Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλίνθοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλίνθοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 04, 2013

Αγάπη

Θέλω να γράψω ένα βιβλίο
το πρώτο και το τελευταίο μου
"Η αποδόμηση της γλώσσας"
μ' ένα σφυρί να διαλύσω το λόγο
χίλια κομμάτια
λέξη λέξη
κεφάλαιο κεφάλαιο
ως τη σιωπή
η συγγραφή του
θα ήταν ένα τρομερό παράδοξο
Δε νομίζετε;

θα ξεκινούσα από σένα
αγάπη άγνωστη
να ναι τάχα το πρώτο άλφα στερητικό
μπα, η αγάπη δεν έχει σχέση με στέρηση, ε;
τότε μήπως άγω οδηγώ κατευθύνω
σου παίρνω τα μυαλά και τα πετάω στον τοίχο
όχι δεν είναι αγάπη αυτό
τουλάχιστον αρχαιοελληνικά
δεν υπάρχεις - δε σημαίνεις
επινοήθηκες πρόσφατα
για να πνίξεις τον έρωτα
και τέλειωσα μαζί σου

Θαδδαίος


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 18, 2009

Και αν όλα έγιναν για ένα άδειο πουκάμισο;


Είναι φορές που δε θέλω να μιλήσω. Είναι άλλες που θέλω αλλά δεν έχω κανέναν. Είναι και κάποιες σπάνιες που άνθρωποι με σταματούν για να μου πουν ευχαριστώ για κάτι που έκανα μα εγώ δεν το θυμάμαι, ούτε αυτούς…. Και τότε θέλω να το βάλω στα πόδια.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2008

Spark-ο-Καζαμιας: Α- Παρτ-Tου




Ιούνιος


Είσαι πλέον μια εκδιδόμενη. Η επιτυχία δεν σου αρκεί, οπότε επιλέγεις δεύτερο ψευδώνυμο για να εκδώσεις το πόνημά σου υπό τον γενικό τίτλο «Η σημασία του να είναι κανείς μοναχός». Γίνεται το Best Seller, κερδίζεις αρκετά λεφτά και το όνειρό σου γίνεται πραγματικότητα, δηλ. μέχρι τον Σεπτέμβρη έχει ήδη ξεχαστεί.



Στη δουλειά προσποιείσαι κάποιον, που προσποιείται τον γιατρό και όλοι σε αφήνουν στην ησυχία σου.

Διοργανώνεται και νέο ταξίδι, στην Ελβετία αυτή τη φορά.





Προφασίζεσαι κομμωτήριο. Δεν σε πιστεύει κανείς.

Αρχίζεις να γράφεις στίχους.

Ο Ελβετός έρχεται να σε βρει αλλά εσύ εφημερεύεις. Φεύγει απογοητευμένος. Το Super B κόβει την σειρά σου κατόπιν πιέσεων των φαρμακοβιομηχανιών, κατακραυγής των ιατρικών συλλόγων και απειλών του υπουργείου υγείας ότι θα στείλει το υγειονομικό για έλεγχο.


Αποσύρεσαι για ταβανοθεραπεία και υπνοθεραπεία. Ανοίγεις και άλλο λογαριασμό στο φατσοβιβλίο. Ούτε αυτή τη φορά βάζεις τα πραγματικά σου στοιχεία.


Ιούλιος.


Αποφασίζεις να βγεις από την τρύπα σου καθώς λήγει η dsl σύνδεσή σου. Οι παρέες αρχίζουν να σε βομβαρδίζουν με δειγματολόγια ανδρών μέσω του φατσοβιβλίου. Προφασίζεσαι ότι άλλος σου θυμίζει τον θείο Μητσοτάκη, άλλος την θεία Μαρίκα, άλλος τον Χαράλαμπο και αρνείσαι να παραγγείλεις. Σε λίγο ακούς κόρνες και αναγκάζεσαι να βγεις στο μπαλκόνι μπινελικώνοντας για να ανακαλύψεις έντρομη ότι έχουν αποσταλεί όλοι με πουλμανάκι στην πόρτα σου. Κρύβεσαι στο ψυγείο ευελπιστώντας πως θα αποχωρήσουν άπραγοι. Εκείνοι αποφασίζουν να κάνουν party και τρέπεσαι σε φυγή. Ευτυχώς έχεις ακόμα τις εφημερίες.


Η παρέα σου φεύγει για το Πουκέτ. Εμφανίζεται αίφνης μπροστά σου με το πλαστό σου διαβατήριο στο χέρι και μια βαλίτσα για σένα (έτσι και αλλιώς και να πας δεν θα την ανοίξεις αφού την βγάζεις πάντα με τα δικά σου ρούχα). Σε δένουν και σε παίρνουν μαζί μέχρι το αεροδρόμιο.


Η πτήση ματαιώνεται και εσύ το σκας και κρύβεσαι στις εφημερίες.






Αύγουστος.


Η Tori ανεβάζει το musical και ο κολλητός έχει δωρεάν εισιτήρια V.I.P. για την πρεμιέρα, που έχει εξασφαλίσει απαντώντας σε 876 παρανοϊκές ερωτήσεις σχετικά με την Tori. Αρίστευσε και σε καλεί να πάτε να παρευρεθείτε στην πρεμιέρα. Φώτα, δημοσιογράφοι και προπάντων η Tori. Αρνείσαι!

Αρχίζεις και σπας τα νεύρα όλων αλλά το αποδίδουν στη ζέστη.


Δέχεσαι πρόσκληση για ταξίδι στη Σουηδία. Προφανώς και αρνείσαι εκ νέου αλλά την ώρα που λες όχι, εμφανίζονται τα alien να σε πάρουν σπίτι. Το ρίχνεις στο αλκοόλ για να ξεχάσεις και να ξεχαστείς. Αρχίζεις την κρεββατομουρμούρα και σε επιστρέφουν πίσω σούμπητη. Με το που προσγειώνεσαι μπαίνεις για 4μερη εφημερία.


Σκέφτεσαι τον Pascal, τον Αιμίλιο και τις λοιπές ανθρωπιστικές δυνάμεις.. για 1 λεπτό.. μετά χτυπά το τηλέφωνο για μια επείγουσα φαγούρα και συνέρχεσαι.






Σεπτέμβριος.


Διαβάζεις όλο χαρά κάτω από την ταμπέλα ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ! Πότε θα το αποδεχτείς πια;

Ο κόσμος χωρίς εξεταστικές ξαφνικά φαντάζει πιο αμείλικτος από ποτέ.

Ανοίγεις ακόμα 1 blog για να εκτονώσεις την πίεση της «εξεταστικής», δεν πατάει κανείς.

Βρίσκεσαι σε απόγνωση και δέχεσαι την πρόταση του ARTA TV για να κάνεις πρωινάδικο. Μετά από αυτό, η Κ. Λάσπα κλείνει 5ετές αποκλειστικό συμβόλαιο με το Mega και η Μενεγάκη ανοίγει ΙΕΚ εκπαίδευσης πρωινατζούδων προσφέροντάς σου γη και ύδωρ για να διδάξεις το μάθημα «Τι ΔΕΝ πρέπει να κάνετε: τηλεοπτική επίδειξη». Απαντάς «Εγώ με τα ΟΧΙ μου θα χτίσω την καριέρα μου»¨και αποχωρείς. Απολύεσαι από το πρωινάδικο και επιστρέφεις για εφημερίες, άμισθη!

Οι πλανήτες σου έχουν ευθυγραμμιστεί ΟΛΟΙ στον αστερισμό του μπακούρη και δεν κουνιέται φύλο. Ξεκινάς το τρίτο σου βιβλίο.


