Τετάρτη, Απριλίου 21, 2010
Ειδικευόμενοι Ιατροί και η Επίσχεση Εργασίας
Αυτήν την κατάσταση του παραλόγου σχολιάζει με τον πλέον εύστοχο τρόπο το παρακάτω video.
Απολαύστε το!!!
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2009
.

Βρέχει και μ’ αρέσει αλλά δυστυχώς αυτό μου τσακίζει το αρκούντως προβληματικό μου ερειστικό σύστημα. Ο πόνος σταθερός εδώ και 20 χρόνια, (απλώς αλλάζει δικαιολογίες) είχε ως αποτέλεσμα μία συστηματική κατάχρηση των παυσίπονων, που σύντομα οδήγησε σε αδιέξοδο. Όσα φάρμακα, πρωτότυπα και φασόν να βγάλουν οι εταιρείες, έρχεται κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς ότι τα καταπίνεις με τις χούφτες, τρυπιέσαι σαν το πρεζόνι και ο πόνος είναι ακόμα εκεί.
Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει, κανένας δεν μπορεί να νοιώσει, στη δουλειά έχω αντιμετωπίσει ακόμα και την ειρωνεία «Πονάνε και οι γιατροί;». Εκείνη την ώρα μου ‘ρχεται να τους χτυπήσω με την άγρια ευχαρίστηση που με παρατηρούν να υποφέρω την ώρα που δουλεύω. Ο πόνος ξεκλειδώνει τον χειρότερο εαυτό μου. Γίνομαι επιθετική, θέλω να είμαι μόνη μου. Αφού δεν φεύγει ο πόνος ας φύγουν οι άλλοι. Δεν τους αντέχω. Δεν τους θέλω.
Και έρχεται η στιγμή, που ο πόνος σε διαλύει και είσαι σαν την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων. Έχεις την εκπαίδευση για τους άλλους αλλά τι γίνεται όταν μιλάμε για σένα; Έχεις ελεύθερη πρόσβαση σε μια πλειάδα ναρκωτικών και τον πόνο να παραμορφώνει τα πάντα. Πονάνε οι γιατροί; Και τι κάνουν όταν πονάνε;
Δύσκολα θα πιστέψει γιατρός, τον γιατρό ότι πονά. Και ακόμα πιο δύσκολα θα τον απαλλάξει από τα τρελά ωράρια ειδικά αν είναι στις κατώτερες βαθμίδες. Και έτσι είμαι εδώ. Να κάνω κύκλους και να επιστρέφω στο ίδιο σημείο, που κανένας δεν μπορεί να καταλάβει, που δεν με νοιάζει πια να καταλάβει, παρά μόνο να φύγει και να μ’ αφήσει μόνη μου με τον πόνο. Οι δύο μας να μετρηθούμε να δούμε ποιος θα αντέξει περισσότερο. Ποιος… Ποτέ δεν ξέρω ποιος θα βγει νικητής. Μα δεν θέλω να με βλέπουν όταν είμαι έτσι. Ελάχιστοι το καταλαβαίνουν, ιδιαίτερα από τις κόρες των ματιών.
Είμαι ένα αγρίμι, έτοιμο για επίθεση. Κουτσαίνω περπατώντας και χωρίς να το καταλάβω παραπατάω. Το επόμενο στάδιο του πόνου είναι η απώλεια του ελέγχου της κινητικότητας. Ναι, περιμένω τα γενέθλια μου και ετοιμάζομαι να βάλω σε γυψονάρθηκα πάλι το πόδι μου, παραπατώντας. Χρόνια μου πολλά λοιπόν. Ήδη πισώπλατα με σχολιάζουν με οίκτο για την «προσωπική ατυχία» μου… φαντάσου να με δουν και με το μπαστουνάκι μου. Δεν γουστάρω τον οίκτο κανενός. Και νευριάζω με μένα. Ανάπηρη χειρουργός. Σε ένα περιβάλλον που το να είσαι γυναίκα θεωρείται εξ’ ορισμού μειονέκτημα, το να κυκλοφορείς με μπαστούνι και να τρυπιέσαι σημαίνει ότι είσαι ψάρι που προσπαθεί να πετάξει. Απλά ματαιοπονείς.
Και όλα θα ήταν ωραία αν τα ναρκωτικά σε πιάνουν και λύνουν το πρόβλημα. Τι γίνεται όμως όταν δεν εξαφανίζουν τον πόνο; Τι γίνεται όταν μένεις εκεί… Ανήμπορος να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το να περιμένεις… τον χρόνο να περάσει… τίποτε άλλο. Ακόμα μια δοκιμασία, σίγουρα όχι η τελευταία. Και όλα αυτά δεν με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, απλά βγάζουν τις αδυναμίες μου και τις ακονίζουν. Δεν με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, απλά πιο μοναχικό, πιο μόνο. Δεν με καταλαβαίνουν και δεν θέλω να με καταλάβουν. Δεν θέλω πια να το συζητώ. Απλά ζητώ τα φάρμακα και εξαφανίζομαι. Έχω πάρει ποσότητες φαρμάκων που σε άλλη ηλικία θα με είχαν οδηγήσει στην αιμοκάθαρση.
Δεν υπάρχει αντικειμενική μέτρηση του πόνου με αποτέλεσμα να υπάρχει και υποκειμενική αντιμετώπιση. Ο πόνος είναι από εκείνα που εξετάζουν την ουσία αυτών που είσαι. Πόσο πιστεύεις στο λάθος και το σωστό. Αν για σένα ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν για τους άλλους. Πόσο πραγματικά μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου και τη συμπεριφορά σου απέναντι στους άλλους όταν δεν μπορείς να ελέγξεις τον ίδιο σου τον πόνος. Γίνεσαι 1 μίζερος, επιθετικός, φωνακλάς, γκρινιάρης άνθρωπος που δεν αγαπά κανέναν και τίποτα, που δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο ο πόνος και ονόματα από φάρμακα.
Δεν με πειράζουν οι πατερίτσες, που περπατάω τοίχο – τοίχο, ή που σκοντάφτω χωρίς να το καταλαβαίνω αλλά το ότι γίνομαι ένα μίζερο γουρούνι περιοδικά κάθε που με πιάνει…. Και που δεν με νοιάζει… Δεν με νοιάζει τίποτα, αρκεί να σταματήσει ο πόνος. Αλλά είναι σαν να κάνεις συμφωνία με τον διάβολο. Πάντα υπάρχει μια παγίδα ακόμα και αν πάρεις αυτό που ζήτησες. Θες ελευθερία από τον πόνο; Υποτάξου στις ναρκωτικές ουσίες, ένας νόμιμος εθισμός που θα σε κρατήσει λειτουργικό και το υπόλοιπο μυαλό σου στη θέση του. Come on
Και αυτή η κατάσταση σε αποξενώνει. Δεν νοιάζεσαι να κρατήσεις φιλίες ή να δημιουργήσεις νέες, ή άλλες σχέσεις. Ξέρεις ότι ο πόνος θα ‘ρθει πάλι και θα ’σαι μόνος, δεν μπορούν να σε βοηθήσουν (κάποιες φορές ούτε να πιστέψουν μπορούν) και απλώς θα είσαι κακός απέναντί τους. Χάνεις τον αυτοέλεγχο, χάνεις τον εαυτό σου, χάνεις τους ανθρώπους, το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής σου. Και όλα αυτά γιατί; Για μια βλακεία, για ένα τίποτα. Για ένα τίποτα που σε αλλάζει για πάντα….
Τρίτη, Απριλίου 07, 2009
Ταξίδι στον χρόνο...

Δεν τα πάω καλά με τους σεισμούς.
Ούτε μου αρέσει ο κανιβαλισμός των Μ.Μ.Ε. που χαρακτήριζαν «χαροκαμένη» τη μάνα του φοιτητή πριν ακόμα τα σωστικά συνεργεία τον ανασύρουν και τα καραγκιοζιλίκια τους προς άγραν τηλεθέασης. Να πιέζουν την μάνα, να σπάσει, να βγει εκτός ορίων να καταγγείλει την αδιαφορία του κράτους.
Ποιανού; Του Ελληνικού; Του Ιταλικού; Αλήθεια γιατί αυτός ο νεαρός -ο Θεός να τον αναπαύσει σε έναν καλύτερο κόσμο- «αξίζει» περισσότερο από τους υπόλοιπους 150 και πλέον νεκρούς ενώ η καταμέτρηση συνεχίζεται….
Αναρωτηθείτε ποιο είναι το μέγιστο, που έχετε δουλέψει συνεχόμενα και τις χειρότερες συνθήκες. Τα σωστικά συνεργεία εκεί δουλεύουν χωρίς ωράριο, ενάντια στο χρόνο, ενάντια στις ίδιες τους τις αντοχές, προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν όσους γίνεται περισσότερους το συντομότερο δυνατόν χωρίς να προκαλέσουν καταστροφές ή θανάτους στην προσπάθεια τους.
