Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Spark D' Ark. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Spark D' Ark. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2013

be that good that they can't ignore you. Steve Martin

Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ιατρικής είναι η λήψη αποφάσεων.

Μετά από κάποιο σημείο και ενώ ακόμα συγκεντρώνεις τα απαραίτητα δεδομένα, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Το 'χεις. Και το 'χεις τόσο παρανοϊκά σύντομα, που το λες "ένστικτο".

Ποτέ δεν υπήρξα η πιο έξυπνη, το καλύτερο παπαγαλάκι, εκείνη με την καλύτερη σωματική διάπλαση ή η πλέον συγκεντρωμένη στην δουλειά. Ήμουν εκείνη που έπαιρνε αποφάσεις ακόμα και ενάντια σε κάθε φαινομενική "λογική".

Στους πρώτους μήνες της δουλειάς μου έρχεται ως περιστατικό ένας γεροδεμένος πανύψηλος νεαρός στα έκτακτα. Πήγε στους παθολόγους. Ο νεαρός χειροτέρευε ώρα με την ώρα. Ισχυριζόταν πως δεν είχε ιδέα για το γιατί έγινε αυτό. Τον ψάξανε όλες οι ειδικότητες. Τίποτε δεν ταίριαζε με τα όσα ανέφερε. Καμία σωστή διάγνωση και ο νεαρός ήταν ένα βήμα πριν το shock. Τότε ο διευθυντής χτυπά το χέρι στο τραπέζι και λέει "θα τον ανοίξω". Λόγω των τότε αποτελεσμάτων των εξετάσεων υπήρχε η πιθανότητα αν τον ανοίξει να τα κάνει ακόμα χειρότερα. Και όμως έδωσε εντολή να ανοίξει το χειρουργείο.

Τον ετοίμασαν και ανοίγοντάς τον φάνηκε πως ό,τι υποψιαζόταν ήταν σωστό. Όταν πέρασε η δύσκολη φάση ο αναισθησιολόγος άρχισε να με πειράζει. Τότε με κατάλαβε και γύρισε και με κοίταξε. Ήμουν όρθια σε ένα σκαλάκι σε απόσταση για να βλέπω τι γίνεται χωρίς να ενοχλώ. Η ώρα ήταν 01:00, δεν εφημέρευα και το σπίτι μου ήταν 1,5 ώρα μακρυά από το νοσοκομείο.

- Τι έχουμε εδώ? Someone is dedicated!

Όταν επέστρεψα ως μέλος της ομάδας του κάποιους μήνες αργότερα, με γονάτισε στην δουλειά.

Master your art. There is no other way!
Be insanely good & take action!


Για την ιστορία ο νεαρός ήταν μπράβος. Είχε δείρει κάποιον και για αντίποινα τον είχε πλακώσει η ομάδα του. Δεν το παραδεχόταν και είχε δώσει εντολή και στους δικούς του να μην το αναφέρουν σε καμία περίπτωση. Όταν τον άνοιξε ο διευθυντής είχε 4lt αίμα στην κοιλιά. (Ο υπέρηχος είχε γίνει αρκετές ώρες νωρίτερα στην έναρξη της αιμορραγίας). Όσο και αν φαίνεται περίεργο, τόσο κάποιος όσο και το περιβάλλον του είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν την ζωή τους για να προστατεύσουν το όποιο μυστικό τους λέγοντας οτιδήποτε ή απλά σιωπώντας. Οι περισσότεροι σταματούν στο δεδομένο. Για να προχωρήσεις πρέπει να μάθεις να υπερβαίνεις. Καλημέρα.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013

Σάλα-τραπεζαρία 1

Έτος 2007 περίπου. Ζούμε ακόμα στην παραζάλη των διακοποδανείων κτλ. Υπουργός παιδείας η Άννα Διαμαντοπούλου. Δίνει συνέντευξη όπου διατυπώνει ευθαρσώς επί λέξη. "Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλους επιστήμονες αλλά ανειδίκευτους εργάτες. Και το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα λάβει από εδώ και στο εξής αυτήν την κατεύθυνση". Αν και ως μαθήτρια ο κύριος κορμός της παιδείας μου στηρίχθηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και ουδέποτε συζητούσα κομματικά στην δουλειά, έξαλλη συζητώ το θέμα με συναδέλφους.
- Έλα μωρέ πώς κάνεις έτσι; Έτσι και αλλιώς από τα φροντιστήρια περιμένουμε όλοι να δούμε αποτέλεσμα.
- Ναι και εκεί έχουμε επαναπαυτεί όλοι αλλά δεν σας εξοργίζει όπου η επόμενη γενιά έχει ήδη προαποφαιστεί να είναι ανειδίκευτοι εργάτες; Όλοι γελούσαν. Μία μόνο συμφώνησε πως οι ανειδίκευτοι εργάτες σημαίνει φθηνά εργατικά χέρα που είναι εύκολα χειραγωγίσιμα.
Οι ίδιοι άνθρωποι του τότε, τώρα αναγκάζονται είτε να περιορίσουν/κόψουν τα φροντιστήρια είτε να λένε στα παιδιά τους "δεν μπορώ να σε στείλω σε άλλη πόλη να σπουδάσεις"

Είναι ίδιον των ηλιθίων να πέφτουν συνεχώς από τα σύννεφα. Τι από όλα όσα γίνονται, δεν μας τα είχαν ήδη πει και τα περάσαμε στα ψιλά;
Οι μισοί μου φίλοι, πτυχιούχοι πανεπιστημίων βρίσκονται ήδη στο εξωτερικό και δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν.

Πώς μεταφράζεται η δήλωση του 2007 στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Συζητώ για μία δουλειά για την οποία μου προσφέρεται η αμοιβή του ανειδίκευτου εργάτη.
- Αρνούμαι να σου προσφέρω τις γνώσεις και την εμπειρία μου για το ποσό αυτό. Προτιμώ να κάνω την δουλειά του ανειδίκευτου εργάτη για το αντίστοιχο ποσό και να μην καίω φαιά ουσία.
- Τόσο είναι η τιμή σου και των ομοίων σου στην πιάτσα τώρα. Μπορώ να πάρω ανειδίκευτο, με ακόμα λιγότερα. Θα 'ρθει.
- Ας έρθει. Και όσα χρήματα θα κερδίσεις βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα θα τα χάσεις στο πολλαπλάσιο γιατί θα πέσει η ποιότητα των παροχών σου.

Είμαι μέρος μίας παρέας μουρλών που προτιμά να πηγαίνει στις δουλειές των ανειδίκευτων με τις απολαβές των ανειδίκευτων, παρά να φορά το καρτελάκι του πτυχίου για τα τσιγάρα της.

Ο επόμενος θα δεχτεί. Ο εκβιασμός που λυγίζει τους περισσότερους. Μπορεί η επόμενη γενιά να κινδυνεύει να γίνει η γενιά των ανειδίκευτων αλλά εμείς δεν είμαστε. Δεν υπάρχει το δίλημμα ή έξω ή απαιτώ την εξειδίκευσή σου και σου φέρομαι σαν ανειδίκευτος. Υπάρχει και το έχω τις γνώσεις που έχω και διεκδικώ τα ανάλογα.

Γνωρίζω εξαιρετικούς επαγγελματίες που έχουν αντικατασταθεί από άσχετους, που για να καλύψουν το ψώνιο τους δουλεύουν τζάμπα με αντάλλαγμα να περιφέρονται και να λένε... α εγώ "δουλεύω" στον τάδε. Μεγάλε δεν δουλεύεις στον τάδε... σε δουλεύει ο τάδε και παριστάνεις ότι κάνεις την δουλειά που έκανε ο δείνα. Δεν την κάνεις. Δεν έχεις την εκπαίδευση, την γνώση, την εμπειρία που απαιτεί το αντικείμενο. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μου έχουν φέρει δουλειές να εκτιμήσω. Δεν έχω πέσει έξω, ούτε σε μία. Η μόνιμη επωδός στο γιατί ανέχεσαι αυτήν την ποιότητα δουλειάς; μα είναι τζάμπα! Ναι αλλά είναι τελειωμένη υπόθεση, μέχρι εκεί θα σε πάει και θα σου γυρίσει μπούμεραγκ.

Και ένα τελευταίο για όσους χάνουν την πίστη τους στον εαυτό τους. Δουλεύω δίχως να υπογράφω τις δουλειές μου. Ελάχιστοι γνωρίζουν το αντικείμενό μου. Ολοκληρώνοντας κάθε δουλειά, υπάρχει μετρήσιμο αποτέλεσμα της ποιότητας. Μέσα στην κρίση με αναζητούν άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν για να δουλέψω. Γιατί; Γιατί δεν είμαι ανειδίκευτη. Οι πιστοποιημένες μου γνώσεις είναι κτήμα μου.