Yes the rumour was true, they found a mouse on mars














Οκτώβριος


Μετράς τα δίφραγκα που σου έχουν απομείνει αλλά δεν σε φτάνουν να το εκδώσεις. Το βγάζεις φωτοτυπίες στα κρυφά, τζαμπατζαρία και αρχίζεις να το πουλάς πόρτα πόρτα. Η παρέα σου κάνει έρανο και αγοράζει όλα σου τα αντίτυπα ενώ φροντίζει να σου απαγορευτεί η πρόσβαση στο φωτοτυπικό. Αποφασίζεις να φύγεις μαζί τους για Παρίσι. Ενώ κάνεις γαλλική ταβανοθεραπεία, ενοχλείσαι από το διπλανό ξεκούρδιστο πιάνο. Βγαίνεις στην αυλή και ακολουθείς τα φάλτσα για να πέσεις πάνω στον… Pascal.

Ουρλιάζεις και ταβλιάζεσαι στο πάτωμα. Δεν θα συνέλθεις μέχρι να τελειώσει ο μήνας.






Νοέμβρης.


Ξύπνα! Είσαι ακόμα στην Γαλλία, έχεις δει το πρώτο εθνικό δίκτυο ρυτίδων στο πρόσωπό σου και πριν αρχίσεις να σιδερώνεις με το ατμοσίδερο τον πλισέ στο λαιμό σου, σε αρπάζουν και σε πηγαίνουν σηκωτή στην Disneyland. Σε πετάν έξω γιατί παρενοχλείς σεξουαλικά τον Μίκυ, ο οποίος αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι είναι Κουβανός οικονομικός μετανάστης. Τον απαγάγεις με την στολή του Μίκυ και επιστρέφετε στην Ελλάδα. Σε παρατά στο αεροδρόμιο για την αεροσυνοδό και επιστρέφουν πίσω στην Disneyland.

Ανοίγεις 3 blogs και ικετεύεις και για επιπλέον ακόμη εφημερίες. Σου αρνούνται. Απειλείς με απαγγελία θεατρικών μονολόγων. Σου δίνουν 1. Κάνουν σκληρό παιχνίδι. Αρχίζεις την πρόζα. Προσφέρουν 4. Απαγγέλεις Οιδίποδα. Σου αφήνουν το πρόγραμμα εν λευκώ. Έχεις κερδίσει. Αποσύρεσαι ενώ σκορπίζεις πίσω σου τα αυτόγραφα.





Δεκέμβρης.


Δεν έχεις κοινωνική ζωή. Ούτε επαγγελματική έχεις αλλά αν το συνειδητοποιήσεις θα πέσεις στα σκληρά. Όσοι νοιάζονται για σένα, πληρώνουν 1 άνεργο γιατρό που έχει σκληραγωγηθεί από τις εφημερίες να μπαίνει στις ιστοσελίδες σου και να σχολιάζει τα κείμενά σου με διαφορετικά nicknames ολημερίς και ολονυχτίς για να μην αρχίσεις να χαρακώνεσαι όταν συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις πια ζωή. Κατορθώνεις να εξοντώσεις σωματικά τον γιατρό και να σου ομολογήσει την αλήθεια, να εγκαταλείψει έντρομος την ιατρική και να δώσει κατατακτήριες για νηπιαγωγός.

Κρατάς στα χέρια σου το νέο βιβλίο…. «The winner stands alone» Χαμογελάς. Οι συνεντεύξεις σου δεν πήγαν χαμένες.

Σβήνεις τα blogs, τις διαδικτυακές σου ταυτότητες και εισάγεσαι σε κλινική απεξάρτησης από το νετ.




Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2008

Spark-ο-Καζαμιας: Α- Παρτ' Ουάν

Ιανουάριος

Κερδίζεις τον 1 λαχνό στο πρωτοχρονιάτικο. Πριν προλάβεις να χαρείς, στα κρατά όλα η εφορία ενώ παράλληλα μένεις και με ένα υπόλοιπο οφειλής (4.321,23 euro.) Αρνείσαι πρόσκληση για ταξίδι στη Βραζιλία λόγω εργασίας. Με το που προσγειώνεται η παρέα σου γνωρίζει ένα Βραζιλιάνο (βαθμολογίας 5 στην κλίμακα βρακί ), ο οποίος σε περιμένει να σε γνωρίσει στο αεροδρόμιο σταλμένος από μια μάγισσα. Καθώς δεν σε βρίσκει, προχωρά σε εγχείρηση αλλαγή φύλλου, βάζοντας την ταφόπλακα στον μυθιστορηματικό σας έρωτα, που δεν πρόλαβε να γεννηθεί.
Δεν γνωρίζεις κανέναν άντρα της προκοπής στη δουλειά και συνεχίζεις να είσαι γκρινιάρα, κλαψομούνα και αντιπαθής αλλά βαυκαλίζεσαι ότι είναι η μοναξιά της κορυφής. Συνεχίζεις να έχεις το άγγιγμα της αγαμίας και όποιος σε πλησιάζει… χωρίζει, τσακώνεται και τελικά καταδικάζεται σε αιώνια μπακουρίαση.


Φεβρουάριος.


Σου προτείνεται ταξίδι στην Ιταλία. Αυτή τη φορά την πρόσκληση την φέρνει 1 δίμετρος Ιταλός με μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα κουτί σοκολατάκια. Εκείνη την ώρα είσαι στο χειρουργείο και κρατάς άγκιστρα. Ο Ιταλός φεύγει και το χειρότερο για σένα… παίρνει και τα σοκολατάκια μαζί του! Καπνίζεις και όλοι σε κυνηγούν για τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος. Έχεις ακόμα 1 μήνα μέχρι το έμφραγμα και φυσικά δεν έχεις σκοπό να τον περάσεις άκαπνη.
Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου αρχίζεις να τρως τις συσκευασίες καρδούλες ενώ όλοι σε κοιτούν με οίκτο. Κοιτάζεσαι και βλέπεις ότι ξέχασες να ξυριστείς κόντρα το πρωί. Φτού!... ΣΟΥ!
Για να παρηγορηθείς στέλνεις email στους παραγωγούς του House MD αναφέροντας όλα τα ιατρικά λάθη ανά season, episode, scene. Σου αποστέλλεται συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με την εταιρεία παραγωγής. Αρνείσαι γιατί κατά βάθος την βρίσκεις να εργάζεσαι για 3 ευρώ την ώρα στην μέση του πουθενά και του τίποτα και να σε μπινελικώνουν όλοι. Ζεις το House MD –χωρίς τις επιτυχημένες διαγνώσεις-. Κοιτάζεσαι για ακόμα 1 φορά στον καθρέφτη, τα γένια 3 ημερών, η κουτσαμάρα και η καφρίλα είναι εδώ. Κοιτάς το σκονισμένο βιβλίο πάνω στο γραφείο. Η γνώση μπορεί να περιμένει.
Ανάβεις τσιγάρο και μπαίνεις στο blog σου που έχει βαρέσει διάλυση.






Μάρτιος.