«Πού είναι το κράτος;» λέμε λοιπόν… κατά πως λέμε «Πού είναι η Τζοβάνα Φραγκούλη;.. Αίσχος! Το καταγγέλλω!!!» Να σας πω μια παλιά ιστορία. Πριν κάποια χρόνια έπεσε το αεροπλάνο της Helios. Ίσως κάποιοι να θυμούνται πόσα ασθενοφόρα ήταν μαζεμένα στα συντρίμμια. Είχε τόσες βάρδιες εν ενεργεία το ΕΚΑΒ; Όχι. Ειδοποιήθηκαν και ενώ είχαν δικαίωμα να αρνηθούν ΟΛΟΙ έτρεξαν στα ασθενοφόρα. Κάποιοι μάλιστα για να μην καθυστερούν συνεννοούνταν και ο οδηγός έπαιρνε τον συνάδελφό του από το δρόμο.
Τα σωστικά συνεργεία ακόμα δουλεύουν στην Ιταλία. Όταν αντιμετωπίζεις μαζικές καταστροφές αναγκάζεσαι να διαλέξεις ποιους θα βοηθήσεις πρώτους. Αυτό λέγεται διαλογή. Ποιους διαλέγεις; Αυτούς που είναι πιο βαριά; Όχι. Αυτούς που χρειάζονται περίθαλψη και έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν. Άσπρο, πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, μαύρο.

Στην δουλειά αυτή αναγκάζεσαι να διαλέξεις. Δεν είναι για κανέναν εύκολο να λέει «Αυτό το περιστατικό είναι χαμένο, πάμε παρακάτω. ΤΩΡΑ!». Όσα περιστατικά και να σώσεις δεν απαλύνουν τις τύψεις και τις ενοχές για εκείνα που «χάθηκαν». Σε κανέναν τους δεν αρέσει να το παίζει Θεός. Έχουν γονείς, παιδιά, αδέλφια και οι ίδιοι και γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα πως θα μπορούσαν να είναι οι δικοί τους εκεί. Κάποιες φορές έχουν βρεθεί κιόλας να «μαζεύουν» δικούς τους ανθρώπους με ευτυχή ή οδυνηρή κατάληξη.
Δεν ξέρω γιατί κάθομαι τώρα και τα γράφω όλα αυτά. Αν νοιάζεται κανείς, αν θα το σκεφτεί μια δεύτερη φορά, όταν θα τσακώνεται στο νοσοκομείο, στο δρόμο με τους διασώστες και θα ουρλιάζει υποδείξεις ή θα απειλεί με μηνύσεις.
Άνθρωποι, που παλεύουν με το χρόνο για να βοηθήσουν ανθρώπους. Άνθρωποι που όσο και να παλεύουν ξέρουν πως ο χρόνος στο τέλος πάντα νικά. Σε ποια άλλη δουλειά παλεύεις κάθε μέρα με τον πόνο γνωρίζοντας πως δεν γίνεται να κερδίζεις πάντα και συνεχίζεις…. Πώς αντέχεται; Δεν αντέχεται πάντα για αυτό οι εργαζόμενοι αυτοί «καίγονται» νωρίτερα από τους άλλους. Υπάρχει πάντα η λύση της από-προσωποποίησης. Δεν είναι ένα παιδί από τροχαίο, είναι ένα περιστατικό, ένα κάταγμα αυχένα, μια γλασκώβη τρία…. Τόσα που οι «ξένοι» δεν νοιάζονται, απλά προσπερνούν…. Όλοι νοιάζονται για το αποτέλεσμα, όχι για το πώς φτάνει κανείς εκεί.
«Πού είναι το κράτος; Εγώ σε πληρώνω. Εγώ είμαι έλληνας φορολογούμενος ρε. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»
Αλήθεια, έμαθες ποτέ ποια είμαι εγώ; Είμαι εγώ που δουλεύω για 3 ευρώ την ώρα σε συνθήκες γαλέρας. Που μπορεί να μην έχω φάει, να μην έχω κοιμηθεί, σε ωράρια που δεν θα τα πίστευες ποτέ και με χρωστούμενα που κανένας άλλος δημόσιος υπάλληλος δεν θα ανεχόταν και είμαι εκεί και σε περιμένω για το πρόβλημα που έχεις τώρα, για το πρόβλημα που είχες χτες και το θυμήθηκες στις 4 ξημερώματα, για το δερματολογικό πρόβλημα που είχες πριν 6 μήνες και απαιτείς να στο λύσω εγώ που δεν είμαι προφανώς δερματολόγος απειλώντας με και φωνάζοντας.
Τώρα που ανασύρθηκε νεκρός ο φοιτητής το ενδιαφέρον μας θα ξεθωριάσει σιγά-σιγά. Θα μετράμε νεκρούς λες και ρίχνουμε τάπες στην κάβα του Jack Daniel’s. Τα συνεργεία θα συνεχίζουν και δουλεύουν, σιωπηλά, βγάζοντας από τα ερείπια ζωντανούς και πεθαμένους ακόμα και όταν οι κάμερες φύγουν, ακόμα και όταν οι συγγενείς εξαντλημένοι αφεθούν στον Μορφέα.
Η ζωή είναι ένας ορμητικός χείμαρρος. Δεν περιμένει. Απλά σε παρασέρνει μαζί της. Δεν έχεις χρόνο. Μόνο χρώματα.
Άσπρο.
Πράσινο.
Πορτοκαλί.
Κόκκινο.
Μαύρο.
Τίποτε δεν τελειώνει. Ποτέ. Οι ίδιοι που παλεύουν με τα χαλάσματα, μετά θα μαζεύουν νεκρούς από τους δρόμους ενώ κάποιος θα φωνάζει πάλι «Πού είναι το κράτος;». Τι να εξηγήσεις; Τι να πεις; Ποιος να καταλάβει; Δεν σε πληρώνουν για αυτό. Μετά από κάποιο διάστημα πείθεις τον εαυτό σου πως δεν σε νοιάζει αν δεν καταλάβουν. Μετά από κάποιο διάστημα σταματάς να κρατάς σκορ. Λίγο μετά συνειδητοποιείς ότι έχεις σταματήσει να μετράς προ πολλού.
Εικόνες. Εικόνες μικρές ξεκομμένες από τον ήχο και τις διαφημίσεις.

«Dono Abbracci» Ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, με ένα σακίδιο, ένα σκούφο και ένα μεγάλο χαμόγελο κρατά ένα μικρό κομμάτι χαρτόνι που γράφει «Δίνω αγκαλιά». Ο καθένας πάει με ό,τι μπορεί στον πόλεμο. Με ξύλινα σπαθιά, με σφεντόνες, με χέρια ανοιχτά….
Για να σώσεις την ψυχή σου, πρέπει πάντα να κρατάς κάτι για σένα. Κράτα το. Για όσο αξίζει ακόμα. Τώρα που κανένας δεν κρατεί το σκορ.
Όσο για τους υπόλοιπους. Όνειρα γλυκά.
Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009
Οι στιγμές της σιωπής

Είναι μέρες που η σιωπή απλώνεται, ξοδεύεται αλόγιστα, σκεπάζει τη γύμνια. Κάνω καφέ και με μάτια μισόκλειστα ακολουθώ. Νυστάζω. Αφήστε με. Θέλω να κοιμηθώ. Να φύγω. Να ξεχυθώ στους δρόμους με αυτόν τον ήλιο. Κοιτάζω στο φωταγωγό καθώς γίνεται ο καφές. Μοιάζει με φυλακή. Ακούω το προσωπικό να δουλεύει. Είναι μια καινούρια μέρα. Έχω σχολάσει. Με περιμένουν. Νοιώθω βαριά. Ασήκωτη. Κουρασμένη ακολουθώ. Δεν φεύγω. Ακόμα μια φορά. Όλοι τρέχουν και εγώ κινούμαι αργά.
Κάτι βαρύ με σκεπάζει. Με πνίγει. Σέρνω τα βήματά μου. Πηγαίνω στο μαιευτήριο. Αφήνω την κούπα πάνω στον γκισέ. Βγάζω το πακέτο. Κάνω τσιγάρο. Μια γουλιά καφέ. Με τίποτα δεν φεύγει αυτή η σιωπή. Ακούω τις άλλες να χαριεντίζονται. Σβήνω το τσιγάρο. Το ξέρω ότι κάτι δεν πάει καλά. Μη με ρωτάς πώς. Απλά το ξέρω.
Ακούω το ένα μωρό 2 φορές. Βλέπω μία σερβιέτα γεμάτη αίματα. Το ξέρω. Φέρνουν τον υπέρηχο. Το ένα είναι νεκρό. Θέλω να κλείσω τα μάτια. Να σηκώσω το κεφάλι ψηλά και όταν το ανοίξω να τρέχω κάτω από τον σιωπηλό ήλιο. Θέλω να φύγω. Να πάρω τους δρόμους. Εκείνη την ώρα έρχεται ο επιμελητής. Με βλέπει και καταλαβαίνει. Κοιτάζει και αυτός. Το ένα είναι νεκρό. Κρύβομαι και ανάβω τσιγάρο. Ανεβαίνω και κάθομαι στον πάγκο δίπλα στον νεροχύτη. Κοιτάζω τα χέρι μου. Τον καφέ. Την κοιλιά της με την μια κεφαλή ακρόασης παλμών. Ακούω μια να χαζολογάει. Δεν έχει καταλάβει τι γίνεται και περιμένει να γεννήσει για να πάρει το «χαρτζιλικάκι» της.