Και το σύστημα είναι αμφίδρομο. Για να σας στηρίξουν για την εξειδίκευσή σας, στηρίξτε τους ειδικευμένους. Δεν γίνεται ο καθένας να απαιτεί να τον πάρουν στα σοβαρά για τις γνώσεις του και ο ίδιος να επιλέγει τους άσχετους για το τζάμπα ή το φτηνό.

Όσο σάλα-τραπεζαρία είναι ένα είτε θα δουλεύουμε για 240 ευρώ, είτε θα φεύγουμε έξω.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2013

O Διονύσης και η Γιαννούλα

Ο Διονύσης και η Γιαννούλα.

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μέρος πολύ μακρινό από εδώ γεννήθηκε ένα αγόρι. Καθώς μεγάλωνε, αρρώστησε και έπειτα έμεινε κουτσό. Κουτσό σε μία αγροτική κοινωνία σήμαινε άχρηστο. Δεν πήγαινε σχολείο και τον πετάξανε στην στάνη να ζει εκεί και να βόσκει τα γίδια. Σαν μπήκε στην εφηβεία, αποφάσισαν να τον παντρέψουν. Του έδωσαν την παλαβή του χωριού. Η ιστορία αργότερα έδειξε ότι δεν ήταν καθόλου παλαβή αλλά μεγάλη γλωσσοκοπάνα, που υποθέτω για τις γυναίκες τότε ισοδυναμούσε με παλαβομάρα.

Ο Διονύσης και η Γιαννούλα λοιπόν ήταν το πιο παράξενο ζευγάρι του χωριού. Ξεχασμένοι, πεταμένοι. Περνούσαν τα χρόνια, περνούσε και ο καιρός. Και ο Διονύσης πηγαινοερχόταν πουλώντας γάλα, τυρί και κρέας. Μια μέρα γύρισε με ένα τετράδιο. Άρχισε να σημειώνει τι πουλούσε. Μόνος του σε μία στάση, μέσα σε όλο αυτό το πήγαινε-έλα, με πείσμα τρελό, κατάφερε και έμαθε γράμματα. Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ήθελε να φύγει από την στάνη. Ήθελε ένα καλύτερο μέρος. Μέρα την μέρα, νύχτα την νύχτα, κατάφερε και άνοιξε το μεγαλύτερο μαγαζί της περιοχής, που είχε όλο το μονοπώλιο. Από ζάχαρη και αλάτι μέχρι οικοδομικά υλικά.

Και έκανε παιδιά και κανόνισε και τα πάντρεψε με τις αρχόντισσες της περιοχής. Και όλοι ήταν εκ περιδρομής είτε στο μαγαζί, είτε στο σχολείο, είτε στο χωράφι. Κανένας δεν καθόταν. Έβγαιναν και μάζευαν αφεντικά και εργάτες μαζί τον καρπό από τα χωράφια. Σαν ξεκινούσαν ο κόσμος, που πεινούσε, στεκόταν πιο πίσω.
-          Τα μεγάλα να μαζεύετε. ΜΟΝΟ. Τα άλλα να τα αφήνετε, ήταν κάθε φορά η εντολή πριν αρχίσει η συγκομιδή. Και σαν τελείωναν, έμπαιναν οι υπόλοιποι και μάζευαν ό,τι είχαν αφήσει επίτηδες στα χωράφια.

Περνούσαν οι μέρες, περνούσε και ο καιρός. Και έδινε εντολή. Να μαζεύετε βραχιόλια στα χέρια σας. Μια τέχνη και μια επιστήμη τουλάχιστον. Θα πεινάσετε με το ένα. Θα σας ταΐσει το άλλο. Κάθε κορίτσι πήρε 1 τέχνη και 1 πτυχίο, όταν τα περισσότερα δεν τέλειωναν καν το σχολείο και δούλευαν στα χωράφια και στο μαγαζί.

Και ήρθαν οι Γερμανοί και έπειτα ήρθε ο εμφύλιος. Σκότωσαν, έκαψαν όλοι. Και ο Διονύσης εκεί να τα φτιάχνει και να τα ξαναφτιάχνει από την αρχή. Περνούσε ο χωροφύλακας, έπαιρνε ό,τι ήθελε από το μαγαζί και έφευγε δίχως να πληρώσει. Το ίδιο και οι αντάρτες.

-          Διονύση; Δεν θα κάνεις κάτι;
-          Δουλέφτε! Απαντούσε ο Διονύσης και έσφιγγε τα δόντια. Και έφτιαχνε σπίτια για τους άλλους και αγόραζε χωράφια για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Θα πεινάσετε, θα σπείρετε τα χωράφια και θα φάτε να ζήσετε τους έλεγε και μέσα στα χρόνια όλος σχεδόν ο κάμπος έγινε δικός του.

Μα το χωριό δεν είχε σχολείο. Είχε δημοτικό, μα δεν είχε το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Και ο Διονύσης έφτιαξε σχολείο και φώναξε δασκάλους. Και πήγε στο υπουργείο. Και από εκεί του ‘πανε δεν έχουμε λεφτά. Για ένα χρόνο πλήρωνε όλους τους δασκάλους για το Γυμνάσιο για να μαθαίνουν όλα τα παιδιά του χωριού γράμματα, δίχως χρήματα και όχι μονάχα τα δικά του. Από την επόμενη χρονιά το υπουργείο αποφάσισε επίσημα την ίδρυση δημοσίου σχολείου στο κτίριο με τους ίδιους καθηγητές. Το κτήριο ίσως να υπάρχει ακόμα. Ποτέ δεν μπήκε ταμπέλα με το όνομά του.

Για έναν «παράξενο» λόγο το χωριό είχε τα λιγότερα εγκλήματα μίσους σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Ο κουτσός Διονύσης και η παλαβή Γιαννούλα έφυγαν πλήρεις έργων και ημερών.  

Ακόμα και σήμερα τα βραχιόλια που φορούν πολλοί τα χρωστούν σ’ αυτούς.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2013

Lupus

Παρακολουθούσε τηλεόραση. Ξεχασμένος. Χαμένος στις εναλλασσόμενες εικόνες. Πλησίασα από πίσω αθόρυβα. Έσκυψα στο ύψος του λαιμού του και του ψιθύρισα. 
- Και αν η φωνή μου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα χάδι, θα ανατριχιάζεις σαν με ακούς ακόμα και όταν μιλώ αλλού;
Δεν απάντησε. Δεν κουνήθηκε.
- Μμμμμμ...
Γύρισε απότομα και μ' άρπαξε σαν αίλουρος και με πέταξε στον καναπέ. Το βλέμμα του γυάλιζε. 
- Αυτά τους κάνεις πάνω στην σκηνή; Για αυτό δεν βρισκόμαστε; Για να παίξεις; Και σε πιστεύουν; Είσαι μία απάτη!
- Με πονάς! διαμαρτυρήθηκα καθώς έσφιγγε τα χέρια μου. Συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και με άφησε. Άναψε τσιγάρο και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη. Ήταν τόσο όμορφος. Και ήταν ερωτευμένος. 
- Δεν υπολογίζεις τίποτα. Είναι δικό μου και το σκορπίζεις. Σ' όλους αυτούς τους ανόητους. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Το γουστάρεις. Δεν υπολογίζεις το κόστος. Αν σταθώ ανάμεσα θα με διαπεράσεις δίχως δισταγμό. Εσύ που μ' αγαπάς, εσύ που μου έμαθες την αγκαλιά. Πόσοι στ' αλήθεια γνωρίζουν τι είσαι; Όλα για σένα είναι μία σκηνή και όποτε σου γουστάρει ανάβεις το φως. Δίχως προειδοποίηση. Απλά γιατί έτσι σου γουστάρει. Δεν με χρειάζεσαι. Ποτέ σου δεν με χρειάστηκες. Μαλακίες για να με κάνεις να αισθάνομαι σημαντικός. 
Έτριβα τους καρπούς μου αμίλητη. 
- Δεν κάνεις τέχνη. Sex κάνεις. Μυαλά πηδάς παριστάνοντας την αθώα. Και εγώ σε θέλω και σου αφήνομαι. Και με μισώ για αυτό. Που δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Που η φωνή σου, το χάδι σου, η σκέψη σου ρέει στο σώμα μου. Και σ' αγαπώ, πιο πολύ απ' ότι θα καταλάβεις ποτέ ανόητη. Και θα με διαπεράσεις. 
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στην βεράντα. Η βουή του δρόμου εισέβαλε στο σπίτι με την κουρτίνα που ανέμιζε. Πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψα. Θα προτιμούσα να 'χε κάνει το σπίτι λαμπόγυαλο. Πήρα το αναμένο τσιγάρο και άνοιξα την πόρτα. Βγήκα στην βουή του δρόμου. Περπατούσα στα χαμένα με τις ώρες. Ήταν ο άντρας μου. Και στα μάτια του ήμουν μία πουτάνα. Τέλειωσε το τσιγάρο και συνέχισα να περπατώ στα χαμένα, σκυφτή με τα χέρια στις τσέπες ενώ το κινητό χτυπούσε. Το έβγαλα και το απενεργοποίησα. Έφτασα στο πάρκο μηχανικά, κάθησα σε ένα παγκάκι και χάζευα τα αυτοκίνητα που περνούσαν. 
Τον είχα ήδη διαπεράσει. 
Νύχτωσε. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε την πόρτα ανήσυχος. 
- Συγγνώμη, που είπε ντροπιασμένος με το βλέμμα χαμηλωμένο στο πάτωμα. Προσπέρασα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Τα πράγματά μου, μονίμως ακατάστατα, πεταμένα από εδώ και από εκεί. Άρχισα να τα μαζεύω.
- Φεύγεις; 
- Όχι ακόμα, απάντησα.
- Θα φύγεις. 
- Ναι. -
 Δεν θα τα καταφέρουμε. 
- Ναι. 
- Εσύ όμως θα τα καταφέρεις. 
- Και εσύ.