Η γιαγιά στο φλιτζάνι σου βρίσκει μεγάλη στεναχώρια οπότε είσαι με το διαβατήριο στο στόμα και στην πρόσκληση για Παρίσι λες ναι! Δεν παίρνεις τίποτα από ρούχα μαζί σου εκτός από το νέο σου βιβλίο. Αρχίζεις να το μοιράζεις με αυτοκόλλητα book crossing και φωτογραφίζεις βήμα προς βήμα την διεθνή σου καριέρα.
Συναντάς τυχαία τον Pascal Obispo. Βαθύτατα συγκινημένη αρχίζεις να τραγουδάς «pense a moi.. pense a moi!» Ο Pascal εγκαταλείπει τη μουσική βιομηχανία για να ζήσει το όνειρό του, να γίνει τερματοφύλακας. Η Zazie διοργανώνει συναυλία για να επιστρέψει ο Pascal στην μουσική σκηνή. H Mylene Farmer βάφει το μαλλί της μαύρο σε ένδειξη πένθους και εσύ χαρακτηρίζεσαι persona non grata στην Γαλλία ενώ οι Γάλλοι μουσικοκριτικοί σου απονέμουν βραβείο για την προσφορά σου στην γαλλική μουσική σκηνή.
Αυτόν τον μήνα κανένας Γάλλος δεν θα σου την πέσει αλλά θα πέσεις εσύ από τα τακούνια σου και θα επιστρέψεις στην μαγκουρίτσα σου.
Τα οικονομικά σου είναι χάλια αλλά το ωροσκόπιό σου λέει ότι θα έχεις τρομερές επαγγελματικές επιτυχίες. Θα εργάζεσαι περισσότερες ώρες με λιγότερα ακόμα λεφτά λόγω αύξησης των φορολογικών συντελεστών. Προσπαθείς να ξεπεράσεις τον Pascal αλλά εκείνος παίρνει μεταγραφή στη θέση του Νικοπολίδη, που συνεπής στην δουλειά του κλαδεύει ασταμάτητα στην Κηφισιά κάνοντας παράλληλα υπερωρίες και στους γειτονικούς δήμους για να συμπληρώσει τα ένσημα του ΙΚΑ. Αρχίζεις να κρύβεσαι από τους paparazzi καθώς όλοι προσπαθούν να ανακαλύψουν, πού σταματά η ιστορία και πού αρχίζει ο μύθος.
Ο Pascal βγάζει το πρώτο του φιλανθρωπικό single με ελληνικούς στίχους. «Δεν ξεχνιέσαι, δεν ξεχνιέσαι, γύρω μου είσαι και πλανιέσαι» Η διοίκηση σε εξαναγκάζει σε παραίτηση καθώς ο χώρος της εργασίας έχει μετατραπεί σε σκηνικό του Gray’s Anatomy. Άφραγκη ούσα, ανοίγεις νέο blog γράφοντας την ιστορία σου. Ξεχνάς να βάλεις διαφημιστικά μηνύματα και παραμένεις άφραγκη παρά το ότι έχεις γίνει το τσόλι της ημέρας.

Απρίλιος

Για να σε ευθυμήσουν σου προτείνουν ταξίδι στην Ισπανία. Αρνείσαι λόγω αγοραφοβίας προφασιζόμενη πολλαπλά μεταπτυχιακά. Η παρέα σου καταλαβαίνει «εγκεφαλικά» και σε παρατάνε σύξυλη χωρίς παρακάλια. Κατά την προσγείωση στην Ισπανία την παρέα σου περιμένει 1 Ισπανός (5 με τόνο στην κλίμακα βρακί) σταλμένος από τα ταρώ. Απογοητευμένος που δεν προσήλθες στο ραντεβού της μοίρας ξεκινά και πάλι τα ταξίδια του στον κόσμο για να χορέψει flamenco. Ανακαλύπτει το βιβλίο σου και το μεταφράζει αυτοπροσώπως στα Ισπανικά.
Βρίσκεις καινούρια δουλειά και επιβεβαιώνεται το αναπόφευκτο. Είναι το ίδιο άθλια με την προηγούμενη, φυσικά και οι άντρες είναι κακάσχημοι και υποψήφιοι προστατεκτομής αλλά έχεις συμβιβαστεί. Έχεις μάθει πια όλα τα μέρη για gay στο internet και παρακολουθείς τον κολλητό σου για να μην του κάτσει γκόμενος ποτέ, αφού τόσα χρόνια έχεις επιβεβαιωθεί ότι δεν του έκατσε γκόμενα. Η ζωή σου είναι άθλια αλλά ξέρεις ότι μπορείς να τα κάνεις και χειρότερα, έχεις 8 ολόκληρους μήνες ακόμα μπροστά σου.


Μάιος.

Συνεχίζεις να δουλεύεις και έχεις πλέον δραματοποιηθεί. Κυκλοφορείς σε 2 μόνο αποχρώσεις, πράσινο και μπλε. Κάθε προσπάθεια διάσωσής σου είναι πλέον απέλπιδη. Η παρέα σου παίζει το τελευταίο της χαρτί. Πορτογαλία. Αρνείσαι και πάλι προφασιζόμενη εφημερίες, συνέδρια και τη νέα σου μετεκπαίδευση στην ταρίχευση κατσαρίδας. Οι άνθρωποι έχουν πια σιχτιρίσει μαζί σου. Για να ξεσπάσεις ανοίγεις ακόμα 1 blog.
Αποφασίζεις να το ρίξεις έξω και να παραγγείλεις 1 pizza στη δουλειά. Σε πληρώνουν τα χρωστούμενα του προηγούμενου έτους. Η τσιφουτιά σου είναι πλέον στάση ζωής. Σου στέλνουν κάρτα από την Πορτογαλία με τον Πορτογάλο ψαρά/ποιητή που σε περίμενε μέρες και νύχτες στο λιμάνι ως άλλος γοργονίτσος καθώς το διάβασε στα κοχύλια ότι ήταν γραφτό σας να συναντηθείτε. Απογοητευμένος γράφει την ιστορία σας, γίνεται best seller, γυρίζεται ταινία και παίρνει το Oscar κάποιους μήνες αργότερα. O Pascal μην αντέχοντας το τζατζίκι, έρχεται στη δουλειά και γονυπετής σου ζητά να κλεφτείτε. Κοιτάς και… έχεις εφημερία την επομένη.
Του λες ότι δεν μπορείς και εκείνος σπάει το συμβόλαιο του και γυρίζει στην Γαλλία. Ξεκινάει περιοδεία με 69 παραστάσεις μόνο και παντρεύεται κρυφά από τους paparazzi. Φυσικά και όχι μαζί σου! Άχρηστη!




Μη μιλάς! Σςςςς!!!
Σου 'χω και άλλα!

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2008

Σςςς… μη ριγείς και θα μ’ αγιάσεις ερήμην μου τις ώρες της ιεροσυλίας μου.


Φοβάμαι αγάπη τα τραγούδια που μιλάνε για σένα

Μα πιο πολύ φοβάμαι αυτά που γράφω για μας

Σε έναν κόσμο που η αιτία δείχνει πάντα εμένα

Και οι αφορμές όλα εκείνα που προσπερνάς

Χάνομαι, ευχή που πέφτει σε κάποιας λίμνης το βυθό

Μαχαίρι να χαράσσει λόγια που δεν μπόρεσα να πω

Πετώ πιο πέρα απ’ τα όνειρα που κρατώ φυλακισμένα

Μαύρος εξόριστος απ’ το βλέμμα σου στη γη του πυρός

Σκοτεινός αρχάγγελος που φλέγεται σε χέρια ματωμένα

Ανατριχιάζω όταν έρχεσαι σαν συμπληγάδες από φως

Άδεια πουκάμισα η αγάπη σαν τις σκιές που κυνηγώ

Δαίμονες φριχτοί που με σκορπίζουν μα με φέρνουν πάλι εδώ

Μη με θυμάσαι στους δρόμους που τρέχεις αξημέρωτα

Μη μ’ αγγίζεις, αν δεν τρέμεις, αν δεν μ’ αναζητάς

Δεν είμαι άνθρωπος, μόνο ο σαρκασμός του έρωτα

Γύμνια που τρέφει μουσικές, σκοτάδια να ξεχνάς

Μη μ’ αγκαλιάζεις αν δεν μ’ έμαθες, δεν μ’ ένοιωσες ακόμα

Πνοή είμαι μιας θάλασσας, ψυχή που δε χωρά στο σώμα

Έλα, να μαδήσουμε τον άγγελο, να δούμε τι κέρδισες

Στάσου πλάι μου, μη ριγείς, μην μ’ αγιάζεις ερήμην μου

Σε στιγμές ιερόσυλες και σε φωτιές που δεν έσβησες

Όσα πόθησες μην τα πεις, μη σφαγιάζεις εις μνήμη μου

Με ξεχνάς σαν φεύγω, κρύβομαι στο σκοτεινό παρόν

Μ’ αγαπάς μα πάντα περισσεύει και ένα… Παρών!