Ξεφυσάω τον καπνό ψηλά. Κρύβομαι. Ακούω μία καρδιά μόνη να χτυπά αγκαλιασμένη με μια πεθαμένη. Έχω ακόμα τσιγάρα. Με ρωτάει ο μεγάλος πώς το κατάλαβα ότι το ένα είναι νεκρό. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες. Σάββατο. Τετάρτη είχε έρθει να την ξεγεννήσει και την έδιωξε προκειμένου να πάρουν μέρες τα μωρά. Ποια είναι η σωστή απάντηση; Υπάρχουν οδηγίες για να το παίζεις Θεός;
Δεν το λέει στην μητέρα. Βγαίνει έξω και το λέει στον πατέρα. Εκείνος κλαίει βουβά.
Καπνίζω. Δεν μιλάω. Μαζεύεται κόσμος. Δεν θέλω να ακούω. Δεν θέλω να μου μιλούν. Δεν μπορώ να επιλέγω όμως και έτσι συνεχίζω να καπνίζω. Έρχεται η στιγμή. Πάμε μέσα. Γεννά το πρώτο. Το υποδέχομαι. Το πιάνω. Σαν ζυμάρι απλώνεται στα χέρια μου. Κανένα κλάμα, καμία αντίδραση. Σοκάρομαι. Αλλά δεν έχω χρόνο. Το δίνω στους παιδιάτρους. Σχηματίζοντας βουβά με τα χείλια μου «Είναι το νεκρό». Έρχεται το δεύτερο. Το πιάνω και το δίνω και αυτό στους παιδιάτρους. Ακούω το δεύτερο να κλαίει. Φεύγουν όλοι για να δουν τι γίνεται με τα μωρά. Συνεχίζω. Δεν πρέπει να καταλάβει. Όχι ακόμα. Όχι από μένα. Πριν ακόμα τελειώσουμε έρχεται ο μεγάλος και της το λέει. Ξεσπάει σε λυγμούς.
Πρέπει να συνεχίσω. Με έχω στριμώξει με την μούρη στον τοίχο, με το γόνατο στο λαιμό. Δεν πάω πουθενά. Με την μάνα να κλαίει ακούω από δίπλα την μαία να συζητά φωναχτά για εκτρώσεις. Ζητώ να κλείσουν την πόρτα. Τελειώνουμε. Βλέπω το μωρό στη θερμοκοιτίδα και απέναντί του βλέπω το νεκρό άσπρο, μωβ μέσα στο ροζ φορμάκι του. Το ξεσκεπάζω. Άσπρο, μωβ, σαν ζυμάρι. Μάτια κλειστά. Χείλα παγωμένα. Πάω δίπλα και ανάβω τσιγάρο.
«Σβήσ’ το θα μπουν οι συγγενείς» Το σβήνω. Μπαίνουν. Από την μία το ζωντανό. Από την άλλη το πεθαμένο και μπροστά μου ένα κουτί από φελιζόλ να το θάψουν κάπου. Η μάνα κλαίει. Ο κόσμος κλαίει. Ένα μωρό ζεσταίνεται και ένα άλλο απλά δεν είναι εδώ.
Φεύγω. Αλλάζω ρούχα. Παίρνω το αυτοκίνητο. Έχει λιακάδα. Βάζω τα γυαλιά ηλίου.
Ξεκινώ και ανάβω τσιγάρο. Ακολουθώ τις άσπρες γραμμές μες στη σιωπή. Ως το τέλος του δρόμου. Ως το τέλος της μέρας.
Δεν γουστάρω να μιλώ. Δεν γουστάρω να κάνω το χαζοχαρούμενο, να σου δίνω αυτό που ζητάς. Στρατιώτης είμαι που χτυπά προσοχή, που χτυπά τη σιωπή του κάτω από έναν ανοιξιάτικο ήλιο.
Άφησα πολλά για τούτα ταξίδια. Και να ‘μαι ξανά. Με το πρόσωπο στον τοίχο, ακινητοποιημένη να μου ουρλιάζω
«Αξίζει τον κόπο;»
Δεν περιμένω απάντηση. Απλά συνεχίζω.
Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009
Χρόνια πολλά... μουσίτσα... μούσα.... μουσείο!

- Σταμάτα. Για ένα λεπτό. Για μια νύχτα. Για όσο καίγεται ακόμα για μένα το τσιγάρο που κρατώ στο χέρι. Για όσο σου κρύβομαι ακόμα στο ημίφως πίσω από τον καπνό.
Σου ‘χα υποσχεθεί πως θα ‘ρχομαι τις νύχτες με τις ιστορίες μου. Μα δεν ήρθα. Δεν κράτησα την υπόσχεση. Δεν κράτησα εσένα. Απόψε όμως το ξέρω πως δεν με περίμενες. Και έτσι εγώ ήρθα. Με ένα πακέτο camel να σου πω μια ιστορία για τα παιδικά μου όνειρα.
Όταν ήμουνα μικρή, ονειρευόμουνα πίσω από ένα βιβλίο κρυμμένη πίσω από τα τεράστια γυαλιά μου ότι θα γνώριζα διαφορετικού ανθρώπους. Ανθρώπους που να ‘χαν ζήσει αυτά που διάβαζα στα βιβλία μου από όλο τον κόσμο. Που θα εμφανίζονταν ξαφνικά στη ζωή μου θα έλεγαν την ιστορία τους και θα εξαφανίζονταν πάλι. Ήξερα από μικρή τι θα γινόμουν. Όπως ήξερα και τι ήμουν.
Ένας άνθρωπος που έλεγε ιστορίες. Που είχε έρθει για να ακούει… και όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή να τις ταιριάξει αλλιώς και να τις πει παρακάτω.
Με ένα περίεργο τρόπο το παιδικό εκείνο όνειρο έγινε αλήθεια. Με πληρώνουν για να ακούω τις ιστορίες των ανθρώπων. Δεν ψάχνω τους ανθρώπους. Κρυμμένη ακόμα πίσω από ένα βιβλίο έρχονται και με βρίσκουν εκείνοι. Να μου πουν την ιστορία τους και να χαθούν πάλι.
Ένα απόγευμα γνώρισα την Ανιέσκα. Η Ανιέσκα ήταν από την Πολωνία, έγκυος, δεν μιλούσε λέξη σχεδόν ελληνικά και ήταν εξαιρετικά συνεσταλμένη. Ψηλή, γεροδεμένη, φυσική ξανθιά, γαλανομάτα, με ένα κατάλευκο δέρμα, κατακόκκινο στα ζυγωματικά από τον ήλιο. Είχα γνωρίσει και στο παρελθόν κορίτσια από την Πολωνία και μου άρεσε αυτή τους η ευγένεια, που δεν είχε σχέση με το επίπεδο της μόρφωσης αλλά σαν να έρεε αβίαστα στο αίμα τους σαν κομμάτι της κουλτούρας τους.
Πίσω της ακολουθούσε ο σύντροφός της. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Συγχώρα με για αυτό. Αλλά ήταν πιο μικροκαμωμένος, αδύνατος, μελαχρινός, με καστανά μάτια, σκούρο δέρμα και ίσια μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του. Μιλούσε ελάχιστες λέξεις αγγλικά και εξέφραζε μια ευγένεια μοναδική. Ήταν πολιτικός πρόσφυγας από το Αφγανιστάν. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα αφαιρέθηκα. Πέρασαν αστραπιαία οι εικόνες του πολέμου, των Ταλιμπάν, όλων αυτών που προσπαθούσαν τόσο επίμονα να μου μάθουν. Ότι είναι απολίτιστοι, ότι καταπιέζουν τις γυναίκες, ότι τις θεωρούν κατώτερες…. Εγώ είχα απέναντί μου έναν νέο άντρα που κοιτούσε με λατρεία την σύντροφό του στα μάτια, που έτρεμε να προλάβει και κυρίως να καταλάβει κάθε της επιθυμία.
Μια τρίτη φωνή με συνέφερε. Ο μέλλων πατέρας ήταν μηχανικός αλλά δυστυχώς δεν μιλούσε με άνεση τα αγγλικά. Είχε γνωριστεί με την Ανιέσκα σε κάποια μεροκάματα κοινά. Το οξύμωρο της υπόθεσης ήταν ότι η Ανιέσκα δεν μιλούσε ούτε Αγγλικά, ούτε ελληνικά και εκείνος δεν μιλούσε λέξη σχεδόν ελληνικά και φυσικά λέξη Πολωνικά. Πώς συνεννοηθήκατε τους ρώτησα με νοήματα; Χαμογέλασαν, έσφιξε ο ένας το χέρι του άλλου και με κοίταξαν με το πιο αθώο απορημένο χαμόγελο που είχε δει ποτέ ο χώρος.
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον»
Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσο κολλημένο ήταν το μυαλό μου στα στερεότυπα. Θυμήθηκα τα άρθρα για την καταστροφή ενός σπουδαίου πολιτισμού και την λεηλασία των μουσείων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο άνθρωπος εκείνος με δίδασκε με την συμπεριφορά του. Με πήγαινε ταξίδι στον κόσμο του χωρίς να αφήσω στιγμή το βιβλίο μου από το χέρι.
Η Ανιέσκα είχε σταματήσει να δουλεύει. Ήταν κοινή απόφαση για να μην κουράζεται με το μωρό. Τους έβλεπα ενώ την μάλωνε τρυφερά που δε έτρωγε κρέας που της αγόραζε για να είναι δυνατή και να μην ζαλίζεται. Σε έναν ιδανικό κόσμο τα πάντα θα ήταν όμορφα και προπάντων… εύκολα. Σε έναν ιδανικό κόσμο ίσως να μην είχαν συναντηθεί ποτέ.
