόφυλλο με τα κουρτινόξυλα αποκαθηλωμένα στο πλάι και τις κουρτίνες να σέρνονται στο πάτωμα.
Ακούμπησε το μέτωπο στο μπλε ξύλο και εκείνο οπισθοχώρησε ελαφρά. Μέσα από τη σχισμή είδε τον ήλιο να καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Η παραλία έρημη και ένα αεράκι να φυσάει απαλά, να ταξιδεύει την αλμύρα. Άνοιξε τα χέρια και κόλλησε τη γύμνια της πάνω στα παραθυρόφυλλα, πασχίζοντας να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά στην αντανάκλαση του ήλιου, που την τύφλωνε. Το κρύο αεράκι έκανε το κορμί της να ανατριχιάσει. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έριξε όλο το βάρος της στα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα. Να και κάτι λοιπόν που την άντεχε ακόμη, τόσα χρόνια μετά. Χαμογέλασε και έκανε μεταβολή.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο καμβάδες, πινέλα και χρώματα. Κόκκινο, κίτρινο, μπλε, άσπρο και μια στάλα μαύρο να λάμπει το άσπρο περισσότερο. Τοποθέτησε ένα λευκό τελάρο στο καβαλέτο, το μετέφερε δίπλα στα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και άρχισε να ζωγραφίζει. Χωρίς πληρωμή, δίχως παραγγελία, μόνο για κείνη. Ζωγράφιζε μέχρι να τελειώσουν τα χρώματα, οι καμβάδες, ή ο καημός (ανάλογα ποιό ξοδεύονταν γρηγορότερα) και μετά τα μάζευε και τα έκαιγε όλα μαζί το τελευταίο βράδυ πριν φύγει στην παραλία.
Ζωγράφιζε παθιασμένα λες και πάλευε να φυλακίσει ή ίσως και να απελευθερώσει κάτι αλλά το τελάρο εκείνη τη μέρα δεν την έφτανε. Ξαφνικά το ποτήρι με το νερό που ήταν πάνω στο τραπέζι έπεσε και έσπασε στο πάτωμα. Σταμάτησε και τότε αντίκρυσε το χέρι της να στέκεται μετέωρο στον αέρα με το πινέλο. Τις αχτίνες του ήλιου και την σκόνη να πέφτει πάνω του.
Στάθηκε για μια στιγμή εκεί,ικέτιδα γυμνή στο μαχαίρι του ήλιου που δεν την έκοβε, μα ούτε τη ζέσταινε. Μια στιγμή μόνο και μετά άρχισε να ζωγραφίζει το κορμί της. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Όλη του την ιστορία, όλα του τ’ αγγίγματα και όλες του τις θύμησες. Όταν τέλειωσε, σηκώθηκε και στάθηκε ξανά στο παραθυρόφυλλο. Το άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Φυσούσε μα δεν την ένοιαζε. Γύρισε και κοίταξε πίσω. Ο καμβάς της, να μείνει κάτι απ’ το όνειρο. Έκανε μεταβολή και άρπαξε το σεντόνι. Το τύλιξε γύρω της.
Ο ήλιος ορμούσε στο δωμάτιο, η καθρέφτης την παρακολουθούσε καθώς το πετούσε στο πάτωμα και έπεφτε στο κρεβάτι ζωγραφίζοντας με το κορμί της τον δεύτερο καμβά της. Όταν τελείωσε, ανακάθισε και κοίταξε τη θάλασσα. Μια ανάσα βαθιά στο παγωμένο αεράκι. Άρπαξε τα σεντόνια, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς την παραλία με τα πολύχρωμα πέπλα να κρέμονται στα χέρια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με ένα μακροβούτι χάθηκε στη θάλασσα.

----
Αφιερωμένο στη Ρία που το ξεχώρισε για να το αγαπήσει.


Τάνια Τσανακλίδου: Πάτωμα

Παρασκευή, Οκτωβρίου 24, 2008

Μεσημέρι...


Ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικός. Είχε τα μάτια ανοιχτά καθώς οι ακτίνες του καρφώνονταν ανελέητα στο κορμί της πάνω σ' εκείνο το βρώμικο πεζοδρόμιο. Παράξενη που είναι, στιγμές σαν αυτή, η σιωπή της πόλης.
Στάθηκε έξω από την πόρτα της τράπεζας ψάχνοντας στην τσάντα της το κινητό της. Ένα κορνάρισμα και ένα ουρλιαχτό την έκαναν να ανασηκώσει το κεφάλι. Ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει λίγα μόλις εκατοστά από ένα παιδί, που στεκόταν στη μέση του δρόμου αποσβολωμένο. Η γυναίκα, που ήταν μαζί του, έτρεξε προς το μέρος του, το πήρε αγκαλιά και απομακρύνθηκαν τρέχοντας την ώρα που ο οδηγός έβριζε χειρονομώντας ακατάπαυστα.
Ένα πουλί πέρασε ξυστά από το πρόσωπό της αφήνοντας πίσω του ένα άσπρο πούπουλο να πέφτει αργά στο πεζοδρόμιο. Δοκίμασε να το πιάσει για γούρι αλλά δεν τα κατάφερε. Κοίταξε κάτω. Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο λάσπες και σκουπίδια. Όχι, δεν θα έσκυβε να το πιάσει. Άνοιξε και πάλι την τσάντα της και συνέχισε να ψάχνει για το κινητό της.
Ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά της. Κάποιος την άρπαξε από πίσω παγιδεύοντάς την με το αριστερό του χέρι. Ένοιωσε το παγωμένο μέταλλο στον δεξί κρόταφό της. Άκουσε μια φωνή στο αυτί της.
- Μην κουνηθείς. Μην πεις λέξη!
Δύο αστυνομικοί βγήκαν από το περιπολικό. Έβγαλαν τα όπλα τους
και τη σημάδεψαν. Οι περαστικοί απομακρύνθηκαν τρέχοντας. Ο άγνωστος την έσφιξε ακόμα περισσότερο πάνω του. Την έσφιγγε τόσο πολύ, που ένοιωθε πως θα της κοπεί η ανάσα αλλά δεν είπε λέξη. Πίεσε το όπλο του στον κρόταφό της τόσο πολύ, που το κεφάλι της έγειρε προς τα αριστερά. Οι αστυνομικοί οπισθοχώρησαν με τα όπλα προτεταμένα.
Φωνές. Δεν άκουγε τι έλεγαν. Δεν καταλάβαινε. Ένα πουλί πέρασε ξυστά μπροστά από τα μάτια του αστυνομικού, που στεκόταν απέναντί της. Είδε ένα μαύρο πούπουλο να πέφτει αργά στο δρόμο. Εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση να το πιάσει. Το πρόσωπό του άρχισε να παραμορφώνεται από τον εκνευρισμό. Το όπλο, που τη σημάδευε, άρχισε να κινείται απειλητικά. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με εκείνο του δεύτερου αστυνομικού, που στεκόταν πιο πίσω, σημαδεύοντάς την και εκείνος με το όπλο του. Δεν χρειαζόταν να πουν λέξη. Μέσα σε εκείνη την ερημιά και την ησυχία τα κατάλαβε όλα.
Ήρθαν και άλλα περιπολικά. Ήρθαν και άλλα όπλα και παρατάχθηκαν σημαδεύοντάς την. Ευτυχώς που δεν άκουγε τις φωνές. Έβλεπε μόνο τα αγριεμένα πρόσωπα, τον έρημο δρόμο. Ένοιωθε το κορμί της να μετακινείται βίαια. Μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά μα πάντα να επιστρέφει στην αρχική του θέση. Μια αναπνοή βίαιη. Μια ανάσα που βρωμούσε.
Τα πουλιά είχαν εξαφανιστεί. Άρχισαν να καταφτάνουν φορτηγάκια με σήματα επάνω. Άνοιξαν τις πόρτες και αυτόχειρες με τα μικρόφωνα στραμμένα πάνω τους, ξεκίνησαν να μιλούν ασταμάτητα μπροστά από τις κάμερες. Το όπλο την πίεζε με δύναμη στο κεφάλι. Απομακρυνόταν και σαν κύμα έσκαγε πάλι πάνω της.
Αν άκουγε, θα μπορούσε να αντιληφθεί τον εκνευρισμό που μεγάλωνε, τις απειλές, το αναπόφευκτο που κατέφθανε καλπάζοντας, προσπερνώντας ολοένα και πιο γρήγορα κόκκινα φανάρια και διαφημιστικά διαλείμματα. Αν άκουγε, θα καταλάβαινε τον πυροβολισμό, που γέμισε το πεζοδρόμιο κόκκινα φανάρια την ώρα που οι τηλεοράσεις εξέπεμπαν διαφημιστικά διαλείμματα.
Ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικός. Είχε τα μάτια ανοιχτά καθώς οι ακτίνες του καρφώνονταν ανελέητα στο κορμί της πάνω σ' εκείνο το βρώμικο πεζοδρόμιο. Παράξενη που είναι, στιγμές σαν αυτή, η σιωπή της πόλης.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2008

Τι θα έβλεπες αν ήσουν τυφλή;


Λαθρεπιβάτης της μέρας, έκπτωτη του ονείρου, ισορροπώ στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοιτώ δεξιά. Οι επιθυμίες καλπάζουν στην άσφαλτο, διαπερνούν τα άδεια πουκάμισα. Δίχως σέλες και χαλινάρια, δίχως τρελούς στην πλάτη τους, παίρνουν φόρα και πηδούν πάνω απ’ τις 7 ασπρόμαυρες νύχτες και μετά χάνονται. Ακούγεται μόνο το ποδοβολητό τους ανάμεσα στα κορναρίσματα και τους ανθρώπους που μιλούν στα κινητά τους.