Δεν με πειράζει που δεν είσαι ‘δώ, που χάθηκες στο λίγο

Δεν είναι ο έρωτας λογαριασμός για να ‘χεις να ξοφλάς

Μόνο που με πονά καμιά φορά, που δε μπορώ να μείνω

Στα εύκολα που με ζητούν, σε κείνα που είσαι και σκορπάς

Συγχώρα με που δεν σου τραγουδώ, οι λέξεις δεν ταιριάζουν

Είναι μισές, ξένες, μονάχες τους, άρχισαν και μου μοιάζουν


Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

Code Red Tori Amos



Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε. Όλο έλεγε ότι την επομένη θα γυρνούσε νωρίτερα στο σπίτι αλλά όλο κάτι τύχαινε και επέστρεφε λίγο πριν βραδιάσει. Φορτωμένη τσάντες, έγγραφα προχώρησε αφηρημένη στο διάδρομο. Παραπάτησε. Κοίταξε κάτω και είδε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο. Πέταξε τσάντες και έγγραφα στον καναπέ και επέστρεψε να πάρει τον φάκελο. Δεν έγραφε τίποτα επάνω. Τον άνοιξε προχωρώντας προς το τηλέφωνο να ακούσει τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Καθώς τα άκουγε, έβαλε το χέρι μέσα, φωτογραφίες. Τις έβγαλε.
Εκείνος με μία άγνωστη. Σημειωμένα επάνω τοποθεσίες, ημερομηνίες. Ζαλίστηκε. Κάθισε στην πλάτη του καναπέ. Κάθε μεγεθυμένη φωτογραφία, που έβλεπε την πέταγε σαν σαΐτα στο πάτωμα. Μια μαχαιριά ανάμεσα στις φωτογραφίες την έριξε γονατιστή στο παγωμένο μάρμαρο πάνω στα γυμνά κορμιά τους. Έκλεισε τα μάτια και ανακάθισε. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο. Τώρα. Ενστικτωδώς κάλυψε την κοιλιά της. Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά, δίπλα στο αυτί της. Άπλωσε το χέρι και έπιασε το τηλέφωνο.
- Τον πήρες τον φάκελο; Μια άγνωστη γυναικεία φωνή.
Σιωπή. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε τις φωτογραφίες. Η φωνή μπορεί να
μην είχε όνομα αλλά είχε σίγουρα πρόσωπο. Σιωπή. Έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένη. Εισπνοή από τη μύτη, εκπνοή από το στόμα. Στα αυτιά της ήρθε ο ήχος μια καρδιάς που χτυπούσε σαν τρελή.
- Δεν μιλάς; Δεν χρειάζεται να πεις κάτι. Κοίτα στην πόρτα σου.
Εκείνη την ώρα ακόμα ένας φάκελος εισέβαλε στο σπίτι. Έκλεισε το
τηλέφωνο και το άφησε να πέσει στο πλάι της. Τι νόημα είχε; Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά ξανά. Το έβγαλε από την πρίζα. Σε λίγο ξεκίνησε να χτυπά το κινητό. Το έβγαλε από την τσάντα και το απενεργοποίησε. Κάθισε στον καναπέ με τα μάτια καρφωμένα στον κλειστό φάκελο. Σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει τις φωτογραφίες από το πάτωμα. Πήρε τον άδεια φάκελο, πήρε και τον κλειστό φάκελο και επέστρεψε στον καναπέ. Τα άφησε στο τραπεζάκι δίπλα στα πόδια της.
Άρχισε να τρίβει μηχανικά τη μέση της που πονούσε με το βλέμμα καρφωμένο στις φωτογραφίες. Πήρε και τον δεύτερο φάκελο και τον άνοιξε. Περισσότερες φωτογραφίες. Δικές της, δικές τους. Τις πέταξε στο πάτωμα.
Έκανε να σηκωθεί. Αλλά γονάτισε πάλι. Προσπάθησε να στηριχτεί στον καναπέ και ένοιωσε το χέρι της υγρό. Γύρισε την παλάμη. Κόκκινο, μετά γκρι και πέφτοντας μαύρο…

Πόσες δοκιμές αντέχεις;

Ι.

Άσε για λίγο τα χαρτιά σου. Άσε τον υπολογιστή σου μόνο, δεν θα διαμαρτυρηθεί. Σήκω και κοίτα έξω απ’ το παράθυρό σου. Πίπιζες και γκάιντες σύναξα, να με βλέπεις καθώς περνώ στο δρόμο με το αυτοκίνητό μου, με τα παράθυρα κατεβασμένα και τη μουσική στο τέρμα. Σου χαμογελώ μα δεν με βλέπεις. Παίζω με τα φωτεινά κουμπάκια, χτυπώ το τιμόνι μαζί με τα τύμπανα να καλέσω την άνοιξη.

Μη δυναμώνεις τη μουσική. Όχι αν δεν το θες. Μη μου χαμογελάς, μη με αποχαιρετάς στα πράσινα φανάρια που χάνομαι. Στο τζάμι, που βλέπεις αχνά τη μορφή σου, αντικρίζεις το βλέμμα μου. Κοίτα πίσω από την πυρακτωμένη άμμο τη μουσική, που ξεχύνεται πάνω από το γκρίζο της πόλης, ιστιοφόρο που πλέει να κυριεύσει τον νέο ουρανό στο όνομα υμών. Με τον ήχο φουσκώνω τα πανιά του με τα ζωγραφισμένα ιερογλυφικά, να λάμπουν στον ήλιο που σε χαϊδεύει.

Μέσα από τις μουσικές μου σε βλέπω.



ΙΙ.

Στα βράχια αντίκρυ απ’ τη θάλασσα τραγουδώ την ψυχή μου. Μόνη με το αεράκι να φυσά και την θάλασσα να ψάχνει να μ’ αρπάξει, σχεδιάζω χρώματα και ψέματα για να ‘χει η ψευδαίσθηση να χορεύει στην άμμο, με ένα μαύρο φουστάνι. Με φωνές ξένες να στροβιλίζεται στην άκρη των κυμάτων. Με νότες χαρούμενες τραγουδιέται η μοναξιά και η θλίψη πάνω από γκρεμούς καθώς η ζωή προελαύνει υψώνοντας λάβαρα σε τούτη την άβυσσο.

Δεν ξέρω, δεν έμαθα τίποτα, τόσα χρόνια σε τούτα τα βράχια. Μήτε να στέκομαι, μήτε να προχωρώ πάνω στη θάλασσα. Όλα γυρίζουν αέναα, όλα καίγονται τη νύχτα από τις μοίρες εδώ που μ’ έταξαν. Όλα κάποιες στιγμές έρχονται πάνω μου και με πνίγουν στην ονειροπαγίδα που υφαίνομαι ενώ η βουή μεγαλώνει. Τότε είναι, που ξεχύνονται όλα και έρχονται να με συναντήσουν ξανά σε τούτα τα βράχια με πίπιζες και με ταμπούρλα. Όλες μου ιστορίες, όλοι μου οι έρωτες, όλες οι μνήμες που φτερουγίζουν τριγύρω μου. Μέχρι το τέρμα σου είπα, έτσι δεν είναι; Πάνω του στέκομαι για ένα χειροκρότημα ακόμα, για μια παράσταση ακόμα, για μια ιστορία.