Sabbah

Απόγευμα. Έχω απλώσει τα πόδια μου στο τραπεζάκι του σαλονιού, έχω τον Τάσο (τασάκι) την κοιλιά μου, στο δεξί το τσιγάρο και στο αριστερό το ποτήρι του καφέ και παίζω με το καλαμάκι ενώ παράλληλα καπνίζω. 
Δεν έχω διάθεση για ερωτήσεις. Απολαμβάνω τον καφέ και παίζω μηχανικά με τον καπνό. Με παρακολουθεί.
- Αν μπορούσες να ζητήσεις και να έχεις ό,τι ζητήσεις, τι θα ζητούσες; Έστω ό,τι θα στα δινα εγώ. Χρήματα; Ένα άλλο μαθητή μου δώρο;
Τον κοίταξα οριακά αδιάφορα με την ανόητη ερώτησή του.
- Τις απαντήσεις μου.
- Και για αυτό σου επιτρέπω να έχεις τα ποδάρια σου απλωμένα στο τραπέζι.

............

Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε αλλά για ακόμα μία φορά ενώ είχα πάει με τις ερωτήσεις μου, δεν έλεγα λέξη. Ήμουν τόσο στεναχωρημένη που απλά είχα βγάλει το σκασμό. (Σπάνιο για μένα). 
- Τι έγινε;
- It's not working. 
- Ποιο;
- Εγώ.
- What seems to be the problem?
- Είναι στείρο.
- Ασ' το να καταρρεύσει. Κάνε άλλο.
- It's not the answer.
- Τι ψάχνεις;
- Την στιγμή.
- Ποτέ δεν είναι στιγμή. You 've lost your faith. Δεν σου λείπει κάτι που δεν το γνώρισες ποτέ. Νόστος. Φοβάσαι. Δεν γίνεται να χάσεις ό,τι δεν είναι δικό σου. Το αυτό ισχύει και για ό,τι δικό σου. Ξεφορτώσου το επίκτητο "έχω". Δεν έχεις, είσαι.
- Και πού είναι το σημαντικό σε όλο αυτό;
- Πουθενά. Είναι απλά ο δρόμος που επιλέγεις από ένστικτο.
- Οι άνθρωποι πηδούν από τα μπαλκόνια και εγώ μελετώ τον φορμαλισμό.
- Έξω.
- Ορίστε;
- Μάζεψέ τα και φύγε τώρα. Όταν ανακαλέσεις τον σεβασμό σε ό,τι κάνεις τότε να επιστρέψεις. Μέχρι τότε η πόρτα μου θα είναι κλειστή.

...........

Σηκώθηκα και έφυγα. Δεν ενόχλησα. Σιωπή. Παντού. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.
- Έλα. 
Πήγα. Άνοιξε αμίλητος και μου έκανε νεύμα να προχωρήσω. Πέρασα στο σαλόνι και το τραπέζι ήταν άδειο από ό,τι είχε συνήθως. Πάνω του ήταν ένα μαχαίρι και η θήκη του. Γύρισα να τον ρωτήσω και στεκόταν πίσω μου. Τρόμαξα.
- Θα μιλήσω την γλώσσα σου. Δικό σου.
- Γιατί;
- Το πρώτο που αναγνωρίζεις και σέβεσαι είναι τα όπλα. Διάκριση. Σώζεις ή αφαιρείς ζωή. Ακόμα ένας Ιανός για την συλλογή σου.
- Το ξέρεις πως δεν κρατώ όπλα.
- Το λες αυτό ως χειρουργός, ως επιστήμων και πάνω από όλα ως άνθρωπος;
- Ως μαθητριά σου.
- Θύμισέ μου ποιο όπλο δεν έχεις χρησιμοποιήσει.
- Τι ετοιμάζεις;
- Εσένα.
- Για τι;
- Για την στιγμή που οι απαντήσεις σου θα 'ρθουν αντιμέτωπες με το ένστικτό σου.

.............

Εκείνη την στιγμή με χτύπησε στα μάτια μία αντανάκλαση από το τζάκι. Πλησίασα. Ήταν ακόμα ένα μαχαίρι. Ίδιο με το προηγούμενο. Με το όνομά μου χαραγμένο. Πήρα και το άλλο από το τραπέζι. Είχε το όνομά του χαραγμένο. Τα άφησα στο τραπέζι και βούλιαξα στον καναπέ. Τυφλά έψαξα την τσάντα, έβγαλα το πακέτο και άναψα τσιγάρο.
Έφερε 2 ποτά και τα ακούμπησε στο τραπέζι.
- Περιμένω να δω πότε θα κόψεις το κάπνισμα.
Έσβησα το τσιγάρο και έπιασα τις λαβές. Με ένα μικρό σχέδιο κοντά στην άκρη τους, έφευγε το ένα κομμάτι της θήκης. Το έβγαλα από το ένα, το ίδιο έκανα και με το άλλο. Και στην συνέχεια τα ένωσα. Κλείδωσε απόλυτα το ένα με το άλλο. Ήπια μια γουλιά και άναψα δεύτερο τσιγάρο.
- Τετραπλός Ιανός.
- Ακριβώς. Πόσες ώρες συζήτησης γλιτώσαμε; Μπορείς να βάλεις τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι αν σου κάνει κέφι.
Δεν κουνήθηκα από την θέση μου.
- Αναγνωρίζεις και σέβεσαι. Απόλαυσε το ποτό σου. Το ένα στο χάρισα. Το άλλο θα το κερδίσεις.