Βγάζω το δεξί μου πόδι λίγο πιο μπροστά, χαϊδεύω με το πέλμα τις μικρές καταστροφές μου. Τι θα γινόταν; Αν γλιστρούσα σε τούτο εδώ το κόκκινο; Κάποιος με σπρώχνει για να περάσει. Κοιτάζω αριστερά. Πουλιά που πετούν οι σκέψεις. Άναρχες, ανακατεύοντας τις πορείες των περαστικών ανθρώπων. Ιριδίζουσες, γκρι, μαύρες σκίζουν τον ουρανό, χάνονται στο φως για να κοτσιλίσουν τα πιο ακατάλληλα σημεία.

Με βλέπουν. Χαμηλώνω το βλέμμα στα ζωγραφισμένα κάγκελα του δρόμου. Γιατί περπατάμε ψηλαφιστά τα άσπρα κάγκελά μας; Άψυχοι, φασαριόζικοι ίπποι με προσπερνούν κορνάροντας. Η άσφαλτος ξεχύνεται μπροστά μου όμοια με μαλλιά κρυφής ερωμένης, να τ’ αρπάξω να ανέβω στο κορμί της, να μαθητεύσω στα μυστικά, στις γητειές, στο παιχνίδι. Βγάζω το παπούτσι και το αφήνω να πέσει στο δρόμο. Ακουμπώ το γυμνό πέλμα στην άκρη του πεζοδρομίου. Με βήμα κουτσό περπατείται το κόκκινο.

Ένα πράσινο φως μαχαιρώνει την παύση μου. Εμποδίζω το χρόνο, που βηματίζει ρυθμικά, κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο, με σημαίες και χρησμούς για συνθήματα, διασχίζει τα διακεκομμένα σύνορα της σύμβασης, χάνεται σε ένα ρεύμα αντίθετο. Στα χέρια μου τα κλειδιά τη φυλακής.

Μια φωνή πλησιάζει μες σ’ ένα φρενήρες πορτοκαλί. Μου πιάνει το χέρι. Αφήνω τα κλειδιά να πέσουν. Σ’ όλη αυτή τη φασαρία, δεν ακούει κανείς. Κάποιος τα παρασέρνει στις διαβάσεις με κλωτσιές. Χέρια στους ώμους μου. Γέρνω το κεφάλι δεξιά, να νοιώσω, να υπάρξω, να δω. Τα κλειδιά κομματιάζονται από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Το μαύρο που κοιτώ απέναντι μου δείχνει την κόκκινη καρδιά του που λάμπει. Μια σειρήνα προσπερνά ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένη. Κλείνω τα μάτια.

Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και γέρνω μπροστά. Τώρα. Όσο είμαι ακόμα μια στιγμή σ’ αυτούς τους δρόμους που βιάζονται από το χρόνο. Ένα χέρι στο στήθος και ακόμα ένα στη μέση μου, μ’ αρπάζουν και με τραβάνε πίσω, με σφίγγουν πάνω σε ένα σώμα αντρικό, να νοιώσω το πόθο του, την ορμή του να κομματιάζει το κόκκινο, να ξεσκίζει την ανάσα του, να με πετάει στο άβατο του έρωτα.

Τι θα γινόταν αν εκείνο το ανεπαίσθητο δευτερόλεπτο, που ριγώ φανερώνονταν και έσπαγαν οι καταρράκτες του δύο που γίνεται ένα ξανά πάνω στα stop που κανονίζουν τους δρόμους; Θα μ’ έπαιρνες στην άκρη αυτού του επίπλαστου γκρεμού, ανάμεσα στις μνήμες, που ανεμίζουν καρφωμένες στους φωτεινούς σηματοδότες; Θα άλλαζες τον κόσμο για να βρεθεί χώρος για μας; Θα πάγωνες το δευτερόλεπτο, να ανοίξει η καταπακτή κάτω από τα πόδια μας, να γυρίσουμε το μαχαίρι στην καρδιά της μοναξιάς, να πετάξουμε μια φορά ακόμα προς την ποίηση, που σπαρταρά στον δικό της επίπλαστο γκρεμό.

Γέρνω το κεφάλι μου πάνω σου. Μην ψάχνεις το σώμα μου, μην ψαχουλεύεις την ψυχή μου, μη ξελογιάζεις την επιθυμία. Όχι, αφού δεν μπορείς να με κρατάς καθώς γίνομαι άμμος να με σκορπίζουν σ’ αυτήν την αχανή έρημο που διακλαδίζεται στα πόδια σου. Όχι, αφού διαλέγεις τόση θάλασσα να σημαδεύει το βήμα μου την ώρα που γλιστρά και πέφτει απέναντι από το κόκκινο που αναβοσβήνει εκρυγνυόμενο εκεί που καθρεφτίζομαι. Όχι, δειλό, βουβό να μοιάζει με ναι καθώς μ’ αρπάζεις ακόμα μια φορά.

Δεν σ’ ακούει κανείς εκτός από μένα. Σε τούτο το σταυροδρόμι της Λωραίνης, συνάζω τα ξερόκλαδα σωρό να ‘ναι έτοιμα σαν έρθουν να με κάψουν σαν αιρετική. Ανάψτε τις φωτιές να καίγονται αυτοί που έχουν το θράσος να επιλέγουν αλήθειες μισές σε μια πραγματικότητα καθολική με εντολές απόλυτες, να υποκλίνονται ιδρωμένοι σε κείνο που κατακρημνίζεται στη ρωγμή της ύπαρξης. Φέρτε τις γραφές, να τις ανοίξουμε πάνω στα σταματημένα αυτοκίνητα, να ψάξουμε παράγραφο – παράγραφο, γραμμή προς γραμμή, αφορισμούς της υπέρβασης, ύμνους της συνέπειας που άφησα πίσω μου την μέρα που το εγώ μ’ έδιωχνε απ’ τον παράδεισο με την αμαρτία χαραγμένη πάνω μου.

Έχουμε γιορτή απόψε. Μέσα στο μεσημέρι, θα κάψουμε μάγισσες, να ξεκληριστεί η μυστικιστική λατρεία της Θεάς, σε τούτη την άφυλη αλήθεια. Έρχονται να με ζητήσουν. «Δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώσετε» Να το θυμάσαι όταν θα παραδίδεις το σώμα μου καθώς το ‘χουμε συμφωνημένο. Γι’ αυτό τα χέρια μου δεν διώχνουν τα δικά σου, γι’ αυτό δεν γυρνώ να με κοιτάξεις, να μην το σκεφτείς δεύτερη φορά, να μην μετανιώσεις, σ’ αυτήν την παγωνιά, που μας φορά καρότα για μύτες.

Ακούς. Πλησιάζουν μέσα στα χρώματα με τις δάδες στα χέρια. Μη χαλαρώνεις το σφίξιμο. Όχι ακόμα. Χέρι με χέρι να με παραδώσεις. Ακούς. Είναι τυφλά τα μάτια, δεν γνωρίζουν το διάφανο, που δροσίζει την ανάσα σου πάνω μου.

Μη με σηκώνεις από τη γη, χάνω τη δύναμή μου να υποτάσσομαι, μπήγεται η αστραπή κατάστηθα, ξεδιπλώνονται τα μαύρα φτερά σου. Θα σε δουν. Θα καταλάβουν. Πως είμαστε ίδιοι. Θα αρπάξουν και σένα. Μα δεν είναι ο καιρός σου ακόμα. Μίλα μου. Για το ανώδυνο, το σύνηθες, τη λήθη που θα γίνω όταν θα πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου. Ψιθύρισε μου λόγια ξένα, να γελαστώ πως μου μιλάς για αγάπη σε τούτη τη γιορτή του πεζοδρομίου. Δίπλα στο αυτί καθώς στέκομαι ακίνητη στα σταματημένα αυτοκίνητα, στους παγωμένους ανθρώπους, στο δευτερόλεπτο που λιποτάκτησε.

Μην ανησυχείς. Δεν γυρνώ να σε κοιτάξω. Απλά επιστρέφω φλεγόμενη στην αρχέγονη μήτρα του σκοταδιού. Κάνε ένα βήμα πίσω. Δεν θα μετακινηθώ. Δεν το κατάλαβες τόσην ώρα; Δεν στέκεσαι στο πεζοδρόμιο. Σε ξερόκλαδα στέκεσαι. Έφτασαν. Κάνε το βήμα πίσω να βάλουν φωτιά. Τώρα.