Στέκομαι... Έρχομαι; Ή φεύγω; Δεν κοιτάζω τίποτα παρά μόνο την ψυχή μου. Δεν χωράνε οι άνθρωποι στο αλλιώτικο, το ξένο, το παράταιρο. Μόνο η μουσική, που καλπάζει στην ερημιά και μια χούφτα ανοησίες, που σκορπίζω ν’ ανοίγουν το δρόμο. Πέφτουν τα βράχια στη θάλασσα. Όσα δοκίμασα, μα δεν ήμουν. Πρόσωπα και προσωπεία. Στενεύει το όριο, δυναμώνει η μουσική, πλησιάζουν. Δεν κλαίω, όχι. Είναι ανώφελο όταν η ψυχή σηκώνει τα χέρια ψηλά με την καρδιά και τα καρφιά της στο χέρι. Με τη μουσική μου τα υψώνω, πάνω απ’ την αλμύρα, πάνω απ’ τη θάλασσα. Τόσο, όσο να έλθουν στην ευθεία των ματιών μου. Θυμάσαι τι είπαμε; Κάθε τι μονό είναι και περιττό. Μπήγω τα καρφιά στη σάρκα της και την αφήνω να τσακιστεί στα βράχια, να χαθεί στη θάλασσα. Δεν μου χρειάζεται πια…

Σάυλοκ χρόνε την κέρδισες. Χάρισμά σου. Δεν είμαι εγώ που στέκομαι εδώ παρά μόνο ένας φτηνός αντικατοπτρισμός. Τα βράχια είμαι που κομματιάζουν την καρδιά μου στο βάφτισμα της θάλασσας καθώς η μουσική σεργιανά τα σώματα που δεν πλάγιασα ακόμη.





III.

Περιπλανιέμαι ανάμεσα στα καραβάνια των πέτρινων σκιών ταξιδεύοντας προς το τέρμα του κόσμου, την άκρη της στιγμής, το τέλος της εποχής των ανθρώπων. Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησα, ούτε από πού. Δεν έχω όνομα, πρόσωπο μήτε κορμί να επιστρέφω. Άπιαστη σαν όνειρο, όμοια με ενοχή χάνομαι στα χθόνια σταυροδρόμια της σκέψης. Βυθίζομαι στην απουσία, ναυαγώ στη σιωπή, ξεβράζομαι στην εγκατάλειψη.

Φωνές μαστιγώνουν τη θλίψη μου, λάβαρα λεηλατούν την ανεπάρκεια μου. Δεν έμαθα τίποτα σε τούτη τη φτώχια παρά μόνο να προχωρώ, να συνεχίζω, να φεύγω.



Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2008

Αν...

Από "Τα Ερωτικά" του Γ. Ρίτσου εκδόσεις "ΚΕΔΡΟΣ" (αποσπάσματα) 1981

Μικρή Σουΐτα Σε Κόκκινο Μείζον

Ι.
Πλήθος λεμόνια
επάνω στο τραπέζι
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν το σώμα σου
μ' αρέσει που βρέχει
νύχτα με χίλια λεμόνια
και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα
να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς
στα πισινά τους πόδια.
Διακοφτό 18.11.80

ΙΙ.
Ω αλάνθαστο σώμα
πόσα και πόσα λάθη
μ' ένα μικρό διαβατικό φεγγάρι
στα γυμνά δέντρα του πεζοδρομίου
αδειούχοι στρατιώτες καπνίζουν
κάτω απ' το υπόστεγο
βρέχει όλη μέρα
ακούω το νερό να κυλάει ατέλειωτο
απ' τα λούκια στο δρόμο
παρότι το ξέρω
αυτό το εισιτήριο
είναι εκπρόθεσμο πιά.
Αθήνα 18.11.80

ΙΙΙ.
Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ' το σώμα σου
έως το σώμα σου.
Αθήνα 19.11.80

Ανεξάντλητο- λέει-
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ο ουρανός-
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.


Αθήνα, 6. ΙΙ. 80

Γυμνό Σώμα

Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.

Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.

Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.

Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.

Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.

Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.

Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ' αφτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;

Ηδονή-
πέρα απ' τη γέννηση,
πέρα απ' το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;

Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ' τα δάχτυλα.
Ενώνεται.

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ' άστρα
αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.


Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.
Αθήνα 24.9.80

Σάρκινος Λόγος

Ι.
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα.
Καλυμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μιά γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μιά γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μιά λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μιά μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.







11.
Θέλω να περιγράψω το σώμα σου.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ' ένα ποτήρι καθαρό νερό.
Το σώμα σου ένα άγριο δάσος με σαράντα μαύρους ξυλοκόπους.
Το σώμα σου βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος.
Το σώμα σου δυό νύχτες με καμπαναριά,
με διάττοντες και μ' εκτροχιασμένα τραίνα.



Το σώμα σου ένα ημίφωτο μπαρ με μεθυσμένους ναύτες και καπνέμπορους·
χτυπάνε στράκες, σπάζουν ποτήρια, φτύνουν, βλαστημούν.
Το σώμα σου ένας ολάκερος στόλος υποβρύχια, θωρηκτά, κανονιοφόροι· θορυβώδεις άγκυρες ανεβαίνουν· τρέχουν νερά στο κατάστρωμα·
ένας μούτσος πηδάει απ' το κατάρτι στη θάλασσα.
Το σώμα σου πολύφωνη σιωπή σκισμένη από πέντε μαχαίρια, τρεις ξιφολόγχες κι ένα σπαθί.
Το σώμα σου μια διάφανη λίμνη, στο βυθό της φαίνεται η λευκή βουλιαγμένη πολιτεία.



Το σώμα σου ένα τεράστιο ακάθεκτο χταπόδι μες στη γυάλα του φεγγαριού



με ματωμένα πλοκάμια πάνω απ' τις φωταγωγημένες λεωφόρους, όπου το απόγευμα



πέρασε αργόπρεπα η κηδεία του τελευταίου αυτοκράτορα.
Πολλά λουλούδια πατημένα μένουν στην άσφαλτο βρεγμένα με βενζίνη.
Το σώμα σου ένα παλιό μπορντέλο της οδού Προαστίου με γριές πουτάνες, βαμμένες



με λιπαρά φτηνά κραγιόνια· φοράνε ψεύτικες μακριές βλεφαρίδες·



είναι και μια νεαρή πρωτόπειρη, ηδονίζεται μ' όλους τους πελάτες,



αφήνει τα λεφτά στο κομοδίνο της, ξεχνάει να τα μετρήσει.
Το σώμα σου είναι ένα ρόδινο μικρό κορίτσι·
κάθεται κάτω απ' τη μηλιά και τρώει μια φέτα φρέσκο ψωμί και μια κόκκινη αλατισμένη ντομάτα· κάθε τόσο χώνει κ' ένα άνθος της μηλιάς στα στήθη της.
Το σώμα σου ένα τζιτζίκι στ' αφτί του τρυγητή,
ρίχνει μια σκιά μενεξελιά στο μελαμψό λαιμό του
και τραγουδάει μονάχο του όσα δεν μπορούν να πουν όλα μαζί τα σταφύλια.

Το σώμα σου είναι ένα ξάγναντο μεγάλο αλώνι στη κορφή του λόφου,
έντεκα ολόλευκα άλογα αλωνίζουνε τα στάχυα της Γραφής·
χρυσάφι τ' άχυρα καρφώνουνε μικρούς καθρέφτες στα μαλλιά σου
και λαμποκοπούν τα τρία ποτάμια όπου μεγάλες μαύρες αγελάδες με αδαμάντινα στέμματα σκύβουν, πίνουν νερό και κλαίνε.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου απερίγραπτο.
Και θέλω να το περιγράψω,
να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
να το χωρέσω και να με χωρέσει.
Αθήνα 18.11.80


Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)

Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.