Spark D' Ark

Η Spark δημιουργήθηκε ως δρώμενο, ένας σουρεαλιστικός πίνακας, που αλλάζει μέσα στον χρόνο.
Πολλές φορές "έτυχε" να γίνει σύγχυση στα όρια δημιουργού και δρώμενου. Από την μία άκρη "Η Spark θα έκανε κακό στην επαγγελματική σου πορεία" έως το " Ααα είσαι η Spark!!!".
Με κουράζει να εξηγώ. Δεν το θέλω. Και το τελευταίο διάστημα το έκανα ολοένα και πιο συχνά σε διαφορετικά άτομα. Όταν συμβαίνει αυτό, σημαίνει πως υπάρχει πρόβλημα στην εκφορά και τουλάχιστον άλλο ένα πίσω από αυτό.
Τα παράδοξο είναι πως τα όποια προβλήματα εντάθηκαν από την στιγμή που ξεκίνησα την "αυτολογοκρισία" στην Spark. Να στρογγυλέψω τις άκρες της.
Πολλές φορές έσβησα status, που πίστεψα πως όποιος τα διαβάσει θα παρανοήσει. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες αναφορές και μεγάλο μέρος της σκέψης μου είναι εικόνες και σύμβολα αναγνωρίσιμα σε όσους έχουν τις ίδιες αναφορές, ακατανόητα στους υπολοίπους.
There are people who are trained & people who are skilled.
Έχω σπουδάσει μουσική, ζωγραφική και άλλα. Δεν είμαι μουσικός, ζωγράφος κτλ αλλά έχω τις στοιχειώδεις γνώσεις για να συνδιαλέγομαι με τους ανθρώπους που μοιράζονται την γνώση τους μαζί μου. Άκουσα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, μελέτησα παραπομπές τους αλλά πάλι κάτι μου έλειπε. Έτσι επέστρεψα με τα αυτιά κατεβασμένα στον μέντορά μου.
- Δάσκαλε τα σκάτωσα.
Δεν απάντησε.
Και το πιάσαμε από την αρχή. Όχι μόνο για την Spark αλλά για την τέχνη. Τι είναι. Πέρα από ορισμούς, αφορισμούς και μανιφέστο. Συζητήσαμε και συζητάμε ακόμα για την μέση προσλαμβάνουσα της Spark, για projects που είναι ημιτελή στον σκληρό δίσκο, για την πρόθεση και ανάμεσα σε άλλα και για την άρνηση μου να γίνω η ίδια Μέντορας τρίτων ή να κάνω editing για τρίτους (εκτός της περίπτωσης που είναι επαγγελματική συνεργασία επί πληρωμή).
Ο Μέντορας είναι μία έννοια, που δεν την χρησιμοποιούμε συχνά στην καθημερινότητά μας και έτσι αγνοούμε τις περισσότερες φορές τον ρόλο του. Κανένας Μέντορας δεν θα σου δώσει την λύση στο πιάτο, δεν θα σου υποδείξει τι θα έπρεπε να βλέπεις. Μπορεί όμως να σε περιστρέψει ώστε να δεις το ίδιο από διάφορες οπτικές γωνίες και να αποφασίσεις. Ακόμα και αν γνωρίζει ποια είναι η "σωστή" για σένα λύση, δεν θα στην δώσει γιατί δεν είναι σχέση εξάρτησης αλλά δημιουργικής αυτονομίας.
Έχω την αδιαπραγμάτευτη πίστη πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Σε όποια της έκφανση.
Οι προηγούμενες συζητήσεις ίσως να ήταν ενδιαφέρουσες για κάποιους σε φιλοσοφικό επίπεδο ή σε nerds που θα ακολουθούσαν τα άλματα ανάμεσα σε θεωρίες φυσικής, χημείας κτλ και αναλογίες σε εικαστικά ρεύματα και θεωρήσεις περί τέχνης αλλά στους περισσότερους θα ήταν αφόρητα πληκτικές.
Και η καρδιά όλων των ερωτήσεων
- Τι είναι τέχνη για σένα; Γιατί τέχνη;
Δεν πιστεύω στην κάθαρση. Αν και όταν επέλθει είναι μία ευτυχής συγκυρία μα όχι το ζητούμενο. Η εκάστοτε αμφισβήτησή μου στην ουσία είναι μία ερώτηση για όποιον σταθεί απέναντι ακόμα και αν εγώ έχω ήδη δώσει την δυναμική απάντησή μου, που μπορεί να αλλάξω αργότερα.
Η Spark αντικατοπτρίζει ένα κομμάτι του φάσματος της σκέψης μου. Δεν είναι διαγώνισμα, ούτε δουλειά.
Γιατί λοιπόν;
Υπάρχει μία παραβολή που λέει θα λάβεις κατά το ποιόν σου. Αν είσαι σκλάβος, θα κερδίσεις ακόμα μία μέρα, αν είσαι μισθωτός θα λάβεις το αντίτιμο, αν είσαι παιδί θα τα χαρείς όλα. Και έτσι ακόμα αλωνίζω στις ασωτίες μου.
Έχω εισπράξει κάθε δυνατή μορφή απόρριψης και από την άλλη έχω "απολαύσει" κάθε πιθανό δόλωμα, που θα μπορούσε να με πετάξει έξω.
Ο Μέντοράς μου λέει πως μεγαλώνω. (Υποψιάζομαι δυστυχώς πως δεν εννοεί πως θα ψηλώσω αν και θα ήθελα 5-6cm ακόμα). Το ευτυχές γεγονός είναι πως όταν η γνώση συναντά την εμπειρία, έρχεται η αφαίρεση. Γνωρίζεις και αυτή σου η βεβαιότητα, πετάει ό,τι περιττό.
Οι 2 βασικοί μου άξονες, η σύνθεση και η ταυτόχρονη αφαίρεση.
Δεν είμαι κανενός είδους δασκάλα. Αν και κλείνω τα 36 ακόμα γράφω τις εργασίες μου ξανά και ξανά, μελετώ, μαθαίνω από τους ανθρώπους και είχα την απίστευτη τύχη αυτό το πλάσμα να με επιλέξει να μάθω μέσα από αυτόν. Και τώρα είναι η περίοδος, που μάζεψα ξανά τις σημειώσεις μου και επέστρεψα πίσω για να ξεφορτωθώ τις ειδικές προτάσεις που αλλοιώνουν την εικόνα.
... και καθώς με περιέστρεφε, γύρισα και του είπα... αυτό είναι ανέφικτο. δεν υπάρχει. χαμογέλασε.
- και τότε γιατί παρακολουθείς την tori? "they told me this piano-girl thing, would never work"

Κυριακή, Ιουνίου 23, 2013

Καλό μεσημέρι.

Η αντίληψη ολονών είναι περιορισμένη. Καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τις καταγραφές που έχουν γίνει κατά την διάρκεια της ζωής όσο και από τις γνώσεις που έχει αποκομίσει. Το αυτό ισχύει και για μένα. 
Κάποτε μου έκαναν συχνά την ερώτηση, - πώς είσαι τόσο σίγουρη για αυτό; Αν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, σίγουρα δεν είμαι ο εκφραστής της. Όσον αφορά την υποκειμενική μου αλήθεια, έχω την πολυτέλεια να επιλέγω στιγμές, που θα την εκφράσω με απολυτότητα. 
Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν έχουμε τις ίδιες αναφορές. Η πίστη και η αγάπη έχουν βρει η κάθε μια την δική της γέφυρα για αυτό. 
Ό,τι μου έδειξε η ζωή είναι πως ο καθένας μας όσο και αν λοξοδρομεί, πάντα επιστρέφει στην αληθινή του φύση. Τα παραμύθια, που έχουν κωδικοποιήσει τους μύθους μας δίνουν κάποιες πληροφορίες για τα αρχέτυπα γύρω από τα οποία κινούμαστε όλοι. 
Και κάθε ομάδα έχει τον δικό της κώδικα τιμής και αναγνώρισης. Το "τυπικό" είναι ο μανδύας του ουσιαστικού. Είμαστε σε ηλικία που μόνο τεχνικές αφομοιώνουμε πλέον. Και ξέρεις κάτι; Οι όποιες τεχνικές δεν είναι τίποτε παραπάνω από χαντρούλες και καθρεφτάκια. Μπορώ να σου μάθω την αξία στην αγορά κάθε λουλουδιού, πώς να το περιποιείσαι, δεν μπορώ να σου μάθω να τ' αγαπάς. Όχι αν μεγάλωσες με πλαστικά.
Δεν αγαπάς ό,τι δεν αναγνωρίζεις. 
Και δεν αγαπούμε μισούς ανθρώπους, μόνο άδεια πουκάμισα. Η αγάπη είναι λέξη ιερή. 
Στην Ιταλία υπάρχει ένα μοναστήρι όπου πηγαίνουν τους δαιμονισμένους για εξορκισμό. Ο ιερέας βγαίνει κάποιες φορές με σκέτο νερό. Οι δαιμονισμένοι κοροιδεύουν ενώ οι ψυχικά άρρωστοι πέφτουν στο πάτωμα ουρλιάζοντας πως καίγονται. Ακόμα και αν η ιστορία είναι φανταστική, πάντοτε έχει κάτι να μας πει. 
Και ξέρεις κάτι τελευταίο; Όλοι μας έχουμε τις πληροφορίες που μας χρειάζονται. Όλοι. Ακόμα και στον παράδεισο, οι πρωτόπλαστοι είχαν την πληροφορία να μην γευτούν τον απαγορευμένο καρπό αλλά το έκαναν. Λες εμείς να μην το είχαμε αυτό; Καλό μεσημέρι.

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

Έστιν ουν...

Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να διακρίνουν πότε έχω κάνει ένα κείμενο ξεπέτα και πότε όχι. Καιρό τώρα παλεύω σώμα με σώμα με μία ιστορία. Την έχω ξεκινήσει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Μόνο ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος μου έχει ξεφύγει μέχρι αυτή τη στιγμή.
Προχωράει ως κάποιο βαθμό και ξαφνικά σε μία στροφή με πετάει έξω. Καμία ιστορία δεν με έχει παιδέψει τόσο. Για έναν άνθρωπο, που ακροβατεί ανάμεσα στον αυτοσχεδιασμό και την αυτόματη γραφή μοιάζει με τη μέρα της μαρμότας του αγίου βαρθολομαίου. Κάθε που θα αφαιρεθώ και θα χρησιμοποιήσω μία ευκολία για να ενώσω 2 προκαθορισμένα σημεία, με βρίσκω αφίσα σε ξαπλώστρα παραλίας.
Τα παρατάω. καταχωνιάζω τα αρχεία και πάω παρακάτω. και σε κάποια ανύποπτη στιγμή... εκεί, που κάνω ακόμα έναν καφέ... εκεί που χαζεύω σε ένα ανοιχτό .doc... έρχεται η ίδια ιστορία και κάθεται σιωπηλά ξανά δίπλα μου. - Θα τα παρατήσεις; και δεν θα πεις, που μετά έγινε αυτό; δεν θα το μάθει ποτέ κανείς. θα το ξέρουμε μόνο εμείς. και εσύ χρυσόψαρο ξεχνάς...
Ανάβω τσιγάρο και αρχίζω να φέρνω βόλτες σαν την άδικη κατάρα. Επιστρέφω πίσω σε όλα τα σημεία, που με πέταξαν έξω. όλα έχουν ένα κοινό παρανομαστή. "πωπω τι γαμάτα γράφω, ας πω και λίγα γαμάτα πραματάκια ακόμα". Αυτό ήταν. Βζντουπ! Με πέταξε εκτός, σε άλλη ιστορία, που δεν με αφορά. Σε ένα δείγμα γραφής και περιεχομένου, που το 'χω με ευκολία αλλά είναι άσχετο της παρούσης.
- Αφαίρεσε. Επέστρεψε και αφαίρεσε κάθε τι περιττό.
Κάποια στιγμή έχοντας σκαλώσει άγρια έστειλα μήνυμα-κατεβατό σε κάποιον αναγνωρίσιμο εξηγώντας του το πρόβλημα, που αντιμετώπιζα. Μετά το ξέχασα. Την επόμενη μέρα βρήκα την απάντησή του. Μια πρόταση μόνο.
"Μην μιμείσαι, είσαι."