Η μέλλουσα μαμά ήταν νόμιμημεν, ανασφάλιστη δε (πιο οικονομική επιλογή για τον εργοδότη). Ο σύντροφός της ως πολιτικός πρόσφυγας ακόμα και αν έβρισκε εργοδότη με διάθεση να τον ασφαλίσει δεν είχε δικαίωμα να ασφαλιστεί, να βγάλει βιβλιάριο υγείας για τον ίδιο και την οικογένειά του, να ελπίζει σε ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που ήταν ανίκανος να εργαστεί για κάποιο διάστημα, σε κάποια σύνταξη αν τα κατάφερνε να συμπληρώσει τα ένσημα ποτέ….
Το να ζεις σε ένα σύστημα, που σε χρησιμοποιεί καθημερινά, αποφεύγοντας να δίνεις στόχο, παρουσιάζει ένα και μοναδικό πλεονέκτημα. Κάποιες φορές σου επιτρέπει να το χρησιμοποιείς και εσύ. Έτσι για να κρατιούνται οι ισορροπίες.
Η Ανιέσκα λίγους μήνες μετά γέννησε ένα υγιέστατο μωρό, χωρίς ποτέ να ζητήσουν ή να παραπονεθούν για κάτι, προσπαθώντας με την ευγένεια, που διέκρινε την ύπαρξή τους να σταθούν απέναντι σε ένα σύστημα εχθρικό. Πρέπει να έχει περάσει πάνω από χρόνος από την τελευταία φορά που τους είδα.
Μπορεί να μην πρόσφερα τίποτα. Μπορεί να τους έκλεψα πολύ περισσότερα από όσα παραδέχομαι. Αλλά αυτό το ζευγάρι που δεν μπορούσε να πει με λέξεις όσα ένοιωθε ο ένας για τον άλλον... εκείνον τον άντρα που κρατούσε πάντα τρυφερά το χέρι της γυναίκας που κυοφορούσε το πρώτο του παιδί, θα τους θυμάμαι πάντα.
Και μαζί με αυτό πως...
όσα και αν σου κλέψουν...
όσα και αν χάσεις,
αυτό που σε ανέθρεψαν να είσαι, δεν το χάνεις ποτέ....
Ίσως να κατάλαβες τώρα γιατί δεν ταξιδεύω εύκολα. Τα ταξίδια μου όλα είναι εδώ. Το ίδιο και όλα εκείνα που έχω να μάθω. Αρκεί να είμαι εκεί.
Μουσική;
Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2009
Αν μπορούσες, θα άφηνες.....;
Είναι μέρες τώρα, που δεν προλαβαίνω ούτε ένα καφέ να πιώ στη δουλειά. Ξεκινάω με 1 ποτήρι καφέ από το σπίτι και το πίνω, καπνίζοντας και ακούγοντας μουσική στο δρόμο για τη δουλειά. Έχω ένα παράξενο συναίσθημα. Σαν να ακολουθώ σιωπηλές polaroid που τραβιούνται κάθε μέρα που περνάω. Τις ίδιες στιγμές κάθε μέρα… και εγώ αρχίζω να μοιάζω σ’ αυτές. Τόσο διαφορετική και τόσο ίδια μες στη σιωπή, την ομίχλη και τη βροχή που διαπερνώ.
Φτάνοντας συνειδητοποιώ ότι πάλι δεν πρόλαβα να πιω τον καφέ. Πίνω μια γουλιά βιαστικά, ρίχνω στις τσέπες τα πράγματα και ευελπιστώ να προλάβω 1 τσιγάρο ακόμα. Δεν το προλαβαίνω ποτέ. Κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες… χαρτιά. Τα τακούνια μου ακούγονται δυνατά, καθαρά, ενοχλητικά σ’ αυτόν τον χώρο των ψιθύρων.
Αλλάζω ρούχα. Κρύβομαι τελετουργικά πίσω από ρούχα που μετράν αντίστροφα. Προχωρώ χαμογελώ. Ακούω την φωνή μου να αστειεύεται. Δεν έχω πάντα όρεξη για αστεία αλλά νοιώθω την ανάγκη τους να βρουν μια πρόφαση, να κρύψουν την ανάγκη τους να είναι κάπου αλλού. Ετοιμάζομαι. Ξανά τελετουργικά. Με ντύνουν και αρχίζω να πλένω και εγώ κάποιον άλλον.
Υπάρχει ένας σιωπηρός, αποστειρωμένος, απόμακρος ερωτισμός που περιβάλει την προετοιμασία. Την κάθαρση, την ετοιμασία από τους άλλους εκ περιτροπής. Ένα τελευταίο χαμόγελο και μετά 1 τελευταία ματιά στο χρόνο που στέκει σαν ανάσα καυτή στην πλάτη.
Σιωπή. Μέχρι να ακουστεί το σημάδι της εκκίνησης.
Κοιτάζω τα χέρια μου. Μου θυμίζουν κάτι μέρες τώρα μα χάνεται μέσα στην ομίχλη που προσπερνώ. Βήμα, βήμα προχωρώ ενώ ένα άλλο ζευγάρι χέρια με ακολουθούν. Έρχεται η στιγμή που συντονίζονται και τότε συνειδητοποιώ, τι είναι αυτό που μέρες τώρα γυρνά στο κεφάλι μου. A quatre mains. Allors…. Αυτό είναι που κυνηγώ να πιάσω τόσον καιρό τώρα μέσα στο ρυθμό, χρωματίζοντας staccato, legato, forte, pianissimo. Δεν χρειάζομαι την παρτιτούρα και συνειδητοποιώ ότι ο απέναντι γνωρίζει μουσική και παίζει μόνο το δικό του κομμάτι. Προχωρώ, δίχως να τον κοιτάζω. Έτσι και αλλιώς δεν έχεις χρόνο, ούτε και το χρειάζεσαι. Αφήνεσαι στο ρυθμό και στην μελωδία.

Προχωράω. Συνειδητοποιώ ότι τα χέρια που τρέχαν πάνω σε κλίμακες και αρπέζ, παρόλο που σκουριάσανε μπορούν κι παίζουν ακόμα μουσική. Την μουσική της ζωής και μου χαμογελώ κάτω από την μάσκα μες στη σιωπή. Πάντα μένω μέχρι το τέλος. Είμαι λερωμένη. Οι άλλοι απορούν που δεν σιχαίνομαι. Και νοιώθω ξανά ξένη….
Polaroids που σκορπίζονται στα βήματά μου, που ακούγονται δυνατά, καθαρά, εκνευριστικά στους διαδρόμους. Polaroids που γλυστράνε σαν την ζωή ανάμεσα στα δάχτυλά μου καθώς την παραδίδω αλλού.
Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2008
Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2008
Amen Pascal Obispo

Απόγευμα. Κάθομαι στον γκισέ και γράφω τα παραπεμπτικά για τα εργαστηριακά της επόμενης μέρας με τον επιμελητή πάνω από το κεφάλι μου, ο οποίος φλυαρεί ακατάπαυστα. Γνέφω απλά ναι, σκεφτόμενη την ώρα που θα ξεκουμπιστεί γιατί έχει πιαστεί ο λαιμός μου από τα «ναι» που του γνέφω δίχως να του δίνω σημασία. Εκείνη την ώρα ακούγεται από τον διάδρομο μια άναρθρη φωνή που περισσότερο μοιάζει με βρυχηθμό ζώου. «Τι τέρας είναι αυτό;» φωνάζει με αηδία και για πρώτη φορά σηκώνω το βλέμμα μου και τον καρφώνω άγρια. Αυτομάτως το βγάζει το σκασμό αλλά είναι πλέον αργά. Μια κοπέλα με καμένο χέρι πλησιάζει υποβασταζόμενη από έναν κύριο και από πίσω τους εμφανίζεται μία συνάδελφος. Από την έκφρασή της καταλαβαίνω ότι τον έχει ακούσει. Εκείνος εξαφανίζεται με ένα χαμόγελο. Ήρθε στην κλινική πρώτα για να μην ακούσει αυτό το «τέρας» στα έκτακτα. Δεν το σχολιάζει. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε την κοπέλα, που πονά από το έγκαυμα και κραυγάζει. Πάσχει από μία σπάνια ασθένεια, που επιφέρει βαριά διανοητική καθυστέρηση.
Καθώς περνούν οι μέρες συνειδητοποιώ ότι μέσα στο Άουσβιτς της ευγονικής είμαι η μόνη που σκέφτομαι αυτά τα άτομα σαν διαφορετικά αλλά ισότιμα. Με κοιτάζουν σαν να είμαι τρελή. Μπορεί και να είμαι αλλά όχι πάνω σ’ αυτό το θέμα…
Μεγάλωσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με το κοριτσάκι της καλύτερης φίλης της μητέρας μου, που πάσχει από σύνδρομο Down. Μεγαλώνοντας άρχισα να καταλαβαίνω γιατί δεν πήγαινε σχολείο όπως εμείς, γιατί κόλλαγε κάποιες φορές και έπρεπε να της κάνουμε τα χατίρια. Καθώς περνούσε ο χρόνος άρχισα να καταλαβαίνω την μάνα της που έλεγε κλαίγοντας «Θεέ μου κάνε να πεθάνει πριν από μένα γιατί δεν ξέρω τι θα απογίνει αν φύγω εγώ πρώτη» και κάθε φορά που αρρώσταινε να κλαίει ακόμα περισσότερο μήπως ήταν εκείνη η φορά, που ο Θεός θα άκουγε την προσευχή της.