Ξέρω να τηρώ τις συμφωνίες.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008

Τη μέρα που θα φύγεις...



Τα πρωινά της Κυριακής ήταν πάντα τα πιο δικά της. Άνοιξε τα παράθυρα, έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει και έφερε την σιδερώστρα στο σαλόνι απέναντι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Έβαλε τη λεκάνη με τα πουκάμισά του στο τραπέζι και άρχισε να τα σιδερώνει ένα – ένα, προσεκτικά, περιποιημένα όπως τα ήθελε και όπως του αρέσαν. Μέσα στους ατμούς, ένοιωθε ένα δάκρυ, που πάλευε να ξεφύγει.
Θέλει αρχοντιά ο χωρισμός. Θέλει κέρασμα μερακλίδικο, να ‘χει να ταξιδεύει στις εσχατιές του πόνου. Θέλει τραγούδι χαδιάρικο να κουλουριάζεται η ματαίωση, να μερεύει το άγριο, να λευτερώνει την αρμύρα, που παρασέρνει φεύγοντας τα ξεριζωμένα φτερά του ονείρου. Όσα γραμμάτια και αν υπογράφει ο έρωτας πάντα έρχεται ο χωρισμός να τα διαμαρτυρήσει, να τα εξοφλήσει και κάποιες στιγμές να τα ξεφτιλίσει.
Μα αυτό το πρωινό δεν ήταν για φτήνιες. Όπως στη στιγμή του έρωτα, έτσι και αυτή δεν ήθελε το μικρό, το ασήμαντο, να ασχημαίνει το τίποτα. Χαμογέλασε πικρά καθώς το αεράκι έπαιζε με την κουρτίνα και εκείνη τραγουδούσε το πιο δικό της τραγούδι. Τέλειωσε με τα πουκάμισα, συνέχισε με τα υπόλοιπα ρούχα. Όταν τέλειωσε και μ’ αυτά πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το καλύτερο κόκκινο κρασί της. Γέμισε το ιριδίζον κρύσταλλο και βγήκε στο φως. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε στη μουσική.
Ήπιε το κρασί και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Η Κυριακή της αποκαθήλωσης δεν γινόταν ποτέ ευκολότερη, όση σοφία και αν έφερνε μαζί του ο προδότης χρόνος. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του ένα – ένα από τη ντουλάπα, να τα ταχτοποιεί σε σάκους και βαλίτσες. Άδειασε συρτάρια και κορνίζες, κάθισε στο κρεβάτι. Στη δική του μεριά. Ή μάλλον σε κείνη που ήταν κάποτε δική του. Κοίταξε σιωπηλή το άδειο ποτήρι και επέστρεψε στην κουζίνα να το ξαναγεμίσει. Κάθισε στον καναπέ καπνίζοντας και κοινωνώντας την αγάπη της. Δεν ήταν της αποκαθήλωσης. Όχι. Της αναλήψεως ήταν.
Έφερε τα πράγματα από την κρεβατοκάμαρα στο χωλ και πήγε στο γραφείο. Άρχισε να μαζεύει τα βιβλία, τα cds, τις σημειώσεις, την ζωή που ήταν πια παρελθόν και να την τακτοποιεί σε κούτες. Γράφοντας το περιεχόμενο πάνω τους με μαρκαδόρο, σκέφτηκε για μια στιγμή, πως δεν ήταν κούτες φτηνές, άχρηστα σκουπίδια κάποιου άλλου αλλά πιρόγες που ταξίδευαν σε ένα σκοτεινό ποταμό μέσα στη νύχτα καθώς εκείνη, με μια αναμμένη δάδα στο χέρι, ανάμεσα στους ιθαγενείς, πρόσφερε θυσία στην πανσέληνο που κάποτε ήταν και θα γινόταν ξανά.
Οι κούτες στοιβάχτηκαν ζαλισμένες και αυτές στο διάδρομο ενώ το ποτήρι γέμιζε πάλι. Ακόμα ένα τσιγάρο, ακόμα ένα τραγούδι, παράνομη παράταση του αναπόφευκτου. Ο ήχος του κουδουνιού την έσπρωξε περιπαικτικά από την παραζάλη της. Σηκώθηκε να ανοίξει.
Ένα χαμόγελο ήρθε να παραλάβει το παρελθόν του. Προσφέρθηκε να τον βοηθήσει μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Η πόρτα έκλεισε πίσω του για τελευταία φορά. Επιτέλους εκείνο το δάκρυ ήταν πια ελεύθερο.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008

1 τσιγάρο σου για 1 ιστορία...


Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν δαιμονισμένο δίπλα στο αυτί του. Κρύφτηκε κάτω από το μαξιλάρι και στριμώχτηκε στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Ανώφελος κόπος. Το σταθερό σταμάτησε και αμέσως ξεκίνησε να χτυπά το κινητό. Με μάτια κλειστά έπιασε τη συσκευή. Δουλειές, δουλειές, δουλειές. Σηκώθηκε και άνοιξε τελείως την μπαλκονόπορτα. Ποτέ δεν την έκλεινε τελείως, ανεξαρτήτως εποχής. Κάτι τον έπνιγε, ασφυκτιούσε. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, έριξε λίγο νερό στα μούτρα του, επέστρεψε για τον καφέ και πήρε τα περισσεύματα του ψωμιού. Βγήκε στη βεράντα, άφησε τον καφέ στο γραφείο δίπλα στην μπαλκονόπορτα αφού πρώτα ήπιε μια γουλιά, άναψε τσιγάρο και άρχισε να τρίβει το ψωμί για τα πουλιά, πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού.
Χάζευε την κίνηση στη λεωφόρο. Απέναντι στο δρόμο το τζιπ έστεκε παροπλισμένο, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Όχι, δεν θα το πουλούσε, όσο και αν τον πονούσε να το βλέπει να μαραζώνει εκεί πέρα, δίχως πινακίδες όμοια με ναυάγιο ξεβρασμένο στην στεριά. Θυμήθηκε τα ταξίδια τους με τη Ράτκα πίσω. Πριν χρόνια είχε πάει να παραλάβει ένα κουτάβι που είχε παραγγείλει. Με το που μπήκε στο μαγαζί, η Ράτκα, κουταβάκι τότε, άρχισε να γαυγίζει χαρούμενα και να πηδάει προσπαθώντας να βγει από το γυάλινο κλουβί της και να πάει κοντά του. Ξαφνιασμένος γύρισε και την είδε. Ένα μικροσκοπικό γερμανικό ποιμενικό, που χαλούσε τον κόσμο. Την πλησίασε. Την πήρε αγκαλιά. Αυτό ήταν. Έφυγε αγκαλιά με την Ράτκα και δεν ξεκόλλησαν ποτέ μέχρι τον θάνατό της. Γριούλα, αδύναμη κάθονταν στην αγκαλιά του, μέχρι εκείνο το βράδυ, που τον παρακολουθούσε ήσυχα ξαπλωμένη στο κρεβάτι πίσω του. Τον κοιτούσε με τα τεράστια μαύρα μάτια της, να μιλά, να χαμογελά, να ταξιδεύει. Τότε ένας παγωμένος αέρας μπήκε στο δωμάτιο. Γύρισε και την κοίταξε. «Τώρα δεν με χρειάζεσαι άλλο» του φάνηκε πως του είπαν τα μάτια της και ξεψύχησε στα χέρια του.
Γύρισε, πήρε τον καφέ, έσβησε την γόπα στο τασάκι πάνω στο γραφείο, άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και επέστρεψε στο μπαλκόνι. Ένα τραγούδι έπαιζε ξανά και ξανά στο μυαλό του. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, χρειαζόταν ξύρισμα, χρειαζόταν να φύγει. Κοίταξε πίσω του τα μαύρα ρούχα, που τον περίμεναν υπομονετικά στην καρέκλα. Τόσα χρόνια γεμάτα μαύρα ρούχα, γεμάτα σιωπή. Τον φοβόταν τον κόσμο. Τον έπιαναν κρίσεις πανικού, πνιγόταν, παράγγελνε 1 ούσκι να πιεί τις σπάνιες φορές που έβγαινε έξω αλλά πάντα το παρατούσε στη μέση και το ‘σκαγε μακριά. Δεν τον ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι. Εκείνος ήθελε να φύγει, να χαθεί σε ένα νησί, μόνος με τα ζωάκια του. Δεν ήταν άνθρωπος όχι, ένας λύκος ήταν, που χανόταν μονάχος τις νύχτες ακολουθώντας το φεγγάρι, ουρλιάζοντας πάνω από ένα γκρεμό να φοβούνται οι άνθρωποι, να θρηνεί όλα αυτά που δεν ήταν.
Δεν ήταν πλασμένος για τούτον τον κόσμο. Κάπου αλλού ανήκε. Τις νύχτες κοιτούσε τα αστέρια και έψαχνε την πατρίδα του. Ίσως να επέστρεφε εκεί μια μέρα. Ίσως η Ράτκα να τον περίμενε ήδη. «Όταν πεθάνω θα πάω σίγουρα στον παράδεισο, γιατί στη γη έζησα την κόλαση» συνήθιζε να λέει και χανότανε. Επέστρεψε και πήρε στα χέρια του την μαύρη θήκη με τον χακί zippo. Επέστρεψε στην κουζίνα και πήρε μια μπύρα από το ψυγείο. Ήταν πολύ πρωί για να ξεκινήσει το ουίσκι. Την άνοιξε καθώς άναβε ακόμα ένα τσιγάρο με το νέο του δώρο σφιχτά στην παλάμη του αυτήν την φορά.
Κάτι τέλειωνε, κάτι μόλις ξεκινούσε. Έκλεισε τα μάτια του και ένοιωσε το χάδι του ήλιου στο πρόσωπό του. Το κοράκι άνοιγε τα φτερά του να πετάξει στη μέρα. Ό,τι ήταν ήδη παρελθόν ερχόταν να τον βρει. Σ’ ένα ξενοδοχείο αυτή τη φορά. Το σπίτι, η καρδιά του δεν ήταν πια ανοιχτά. Θα πήγαινε όμως να την πάρει. Αγενής με τις γυναίκες δεν υπήρξε ποτέ. Έσφιξε τον αναπτήρα στο χέρι του. Πώς στο διάολο τα είχαν καταφέρει έτσι; Την ήθελε αλλά δεν την αγαπούσε πια. Δεν είχε το κουράγιο για άλλους τσακωμούς, όχι για κάτι πεθαμένο. Αυτός ο αναπτήρας ήταν μια νέα αγκαλιά. Ένα ακόμα ταξίδι. Και εκείνος άνοιγε πανιά ξανά. Το ένοιωθε. Το ζητούσε. Κουράστηκε να κομματιάζει και να κομματιάζεται, να ξεσκίζει και να ξεσκίζεται. Τις χόρτασε τις κόντρες σε κείνη την παραλιακή με την άσπρη εντούρο που παραβίαζε τα κόκκινα μέσα στο σκοτάδι, μετρώντας εκείνους που δεν τα κατάφεραν σε κάποιο κόκκινο. Δεν τον γέμιζε πια. Δεν του άρεσαν οι μεγάλες κουβέντες. Βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν στην λεωφόρο χανόταν μαζί τους. Ποτέ του δεν της κρύφτηκε. Αυτή ήταν η τελευταία φορά. Το είχανε συμφωνήσει.
Το τραγούδι καθάριζε στο μυαλό του. Ναι. Μια νέα αυγή ερχόταν πίσω από ένα ζευγάρι βαμμένα πράσινα μάτια. Μια αγκαλιά με ένα άλλο όνομα και ας έμοιαζαν τα μάτια τους τόσο. Το βλέμμα ήταν εκείνο που μετρούσε. Δεν ήθελε να πουν λόγια. Τα είχαν ήδη πει όλα. Ήξερε. Τα πάντα. Το αντίο, που είχαν πει τόσες φορές, θα το σφράγιζαν εκείνες τις μέρες οριστικά και θα το πέταγαν με αλυσίδες στη θάλασσα μαζί με τη μνήμη του ματαιωμένου ονείρου. Αποτύχανε. Αν ήταν αληθινό, θα κράταγε, δεν θα χανόταν τόσο απλά. Χαμογέλασε. Ο πόνος έφευγε μέρα με τη μέρα στην νέα αγκαλιά του. Πώς να στριμώξεις στη ζωή το όνειρο; Πώς να αλλάξεις το εγώ με το εσύ; Δύσκολα πράγματα. Ειδικά όταν ο άλλος δεν είναι εκεί. Και τώρα δεν ήθελε άλλο τα δύσκολα. Κουράστηκε. Ένοιωθε το λύκο να βγαίνει πάλι, το πνίξιμο να τον κλείνει μα δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Όχι. Ήταν πολύ αργά για αυτό πια. Ντύθηκε, έβαλε τον αναπτήρα στην τσέπη και έφυγε.
Εκείνο το βράδυ του ζήτησα και πήρα εκείνον τον αναπτήρα. Για να ‘χω να ανάβω τα πιο δύσκολα τσιγάρα.
Θα κεράσεις τώρα εκείνο το τσιγάρο που σου πα ακόμα μια ιστορία; Φωτιά έχω.

Τρίτη, Οκτωβρίου 14, 2008

Ο έκπτωτος πρίγκιπας της Γένοβας

Μίλα μου ψιθυριστά αν μου μιλάς για αγάπη. Εκεί. Μισός στη δωμάτιο και μισός έξω στην μισόκλειστη τζαμαρία να φυσάς τον καπνό του τσιγάρου στο μπαλκόνι. Να ακούσω ακόμα μια φορά για τον πρίγκιπα του λιμανιού, που πριν χρόνια βγήκε στο ταξίδι και δεν επέστρεψε ποτέ. Να μου πεις για το άγαλμα που έχει το όνομά σου, τους δρόμους, τα ταξίδια στις ατέλειωτες θάλασσες.

Έκρυψα το ψαροντούφεκο και την μαύρη στολή με τις γαλάζιες λεπτομέρειες στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Κάτω κάτω. Αθέατο προσκύνημα στο άπιαστο, στο όνειρο, στη μοναξιά. Πιο μοναχός από τους μοναχούς. Πιο ξένος απ’ την αγάπη. Έλα. Έχω μια στάλα βυσσινί σατέν να σταυρώνει πισώπλατα την νύχτα.

- Είσαι σίγουρη; Με ρώτησες, κοιτώντας με στα μάτια.

- Ναι.

Σε θυμάμαι να ψαρεύεις στα βραχάκια με την πετονιά. Με έναν καφέ στο χέρι

και τα πόδια πάνω στο πεζουλάκι της βεράντας σε έβλεπα να παλεύεις, να βρέχεσαι, να επιστρέφεις ηττημένος μα χαρούμενος, διεκδικώντας την πληρωμή σου. Πάντα υπήρξα καλοπληρωτής στον έρωτα. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, που σε διεκδικούσε, σε καλούσε τις νύχτες, όπως το αίμα σε πρόσταζε. Ποιος μπόρεσε να τα βάλει ποτέ με το αίμα;

Ερχόμουν πίσω σου στα θάλασσα, σε φιλούσα στον ώμο ξαφνικά και σε βουτούσα στην θάλασσα. Πήγαινες ακόμα πιο βαθιά και με παρέσερνες και μένα στο βυθό να σε δω στον μόνο κόσμο που υπήρξες πραγματικά ευτυχισμένος. Όταν μου τέλειωναν οι μπουρμπουλήθρες με άρπαζες και με πέταγες έξω από το νερό με μια σου κίνηση κρατώντας με μια δακτυλουργική κίνηση το πάνω μέρος από το μαγιό μου στο χέρι σου. Σε έψαχνα να μου το δώσεις πίσω αλλά δεν έβγαινες έξω. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς τα κατάφερνες και κρατούσες τόσο την αναπνοή σου. Βουτούσα να σε βρω, με άρπαζες και με φίλαγες στο στόμα. Έκλεβες την ανάσα μου, να μείνεις ακόμα λίγο κάτω, εκεί, στον κόσμο σου. Έσκαγα και έβγαινα να πάρω αέρα και μου έκλεβες και το κάτω μέρος από το μαγιό. Μετά έβγαινες γελώντας ακόμα πιο μακριά, κουνούσες γελώντας τα τρόπαιά σου και μου ‘λεγες, «πιάσε με, πιάσε με, δεν μπορείς, είμαι δελφινάκι, χάνομαι, πιάσε με αν μπορείς». Υποκρινόμουν πως με έπιανε κράμπα και αμέσως με ένα μακροβούτι με βούταγες ανήσυχος ενώ εγώ γελούσα και έπαιρνα πίσω τα τρόπαιά σου. Σ’ αγκάλιαζα και με τα δάχτυλα των ποδιών μου, έκλεβα το δικό μου τρόπαιο.

«Τα δελφινάκια δεν τα χρειάζονται αυτά» έλεγες, έκανες μια βουτιά βγαίνοντας από το νερό και χανόσουν ξανά στο βυθό για να εμφανιστείς ώρα μετά στο πιο απρόσμενο σημείο.