Δευτέρα, Μαΐου 27, 2013

Η Ρώμη φλέγεται.

Ένα βράδυ μου σύστησαν έναν γνωστό κύριο χάρη στην γραφή του σε μία παρέα. Ως ακόμα μία groopie έκανα τα ειλικρινή μου κοπλιμέντα για τα δείγματα γραφής του υπογραμμίζοντας -οριακά φορτικά- πως ανυπομονούσα να διαβάσω κάτι μεγαλύτερο από τα διηγήματά του.
Λίγο το περασμένο της ώρας, λίγο το αλκοόλ, κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε ανάμεσα στις συνεχείς διακοπές της ροής της συζήτησής μας:
- Τους βλέπεις όλους αυτούς; Πόσο χαίρονται; Πόσο διασκεδάζουν; Και έρχονται και ζητούν και άλλο... και άλλο... Ξέρεις τι είναι για μένα; Μια οδυνηρή γέννα. Υποφέρω κάθε φορά, που γράφω.
Δεν είπα τίποτα. Άναψα τσιγάρο και άλλαξα κουβέντα. Ήθελα να πω "Να φλέγεσαι. Να φλέγεσαι, δίχως να καίγεσαι γιατί αυτή η φωτιά δεν θα σβήσει ποτέ. Και από αυτήν την φωτιά θα ζεσταίνονται και θα ξεδιψούν"
Η Ρώμη φλέγεται. Ο Νέρωνας παίζει την άρπα του...

Κυριακή, Μαΐου 26, 2013

ευχαριστώ...

Αλητεύοντας από εδώ και από εκεί στο διαδίκτυο -παράλληλα με ό,τι παρακολουθώ για ενημέρωση-, πάντα έχω 2-3 παράθυρα ανοιχτά, που παρακολουθώ συζητήσεις. Συνήθως προσπερνώ και επιστρέφω σε ό,τι κρίνω χρήσιμο. Σπάνια μου τραβά κάτι την προσοχή. Πριν κάποιες μέρες, σκάλωσα σε μία πρόταση. "Δεν ακούω την μουσική, δεν μπορώ, την νιώθω, με τα χέρια, με το σώμα." Κρατς, κρατς, σκάλωσα.
Πιάσαμε την κουβέντα. Ένας νέος άντρας, κούκλος, τετραπληγικός μετά από τροχαίο στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου. Ο σύντροφός του δακτυλογραφούσε αντί για αυτόν. Κρατς. Κρατς. Άνοιξα τις φωτογραφίες. Σπάνια το κάνω. Σήμερα με αποχαιρέτησε. Αποφάσισε πως δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει στον σύντροφό του, να ζήσει τον θάνατό του δεύτερη φορά και αποχαιρέτησε όλους τους ανθρώπους, που συνομιλούσε.
Η κρίση αυτή μας κάνει κτηνάκια, διαφόρων μεγεθών και αποχρώσεων. Είναι μαγκιά η επιβίωση. Το ακούω συχνά από διάφορα στόματα. Ε, λοιπόν για μένα δεν είναι μαγκιά. Και έχω επιβιώσει από αρκετά. Αναγνωριζόμαστε οι επιζήσαντες. Πάντα για να ξεφύγεις, ακρωτηριάζεις κάτι ή κάποιον. Θέλει κάτι τις παραπάνω, να νοιάζεσαι για τον άλλον ακόμα και όταν δεν θα είσαι εκεί. και το λέω αυτό, έχοντας σταθεί απέναντι από ταφόπλακες ανθρώπων, που με διάλεξαν να με αγαπήσουν πραγματικά... όσο ανόητη και αν ήμουν. Δεν με έβλεπαν καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι ήμουν.
Κάποτε ρώτησα έναν από αυτούς: - Γιατί συνεχίζεις; Γιατί ενδιαφέρεσαι; Γιατί ρωτάς; Γιατί μου κάνεις δώρα; Δεν χρειάζεται. Μου απάντησε. - Υποσχέθηκα... και χαμογέλασε. Πώς αλλιώς; Λίγο καιρό αργότερα μέσα στην παλαβομάρα της επιπολαιότητάς μου, τον επισκέφτηκα ξαφνικά. Ήτανε σαν να 'τανε γιορτή. - Έχω καρκίνο στο συκώτι. Η μαλακία όταν είσαι γιατρός είναι πως ξέρεις. Δεν ρωτάς. Με είδε που συννέφιασα και άρχισε να λέει ιστορίες, που άλλες δεν τις ήξερα, άλλες δεν τις θυμόμουν. Λίγες μέρες μετά μου τηλεφώνησαν να πάω στην κηδεία. Δεν πήγα.
Συζητώντας ένα βράδυ με έναν αγαπημένο του είπα με παράπονο. - Γιατί δεν με βοηθάς; Εσύ λες πως μ' αγαπάς... - Αυτός είναι ο δικός σου αγώνας, απάντησε. Ούτε μπορώ, ούτε και είναι σωστό να τον δώσω εγώ για σένα. Εγώ στέκομαι πίσω σου και σου λέω "προχώρα".
Δεν πιστεύω πως αυτή η ζωή είναι ένα διαγώνισμα και ανάλογα με την βαθμολογία, θα πάμε σουίτα παράδεισο ή τρίτο καζάνι κολάσεως γωνία. Πιστεύω όμως ακράδαντα πως ό,τι αγαπήσαμε και ό,τι μας αγάπησε θα το ανταμώσουμε ξανά. Ό,τι ελπίζω είναι... τότε να έχουμε την ίδια σπίθα μέσα μας και όσο το δυνατόν λιγότερο αίμα στα χέρια μας.

Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013

O Χρυσαυγίτης που ταίζεις.

Επειδή εκνευρίζομαι με κάτι τέτοια που ισοπεδώνουν τα πάντα στο όνομα του όποιου wanna-be-viral-όταν-μεγαλώσω.
Πάμε πάλι τα αυτονόητα. Οι γιατροί είναι το ίδιο όπως και σε όλα τα άλλα επαγγέλματα. Αν ως άνθρωπος είσαι μαλάκας, το ότι είσαι μαλάκας με πτυχίο δεν το αλλάζει. Οπουδήποτε μπορείς να συναντήσεις έναν ρατσιστή και πιο δίπλα κάποιον που στα μουλωχτά θα κάνει ότι καμία ΜΚΟ δεν έκανε ποτέ χωρίς να περιμένει μπράβο από κανέναν.
Και καθώς σας τα 'χω ζαλίσει με τις ιστορίες ακόμα μία bonus. Κάποτε σε ένα νοσοκομείο ήρθε η ασφάλεια. Πολύ πριν εμφανιστούν τα Χρυσαυγόπουλα και απαίτησε να ελέγχουν στα έκτακτα τα διαβατήρια των μεταναστών και να ειδοποιείται η ασφάλεια.
Η επίσημη ομόφωνη απάντηση των ιατρών ήταν η εξής: Εμείς εξετάζουμε αρρώστους και δουλειά μας είναι να τους κάνουμε καλά. Αυτό είναι η δική σας δουλειά. Διαβατήριο δεν θα ζητήσει ποτέ κανείς._
Και ναι πέστε από τα σύννεφα, οι γιατροί βγαίνουν σε διάφορα σχέδια και αποχρώσεις. Όπως όλοι. Και κρατηθείτε καλά σας έχω και άλλη έκπληξη. το ίδιο και οι παπάδες, οι αστυνομικοί, οι δάσκαλοι, όποιο επάγγελμα γουστάρετε και σας κάνει κέφι. Καμία ταμπέλα δεν είναι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Ακόμα περιμένω να δω το άρθρο για τον γιατρό που τον μαχαίρωσαν, τον έδειρε κάποιος που περίμενε και δεν ήταν απαραίτητα "περιθωριακός" απλά μπούκαρε γιατί "αυτόν τον πληρώνει" και αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα μάθημα για να πετάξω από κάτω την ερώτηση... εσύ που τα διαβάζεις ανάμεσα στα ζώδια και τα κουτσομπολιά, θα την έκανες αυτή την δουλειά;
Ψιτ... την πλέον πωρωμένη ρατσίστρια, που συνάντησα ποτέ φορούσε την ταμπέλα της φιλάνθρώπου αυτοκλειθήσης σωτήρα των λαθρομεταναστών. Δεν φοβάμαι τον Χρυαυγίτη με το μαύρο μπλουζάκι και το ξυρισμένο κεφάλι. Αναγνωρίζεται αμέσως και ξέρεις πώς να τον χειριστείς. Οι όποιοι undecover σταυροφόροι, που ήταν πάντοτε εκεί και συμπεριφέρονταν με τρόπους ανάλογους εκείνων, που πετάνε τα κουτάβια ζωντανα στον σκουπιδοτενεκέ για το καλό τους, είναι η ιστορία. Αλλά τι λέω και εγώ τέτοιες ώρα... Μικρά γράμματα και αυτά...

Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013

Lullaby

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συντριβή για κάποιον άνθρωπο από την στιγμή που συνειδητοποιεί ότι δεν αγαπήθηκε.
Δεν υπάρχει συναίσθημα να συγκριθεί με τη στιγμή, που συνειδητοποιεί πως αγαπήθηκε και αυτό είναι ένας δεσμός άρρηκτος. 
Είμαστε άπιστοι. Όχι σε κορμιά.
Αρπάζουμε ό,τι νομίζουμε πως μας αξίζει.
Συχνά με λένε ανόητη. Ίσως και να είμαι.
Η αγάπη είναι το άβατο των αβάτων.
Είναι η υπόσχεση, που ουδέποτε εκπίπτει. Είναι το "σπίτι", όπου είμαστε ολόκληροι. Η αγάπη δεν είναι συναίσθημα όπως μας μάθανε. Όταν προχωρήσουμε από το "νιώθω" στο "είμαι", ίσως αντιληφθούμε πόσα μας δόθηκαν και τα ελάχιστα που αναγνωρίσαμε.
Μόνοι δεν είμαστε ποτέ. Ό,τι μας αγάπησε θα εμφανίζεται σε κάθε μας κάλεσμα στο πλευρό μας.



Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012

Spark D' Ark VI


Βαδίζω ανάμεσα στους βιαστικούς ανθρώπους. Μα δεν βαδίζω στ’ αλήθεια. Το μυαλό μου φτιάχνει εικόνες. Fractals της σκέψης μου. Η κορδέλα του Μόμπιους. Πρέπει να επιστρέψω. Ψάχνω το τραίνο. Πρέπει να αγγίξω το πρώτο μου όριο. Το βρίσκω. Μπαίνω μέσα. Ψάχνω ένα μέρος να σταθώ. Φασαρία. Θα ξεκινήσει. Ακουμπώ το χέρι μου στο βαγόνι. Το δαχτυλίδι μου. Το κοιτώ καθώς το τραίνο ξεκινά. Ό,τι μας είναι απαραίτητο το έχουμε πάντα μαζί. Chevallier. Το βγάζω από τον παράμεσο και το φορώ στο μικρό δάχτυλο.
-         Όταν το τραίνο τερματίσει θα κατέβεις;
Νιώθω την ανάσα της πίσω μου. Η Μαρία. Για μια στιγμή
προσπαθώ να σκεφτώ πώς με βρήκε. Το πιο πιθανό είναι να με ακολούθησε αλλά δεν με ενδιαφέρει κιόλας.
-         Δεν ξέρω... Σφίγγω το χέρι μου καθώς προσπαθώ να θυμηθώ γιατί το φορώ.
-         Δεν είμαι εγώ αυτή που ψάχνεις αλλά μου έχουν πει ότι δεν τους αφήνω να πλήξουν όσο περιμένουν.
-         Επαγγελματίας δηλαδή… μου είναι ενοχλητική. Δεν μπορώ να
θυμηθώ. Μπορεί και να μην σημαίνει τίποτα.
-         Θα μπορούσες να το πεις και έτσι αλλά είναι τόσο υποτιμητικό όλο αυτό. Οριακά αγγίζει την πλήξη. Ωωω… μάλλον είπα κάτι που δεν έπρεπε.
-         Εσύ επιλέγεις τα πρέπει σου και για έναν άνθρωπο, που δεν μπορεί να γευτεί, είτε είναι ανύπαρκτα είτε κατ’ επίφαση προς διευκόλυνση υμών.
          Το τραίνο σταματά. Μ’ αρπάζει και με κατεβάζει κάτω.
-         Έλα. Μου λέει επιτακτικά
-         Πού; Τη ρωτώ
-         Δεν υπάρχει «πού» μου λέει χαμογελώντας
-         Γιατί;
-         Γιατί το τραίνο έφυγε απαντά ανασηκώνοντας ειρωνικά τους
ώμους της.
-         Θα ‘ρθει το επόμενο, λέω καθώς κοιτάζω στον ουρανό τα
σύννεφα που μαζεύονται.
-         Παρ’το. Βγάζει ένα βραχιόλι από το χέρι της και μου το δίνει.
Η κορδέλα του Μόμπιους. Το αγκαλιάζω με την παλάμη μου μα δεν το νιώθω. Το φέρνω στο ύψος των ματιών μου. Την παρακολουθώ μέσα απ’ αυτό.
-         Θα πρέπει να πληρώνεσαι καλά, της λέω καθώς το πετώ στις ράγες του τραίνου.
-         Δεν έχω παράπονο.
-         Τι έχεις;
-         Μνήμη μου απαντά και κάνοντας μεταβολή αρχίζει να απομακρύνεται.
Βοράς, Νότος, Ανατολή, Δύση. Και εγώ στο κέντρο. Μα δεν ήρθα να με λατρέψουν σε τούτον τον βωμό. Την παρακολουθώ καθώς φεύγει. Όχι σταυρός. Είμαι ένα δέντρο που περπατά. Χωρίς ρίζες. Ίπταμαι. Πυραμίδα. Τα στερεοϊσομερή. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι.
          Η Μαρία στέκεται. Τις περιστρέφω. Το πρόσωπό μου. Ποιο είναι; Την βλέπω να γυρίζει το κεφάλι της και να μου χαμογελά. Δεν υπάρχει. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχει. Η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή. Κάνω μεταβολή προς τις γραμμές του τραίνου. Δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί δεν έχω πρόσωπο. Ποτέ δεν είχα. Δεν χρειάζομαι κάποιον άλλον να με σκοτώσει. Ακούω το τραίνο που έρχεται. Το κεφάλι μου πονά ανυπόφορα. Πιέζω το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Δεν το νιώθω. Πρέπει να φύγω από εδώ. Τώρα. Βλέπω το τραίνο να πλησιάζει. Το ακούω. Περνώ την κίτρινη γραμμή.
          -   Ο έρωτας.
          Η Μαρία με κρατά σφιχτά καθώς το τραίνο σταματά μπροστά μας.
Παλεύω να της ξεφύγω.
-         Νομίζεις πως ακούς. Νομίζεις πως καταλαβαίνεις. Οριοθετημένους φθόγγους ακούς. Δεν χαράσσεται μ’ ευθείες η αλήθεια. Ύλη. Ενέργεια. Κύμα. Διάλεξε τι είσαι.
-         Δεν ξέρω. Το άγγιγμά της με εξαντλεί.
-         Παραδώσου. Αφέσου. Σταμάτα να κρατιέσαι τόσο απεγνωσμένα από τις αλυσίδες του μυαλού σου. Χαλάρωσε.
Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πνίγομαι μα δεν μπορώ να της αντισταθώ. Με ρουφά. Με παίρνει μέσα της. Όλα μαυρίζουν. Νιώθω τα πόδια μου να λυγίζουν.
-         Αφέσου. Την ακούω μες στο σκοτάδι.
Δεν αναπνέω.