Το κορίτσι, το έσκαγε συχνά από το σπίτι, έπαιρνε την παιδική τσάντα και πήγαινε για καφέ και η μάνα της έτρεχε να την ψάξει παντού. Όταν την έβρισκε, αρνιόταν να γυρίσει σπίτι. «Και εγώ μάνα, πώς θα βρω άντρα να παντρευτώ; Να κάνω παιδιά;» Αλήθεια μάνα, πες μου, πόσο κλαις εκείνες τις ώρες, τι απαντάς σε κείνα τα παιδιά, που δεν μεγαλώνουν ποτέ μα απαιτούν ό,τι έχουν οι άλλοι;
Μάνα δεν έχω έξυπνα λόγια να σου πω. Μόνο μια μικρή προσευχή για σένα, σφήνα ανάμεσα στις δικές σου για το άφτερο αγγελάκι σου, που σου άλλαξε τη ζωή για πάντα.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008
Η κυρία Μαρία
Μια από αυτές είναι και η κυρία Μαρία. Το πρώτο βράδυ, που συναντηθήκαμε κρατούσε 2 παλιές πλαστικές τσάντες και προσπαθούσε να με πείσει ότι ήταν άρρωστη και χρειαζόταν εισαγωγή. Την εξέτασα, έστειλα εξετάσεις. Η κυρία Μαρία ήταν πιο υγιής και από μένα, που δούλευα με ενέσιμα παυσίπονα απανωτά εικοσιτετράωρα. Μέσα στον κόσμο και την φασαρία δεν έδωσα σημασία και προχώρησα γεμίζοντας το βιβλίο περιστατικών ονόματα, διαγνώσεις, οδηγίες και εισαγωγές. Ανεβοκατέβαινα όλη τη νύχτα από την κλινική στα ιατρεία μέχρι τη στιγμή που με βρήκε μόνη μου και μου είπε πως αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα κρεβάτι να κοιμηθεί και ένα πιάτο φαγητό, αν υπήρχε, γιατί έχασε το λεωφορείο και το επόμενο ήταν το πρωί. Δεν της έκανα εισαγωγή, εντούτοις το φαγητό βρέθηκε και λίγο αργότερα την είδα να κοιμάται στις καρέκλες του διαδρόμου.
Το επόμενο πρωί η κυρία Μαρία έφυγε για να επιστρέψει ξανά τη νύχτα με διαφορετικό πρόβλημα αυτή τη φορά. Φανταστικό ξανά αλλά δεν το έβαζε κάτω. Ήσυχη, διακριτική, σιωπηλή, ζήτησε ξανά ένα κρεβάτι γιατί οι δικοί της είχαν δουλειές και θα ερχόταν το πρωί να την πάρουν. Έγιναν οι εξετάσεις ξανά, βρέθηκε το μπολάκι με το φαγητό όμως όσο ήρθαν οι δικοί της να την πάρουν άλλο τόσο έγινε και η εισαγωγή.
Καθώς οι νύχτες περνούσαν, η κυρία Μαρία ερχόταν απλά να κοιμηθεί στις καρέκλες του διαδρόμου και χανόταν αθόρυβα με το πρώτο φως της μέρας. Κανένας δεν πίστευε πια την ιστορία της ότι θα έρχονταν οι δικοί της να την πάρουν αλλά και κανένας δεν την ρωτούσε. Εκείνη έστεκε σιωπηλή στις καρέκλες και παρακολουθούσε, περιμένοντας τη στιγμή που κάποιος θα της απεύθυνε το λόγο. Μα κανένας δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί της.
Μια νύχτα κάποιος μας κέρασε ένα χυμό, Μαζευτήκαμε λοιπόν το προσωπικό στο ιατρείο και καθίσαμε πίνοντας το χυμό και λέγοντας ιστορίες μέχρι να εμφανιστεί το επόμενο προσωπικό. Εκείνη την ώρα χτύπησε την πόρτα και μπήκε η κυρία Μαρία. Όλοι έτρεξαν να σβήσουν τα τσιγάρα τους. Εγώ συνέχισα να καπνίζω παρά τον αυστηρό κανονισμό περί του αντιθέτου και παρακολουθούσα την κυρία Μαρία να κάθεται σιωπηλή στο εξεταστικό κρεβάτι με τα μάτια καρφωμένα στο χυμό. Της έβαλα ένα ποτήρι χυμό και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Πρόβλημα στην κλινική. Έσβησα το τσιγάρο και ανέβηκα να δω τι γίνεται. Επιστρέφοντας είδα την κυρία Μαρία να κάθεται στις καρέκλες με τις τσάντες στα πόδια της. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό που είχε βάλει μέσα το χυμό.
- Δεν σας άρεσε; Τη ρώτησα
- Και βέβαια μου άρεσε αλλά επειδή έχω πρόβλημα με το στομάχι, θέλω να το πίνω λίγο-λίγο.
Το έβαλα στα πόδια.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία της κυρίας Μαρίας, δεν ρώτησα, δεν είχε σημασία. Ούτε την έψαχνα. Ήξερε τις διαδρομές μου και με περίμενε εκείνη, σιωπηλή, χωρίς να ζητά. Της γέμιζα ένα μπολάκι φαγητό που δεν έτρωγε ποτέ ολόκληρο. Πάντα το φυλούσε το περισσότερο και το έβαζε στην πλαστική της τσάντα.
Ένα βράδυ κάποιος της έκλεισε δωμάτιο στο διπλανό ξενοδοχείο. Να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί. Έδωσε την προκαταβολή και της είπε να μείνει τρεις- τέσσερις μέρες. Αξημέρωτα η κυρία Μαρία είχε πάρει πάλι τους δρόμους και δεν εμφανίστηκε δεύτερο βράδυ στο δωμάτιο της.
Άλλαξα νοσοκομεία, άλλαξαν πρόσωπα και οι σκιές που ξαπλώνουν στις πορτοκαλί καρέκλες. Κάποιες νύχτες ξεκλειδώνουμε κρυφά την πόρτα για να κοιμηθούν κάποιοι «τυχεροί» για λίγο σε ένα άδειο κρεβάτι, ξυπνώντας τους πριν έρθει η πρωινή βάρδια και το καταλάβει.
Εκείνες της φορές, δεν πιστεύω στα λόγια. Μήτε στη φτώχια, όχι για την Ελλάδα. Μόνο στην αδιαφορία και στο στομάχι μας που όλα τα συνήθισε πια.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008
Ο Θοδωρής

Στη δουλειά μετά τα μεσάνυχτα κλειδώνουμε τις πόρτες για να μην μπαινοβγαίνει ο κόσμος και να έχουμε την ησυχία μας. Τότε είναι η μόνη στιγμή που μπορώ να καπνίσω στο γκισέ, μπροστά στον υπολογιστή. Παίρνω ένα κεσεδάκι, του βάζω νερό μέχρι τη μέση, παίρνω τα πακέτα με τα τσιγάρα και την αράζω. Μ’ αρέσει η ησυχία που έχει εκείνες τις ώρες. Ανοίγω τον υπολογιστή και γράφω ή χαζεύω για να περάσει η ώρα μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο, που έχω δίπλα και να με φωνάξουν για περιστατικό. Τις περισσότερες φορές είναι βλακείες αλλά τι να γίνει; Για αυτό με πληρώνουν και για αυτό κάθομαι μέσα στην ησυχία της νύχτας προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Το προτιμώ από τις στιγμές, που κοιμάμαι και με ξυπνούν βάναυσα για κάτι που είχαν μεν αλλά μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο τους πέρασε αλλά μια και ήρθαν, ας κάνουν έναν γενικό έλεγχο να μην πάει χαμένη η βόλτα τους στα μέρη μας.
Όλως περιέργως εκείνη ήταν η πιο ήσυχη βραδιά μετά από έναν καταιγισμό περιστατικών των προηγούμενων εφημεριών. Μου λείπει ύπνος, είμαι κουρασμένη, το σακατεμένο μου πόδι με πονά αλλά μετράω ώρες πια μέχρι να επιστρέψω σπίτι. Θα πρέπει να βρω έναν τρόπο να κόψω τις απανωτές εφημερίες. Με εξουθενώνουν. Ανάβω τσιγάρο. Γκαντέμικη μέρα. Στο ψυγείο δεν υπάρχει γλυκό ούτε για δείγμα και ό,τι είχαμε σε αλκοόλ το τσακίσαμε μεταμεσονυχτίως στις προηγούμενες βάρδιες. Ξεροσφύρι θα βγει και αυτή η νύχτα. Ανοίγω 1 word. Το υπόλοιπο προσωπικό την έχει πέσει από ώρα στους θαλάμους.