Και έπειτα έρχονται οι νύχτες. Τις νύχτες σε θυμάμαι καλύτερα. Να με περιμένεις, να με παίρνεις μαζί σου στο ταξίδι. Πάντα μου άρεσε να σε τρομάζω. Να σου κλέψω μια αγκαλιά ακόμα πριν σχεδιάσεις το ταξίδι της επιστροφής στη Γένοβα. Βυσσινί και μπλε σκούρο τα χρώματα που διάλεγες για να βγάζεις τα μαύρα σου ρούχα. Μ’ άρεσε να σε σημαδεύω. Γελούσα με τα ζιβάγκο, που φορούσες μέσα στη ζέστη, τα μούτρα που μου έκανες το πρωί όταν έβλεπες τα σημάδια και έλεγες «αυτό πότε μου το έκανες;» και εγώ γελούσα και έτρεχες πάλι στον καθρέφτη και φώναζες πάλι «και αυτό; Αυτό πότε;» και εγώ γελούσα ξανά καθώς πάλευες να δεις πόσα σου είχα καταφέρει. Ερχόσουν μουτρωμένος και μου ‘λεγες «δεν με σκέφτεσαι καθόλου. καθόλου δεν με σκέφτεσαι σου λέω. Μου λες πώς θα κυκλοφορήσω τώρα; Όλοι θα γελάνε» Δεν πιστεύω να γέλασε ποτέ κανείς περισσότερο από μένα καθώς σε έπαιρνα αγκαλιά και εσύ πάλευες να ξεφύγεις και έλεγες «Θα αργήσω. Θα αργήσω σου λέω! Μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι!» Πόσες φορές κατάφερες να ξεφύγεις; Καμία, εκτός αν ερχόταν το ροτβάιλερ να χτυπήσει τον πόρτα.

Αλλά πάντα κάποιος έρχεται και μιας χτυπά την πόρτα για να φύγουμε. Έτσι δεν είναι; Ας πάρουμε τα ζιβάγκο μας να βγούμε έξω λοιπόν. Αν σε στενεύει λίγο, είναι που πάντα τα άλλαζα την τελευταία στιγμή για να χω την μυρωδιά σου πάνω μου. Να με βλέπουν τα ροντβάιλερ, να μας μπερδεύουν και να προσπερνούν. Μα τα σημάδια σου είναι αόρατα, χάρτης μυστικός να γυρίζω κοντά σου, με τα ρούχα σου πλυμένα, διπλωμένα, τακτοποιημένα στα χέρια μου. Σαν τις ζωές που διαλέξαμε. Σαν εμάς.



Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008

Η εκκλησία με τα αγάλματα.


Πριν πολλά χρόνια κρατούσα ένα χέρι και όπου και να πηγαίναμε, ψάχναμε τις εκκλησίες με τα αγάλματα. Μαζί του έμαθα να μην τις φοβάμαι, να μπαίνω μέσα, να σταματώ στην κρήνη με τον αγιασμό. Αν κλείσω τα μάτια, τον θυμάμαι ακόμα να βάζει το χέρι μέσα και να κάνει το σταυρό του με τα τέσσερα δάχτυλα χαμογελώντας σαν μικρό παιδί.

Κάποιες φορές ήταν και άλλοι εκεί και ο χώρος γέμιζε από μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Εκείνος είχε μισοξεχάσει τα λόγια αλλά όταν θυμόταν κάτι, η φωνή του ενωνόταν με των υπολοίπων, μου έσφιγγε το χέρι και χαμογελούσε για ακόμα μία φορά. Άλλοτε πηγαίναμε λουλούδια, άλλοτε να χαιρετήσουμε κάποιον γνωστό που ντυνόταν διαφορετικά, είχε ένα παπάκι που όλο χαλούσε και μας έλεγε ιστορίες για την πατρίδα του, για τους αμπελώνες του πατέρα του, για τα υπέροχα κρασιά που έφτιαχναν και άλλοτε για τα παιδιά που τον κυνηγούσαν και τον έφτυναν γιατί ήταν ξένος.

Υπήρχαν και φορές όμως που δεν βρίσκαμε κανέναν εκεί. Τότε ξεκίναγε μέσα στη σιωπή και μου έλεγε ιστορίες. Ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ στα βιβλία αλλά περνούσαν από στόμα σε στόμα. Μου έλεγε για την αγία Κλάρα, που τα παράτησε όλα και ακολούθησε τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, για τις στιγμές που κάνανε έρωτα και από το πάθος τους, τα κεραμίδια, που τους σκέπαζαν, έπαιρναν φωτιά. Δυο τάγματα, δυο σχήματα μοναχικά όπου το ένα ακολουθούσε το άλλο. Η αυταπάρνηση ακολουθούσε τη φτώχεια και μέσα στην ερημιά, μέσα στη φύση και τα ζώα.

Δεν με εντυπωσίασαν ποτέ οι ιστορίες για τα στίγματα, τα δείπνα και οι συζητήσεις με τους υψηλόβαθμους ιερείς σχετικά με το “Filioque”, τους «Ελληνόρυθμους», την ιστορία, τα πλούτη ή τις γνώσεις, μόνο ξεχνιόμουν στα χέρια που έσφιγγαν το ένα το άλλο συνωμοτικά κάτω από το τραπέζι. Έμαθα να συλλαβίζω τάγματα, να μαθαίνω συνήθειες, που βιάστηκα να ξεχάσω κάποια χρόνια αργότερα, αλλά την αγία Κλάρα δεν την ξέχασα ποτέ.

« ciò che mi sembrava amaro, mi fu cambiato in dolcezza d'anima e di corpo » «Αυτό που μου φαινόταν πικρό, άλλαξε μέσα μου σε γλυκύτητα της ψυχής και του σώματος» (Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, 1226)

Ο άγιος των λύκων πέρα από την επαγγελία της αδελφότητας, της ταπεινοφροσύνης και της φτώχειας φρόντιζε πάντα τη μικρή του Κλάρα και τη συνοδεία της, όπως και οι ελάχιστοι αδελφοί του ανά τους αιώνες. Κανείς δεν ξέρει πόσα ζευγάρια ακολούθησαν το παράδειγμα τους. Αν όλα αυτά, που μεταφέρονται τόσα χρόνια από στόμα σε στόμα, είναι αλήθεια ή ψέματα. Για την επίσημη εκκλησία η προστάτιδα της τηλεόρασης είναι παρθένος ακόμη. Για τους κοινωνούς του έρωτα όμως, ο φτωχούλης του Θεού συναντά ακόμα την δικιά του Κλάρα σε κείνο το μικρό εγκαταλελειμμένο παρεκκλήσι.

Σε πρόλαβα λίγο πριν φύγεις, πριν αλλάξεις όνομα, ρούχα, γλώσσα ξανά. Με άρπαξες και με ταξίδεψες στους χαμογελαστούς ανθρώπους με την κελαρυστή φωνή.

Εκείνο το ηλιοβασίλεμα βγαίνοντας από την εκκλησία με τ’ αγάλματα στη Σαντορίνη είδαμε ένα ζευγάρι που είχε μόλις παντρευτεί. Δεν είπαμε τίποτα, μόνο χαμογελάσαμε και φύγαμε αγκαλιασμένοι.

Στο καράβι της επιστροφής είχαμε βρει ένα ήσυχο μέρος στο κατάστρωμα και εσύ καθιστός μου χάιδευες τα μαλλιά καθώς χανόσουν στο απέραντο γαλάζιο. Εγώ ξαπλωμένη με το κεφάλι στα γόνατά σου, είχα τα μάτια κλειστά για να σε βλέπω καλύτερα. Ώσπου άκουσα τη φωνή σου. «Κοίτα! Κοίτα! Δελφίνια! Ένα ζευγάρι δελφίνια!!!» Άνοιξα τα μάτια μου και μέσα στην αντηλιά το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν μια μαύρη κουκίδα. Ανασηκώθηκα και τότε είδα 1 ζευγάρι δελφίνια, που έπαιζαν και κολυμπούσαν παράλληλα με το καράβι.

«Δεν είχα ξαναδεί ποτέ ζευγάρι δελφινιών να ακολουθεί» Είχες κοκκινίσει και από τα μάτια σου ξεχείλιζε το πιο γάργαρο γέλιο, που άκουσα ποτέ. Έπιασες τα χέρια μου, τα έφερες στο στήθος σου και μου ‘πες «Μου υπόσχεσαι πως θα με θυμάσαι κάθε φορά, που θα συναντάς δελφίνια; Θα θυμάσαι κάτι από το μικρό σου δελφινάκι;»

Σε τούτη την εκκλησία με τα αγάλματα, σε τούτη τη σιωπή, ήρθα να σου πω πως ναι, θυμάμαι, δεν ξέχασα. Ταξίδεψα ώρες για δω δελφίνια από κοντά, για να σε θυμηθώ βαθύτερα. Στοίβαξα τις φωτογραφίες σε κουτιά μαζί με τις δικές σου για συντροφιά.

Και σε θυμάμαι ακόμα μικρέ μου καπουκίνε. Άραγε όταν προσεύχεσαι κατεβαίνουν και στα δικά σου υψωμένα χέρια περιστέρια; Έρχονται οι λύκοι υποταγμένοι στο κάλεσμά σου να τους πας βόλτα στην πόλη, να κάνουν ειρήνη με τους ανθρώπους;

Όταν πέφτεις μπρούμυτα στη γη, πες μου, προς ποια μεριά κοιτάζεις; Εκείνη του Φραγκίσκου; Ή εκείνη της δικής σου Κλάρας;

Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2008

Η Έλλη

Οι ατμοί αναδύονταν από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου όμοια με θυμιάματα από ιερό. Η ψιλόλιγνη ιέρεια γυμνή, με μία πετσέτα μόνο στα μαλλιά προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα. Αντίκρισε το νεανικό κορμί της στον καθρέφτη και χαμογέλασε. Τακτοποίησε την κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία έτσι ώστε να την παρακολουθεί καθώς ετοιμάζεται.