          Ο χρόνος. Η πρώτη μας πατρίδα.
          Νιώθω το σώμα μου βαρύ. Τα αυτιά μου βουίζουν. Νιώθω βήματα στο πάτωμα. Γυρίζω αργά το κεφάλι μου προς το μέρος τους. Βλέπω, αμυδρά, πόδια να πηγαινοέρχονται αργά. Κρυώνω. Προσπαθώ να γυρίσω στο πλάι. Σιχαίνομαι που είμαι στο πάτωμα, μα δεν με βοηθά κανείς να σηκωθώ. Στηρίζομαι στα χέρια μου. Κοιτάζω το πάτωμα. Ξύλινο. Πού είμαι; Υψώνω το βλέμμα. Μια τεράστια παλιά βιβλιοθήκη. Πάω πίσω – πίσω στο πάτωμα και στηρίζομαι σε μία κολώνα. Ένας άντρας με προσπερνά αθόρυβα. Πηγαίνει στην βιβλιοθήκη και βγάζει ένα βιβλίο σχεδόν ευλαβικά. Το ακουμπά σε μία ξύλινη βάση που στέκεται απέναντι από την βιβλιοθήκη. Το ανοίγει σε μία συγκεκριμένη σελίδα και βυθίζεται μες στις σκέψεις του. Την ξέρω αυτήν την βιβλιοθήκη. Σηκώνομαι σιγά – σιγά και στέκομαι πίσω από τον άνδρα. Ακούω τη σκέψη του. Προβάλλουν μπροστά μου οι λέξεις του βιβλίου. Ακόμα ένας.
          Θέλω να δω το πρόσωπό του. Ποτέ δεν έχουν πρόσωπα αυτές οι σκιές. Φεύγω από πίσω του και στέκομαι απέναντί του. Ανάμεσά μας το βιβλίο. Το κοιτώ φευγαλέα. Δεν χρειάζεται να το διαβάσω. Το ακούω καθώς το διαβάζει εκείνος. Υπάρχει. Το βιβλίο. Ό,τι πιο πολύτιμο έχει. Και με ψάχνει, χρόνια τώρα με ψάχνει, ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα από τις γραμμές και στέκομαι απέναντί του και δεν μπορεί να με δει.
          Όσοι με παρακολουθούν από την πρώτη στιγμή, με ένα ερώτημα «είμαι ή δεν είμαι;». Οι σκιές καθώς περπατώ, οι άνθρωποι που πέφτουν επάνω μου και με σκουντάνε, με σπρώχνουν, μου χαμογελούν… Στέκομαι με σεβασμό απέναντι στον κύριο αυτό. Έχει αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή σε κάτι που πιθανόν να μην συναντήσει ποτέ. Και το ακόμα πιο τραγικό; Να το συναντήσει και να μην το καταλάβει.
          Βάζω το χέρι μου πάνω στις σελίδες του βιβλίου. Οι λέξεις συνεχίζουν να γίνονται προτάσεις στο μυαλό μου. Δεν το βλέπει. Το βλέμμα μου ξεχνιέται πάνω στο χέρι μου που ξεκουράζεται πάνω στο βιβλίο. Μα ούτε εγώ βλέπω. Συνειδητοποιώ ξαφνικά πως απ’ το δάχτυλό μου λείπει το δαχτυλίδι μου. Τραβώ το χέρι μου και το αγκαλιάζω με το άλλο. Ο άντρας συνεχίζει να διαβάζει ατάραχος. Σφίγγω τα χέρια μου καθώς αλλάζει σελίδα. Σκέφτομαι πού, πότε μπορεί να το έχασα. Ανοίγει την παλάμη του. Πάνω στην σελίδα στέκει το δαχτυλίδι μου. Σηκώνει το πρόσωπό του και με διαπερνά με το βλέμμα του. «Σε βλέπω» μου λέει μες στο κεφάλι μου. «Δεν χρειάζεται να σηκώσω τα μάτια μου για να σε δω. Σε ακούω. Ναι. Υπάρχεις.»
          Απλώνω το χέρι να πάρω το δαχτυλίδι μου. Το σκεπάζει με την παλάμη του πριν προλάβω να το αρπάξω. «Όχι. Δεν θα στο δώσω. Το δαχτυλίδι αυτό εσύ το έδωσες. Τόσο απλά. Ο χρόνος δεν υπάρχει. Κοίτα.» Κοιτάζω το χέρι μου. Φορώ το δαχτυλίδι μου ξανά και το άλλο στέκεται ακόμα πάνω στο ανοιχτό βιβλίο.
          - Υπάρχεις και αυτό είναι που σ’ εμποδίζει. Όταν σ’ αρνηθείς, θα μπορέσεις να επιστρέψεις.








Τρίτη, Απριλίου 03, 2012

Spark D' Ark V


-   Θες τσιγάρο; Κερνάω εγώ. Αυτή τη φορά.
Σταματώ. Από έρχεται η φωνή;
-         Χάρισμά σου και η φωτιά.
Μια γυναίκα κάθεται στα σκαλιά και καπνίζει. Δεν μπορώ να την
δω καθαρά. Κοιτάω τα φώτα, που ακολουθώ μηχανικά.
-         Ό,τι ζήτησες, θα ‘ρθει να σε βρει. Μα δεν θα ‘χεις μάτια να το
αναγνωρίσεις. Ο πόνος του αποχωρισμού. Η στιγμή, που θα αντικρίσεις το Δέντρο πριν τον εξοστρακισμό.
Την πλησιάζω. Κάθομαι δίπλα της. Μου προσφέρει το πακέτο της.
Γυρίζω να την κοιτάξω. Απλώνει το χέρι της στα χείλη μου. Με χαϊδεύει για λίγο και μετά φέρνει τα δάχτυλά της κάτω από τη μύτη της.
-         Τρικυμία…
Στα δάχτυλά της το αίμα μου. Το βλέμμα της με διαπερνά. Αρχίζει
να γλύφει ένα – ένα τα δάχτυλά της.
-         Οι περισσότεροι δεν μπορούν να περιγράψουν την γεύση, που
έχει ένα κοτόπουλο. Στοιχηματίζω πως ένα κοτόπουλο θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια την δική μας, αν του δίναμε την ευκαιρία, συμπληρώνει πετώντας μου τον αναπτήρα.
-         Εσύ δίνεις ευκαιρίες; Τη ρωτώ ανάβοντας το τσιγάρο μου.
-         Δεν στέκεσαι εδώ; Σου πρόσφερα ένα άλλοθι να σταματήσεις,
δημιουργώντας μια ανάγκη, που δεν ήξερες καν ότι είχες. Σου φύτεψα τον σπόρο, που τώρα ανθίζει στα χείλη σου. Κάθε φορά που θα ανάβεις τσιγάρο, θα θυμάσαι τη στιγμή, που σταμάτησες να ακολουθείς το φως, μηχανικά.
-         Τι γεύση έχει το αίμα μου;
-         Δεν ξέρεις; Απαντά πετώντας το τσιγάρο της.
-         Περιέγραψέ την. Κοτοπουλάκι μου…
-         Κοίτα με! Πώς με λένε; Τα μάτια της γυαλίζουν στο ημίφως.
-         Δεν μπορείς να γευτείς… Σκοτεινιάζει καθώς έρχεται
απειλητικά προς το μέρος μου.
-         Το όνομά μου… η φωνή της επιτακτική. Ετοιμάζεται να μ’
Αρπάξει.
-         Πώς είναι να μην μπορείς να γευτείς ό,τι πιο δικό σου; Τη ρωτώ
καθώς απομακρύνομαι.
-         Κάλεσέ με με τ’ όνομά μου. Με διατάζει αρπάζοντάς με από τα
χέρια.
Τη φιλάω στο στόμα.
-         Ποιο είναι το δικό μου όνομα; Πες μου! Τώρα! Τα χέρια μου
αγκαλιάζουν το λαιμό της. Δύο κύκλοι περασμένοι σε μια αλυσίδα.
-         Ο έρωτας. Είναι το κλειδί που ζητάς, μου απαντά σπάζοντας
την αλυσίδα.
-         Για ποιο πράγμα; Τη ρωτώ.
-         Το όνομά μου… απαιτεί πετώντας την στα πόδια μου.
-         Ιωάννα! Λέω τραβώντας τα χέρια μου. Κατεβαίνω την σκάλα.
Αρχίζει να ξημερώνει. Το λυκαυγές σκίζει τον ουρανό. Νύχτα και μέρα μαζί.
-         Μην σε μπερδεύει ό,τι φαίνεται. Οι θυγατέρες των παθών δεν
ετοιμάστηκαν ακόμη. Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει χώρος. Πού βρίσκομαι;
-         Βράχος, απαντώ καθώς η μέρα προβάλει. Στιγμές. Να προλάβω
να δω. Το δέντρο της γνώσης. Το δαχτυλίδι μου με βαραίνει.
-         Και εσύ το κύμα που τον ταξιδεύει. Το όνομά μου.
-         Γοργώ.
Ο ήλιος ανατέλλει. Η αλυσίδα της πεταμένη με μια σταγόνα αίμα
πάνω της. Την παρακολουθώ καθώς σκύβει να την πάρει. Τα αυτιά μου βουίζουν. Η καρδιά μου χτυπά μανιασμένα. Θάλασσα. Μια θάλασσα σκοτεινή. Επέστρεφε. Βαδίζω πάνω της. Δεν υπάρχει. Εικόνες διαλεγμένες είναι. Ο έρωτας. Ζει;
          Η θάλασσα εξαφανίζεται. Βρίσκομαι σε έναν σκοτεινό ουρανό γεμάτο αμέτρητα μικρά αστέρια. Να ταξιδεύω, χωρίς να κινούμαι.
          Ο έρωτας… Έχει όνομα; Χρόνο; Τόπο;
          Η Γοργώ ίπταται απέναντί μου λουσμένη στο φως.
          - Γοργώ! Ζω;
          Ένα δωμάτιο που βλέπω από ψηλά για μια στιγμή μονάχα.
          - Γοργώ; Ουρλιάζω καθώς το δωμάτιο εξαφανίζεται το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. Η Γοργώ χαμογελά και καθώς μια αόρατη δύναμη την τραβά προς τα πίσω και παίρνει την θέση της στον κύκλο.
    