Μια ιστορία τριβελίζει το μυαλό μου. Ξεκινώ να γράφω. Σβήνω. Γράφω. Ξανά και ξανά. Έχω κολλήσει. Δεν μπορώ να βρω τις σωστές λέξεις αλλά δεν τα παρατάω. Είναι ακόμα νωρίς για να πάω για ύπνο. Παραδίπλα κοιμάται ο Θοδωρής. Ο Θοδωρής είναι ένα μωρό, που το εγκατέλειψαν οι δικοί του και το έχουμε εμείς μέχρι οι κοινωνικοί λειτουργοί να το προωθήσουν και να το στοιβάξουν με τα άλλα ανεπιθύμητα μωρά. Σπάνια έχουμε πια παιδιά σαν τον Θοδωρή. Με την ευκολία και τις εκπτώσεις στις εκτρώσεις λόγω ανταγωνισμού όλα τα προβλήματα τύπου Θοδωρή, λύνονται πια με συνοπτικές διαδικασίες, αυθημερόν. Τις προάλλες ήρθε μία 7 μηνών και ήθελε να το ρίξει. Πρώτη φορά άκουσα να αρνούνται. Πήγε αλλού και το κανόνισε. Με τη σωστή τιμή όλα κανονίζονται. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης.
Σαν να μην του έφταναν όλα τα άλλα, ο Θοδωρής αρρώστησε. Αυτό μας έδωσε ακόμα λίγο χρόνο να δικαιολογήσουμε την παραμονή του εδώ. Γράφω στον υπολογιστή και τον ακούω να βήχει μέσα στο κουνάκι του. Ρυθμικά. Δεν ακούω την ανάσα του αλλά ο βήχας ακούγεται πεντακάθαρα στη σιωπή της νύχτας. Με έναν αρρωστημένο τρόπο με ηρεμεί και συνεχίζω να γράφω και να σβήνω. Κάποια στιγμή κόλλησα. Δεν ξέρω γιατί. Η ιστορία δεν πήγαινε παρακάτω. Έγειρα την πλάτη στην καρέκλα, τέντωσα τα πόδια πάνω στο γκισέ χαμογελώντας στην σκέψη ότι αν με έβλεπε η προϊσταμένη σε αυτή τη θέση θα με πέταγε από το παράθυρο μαζί με τον γκισέ κολάρο.
Προσπαθώ να κάνω σχέδια με τον καπνό όταν ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν ακούω τον Θοδωρή να βήχει. Κατεβάζω τα πόδια από τον γκισέ και προσπαθώ να ακούσω πιο προσεχτικά. Κανένας βήχας. Σκέφτομαι πως είναι η ιδέα μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ για να θυμηθώ πότε τον άκουσα να βήχει για τελευταία φορά. Δεν θυμάμαι από πότε και τότε τινάζομαι πετώντας το τσιγάρο στο κεσεδάκι. Ορμάω στον θάλαμο και βλέπω τον Θοδωρή πνιγμένο στον εμετό του. Δεν μπορεί να πάρει ανάσα, είναι μελανιασμένος αλλά δείχνει σαν να κοιμάται. Τον αρπάζω και τρέχω στο δωματιάκι της ανάνηψης. Τον ξετυλίγω από το σεντονάκι του και του καθαρίζω το στόμα και τη μύτη. Βάζω μια φωνή και οι κοπέλες τρέχουν αγουροξυπνημένες. Μια μου ετοιμάζει την αναρρόφηση, ψάχνει το κορεσόμετρο και η άλλη τηλεφωνεί στον παιδίατρο να τσακιστεί και να ‘ρθει.
Πόσην ώρα έχει περάσει; Πόσην ώρα είναι έτσι; Η αναρρόφηση τον ενοχλεί, τον τρομάζει, βάζει τα κλάματα. Δεν έχω χρόνο να τον πάρω αγκαλιά, να τον ηρεμήσω, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν ξέρω αν έχει κάνει εισρόφηση, δεν ξέρω πόση γαμημένη ώρα πνιγότανε στον εμετό τη στιγμή που εγώ ήμουν δίπλα, ξύπνια και κάπνιζα για να σκοτώσω την ώρα μου παίζοντας με τις λέξεις. Ο Θοδωρής κλαίει, έχει ξεσηκώσει τον κόσμο, ο κόσμος έχει βγει από τα δωμάτια και έρχεται εκεί. Κάνω νόημα στη νοσηλεύτρια να κλείσει την πόρτα. Πού στο διάολο είναι ο παιδίατρος; Ο κορεσμός αρχίζει να φτιάχνει. Τον καθαρίζω πιο προσεχτικά καθώς βλέπω το χρώμα του να βελτιώνεται και αυτό. Χτυπά το κουδούνι της κλινικής. Η νοσηλεύτρια φεύγει και επιστρέφει σε λίγο με τον παιδίατρο. Ο Θοδωρής χαλάει τον κόσμο από το κλάμα και τις φωνές. Ο παιδίατρος χαμογελά. Είναι καλό σημάδι. Ο μικρός είναι μαχητής. Τον εξετάζει, δίνει οδηγίες. Το προσωπικό κρατά σημειώσεις για να ξέρουν και οι επόμενες βάρδιες. Παίρνουν τον Θοδωρή αγκαλιά. Απόψε θα τον έχουν αγκαλιά μέχρι να κοιμηθεί. Απόψε αυτό το ορφανό θα έχει κάποιον πάνω από το κεφάλι του μετά από πολύ καιρό να τον προσέχει την ώρα που κοιμάται.
Πνίγομαι. Κάνω νόημα στη νοσηλεύτρια να πλησιάσει καθώς παίρνω τσιγάρα, αναπτήρα, κινητό από τον γκισέ και τα βάζω στις τσέπες μου. Θα ανέβω στην τραπεζαρία. Το τηλέφωνο το ξέρουν σε περίπτωση που με χρειαστούν κάτι. Ανεβαίνω στην τραπεζαρία και βγαίνω έξω στην μικρή ταρατσούλα. Ανεβαίνω και κάθομαι στο πεζούλι με τα πόδια έξω. Έχω μια τρέλα με τα ύψη. Παρ’ ότι υψοφοβική, στιγμές σαν αυτή, ψάχνω το πιο ψηλό μέρος για να κρεμαστώ. Κοιτάζω τα φώτα. Αυτή η πόλη μου φαίνεται όμορφη μονάχα τη νύχτα.
Ανάβω τσιγάρο. Κάνω μια τζούρα και το ισορροπώ στην άκρη. Αυτό δεν είναι για μένα. Χάρε, για σένα είναι κερασμένο, κάπνισέ το έτσι όπως κάθεσαι σιωπηλός δίπλα μου και μου κάνεις παρέα μέχρι την επόμενη παραλαβή. Το κέρδισες, που το λυπήθηκες ετούτο το ζωντάρφανο και τ΄ άφησες να μεγαλώσει, να καταλάβει την ορφάνια του. Να την νοιώσει καλά στο πετσί του την αδιαφορία. Ανάβω δεύτερο τσιγάρο. Ξεφυσάω βαριά τον καπνό. Ψάχνω να κάνω κεφάλι αλλά είτε καπνίζω τα τσιγάρα μου, είτε το χαρτί του εκτυπωτή ένα και το αυτό.
Κοιτάω τον ουρανό. Δεν έχει αστέρια απόψε. Ούτε φεγγάρι. Συννεφιά και λίγο φως να έρχεται πίσω μου και μπροστά μου τα φώτα της πόλης στα πόδια μου σαν καντηλάκια σε νεκροταφείο. Κάτι με πνίγει. Μα δεν μπορώ να κλάψω. Αυτό το κομμάτι το κλείδωσα καλά και πέταξα το κλειδί. Σκέφτομαι ξανά και ξανά πότε άκουσα τον Θοδωρή να βήχει για τελευταία φορά. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Έκανε εισρόφηση ή όχι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Παρά μόνο αναμονή. Από αύριο θα αρχίσει να φαίνεται τι ζημιά έχει γίνει. Πριν, που έπρεπε να κάνω κάτι, που πληρωνόμουν για να κάνω αυτό το κάτι, εγώ χάζευα.
Πετάω το τσιγάρο στο κενό. Ανάβω άλλο. Μια μικρή λάμψη μέσα στη νύχτα. Σκέφτομαι αν ήταν το δικό μου παιδί, θα έκανα το ίδιο; Θα χάζευα; Ε; Ρουφάω με λύσσα τον καπνό. Ούτε αυτό είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Το πετάω αμέσως και ανάβω άλλο. Σκατά. Το ίδιο είναι και αυτό. Αν αρχίσω να τα πετάω σαν σπιρτόξυλα σίγουρα θα ξεμείνω σε λιγότερο από 5 λεπτά και το κυλικείο είναι κλειστό τέτοιες ώρες για ανεφοδιασμό.
Σκέφτομαι το Θοδωρή να κοιμάται ήρεμος τώρα και μετά σκέπτομαι τον δικό μου. Είναι ασφαλής, έχει τους δικούς μου να τον προσέχουν για όλο αυτό το χρόνο που χάνομαι, που μεγαλώνουμε χωριστά. Ευτυχώς. Σίγουρα θα τον προσέχουν περισσότερο από ότι εγώ. Τι στο διάολο, θα έκανα καλύτερα κάτι τζάμπα, αφού ούτε επί πληρωμή δεν είμαι άξια να το κάνω; Κοιτάζω στο πλάι μου. Το τσιγάρο έσβησε. Ανάβω ένα ακόμα και το αφήνω να καίγεται δίπλα μου. Ανάβω ακόμα ένα για μένα. Δεν θέλω να σκέφτομαι αυτή τη νύχτα. Όχι. Με στοιχειώνουνε τα ζωντάρφανα του κόσμου. Μέσα στην ησυχία της νύχτας μοιράζομαι το πακέτο.