Πρώτα η κρέμα σώματος. Στη συνέχεια στο ντεκολτέ, στους ώμους και τα χέρια μία ακόμα κρέμα που την έκανε να μοιάζει στο ημίφως σαν να είχε χιλιάδες μικρά αστέρια στο κορμί της. Αφού τελείωσε, ξεκίνησε να μακιγιάρεται. Κάθε βράδυ έκανε και διαφορετικό μακιγιάζ. Ένας ακόμη ρόλος. Μία ακόμα παράσταση. Κοίταξε τον άντρα στην φωτογραφία. Μετά τον εαυτό της. Ποτέ της δεν υπήρξε μετριόφρων. Και απόψε ήταν υπέροχη. Όπως κάθε νύχτα. Έβγαλε τη βέρα και την ακούμπησε δίπλα στη φωτογραφία.

Άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά σιγοτραγουδώντας. Τα ρούχα την περίμεναν ήδη στο κρεβάτι. Το μικροσκοπικό μαύρο φόρεμα, κλειστό από μπροστά μέχρι το λαιμό και όλη η πλάτη έξω, μαύρες γόβες στιλέτο, μαύρη τσάντα και ένα μαργαριταρένιο βραχιόλι. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Άρχισε να ντύνεται. Φόρεσε τα μαργαριτάρια στο αριστερό χέρι, έριξε μια τελευταία ματιά στο περιεχόμενο της τσάντας της.

Κοίταξε για τελευταία φορά τον καθρέφτη. Ένα αργό φιλί στο παγωμένο τζάμι της κορνίζας και έφυγε.

Ήξερε που να πάει. Στο ίδιο μέρος που πήγαινε 40 νύχτες τώρα. Μόλις την είδαν, της άνοιξαν αμέσως την πόρτα. Δεν πλήρωνε ποτέ είσοδο. Πλησίασε στο μπαρ ενώ ο κόσμος της άνοιγε δρόμο για να περάσει. Χαμογέλασε στον μπάρμαν και σε 5 λεπτά είχε ήδη το πρώτο της ποτό κερασμένο. Το πήρε και γύρισε να κοιτάξει τον κόσμο. Η μουσική ήταν εκκωφαντική αλλά δεν την πείραζε. Τσεκάριζε τον επόμενο στόχο. Χαμογέλασε. Τον είχε βρει. Τελείωσε ηδονικά το ποτό της και άρχισε να χορεύει. Τα ποτά άρχισαν να παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο. Τα φώτα έσβησαν και άναψε ο προβολέας πάνω της. Το τραγούδι της. Την πήραν στα χέρια τους και την σήκωσαν στη μπάρα. Άρχισε να χορεύει. Ένοιωθε το στόχο στα πόδια της. Υποταγμένο. Παραδομένο. Ο προβολέας έσβησε και τα υπόλοιπα φώτα άρχισαν να αναβοσβήνουν πάλι σαν δαιμονισμένα.

Την βοήθησε να κατέβει. Ήπιε το δικό του κέρασμα αργά καθώς τον έβλεπε να την γδύνει με τα μάτια του. Δεν βιαζόταν. Ούτε εκείνη. Όταν τελείωσε το ποτό της, την πήρε από το χέρι. Βγήκαν έξω, πήγαν στο αυτοκίνητό του και μετά στο σπίτι του. Δεν είπαν λέξη. Δεν χρειάζονταν. Όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, σηκώθηκε αθόρυβα, ντύθηκε και άνοιξε την τσάντα της. Έβγαλε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Έψαξε πάλι και έβγαλε και το σημείωμα. Το 40 της σημείωμα. «Το δώρο σου αγάπη μου» ψιθύρισε και τα ακούμπησε στο διπλανό μαξιλάρι. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Σε λίγο ξημέρωνε. Γύρισε στο σπίτι. Γδύθηκε, γύρισε τη φωτογραφία να κοιτάζει το έπιπλο και μπήκε στο μπάνιο.

Κοιμόταν ακόμα όταν εκείνος ξύπνησε και διάβαζε το σημείωμα.

«Καλώς ήρθες στην γειτονιά μου. HIV

Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008

Lullaby


Έλα να πάμε για ύπνο. Τι κάθεσαι εκεί; Έλα σου λέω. Σβήσε το τσιγάρο. Κλείσε το παράθυρο. Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Όχι απόψε. Ασ’ το το μήλο, μισοδαγκωμένο. Δεν πρόκειται να το φας.
Έλα κορμί μου. Πάμε για ύπνο. Και εγώ θα σε νανουρίσω μέχρι να αποκοιμηθείς.

Tori Amos - Merman

Τρίτη, Οκτωβρίου 07, 2008

aimer jusqu'a l'impossible Tina Arena

Δεν ξέρω γιατί αλλά μόλις δω ένα τζάμι κολλάω επάνω του. Μ’ αρέσει καθώς θολώνει από την ανάσα μου. Βάζω τα χείλη μου πάνω του, το σημαδεύω, κάνω ένα βήμα πίσω. Βλέπω το φιλί να γίνεται αόρατο και ακουμπάω το πρόσωπο επάνω. Ένα φιλί ανάμεσα στα μάτια.

Χωρισμός.

Μια αγκαλιά γυμνή μέσα στη νύχτα. Ένα βήμα πίσω να σκοτεινιάσει η στιγμή, να μ’ αρπάξεις καθώς σου παραδίδομαι. Μπορείς; Θες;


Ένα ψαράκι γλύφτης, που καθαρίζει τη φυλακή του. Μια μικρή βεντουζίτσα στο ανέφικτο να ζωγραφίζει μηδενικά στην πλάτη του χρόνου. Σε περιμένω να βάλεις το 1 μπροστά. Γιατί αργείς; Πού χαζεύεις; Πάλι δικαιολογίες φτιάχνεις;

Γυμνή στέκω στους διάφανους καθρέφτες που συναντάς. Διάφανη. Σιωπηλή. Να σε κοιτώ να αφήνεσαι, να σε προσπερνώ ξανά και ξανά, στοιχηματίζοντάς με στη ρουλέτα για τη φορά, που θα μου κλείσεις το δρόμο, που θα με πετάξεις έξω από το «δεν πειράζει», το «αργότερα».

Με βλέπεις; Στα τζάμια που περνάς; Σημαδεμένα τα ‘χω όλα κοντορεβυθούλη, να ακολουθήσεις τα σημάδια, να ‘ρθεις να με βρεις. Ανάσαινε πάνω στα τζάμια που περνάς. Ανάσαινε, να φανερώνεις το διάφανο. Ανάσαινε...


Και κάθε σου ανάσα θα σε φέρνει πίσω σε μένα.

Σε περιμένω.

Έλα.

Οι χάρτες είναι στα χείλη σου.

Τώρα έμαθες ανάγνωση.

Για τι γραφή χρειάζονται ιδιαίτερα.

Πληρώνομαι πάντα σε είδος.

Ευκολίες πληρωμής και γενικότερες ευκολίες δεν χορηγούνται.


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 25, 2008

Αύριο


Άσε με εμένα να πέφτω

Βάλε τα χέρια στις τσέπες

Αφέσου στη βροχή να σε πάρει μαζί της

Να σε βγάλει στη θάλασσα

Άσε με εμένα να πέφτω

Δε φρενάρει το αυτοκίνητο

Σε χαλίκι

Σε δρόμο βρεγμένο

Σε λιβάδια με φλεγόμενους τριαντάφυλλους ήλιους

Άσε με εμένα να πέφτω

Μη γυρίσεις να κοιτάξεις

Μη πεις λέξη

Μην χαϊδέψεις το μάρμαρο

Άσε με εμένα να πέφτω

Δεν μουτζουρώνονται οι γραφές

Με δάκρυα, αίμα, σπέρμα και ευχές

Μη σκεφτείς, μόνο

Άσε με εμένα να πέφτω

Σ’ ένα κομματιασμένο παρμπρίζ

Σ’ ένα βρώμικο μπάνιο

Σ’ ένα γκρεμό πάνω απ’ τη θάλασσα

Ακούς;

Με περιμένει

Με χέρια ανοιχτά

Μια χούφτα χώμα δικό μου

Σε έναν ουρανό γεμάτο μαύρα άγρια τριαντάφυλλα

Για αυτό σου λέω

Άσε με εμένα να πέφτω

Ολοένα πιο γρήγορα

Σαν οργασμός που εκρήγνυται

Θα ζωγραφίσω

Ένα ατέρμονο αύριο

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

Σε καθε προσευχη...καποιος ειναι εκει...στην πιο βαθια σου ευχη...στο απεραντο γαλαζιο...του ουρανου η της θαλασσας...