Αθήνα, 16. ΙΙ. 81

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2008

COSE DELLA VITA



- Να μετρήσουμε τ΄αστέρια;
- Βαριέμαι
- Να κεράσω κάτι;
- Τι;
- Σκατά με φράουλες.
- Το ξέρεις ότι με χαλάνε οι φράουλες
- Καλά.
- Τσιγάρο;
- Όχι, ευχαριστώ.
- Αν έχεις, ρωτάω ρε ζώον.
- Α ναι, πάρε.
- Αναπτήρα;
- Πάρε.
- Τασάκι;
- Μαζέψου!
- Καλά.
- Τι θες εδώ;
- Τι έχεις να δώσεις;
- Μας βλέπουν.
- Χέστηκα.
- Τώρα τι κάνεις;
- Το μαλάκα και με εξαιρετική επιτυχία.
- Γιατί χαμογελάς;
- Γιατί μπορώ.
- Να φύγω;
- Κάνε ό,τι θες.
- Δε σε νοιάζει;
- Θα ‘πρεπε;
- Θες να πάμε μια βόλτα;
- Όχι.
- Θες να πούμε ψέματα;
- Όχι.
- Θες να πούμε αλήθειες;
- Όχι.
- Τι θες;
- Το πακέτο με τα τσιγάρα.
- Παρ’ το
- Και τον αναπτήρα
- Παρ’ το και αυτό.
- Γιατί ήρθες;
- Πάντα έρχομαι.
- Ακάλεστος.
- Ουδείς τέλειος.
- Έχω ακόμα τον zippo σου.
- Το ξέρω.
- Έφερες μουσική;
- Έφερα εμένα.
- Να σε ακούσω;
- Να θυμηθείς.
- Γιατί;
- Γιατί δεν υπάρχεις αλλιώς.
- Μας ακούν.
- Μα δεν μας ξέρουν.
- Θα φύγεις;
- Όπως πάντα.
- Θα σε ξαναδώ;
- Έχει σημασία;
- Πού πας όταν φεύγεις;
- Κάπου καλύτερα.
- Θα με πάρεις μαζί σου;
- Όχι.
- Γιατί;
- Γιατί δεν τ΄ αντέχεις.
- Εσύ;
- Τι;
- Τυρί.
- Μ’ αγαπάς;
- Έχει σημασία;
- Για ποιόν;
- Για σένα;
- Όχι
- Τι θες;
- Τίποτα.
- Αντέχεις;
- Πάντα.
- Τι θα γίνει;
- Τίποτα.
- Έχεις ακόμα τις φράουλες;
- Πάρε.
- Σιωπή
- Όταν δεν την ενοχλείς.
- Πότε θα ξανάρθεις;
- Δεν ξέρω.
- Θα μείνεις για απόψε;
- Όχι
- Σε περιμένουν;
- Πάντα.
- Οι ανόητοι
- Καίγεται η κάφτρα σου.
- Next!
- Θα φύγω.
- Και εγώ.
- Να μου σε προσέχεις.
- Πάντα.



Κάτι που να έχει σημασία...


Ο χρόνος περνά. Τον χωρίζουμε σε κομμάτια και αυτά σε ποιο μικρά και πιο μικρά, πιο μικρά ολοένα από όσο μπορούμε να καταλάβουμε, πιο μικρά από όσο έχει σημασία. Αγοράζω βιβλία που τα παρατάω από εδώ και από εκεί. Βαρβαρισμοί που δεν έχουν να μου πουν τίποτα. Πόσοι άραγε έχουν να πουν κάτι που να έχει στα αλήθεια σημασία; Πόσοι σταματάνε να κόβουν το χρόνο κομμάτια για να πουν κάτι που να έχει στα αλήθεια σημασία;

Έκοψα και την τηλεόραση. Βαρέθηκα. Αφήνω πια το φαγητό στο πιάτο όταν δεν μ’ αρέσει. Σκορπίζω κείμενα και μουσικές από εδώ και από εκεί ψάχνοντας κάτι που να έχει στα αλήθεια σημασία. Κάτι. Μα δεν ξέρω τι. Μια ιστορία, μια κουβέντα, μια αίσθηση αλλά τίποτα. Ο χρόνος λειαίνει τα πάντα όπως η θάλασσα το σπασμένο γυαλί. Αλλά έτσι είναι πιο εύκολο. Δεν κόβεται κανείς.

Ξεχνάω τα ονόματα των ανθρώπων που με συστήνουν. Παλιά ρώταγα κρυφά τον διπλανό μου να μου ψιθυρίσει ξανά το όνομα. Τώρα δεν ρωτάω. Δεν έχουν σημασία. Δεν τα χρειάζομαι τα ονόματα αφού έτσι και αλλιώς λίγο μετά τους ξεχνώ κι αυτούς.

Ούτε ονόματα τηλεφώνων θυμάμαι. Τώρα κλείνω το κινητό και έχω την ησυχία μου. Έτσι και αλλιώς σπάνια με ενοχλούσε.

Κάτι να έχει σημασία. Τι;

Πιόνια γυμνά ξαπλωμένα στην ασπρόμαυρη σκακιέρα. Δεν είμαι βασίλισσα, ποτέ δεν ήμουν. Ένα πιονάκι, το πλέον αναλώσιμο σε παιχνίδια στρατηγικής. Δεν με πειράζει. Ούτε με ενοχλεί. Ξαπλώνω στο άσπρο και στο μαύρο και αφήνομαι να με ταξιδέψουν.

Είχα έναν φίλο που με ρώταγε «και μεις, πώς θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε, δίχως η ιστορία να πει μια λέξη για μας;». Δεν με νοιάζει τι θα πει η ιστορία, όπως δεν με νοιάζει τι θα πουν οι άνθρωποι γενικώς. Έχω μια υπερτροφική αυτάρκεια που εκφράζεται σε ψωνίστηκο τουπέ που μου εξασφαλίζει την ησυχία μου.

Θα ήθελα να γράψω μια φορά μια ιστορία που να ‘χει σημασία αλλά όσο τα χρόνια περνούν ξεθωριάζει και αυτό. Και έτσι απλά γράφω ιστορίες. Άλλοτε φανταστικές, άλλοτε αληθινές, κακότεχνες και ημιτελείς.

Έχω το κακό συνήθειο και τρομάζω τους ανθρώπους. Σπάνια λέω αυτό που θέλουν να ακούσουν. Αυτό μου εξασφαλίζει ακόμα περισσότερη ησυχία. Μιλάω ολοένα και λιγότερο και παρατηρώ ολοένα και περισσότερο. Πληρώνομαι για να κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις και αυτό που βλέπω είναι ότι όσο περισσότεροι είναι στον ίδιο χώρο τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να μάθεις την αλήθεια. Και έτσι πετάω έξω τους υπόλοιπους αλλά και πάλι ποτέ δεν μου δίνουν όλη την αλήθεια. Και ρωτάω ξανά και ξανά. Πρωί, απόγευμα, νύχτα μέχρι να σπάσουν και να μου πουν τις αλήθειες που χρειάζομαι.

Βαρέθηκα να το κάνω και έξω από τη δουλειά αυτό. Έτσι κάνω πως πιστεύω τα ψέματα τους. Τι στο διάολο τόσο κόπο κάνουν να πείσουν τον εαυτό τους για αυτά, εγώ θα τους το χαλάσω;

Έχω ερωτευτεί, έχω αγαπήσει, έχω προδώσει και έχω προδοθεί. Όλα κάνουν τον κύκλο τους για να ανοίξουν άλλοι. Έχω το κακό συνήθειο την επόμενη φορά να θέλω κάτι παραπάνω. Ναι μικρέ μου, ερωτεύτηκα και πλακώθηκα και πριν από σένα. Εσύ έχεις κάτι καλύτερο να μου δώσεις, κάτι παραπάνω; Βόλτα με το παπάκι με τα 80km/h πήγα, εσύ έχεις μια μηχανή να γκαζώσουμε και όπου βγάλει; Αν, όχι, ας’ το καλύτερα. Been there. Done that.