Θα κάνω καιρό να δοκιμάσω να γράψω ξανά μια ιστορία.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008
Έξω οι συγγενείς, οι γιατροί κάνουν επίσκεψη!
Μία ωραία μέρα σ' ένα μακρυνό νοσοκομείο στο far west της ελληνικής επαρχίας ξεκινάει επίσκεψη ο διευθυντής της κλινικής με τους επιμελητές και τους ειδικευόμενους, τις νοσοκομές και τις μαθητευόμενες, τον Άγιο Βασίλη και τους 7 νάνους (δικιά μου είναι η ιστορία ό,τι θέλω λέω...)
1ος θάλαμος αρχίζει και νευριάζει αλλά κρατιέται... 2ος θάλαμος αρχίζει να βρίζει.. στον τρίτο γυρίζει και στέλνει φιλάκια.. όλοι μένουν κάγκελο και ρωτουν προς τι τα φιλάκια....
"θα γαμηθούμε που θα γαμηθούμε... ας βάλουμε και λίγο συναισθημα"
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2008
Μ’ αγαπά... δεν μ’ αγαπά.....

Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά… μ’ αγαπά και περισσεύει και ένα.
Αυτό που περισσεύει τι να το κάνουμε; Πάντα έχουμε πρόβλημα με το περιττό. Και ας το βαφτίζουμε περιττό για να μην παραδεχτούμε πως κάτι λείπει. Κάτι που νομίζαμε ότι είναι εκεί, κάποια στιγμή που κοιτάξαμε για λίγο αλλού, απλά σηκώθηκε και έφυγε.
Στο νοσοκομείο μας έχουμε μία νοσηλεύτρια. Για την ακρίβεια έχουμε πολλές αλλά τη δική της ιστορία θα ήθελα να σας πω σήμερα. Η Μαργαρίτα γνώρισε έναν γιατρό. Διόρθωση. Γνώρισε αρκετούς αλλά έναν τον γνώρισε λίγο παραπάνω το οποίο όμως ήταν αρκετό για να τον σπιτώσει και να τον ταΐζει ανάμεσα στις αναμονές και μέχρι να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Τον παντρεύτηκε, κάνανε και δύο παιδιά. Ζούσε το όνειρο κάθε καπάτσας νοσηλεύτριας που κατάφερε και τύλιξε τον γιατρό. Σπίτια, τζιπ, μηχανή μεγάλου κυβισμού, ταξίδια και ό,τι ζήταγε η ίδια και τα παιδιά της τα άπλωνε στα πόδια της. Δεν πειράζει που ήταν ασχημούλης και κομματάκι υπέρβαρος γιατί μια ποδιά, ένα γεμάτο πορτοφόλι και μια βέρα στο χέρι, τον έκαναν ακαταμάχητο όπου και αν περνούσε.
Ο έρωτας ξεθώριασε με τα χρόνια, ξεπλύθηκε ανάμεσα σε λερωμένες πάνες και φροντιστήρια, νυχτερινά και ατέλειωτες εφημερίες. Μέχρι που στο νοσοκομείο ήρθε η Ελένη. Νέα γιατρός αποφασισμένη να μην περιμένει να βγάλει η ίδια λεφτά αλλά να βρει κάποιον να της τα προσφέρει. Το πρώτο της χτύπημα ήταν ο ωραίος επιμελητής. Που περπατούσε και στέναζαν τα πατώματα που πατούσε. Βγήκαν, του την έπεσε και της είπε άκουσε να δεις, ευχαρίστως να πηδηχτούμε αλλά λεφτά από μένα δεν πρόκειται να φας, είναι των παιδιών μου. Σηκώθηκε και έφυγε. Δυο μέρες μετά έκανε σκηνή ότι της ρίχτηκε και πως αυτή δεν είναι από αυτές που νόμιζε.
Εκείνη τη στιγμή έτυχε και περνούσε από δίπλα ο άντρας της Μαργαρίτας. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Σε μία εβδομάδα η Μαργαρίτα είχε εκδιωχτεί με τα παιδιά από το σπίτι και η ίδια είχε αποκτήσει ένα τριώροφο και μία τσέπη γεμάτη λεφτά.
Ποτέ δεν την πίστεψα την Μαργαρίτα, ότι δηλαδή μπορεί ένας άντρας σε μία εβδομάδα γνωριμίας να πετάξει γυναίκα και παιδιά από το σπίτι, όσο παθιασμένος και να είναι. Χρειάστηκε μια ολόκληρη κλινική να μου το επιβεβαιώσει παρουσία της ιδίας. Δεν πιστεύω ότι ο ένας ανήκει στον άλλον αλλά κάτι τέτοιες στιγμές μπερδεύομαι πού σταματά η ελευθερία και πού ξεκινά ο σεβασμός. Κάπου τον ξεχνάμε τον σεβασμό. Του μοστράρουμε μπροστά άλλες φαντεζί λέξεις, αγάπη, έρωτας, πάθος, εμπειρίες και ξεχνάμε αυτή τη ντεμοντέ λεξούλα.
Και εμείς οι γυναίκες πίσω από τη μάσκαρα και το κραγιόν είμαστε τόσο, μα τόσο ντεμοντέ. Εντάξει όχι όλες. Οι χορτάτες όμως, ναι.
Το αστείο της όλης υπόθεσης είναι ότι κάποια χρόνια μετά η Μαργαρίτα βρήκε τα χρήματα να κάνει αίτηση διαζυγίου. Μετακόμιση, νέα έπιπλα, 2 παιδιά χωρίς διατροφή δεν ήταν και εύκολα τα πράγματα. Ο κύριος της ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να της το δώσει.
Δεν έχω όρεξη για ηθικοπλαστικά μηνύματα σήμερα. Μάλλον φταίει η πανσέληνος, που κομματιάζει τις μάσκες μας.
Η αλήθεια είναι ένα δωμάτιο από παραμορφωτικούς καθρέφτες και εμείς στεκόμαστε απέναντι από εκείνον που προτιμάμε, μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα μας σπρώξει στον επόμενο. Όσες μάσκες και να σκιστούν αυτήν την πανσέληνο, πάντα θα με βλέπω μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Την καρδιά σου.

δεν μ’ αγαπά,
μ’ αγαπά,
δεν μ’ αγαπά…
μ’ αγαπά και περισσεύει και ένα.
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2008
50euro από το μεσημέρι μέχρι το ξημέρωμα και είμαι ήδη πληρωμένη. Είσαι;

Είμαι με τη στολή μου και σε περιμένω. Το ξέρω πως θα έρθεις να με βρεις. Ταιριάζω τα χρώματα να με γνωρίσεις. Έχω πάντα πρόχειρα τα στυλό και τη σφραγίδα μου. Ξέρω αυτό που χρειάζεσαι και αν δεν μπορώ να στο δώσω, ξέρω τα τηλέφωνα εκείνων που μπορούν. Δε σε νοιάζει ποτέ το όνομα μου.
Ρωτάω ασταμάτητα, ξεσκεπάζω τα ψέματα σου, σε εξετάζω, σου λέω αυτά που θες αλλά και τα άλλα που πρέπει να ακούσεις. Σου κρατάω το χέρι και σου λέω πως όλα θα πάνε καλά. Κάποιες φορές δεν πηγαίνουν, αλλά τότε νομίζω δεν έχει πια και τόση σημασία για σένα.
Είσαι δικός μου για το χρόνο που θα συμφωνήσουμε. Από τη στιγμή που θα σου πω να φύγεις δεν σε ξαναβλέπω ποτέ. Ξεχνάω το όνομά σου, το πρόσωπό σου και απλά περιμένω τον επόμενο. Κρύβομαι να μην με βλέπεις, που καπνίζω και περιμένω ένα τηλέφωνο να χτυπήσει. Μπορεί να κοιμάμαι, μπορεί να είμαι στο μπάνιο, μπορεί να έχω τα νεύρα μου αλλά δεν σε νοιάζει ποτέ. Τη δουλειά σου θέλεις να κάνεις και να φύγεις.
Σου χαμογελώ πάντα. Είμαι διαθέσιμη. Πρέπει να σε πείσω ότι έχω τις λύσεις. Εγώ βάζω τους κανόνες εδώ και εσύ πρέπει να υπακούσεις. Θα σε ακολουθήσω στις εξετάσεις, στο χειρουργείο, στις διακομιδές και θα μιλώ μόνο όταν πρέπει. Κάποιες φορές θα μου χαμογελάς και εσύ, άλλες θα με βρίζεις, κάποιες φορές θα σηκώσεις χέρι.
Με έναν καφέ και ένα τσιγάρο στο χέρι σε κάποια βεράντα μέσα στη νύχτα μετράω τη ζωή και το θάνατο. Δεν είναι εύκολο. Ποτέ δεν ήταν. Και δεν το κάνει κανένας εύκολο για κανένα. Για να ψηθεί. Για να μάθει πως είναι μόνος του. Να μάθει να δουλεύει, να ζει, να αναπνέει έτσι. Μόνος του. Ανάμεσα σε δεκάδες κόσμο. Αυτάρκης. Όσο πιο ψηλά είσαι, τόσο πιο εύκολα να κατεβαίνεις και τόσο περισσότερους ρόλους να μπορείς να παίξεις.