Μέσα στη θάλασσα,
μέσα στη θάλασσα
Στην έλλειψη βαρύτητας του βυθού
Όπου τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα,
Δύο ψυχές ενώνονται
Για να εκπληρώσουν μία ευχή.


Ένα φιλί πυροδοτεί τη ζωή,
Με αστραπές και κεραυνούς.
Και με μία μεταμόρφωση
Το σώμα μου δεν είναι πια το σώμα μου,
σαν να εισβάλω στο κέντρο του σύμπαντος.


Μια παιδική αγκαλιά,
Το πιο αγνό από τα φιλιά,
Έως ότου να μείνουμε με
Μία μόνο επιθυμία


Το βλέμμα σου και το βλέμμα μου,
Σαν μια επαναλαμβανόμενη ηχώ, χωρίς λόγια:
Πιο βαθιά, πιο βαθιά,
Πέρα από όλα
Που είναι σάρκα και αίμα.

Αλλά ξυπνάω πάντα
Και πάντα επιθυμώ το θάνατο,
Για να συνεχίσω να έχω για πάντα
Τα χείλη μου μπλεγμένα στα μαλλιά σου.

Ραμόν Σαμπέδρο



Aυτό το τσιγάρο είναι για σένα. Απόψε. Αύριο είναι μια άλλη μέρα. Έτσι δεν συμφωνήσαμε;
Πώς τα καταφέραμε πες μου και γερνάμε χώρια; Πώς χωρέσαμε τόσα λάθη σε αυτή τη συνομωσία;
Ένα τσιγάρο για μας αντί καληνύχτας καθώς μ' ονειρεύεσαι και βλέπω τα όνειρά σου.

Αγάπησα τον άνεμο
τ' αδέσποτα σκυλιά
τους δρόμους που με παίρνουνε
για να ξεχνώ την πίκρα
κι εκείνα κει τα όμορφα
και σιωπηλά παιδιά
που βάφουνε τα χείλη τους
και χάνονται στη νύχτα.

Αγάπησα τα μάτια σου
που ήταν σαν κρασί
και τις ασπρόμαυρες σκιές
που γέμιζαν οθόνες
κι εκείνες τις πολύπλοκες
της μνήμης μυρωδιές
που αφήνουνε στο διάβα τους
οι γερασμένες πόρνες.

Αγάπησα τα όνειρα
που τα 'πνιξε η ζωή
αυτά που δεν πετάξανε
και όνειρα θα μείνουν
κι εκείνους τους παράξενους
του κόσμου ναυαγούς
που αρνήθηκαν πεισματικά
ενήλικες να γίνουν...

{Αρλέτα}

Παρελαύνω με το ένστικτο της ώθησης:
περιστρέφομαι γύρω μου, αφέντης της ερήμου,
στη βαθιά τη σιωπή ακούγομαι να μιλώ
πεπεισμένος κι ανοιχτός.

Στο τέλος και για πάντα μοναχικός,
χαρούμενος, ανάλαφρος, τσιγάρο στο στόμα,
έξω απ' το αληθινό και το επιταχτικό,
βαδίζω προς τα κει όπου τίποτα δεν μ' αγγίζει.

Κάθε τι που κοιτάζω με φτιάχνει:
είμαι η σκιά στον τοίχο, η λάμψη του φωτός,
τον ήλιο αναπνέω και αγκαλιάζω
χωρίς το φόβο πως με φθείρει.

Είμαι εγώ ο ίδιος ο εραστής,
φιλιέμαι χείλη με χείλη, μου σφίγγω
το χέρι με το άλλο που καίει,
με κατέχω ολόκληρο, και το λέω: δεν υποκρίνομαι.

Δεν είμαστε πια δύο, ένας είμαι,
γεννημένος από τον ερωτά μου,
είμαι αυτός που κανέναν δεν ψάχνει,
δοκιμάστηκα μόλις από την ίδια τη βία μου.

Χάδια από ουράνιο αεράκι στο πρόσωπο
που καίει από αντάρτισσα θέληση,
δίνουν στον εξόριστο χλευασμό
το τελευταίο άγγιγμα της μεγαλειότητας.

Όταν όμως στο τέλος της μέρας
ξαναβρίσκω, μέσα στο λιλά φως της επιστροφής
το λάκκο του δρόμου, δεν είμαι παρά
ο θλιμμένος φτωχός που κανείς δεν του δίνει σημασία...



{GIOVANI PAPINI}


σε ειδα στο ονειρο μου χτες το βραδυ...Ειχα ελθει να σε βρω...εψαχνα και ρωτουσα για σενα ωσπου εφτασα σε ενα μερος σαν χωριο...εκει ρωτησα παλι καποιους και μου εδειξαν ενα αλλο χωριο...το ξυλινο χωριο ετσι το ελεγαν...ολα τα σπιτακια και οτι αλλο κτιριο ειχε ηταν ξυλινο σε αυτο το μερος...μου εδειξαν ψηλα σε ενα λοφο το ξυλο-χωριο και τοτε το ειδα...ηταν οντως ολα ξυλινα...εφτασα εκει και παλι μου εδειξαν ενα σπιτι στο οποιο μπηκα...ηταν καποιοι μεσα...και ηταν και μια κοπελα με τον γιο της...εκει καπως εμεινα να την κοιταζω και με κοιτουσε και εκεινη αλλα ηταν σαν να μην με γνωριζες...σου εμοιαζε τοσο πολυ...τοτε λεω Ιωαννα? τοσο πολυ εχω αλλαξει? εκεινη μου ειπε εισαι ο Φρεντο? της ειπα ναι...εγω ειμαι...και τοτε μου λεει περιμενε λιγο...ακουσα βηματα στην ξυλινη σκαλα καποιος κατεβαινε απο τα πανω δωματια...και τοτε βλεπω μια ηλικιωμενη κυρια να κατεβαινει...κρατουσε και μπαστουνι...ηλθε και σταθηκε μπροστα μου...ειδα τα ματια της...ηταν συγκινημενη...την κοιταξα ακομα καλυτερα...μεσα στα ματια της...και ειπα Ιωαννα εισαι εσυ? αφησε το μπαστουνι της να πεσει και με αγκαλιασε λεγοντας το ονομα μου...Φρεντο...οπως ειμασταν αγκαλιασμενοι και ειχα το κεφαλι μου στον ωμο σου κοιταξα πισω στο ξυλινο τοιχο ειχε εναν ξυλινο καθρεφτη...και τοτε ειδα το ειδωλο μου...ημουν και εγω γερασμενος...τοτε καταλαβα οτι ειχαν περασει πολλα χρονια...μπορει να ενιωθα νεοτερος αλλα τοτε ειδα πως πραγματικα ημουν...τοτε σου ειπα και η κοπελλα? ποια ειναι? μου ειπες η κορη μου με τον εγγονο μου...εκεινοι μου χαμογελασαν...ηταν σαν να με ξερανε...να ειχαν ακουσει για μενα...τοτε μου ειπες ελα παμε μια βολτα...εχουμε τοσα να πουμε...κλαιγαμε και οι δυο...και ετσι ξυπνησα...κλαμενος...

Ελπιζω να εισαι καλα και να εχεις μια ομορφη εβδομαδα...χωρις δυσκολιες...