Δεν με τρομάζει η μοναξιά, κουβαλάω πολλούς ανθρώπους μέσα μου για την ταξιδεύω. Μικρές ιστορίες, φωτογραφίες στιγμών. Άλλες έχουν σημασία, άλλες όχι. Και γέλιο, πολύ γέλιο. Δεν νομίζω να ‘χει γελάσει άνθρωπος στη ζωή του όπως εγώ. Κλάμα; Και αυτό στο πρόγραμμα είναι. Ζάχαρη και αλάτι, φορτωνόμαστε και πάμε.

Είμαι καλός, είμαι κακός άνθρωπος; Ανόητες ερωτήσεις που με αφήνουν αδιάφορη.

Είμαι καλή στο να κρατώ μυστικά. Εκπαιδεύτηκα και πληρώνομαι για αυτό. Δεν αρχειοθετώ μυστικά και ανθρώπους. Σιχαίνομαι τις ημερομηνίες. Τότε, αυτός, αυτό, έτσι, και μετά το άλλο, αλλά…. Ούτε μ’ αρέσει να λέω φανταστικές ιστορίες. Το κάνουν άλλοι καλύτερα. Αλήθειες λέω που τους λειαίνω τις άκρες για να φυλάνε καλά τα μυστικά τους, για να μην τρομάζουν οι άνθρωποι όταν βλέπουν κάτι από εκείνους μέσα.

Μεγάλωσα για να παίζω χαζά παιχνίδια με τα όρια μου. Τα ξέρω και τα έχω ξεπεράσει πολλές φορές. Βαρέθηκα, και τα όρια μου εγώ είμαι. Με τέντωσαν και με τέντωσα. Με έσπασαν και έσπασα και εγώ τον εαυτό μου. Foolish games. Άλλαξαν τα παιχνίδια μου μέσα στο χρόνο. Έχω αλήθειες να παίξω σε black jack. Truth or dare? Truth always truth. Το dare είναι για εκείνους που φοβούνται τις αλήθειες. Truth is the ultimate dare.

Οι άνθρωποι διαλέγουν προσεκτικά τις αλήθειες τους, με τον ίδιο τρόπο, που διαλέγουν και τα ψέματα τους. Χτίζουν τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτές με αρκετά ψέματα ανάμεσά τους για να είναι η ευκολία απόρθητη. Μα είναι τόσο εύκολο να σπάσεις έναν άνθρωπο, που καταντά σχεδόν προκλητικό. Κρακ. Να το, το κατάφερες, ακόμα ένας σπασμένος άνθρωπος, ακόμα ένα χαδάκι στο σκυλίσιο κεφάλι του εγωισμού σου. Είσαι καλύτερος από εκείνον που έσπασες. Τα κατάφερες. Τόσο εύκολο, τόσο απολαυστικά προκλητικό. Ποιος έχει τώρα χρόνο και ψυχή και διάθεση να περιμένει να γκρεμίσει ο άλλος μόνος του τα τείχη του; Σιγά. Παρακάτω περιμένουν άλλοι στη σειρά τους για σπάσιμο. Άντε στο τσακίρ κέφι να σπάσουμε και τον εαυτό μας. Με προσοχή θα διαλέξουμε το όριο που αντέχουμε όμως. Με προσοχή ε; Μη σπάσουμε λάθος όριο και οι αλήθειες αυτονομηθούν.

Σςςς είναι μεσημέρι και η πατρίδα κοιμάται.

Μου φαίνεται τόσο ανόητο να σπας ανθρώπους για να αποδείξεις κάτι. Ή εγώ γέρασα ή έπαψαν πάρα πολλά να έχουν σημασία σε έναν κόσμο, που φοβάται...

Ούτε σήμερα κατάφερα να πω κάτι που να έχει σημασία. Αν είχε κάτι θα άλλαζε. Αλλά δεν αλλάζει όσα κατεβατά και να γράψω.


Metallica - Unforgiven II

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2008

est-ce que tu me trouveras?


Τι θα γινόταν, αν μια στιγμή σταματούσα να προχωρώ ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους; Πες μου. Αν μέσα στον αέρα, που σηκώνεται και όλοι τρέχουν ολοένα πιο γρήγορα, σπρώχνοντάς με, ρίχνοντάς με στο δρόμο κάποιες φορές, εγώ σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό. Θα μπορούσα να δω αυτό που έρχεται;

Ακούω τη βροχή. Δεν προχωρώ πια. Δεν με νοιάζει. Δεν θέλω. Εδώ σταματώ. Ανάμεσα στους ανθρώπους που βιάζονται, που ξεχνούν, που προσπερνούν, που προχωρούν σκυφτοί, παγωμένοι, μόνοι μέσα στην βουή του τίποτα.

Σ’ αγαπάω και σταματάω. Τραβάω χειρόφρενο. Τραβάω το λαβή κινδύνου στο τραίνο που τρέχει. Δεν έχει παρακάτω. Όχι πριν με βρεις, πριν με συναντήσεις, πριν μου δώσεις το χέρι ανάμεσα σ’ αυτά τα άδεια πουκάμισα. Δεν θέλω να σε προσπεράσω. Δεν θέλω να με προσπεράσεις προτού προλάβω να νοιώσω πως είσαι εσύ.

Δεν γίνεται να προχωράμε και οι δύο αφού δεν προχωράμε μαζί.

Μένω εδώ. Στη μέση του τίποτα. Στο πιο αδιάφορο σημείο του δρόμου, στη πιο στρογγυλεμένη καμπή της ζωής μου και περιμένω. Να περάσεις. Να σε δω. Να καταλάβω. Να ξεχυθούν οι αισθήσεις μου ξωπίσω σου σαν αδέσποτα σκυλιά. Να τρέξω, να προλάβω να σε πιάσω από το χέρι και να σου πω «υπάρχουν πολλοί όμορφοι άντρες αλλά σε έναν δεν μπορείς να αντισταθείς. Πρέπει να τρέξεις, να τον αρπάξεις, να προλάβεις να του το πεις. Έτσι απλά» Να σε κοιτάξω κατάματα, να νοιώσω την ανάσα σου στο λαιμό μου, να σου απλώσω το χέρι μέσα στον άνεμο και την βροχή που σηκώνεται.

Δεν πάω πουθενά. Όσο και αν οι άλλοι προχωρούν, όσο και αν σπρώχνουν, όσο και αν φωνάζουν, εγώ μένω εδώ. Κλείνω τα μάτια. Το ξέρεις καλά πού σε περιμένω. Με ξέρεις ποιά είμαι. Το πρόσωπό μου, το σώμα μου, την ψυχή μου, τα κίτρινα τριαντάφυλλα που ανθίζουν τη νύχτα, την αλήθεια και το ψέμα μου.

Μη με ξεχάσεις την επόμενη φορά, που θα σε φέρει ο δρόμος σου εδώ. Είναι τόσο εύκολο να με αποκτήσεις...


Άκου τη θάλασσα πώς σε ζητά από μένα
Με κουβαδάκια και φτυαράκια στην παραλία
παλεύω να την αδειάσω
Να κερδίσω το ανέφικτο.

Κάθε νύχτα που φεύγεις έρχομαι εδώ
Και προσπαθώ να αδειάσω τη θάλασσα
Όλη τη νύχτα μάχομαι ανεμόμυλους
Σε μια μάχη καταδικασμένη

Ξημερώνει πάντα πριν παραδεχτώ την ήττα μου.


Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008

Η λίμνη της βροχής


Δεν ξέρω γιατί αλλά την έχω ανάγκη αυτή τη λίμνη. Όπως και τη βροχή. Μεγαλώσαμε μαζί. Όλη μου τη ζωή με θυμάμαι να έρχομαι εδώ. Μικρή να ταΐζω τα παπάκια, να πηγαίνω βόλτα στο νησί. Να με κρατά ο μπαμπάς από το χέρι στις βόλτες της Κυριακής. Εδώ ήρθε να με συναντήσει φοβισμένος ο πρώτος μου έρωτας στο πρώτο ραντεβού. Πρωινά, απογεύματα και προπάντων τις νύχτες, εδώ γυρίζω. Πότε να τη βλέπω από ψηλά, πότε σε τσιμεντένιες κερκίδες να σπάει το κύμα σχεδόν στα πόδια μου. Πότε φωτεινή, πότε σκοτεινή, πίσσα, σκοτάδι.
Με ένα βιβλίο από κάτω να μουλιάζει για να μη βρέχομαι, με ένα ποτό και ένα τσιγάρο, να της πετάω τις σκέψεις μου όμοια με πετραδάκια. Μεγαλώνω. Γερνάω. Και αυτή πάντα εκεί. Την καλλωπίζουν όσο περνάν τα χρόνια. Τα φώτα γύρω της αυξάνονται. Αλλά τα βράδια είναι πάντα το ίδιο σκοτεινή μες στη σιωπή της. Δεν ξέρω γιατί γυρίζω σε κείνη. Γιατί μόνο εδώ σκέφτομαι τη ζωή μου. Το τώρα, το πριν, το μετά. Δεν μου δίνει απαντήσεις. Μόνο ακούει στον παφλασμό των κυμάτων.
Εδώ μου πέταξα τις μεγαλύτερες μπανανόφλουδες, εδώ έπεσα, εδώ σηκώθηκα.
Εδώ συμβιβάστηκα, εδώ γλίστρησα από τις αλυσίδες, εδώ επέστρεψα να τις ξαναφορέσω για να επιστρέψω στις ευκολίες, στο λίγο που μου έμαθαν να ζητώ, να περιμένω, να ονειρεύομαι.
Μ’ αρέσει η βροχή. Εδώ βρέχει τόσο πολύ, που όσοι δεν έχουν μάθει τρελαίνονται. Έχω μουσκέψει, έχω γλιστρήσει με τη μηχανή αλλά και χωρίς αυτή, πονάνε τα κόκαλα μου από την υγρασία που έχω φάει κάθε που βρέχει αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ μια ζωή χωρίς το φθινόπωρο με τις ατέλειωτες βροχές.
Ημερώνει τον πόνο μου, γλυκαίνει την μοναξιά, λειαίνει τους συμβιβασμούς μου.
Μέσα στην υγρασία, απέναντι από τη λίμνη προσπαθώ να τα βρω με τον εαυτό μου, τη ζωή μου, τα ναι και τα όχι μου. Παλεύω να βρω ποιες είναι οι σωστές απαντήσεις για τους άλλους, σπάνια για μένα. Όσο αυξάνονται οι ρυτίδες, όσο γκριζάρουν περισσότερο τα μαλλιά κάτω από τη βαφή μαθαίνεις να σκέφτεσαι τους άλλους, να λες «δεν πειράζει» όταν πρόκειται για σένα.
Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι το ξανθό κοριτσάκι μα τσιμπιδάκια στα μαλλιά, την κόκκινη πλεχτή ζακέτα, που κρατούσε τον μπαμπά της από το χέρι και μια χούφτα μαργαρίτες στο άλλο. Ένας άντρας δικός μου. Δεν κατάφερα να κρατήσω ξανά τόσο σφιχτά ένα αντρικό χέρι και να πω αυτός ο άντρας είναι δικός μου. Τα μαλλιά σκούρυναν, γκριζάρισαν, βάφτηκαν σε όλα τα πιθανά και απίθανα χρώματα αλλά και συνδυασμούς αλλά πάντα τη στιγμή, που έσφιγγα ένα χέρι, αυτό απομακρυνόταν και έμενα μόνη σε τούτη τη σιωπηλή λίμνη.
Έμαθα να κρατάω πάντα πράγματα στα χέρια, τσάντες, κράνος, κλειδιά, κινητό για να μη σκέφτομαι το χέρι, που δεν έχω να κρατήσω. Γέμισα τις ατζέντες να μην έρχομαι στη λίμνη, να μη θυμάμαι. Μα τις νύχτες το σκάω και επιστρέφω εδώ. Το κράνος διαλύθηκε, το παπάκι είναι στο γκαράζ κλειδωμένο, τώρα έχω αυτοκίνητο και αρκετά πακέτα τσιγάρα.
Πώς να ζητήσεις από κάποιον που δεν θέλει να δώσει; Με τι χέρι να πιάσεις το δικό του; Τόσα πράγματα που κρατώ, τι να τα κάνω; Κάνουν τόσο θόρυβο όταν πέφτουν, που ο κόσμος γυρνά τρομαγμένος και εγώ το βάζω στα πόδια. Ξέμαθα να ζητώ. Έμαθα να μην περιμένω τίποτα. Όσα έρθουν και όσα πάνε. Σαν και εμένα. Έρχομαι και πάω σε τούτη τη λίμνη, σε τούτη τη σιωπή, σε τούτη τη ζωή που μας έμαθε να περπατάμε με τα χέρια στις τσέπες, με την καρδιά κλειδωμένη, με την ψυχή σκοτεινή σαν την λίμνη.
Θέλω τόσα να σου πω μα φοβάμαι πως θα φύγεις. Διαλέγω τις λέξεις μου, να κερδίσω λίγο χρόνο ακόμα πριν πας παρακάτω. Γύμνασα για χρόνια τούτα τα χέρια πάνω από τετράδια, σε ωδεία, συνεχίζω να τα γυμνάζω σε με χειρωνακτική δουλειά. Κρατάω ένα άλλο παιδικό χεράκι από το χέρι και του μαθαίνω τη λίμνη. Ίσως μια μέρα να καταλάβει. Ίσως μια μέρα να έρχεται και αυτό εδώ για να θυμηθεί.
Ζητάω πολλά που ζητάω και το δικό σου χέρι στο δικό μου, ε; Μπορεί να το απλώσεις. Μπορεί και όχι. Ακόμα και αν το απλώσεις μπορεί να φύγεις, μπορεί και όχι. Δεν πειράζει. Η λίμνη πάντα καταλαβαίνει. Μέσα στη σιωπή. Στον παφλασμό των κυμάτων, έχει μάθει να αφήνει τους ανθρώπους να φεύγουν, ελεύθεροι ακόμα και από κείνη.
Δεν θα φύγω ποτέ από τη λίμνη. Όχι τώρα που έμαθα να είμαι μια λίμνη σκοτεινή μέσα στη νύχτα που βρέχει.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 25, 2008

Το γάλα


Δεν πίνω το γάλα. Αρνιόμουν πεισματικά από τα γεννοφάσκια μου. Πάντα όμως βρίσκω μια δικαιολογία να αγοράσω ένα φρέσκο. Πότε για γλυκό, πότε για φαγητό, πότε για κάποιον άλλον. Το φέρνω στο σπίτι και το βγάζω στη βεράντα. Φέρνω το τασάκι κοντά μου και ανάβω τσιγάρο.

Το παίρνω στα χέρια μου και χαζεύω τις ημερομηνίες. Ημερομηνία παραγωγής – ημερομηνία κατανάλωσης. Γελάω σκεφτόμενη το κόστος και τη φθορά φαιάς ουσίας που απαιτήθηκε για να συνειδητοποιήσω το πόσο μου μοιάζει τελικά αυτό το γάλα, που δεν πίνω ποτέ. Θυμάμαι τις δηλώσεις-δεσμεύσεις μου. Ημερομηνία παραγωγής- ημερομηνία κατανάλωσης. Ούτε μια εβδομάδα. Όπως εγώ πάνω-κάτω.


Έστησα τις λέξεις μου

Σκιάχτρα να διώχνουν τους ανθρώπους

Ύψωσα μαύρο πανί

Και λάμνω στη στεριά μονάχη μου

Δεν θέλω να πάω μακριά

Απέναντι μόνο

Μα δε φυσάει απόψε

Σε τούτη την έρημο