Για σένα. Που θα έρθεις για λίγο, σιωπηλός μέσα σε μια οχλαγωγία. Αν είσαι σοβαρός και με τρέξεις, μου αρέσει περισσότερο. Νοιώθω την καρδιά μου που χτυπά, η αδρεναλίνη τρέχει σαν ναρκωτικό στις φλέβες μου και όταν τελειώσουμε θα ανάψω το καλύτερό μου τσιγάρο για σένα.
Μια ξεπέτα ακόμα. Καπνίζω το τσιγάρο καθώς σε βλέπω να φεύγεις χαρούμενος, που δεν θα με ξαναδείς και πάντα αναρωτιέμαι για ποιόν από τους δυο μας ήταν καλύτερη. Πριν προλάβω να δώσω απάντηση, έρχεται ο επόμενος.
Μη βάζεις το χέρι στη τσέπη αν δεν έχεις φωτιά να μου δώσεις… οι καλύτερες πουτάνες το δίνουν τζάμπα.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008
«θα κρατήσω το μυστικό σου μέχρι θανάτου. Του δικού σου.»

Θα κρατούσες ένα μυστικό ακόμα και αν αυτό σκότωνε αυτόν που αγαπάς; Θα σιωπούσες για να μην σου θυμώσει; Θα μπορούσες να ζήσεις μ’ αυτό μια ολόκληρη ζωή;
Αποφάσισα να ξεμείνω στο νοσοκομείο ακόμα και αν δεν με πλήρωναν. Θα κοιμόμουν σε ένα άδειο κρεβάτι σε κάποιο θάλαμο, αρκεί να μάθαινα κάτι ακόμα. Να τρεφόμουν από ακόμα λίγο αίμα σ’ ένα νοσοκομείο που μύριζε θάνατο.
Το παθολογικό ιατρείο τραγικά μικρό. 3 ασθενείς μέσα και 2 ειδικευόμενοι να προσπαθούν να δώσουν λύση ενώ από έξω φωνάζουν οι άλλοι που περιμένουν. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει 1 παππούς που δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Του βάζουν οξυγόνο και προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει ενώ αυτός ασφυκτιά. Δεν μπορούν να πάρουν ιστορικό. Ακρόαση πνευμόνων. Είναι γεμάτοι υγρό. Ξεκινούν φάρμακα καθώς ο παππούς χειροτερεύει. Τον ξεγυμνώνουμε να βάλουμε καθετήρα. Η ειδικευόμενη προσπαθεί ανάμεσα στα φάρμακα να πάρει ό,τι πληροφορία μπορεί. Ο παππούς ανοιγοκλείνει το στόμα σαν το χρυσόψαρο έξω από το νερό. Η πόρτα ανοίγει ξανά και γυρίζοντας να δει βλέπει τον ουροσυλλέκτη σχεδόν γεμάτο. Πατάει αστραπιαία με το πόδι τον καθετήρα. Αν αδειάσει η κύστη με την μία θα αιμορραγήσει.
Φέρνουν έναν νεαρό άντρα γύρω στα 30 γυμνασμένο και τουλάχιστον 1,90 ψηλό με το καροτσάκι. Ο νεαρός δεν μπορεί να μιλήσει, είναι χλωμός, γυμνός από την μέση και πάνω, κάθιδρος και ζαλίζεται. Αφήνει τον καθετήρα να αδειάσει την κύστη του παππού, γεμίζει τον ουροσυλλέκτη αμέσως. Ο παππούς αρχίζει να συνέρχεται. Αλλάζουν ουροσυλλεκτη και τον ξανακλείνουν. Είχε 2 μέρες να κατουρήσει και ντρεπόταν να το πει και να τον φέρουν στο νοσοκομείο.
Ο νεαρός ζαλίζεται, δεν μπορεί να σηκωθεί από την καρέκλα. Βάζουν φλεβοκαθετήρα, παίρνουν αίματα, στέλνουν εξετάσεις. Ο μικρός ισχυρίζεται ότι εκεί που έβλεπε τηλεόραση, το έπαθε ξαφνικά και δεν είχε ποτέ κάποιο πρόβλημα υγείας. Την εκδοχή επιβεβαιώνουν ένθερμα οι γονείς του. Τον στέλνουμε για ακτινογραφίες. Δεν μπορεί να σταθεί. Τροποποιούμε τις εντολές. Έρχονται οι ακτινογραφίες καθώς ο ίδιος χειροτερεύει. Έχουν μαζευτεί οι επιμελητές της παθολογίας. Κύστεις στο ήπαρ. Αν είναι εχινόκοκκος και έσπασε μία και είναι αλλεργική αντίδραση; Να φωνάξουμε τους χειρουργούς. Εμφανίζονται οι μικροί και μετά οι μεγάλοι ενώ έχει ειδοποιηθεί ο διευθυντής που έκανε 160km σε 40 λεπτά για να ‘ρθει.
Έρχονται ακτινολόγοι. Δεν μπορεί να βγει άκρη από τον υπέρηχο.
Φαίνεται γυμνασμένος. «Μήπως έπεσες; Μήπως σου έπεσε κανένα βαράκι στην κοιλία; Μήπως πλακώθηκες με κανέναν;» «Όχι, όχι, όχι» Οι γονείς του υπεραμύνονται της άποψης αυτής. Έχουν μαζευτεί όλοι και προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει ενώ ο μικρός πέφτει συνεχώς. Ο χρόνος τελειώνει. Έρχεται ο διευθυντής της χειρουργικής. Ο διευθυντής της παθολογικής επιμένει ότι είναι αλλεργικό και είναι από σπασμένη κύστη εχινόκοκκου που κάνει αλλεργική αντίδραση. Αλλά κάτι δεν κολάει. Ξανά στον υπέρηχο. Υποψία λίγου ελεύθερου υγρού στην κοιλιά. Ο μικρός νυστάζει. Όλοι στο σκοτάδι του υπερήχου και δεν μιλάει κανείς. «Σε έδειρε κανένας ρε και φοβάσαι να το πεις; Δεν είμαστε αστυνομία εδώ!» «Όχι». Οι γονείς επαναλαμβάνουν σαν κασετόφωνο τα ίδια.
«Ετοιμάστε τον! Θα τον ανοίξω να δω τι συμβαίνει!» «Αν είναι εχινόκοκκος μπορεί να πεθάνει» «Και έτσι να τον αφήσω, πάλι θα πεθάνει, ανεβάστε τον στο χειρουργείο» Βγαίνει ο ίδιος ο διευθυντής και ρωτάει τους γονείς. «Το παιδί σας πεθαίνει, υπάρχει κάτι που δεν έχετε πει και θέλετε να το πείτε τώρα πριν τον βάλουμε χειρουργείο;» «Όχι»
Μπαίνουμε στο χειρουργείο με τον νεαρό μισοπεθαμένο. Τον ανοίγει από τον στέρνο μέχρι την ξιφοειδή απόφυση ενώ το χειρουργείο γεμίζει αίματα. «Παραγγείλτε αίμα ΤΩΡΑ! Να αρχίσουν να ξεπαγώνουν και να φέρνουν!» Η αναρρόφηση δεν δουλεύει. Βάζουν τα χέρια μέσα και βγάζουν τα πήγματα σαν σκώτια και τα πετάνε στις λεκάνες. Δεν έχω ξαναδεί τόσο πολύ αίμα. Ρήξη σπληνός. Ξεματώνει. Κάνουν σπληνεκτομή. Είχε φάει ξύλο παλιά και ο σπλήνας σκίστηκε λίγο αλλά ο οργανισμός έβαλε ένα μπάλωμα και το σταμάτησε μόνος του. Αυτή τη φορά με το ξύλο αυτό το μπάλωμα έφυγε και ο μικρός αιμορραγούσε ασταμάτητα στην κοιλιά.
Σε ένα χειρουργείο που θυμίζει περισσότερο πεδίο μάχης κοιτάζω το ρολόι. 02.00. Όταν κλείνουν με βλέπει. «Εσύ τι κάνεις εδώ;» «Έμεινα να δω» «Τι ειδικότητα θα κάνεις;» «Χειρουργική»
Βγαίνω έξω. Πέφτω πάνω στην μάνα του.
«Τον δείρανε;» «Όχι» Ακόμα και τώρα επιμένει. «Τον δείρανε» της λέω ενώ θέλω να την πιάσω από το λαιμό και να της φωνάξω «Μωρή μαλακισμένη θα σκότωνες το παιδί σου. ΓΙΑΤΙ;» Χαμηλώνει το βλέμμα και λέει σιγανά «Μας είπε να μην πούμε τίποτα. Δεν ήθελα να θυμώσει»
Κοιμήθηκα σε ένα κρεβάτι που λίγο πριν είχε πεθάνει κάποιος και έτσι είχε αδειάσει.
Είναι ειρωνικό το πώς ακούγεται σε ένα νοσοκομείο μέσα στη νύχτα και τη σιωπή το «θα κρατήσω το μυστικό σου μέχρι θανάτου. Του δικού σου.» Κοιτάζω τον βρώμικο τοίχο. Δεν σηκώνομαι να πάρω σεντόνια και μαξιλάρι. Ξαπλώνω. Κλείνω το φως. Μπαίνει λίγο από τις λάμπες στο δρόμο.
Ναι μωρό μου, έχεις δίκιο.
«θα κρατήσω το μυστικό σου μέχρι θανάτου. Του δικού σου.»
Καληνύχτα.