Καλημερα...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2008

Εκείνη που θα μπορούσε να αγαπηθεί


"Πειράζει που εγώ δεν ξέρω να γράφω; Ζηλεύω τους άλλους που σου γράφουν όμορφα και απαντάς και εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Αλλά πού ξέρεις; Ίσως όταν τα χρόνια περάσουν, να γράψεις μια ιστορία για μας. Για το παιχνίδι σου μικρέ μου βρικόλακα. Είσαι άδεια μέσα σου. Δεν μπορείς να νοιώσεις την αγάπη. Τρέφεσαι από τους ανθρώπους για νοιώθεις ζωντανή. Τους κομματιάζεις, τους διαλύεις και μετά τους σκορπάς γελώντας και τρέχεις να γράψεις την επόμενη ιστορία σου.
Οι άνθρωποι όμως δεν είναι ιστορίες, δεν είναι λέξεις να τις ταιριάζεις κατά πώς σε βολεύει. Να τους τεντώνεις, να τους πετσοκόβεις μικρέ μου Προκρούστη για να χωρέσουν στις ιστορίες σου για ένα ακόμα χειροκρότημα, για μία ακόμα παράσταση κάτω από το φως.
Συλλέγεις ανθρώπους και τους ταξινομείς σαν να ήταν πεταλούδες. Τους καρφιτσώνεις, τους βάζεις στη γυάλινη προθήκη σου και περιμένεις να έρθει ο επόμενος για να τους επιδείξεις, περήφανη για το κατόρθωμά σου. Εκείνος στέκει μαγεμένος και εσύ τον πλησιάζεις με την καρφίτσα σου. Σε λίγο στέκει και αυτός ακίνητος στη γυάλινη προθήκη σου.
Δε θα χορτάσεις ποτέ σου. Δε θα σταματήσεις να τρέφεσαι από τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων για αυτό καμία αγκαλιά δε θα σε χωρέσει ποτέ. Σου άπλωσα το χέρι και εσύ χαμογέλασες. Σου έδωσα ένα κορμί για να παίξεις και μου έμαθες να το χαρακώνω για να έχεις το αίμα που ζητάς μικρό μου αρπακτικό. Σαν το φίδι τυλίγεσαι γύρω μου και με σφίγγεις, ασφυκτικά. Με πονάς για να σε πονέσω και εγώ. Με σπρώχνεις στην τρέλα για να γελάσεις και με ένα στυλό και ένα χαρτί στο χέρι να αρχίσεις να γράφεις.
Σε φοβάμαι ξέρεις, όταν το βλέμμα σου γυαλίζει και ξέρω ότι στο μυαλό σου σχεδιάζεις την επόμενη ιστορία. Είσαι επικίνδυνη την ώρα της γέννας. Πρέπει να ταΐσεις το μικρό σου. Δεν τρέφεται με γάλα. Πόσα να σου δώσω ακόμα για να χορτάσεις μικρό μου ζόμπι;
Σταμάτα να με ξεκλειδώνεις, να με ανοίγεις, να με σκάβεις τόσο βαθιά. Δεν θέλω. Όχι, αφού είναι για να παίξεις. Μα δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Ποτέ μου δεν μπόρεσα. Σε μισώ που το κάνεις να φαίνεται τόσο εύκολο, που καμία άλλη δεν μπόρεσε, που είσαι εσύ που το κάνεις αυτό. Δεν θέλω να παλέψουμε. Ποτέ δεν ήθελα. Δεν θέλω να μάθω τα όρια μου. Χρόνια μόνος στο άγριο με έχω δοκιμάσει. Μα εσύ γελάς, γελάς τόσο δυνατά και με αρπάζεις και με πετάς στο γκρεμό για να μου αποδείξεις πώς είναι να πέφτεις χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Με αγάπησες άραγε ποτέ σου; Με ότι σημαίνει η αγάπη μέσα στο κεφάλι σου ανόητη. Για πόσες λέξεις θα με ξεπουλήσεις για να σφίξεις ένα δικό σου εξώφυλλο στην αγκαλιά σου; Γιατί θα το καταφέρεις. Το ξέρω. Όταν εγώ δεν θα είμαι εκεί για να παίζεις. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι κάποιος άλλος, που θα σου χαμογελά και θα σου σφίγγει το χέρι. Μέσα στο βιβλίο σου θα έχεις κρυμμένη την δική του καρφίτσα. Το βλέμμα σου θα γυαλίζει. Η επόμενη σου επιτυχία. Ένα ακόμα βιβλίο. Μία ακόμα ιστορία.
Δεν θέλω να σου μιλάω. Δεν είμαι καλός στις λέξεις. Κλείσε τα μάτια και έλα να κάνουμε έρωτα. Το μόνο άβατο που γνωρίζουν οι λέξεις σου. Απόψε. Τώρα.
Πριν γίνουμε ακόμα μία ιστορία."

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 12, 2008

Σταμάτα να παίζεις πιασέντζες και μοίρασε φύλλο.


Είναι 6. Απόγευμα και σε περιμένω στη στάση του μετρό όπως μου είχες πει. Κρατάω το laptop στα χέρια να με γνωρίσεις. Παρακολουθώ τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται. Στο κάθισμα πίσω-πίσω προσπαθώ να μαντέψω αν κάποιος από όλους αυτούς είσαι εσύ. Πώς μοιάζεις. Κοιτάζω τη γραμμή στην άκρη. Όλο και κάποιος απρόσεχτος την πατά και μετράω το χρόνο μέχρι να ακουστεί από το μεγάφωνο η φωνή να κάνει πίσω. Πέρασες τη γραμμή. Πίσω. Κίνδυνος.

Κάθε απόγευμα στις 6 έρχομαι και πατάω τη δική σου γραμμή και περιμένω να ‘ρθεις και να μου πεις, πατάς τη γραμμή, πίσω, κίνδυνος. Κάθε απόγευμα ταιριάζω τα ρούχα αλλιώς και κάθομαι σιωπηλή σε μια γκρίζα άβολη καρέκλα. Κόσμος έρχεται και κάθεται δίπλα μου φλυαρώντας ακατάπαυστα.

Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι πως είμαι σε έναν σταθμό τραίνων. Αντί για το laptop κρατάω ένα γράμμα, ένα πολυκαιρισμένο χαρτί, που κάποτε έκλεψε το άγγιγμά σου. Μα θυμάμαι πως έχω μόνο emails και IP και τότε ο σταθμός παίρνει φωτιά. Άνεμος σηκώνεται και στάχτη στροβιλίζεται γύρω μου. Σφίγγω το γράμμα με μάτια κλειστά. Όταν τα ανοίγω το laptop έχει γίνει μικροσκοπικό στα χέρια μου. Ένα τσιπάκι στριμωγμένες στιγμές σε ένα μέλλον, που τα τραίνα πετάνε πάνω στους συρμούς. Στον κρόταφο νοιώθω το δικό μου τσιπάκι επιλέγει τους χτύπους της καρδιάς μου, το δάκρυ μου, τον τρόπο να αγαπώ. Εκείνη τη στιγμή πάντα κάποιος πατά την γραμμή. Ακούω τη φωνή από το μεγάφωνο και επανέρχομαι ξανά στο τώρα.

Κόσμος πηγαινοέρχεται και από τις δύο μεριές. Δεν πρόλαβα να δω τι μου είπες. Αν θα έρχεσαι ή θα φεύγεις. Στην αρχή καθόμουν από τη μεριά του έρχεσαι. Πάνε μέρες που πέρασα απέναντι, στο φεύγεις.

Ήταν εκείνη η καταραμένη στιγμή, που έπεσε το δίκτυό μου, την ώρα που έλεγες, πού να ‘ρθω να σε συναντήσω. Στις 6 σ’ αυτό το σταθμό. Σφίγγω το laptop στην αγκαλιά μου. Στιγμές γεμάτες ηλεκτρισμό, μέταλλο και πλαστικό. Και μετά σιωπή. Δεν μου είπες ημερομηνία. Ούτε πώς να σε γνωρίσω. Δεν προλάβαμε. Όταν μπήκα στο δίκτυο ξανά, είχες ήδη φύγει.

Κοιτάζω το ρολόι. Μέχρι τις 7 μένω. Μετά βάζω το laptop στη θήκη του και φεύγω. 7.05 έχω βγει από το σταθμό για να φυλάξω ακόμα μια δικαιολογία για να έρθω και την επομένη. Πως ίσως δεν πρόλαβες. Πως ίσως κάτι σου έτυχε. Πως απλά η ώρα, που σου έδωσα σήμερα, δεν ήταν αρκετή. Πως αύριο θα προλάβεις να ανέβεις σε κάποιο βαγόνι και θα έρθεις. Στις 6. Σ’ αυτό το σταθμό.

Σκέφτομαι τα emails σου. Αν δεν ήταν αυτά, θα έλεγα πως ήσουν ένα παιχνίδι του μυαλού μου. Δεν απαντάς πια στα emails μου. Ξεκίνησα και στέλνω και στον εαυτό μου για να δω αν το ταχυδρομείο δουλεύει κανονικά. Το ξέρεις πως κάποιες φορές κολλούσε. Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;

Ακούω τα βαγόνια να σκεπάζουν τη σιωπή μου. Όποιος είναι γεμάτος μέσα του, δεν την φοβάται την ερημιά. Αυτό μου έλεγες. Κοίτα, σαν σκυλί στέκεται υποταγμένη στα πόδια μου. Μέχρι τις 7. Μετά την παίρνω και φεύγουμε, να γυρίσουμε πίσω στη ζωή μας. Της πετάω πότε – πότε τις λέξεις σου, να την ταΐζω, μην ξεχαστεί και ψοφήσει.

Τι θα γινόταν αν κάποια στιγμή σηκωνόμουν, πάταγα αυτή τη γραμμή την ώρα που ερχόταν το βαγόνι; Θα νοιαζόσουν; Θα το μάθαινες ποτέ;

Black Jack. Στο 14 σταματάς να τραβάς χαρτί. Εγώ τραβούσα χαρτί για το 21. Μάντευα το βλέμμα σου κάθε φορά που μοίραζες φύλλο και ζητούσα και άλλο. Η banka παίζει για να κερδίζει. Ο τζογαδόρος τα παίζει όλα για το ταξίδι. Τα λεφτά, τα ρούχα, το πετσί, την ψυχή του. Η ζωή μου έμαθε να κάνω την banka. Διάλεξα να τζογάρω με ένα τσιγάρο στο στόμα. Κανένας τζογαδόρος δεν κέρδισε ποτέ. Μα και καμία banka δεν βγήκε στο ταξίδι.

7.