-         Είσαι καλά; Απάντησέ μου αν με ακούς.
Πονάω. Προσπαθώ να καταλάβω πού μα δεν μπορώ. Η φωνή της
Είναι τόσο ενοχλητική στ’ αυτιά μου.
-         Αν μ’ ακούς, δώσε μου ένα σημάδι. Κούνησε το χέρι σου αν
μπορείς.
Με κουνάει. Δεν της αντιστέκομαι. Νιώθω κάτι σκληρό και
παγωμένο στο πρόσωπό μου. Φωνές. Προσπαθώ να κουλουριαστώ. Το χέρι μου ακουμπά στο πεζοδρόμιο. Ανοίγω τα μάτια. Πόδια πηγαινοέρχονται γύρω μου. Ξημερώνει. Γυαλιά σπασμένα. Κρυώνω. Πρέπει να σηκωθώ. Το κεφάλι μου πονάει τόσο, που νομίζω θα σπάσει. Σηκώνομαι. Παραπατάω. Φέρνω τα χέρια στο πρόσωπό μου. Αίμα. Κοιτάω μπροστά τον κόσμο που έχει συγκεντρωθεί και φωνάζει. Πλησιάζω. Παραμερίζουν σιωπηλά στο πέρασμά μου.
          Η αγαπημένη. Κάποιος από πάνω της ουρλιάζει σχεδόν, προσπαθώντας να την κάνει να αντιδράσει. Κοιτάζω γύρω μου. Το αυτοκίνητο. Ο οδηγός με την αστυνομία. Μια σειρήνα με διαπερνά. Ασθενοφόρο. Σκύβω μπροστά της. Δεν ακούει μα δεν το ξέρουν. Ακουμπώ το χέρι μου στο στέρνο της. Η σιωπή σκεπάζει τα πάντα. Ο χρόνος. Κάνω το δεξί μου χέρι γροθιά και το κατεβάζω με δύναμη στο στέρνο της. Κάποιος με χτυπά και πέφτω κάτω.
          Οι διασώστες την πλησιάζουν με ένα φορείο. Την εξετάζουν και την μετακινούν με προσοχή. Αναπνέει. Την σηκώνουν και την πάνε στο ασθενοφόρο. Επέστρεφε… Η πόρτα κλείνει και η σειρήνα ηχεί ξανά. Οι άνθρωποι περίεργοι συνωστίζονται πίσω του. Με κρύβουν.
-         Πάρε να σκουπιστείς.
Ένα χέρι μου προσφέρει το μαντήλι του. Φορά ένα παράξενο
βραχιόλι γεμάτο πέτρες και σύμβολα. Παίρνω το μαντήλι μηχανικά και κάνω μεταβολή να φύγω.
-         Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν.
Καρκινοειδές. Ο ιός μεταφράζεται.
Στρέφομαι προς το μέρος της. Η γενετική πληροφορία. Την
σπάσαμε. Της δώσαμε τους δικούς μας κώδικες. Καρφώσαμε το τελευταίο όριο. Μα μες στην υπεροψία μας ξεχάσαμε την εξέλιξη. Εμείς, οι δεινόσαυροι του μέλλοντός μας. Και κανένας μας δεν θέλει να εξαλειφθεί. Πόλεμος. Ο χρόνος μου. Ό,τι μάχεται για να επιβιώσει. Ο νέος κώδικας. Ό,τι δεν είναι όλο, θα θυσιαστεί.
-         Ευχαριστώ. Πώς σε λένε; Τη ρωτάω.
-         Μαρία, μου απαντά χαμογελώντας
-         Υπάρχεις; Αναρωτιέμαι φωναχτά καθώς σκουπίζω το πρόσωπό
μου.
-         Όχι περισσότερο από εσένα ψιθυρίζει κλείνοντας την
γαλάζια τσάντα της που είναι γεμάτη αρώματα.
-         Η Μαρία της θαλάσσης… Χαμογελάω καθώς διπλώνω το
μαντίλι  της.
-         Θες να σε πάω στην θάλασσα; μου λέει καθώς  περνά την
τσάντα της λοξά στον ώμο της.
-         Όχι. Ευχαριστώ. Θέλω να περπατήσω.
-         Όπως αγαπάς. Κάνει ένα βήμα πίσω και μετά γυρίζει και
χάνεται μέσα στο πλήθος.
          Ξεδιπλώνω το μαντίλι. Είναι τόσο βρώμικο. Τα κρατώ στα χέρια μου. Το αφήνω να πέσει. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό μου. Τα χέρια μου το ψάχνουν. Να το θυμηθούν. Το χαϊδεύω. Το πιέζω. Προσπαθώ να θυμηθώ. Μα δεν μπορώ. Έχω χάσει την αφή μου.

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2012

Spark D' Ark IV


Ιός. Ο κώδικας μέσα στην κιβωτό του. Κατ’ επίφαση νεκρός εκτός  κυττάρου. Μέχρι την ενσωμάτωση. Η ένωση της γενετικής πληροφορίας. Η μετάφραση. Η έκφραση. Η αλλαγή. Η φυσική επιλογή. Εξέλιξη ή θάνατος. Λίγα κύτταρα αντέχουν. Τα περισσότερα θα πεθάνουν. Ό,τι αντέξει όμως θα κυριαρχήσει.
Ο χρόνος. Η τελευταία ψευδαίσθηση.
Σκοτάδι. Το περιστρέφω. Στερεοϊσομερές. Το σημείο που θα είναι διαφορετικό είναι η πόρτα της επιστροφής. Ο ιός. Εγώ. Ξανά και ξανά.

Κρυώνω. Ημίφως. Το χέρι μου στο πεζοδρόμιο. Το δαχτυλίδι μου. Φως μέσα στο φως. Αγκαλιασμένα. Ξέχωρα και όμως ένα. Απομακρύνω το χέρι μου. Ο χώρος. Περιπλανιέμαι σε ό,τι δεν υπάρχει. Ταξιδεύοντας δημιουργώ τους δρόμους μου.
Σηκώνομαι. «Έλα». Μια φωνή στο μυαλό μου. Το βλέμμα μου στην αγαπημένη. Τα χέρια της. Μου θυμίζουν κάτι. Τα ‘χω συναντήσει ξανά. Το θράσος της γύμνιας τους. Σκεπάστε τα. Τα κρύβω στα δικά μου. Τα τραβά πανικόβλητη, κάνει μεταβολή και αρχίζει να τρέχει. Τρέχα αγαπημένη. Τρέχα να ξεφύγεις από ό,τι σε κυνήγησε. Τρέχα και εγώ θα τρέξω πίσω σου.
Δεν μπορείς να μου ξεφύγεις. Ούτε και το θες.
Την πιάνω και την κρατώ σφιχτά αγκαλιά. Παλεύει να ξεφύγει. Σπαρταράει. Ουρλιάζει στο κεφάλι μου. Μια μαινάδα, που υψώνεται από την γη και πέφτει πάνω μου με μανία. Την αφήνω και πιάνω τα αυτιά μου. Γυρίζει. Με φιλάει στο στόμα. Δεν με φιλάει. Την ανάσα μου κλέβει. Φύσα. Τα χέρια της στον λαιμό μου. Ανάσα μου. Τα χέρια μου στην μέση της.
Στερεοϊσομερή. Φως. Ξεθωριάζει. Απομακρύνεται. Ακίνητη. Επιστρέφει στην θέση της. Στην περίμετρο του κύκλου. Εγώ στο κέντρο. Εκείνη φωτεινό σημείο στην περίμετρο. Η Ελένη. Το ξέρω πως είναι και εκείνη εκεί. Την νοιώθω και ας μην την βλέπω. Τις νοιώθω. Όλες. Η σκέψη μου, ακτίνες. Συνδέεται με κάθε μια ξεχωριστά. Δεν βρίσκομαι εδώ. Τις υψώνω όλες στην αλήθεια μου. Ενώνονται η μία με την άλλη. Κύκλος φωτεινός μες στο σκοτάδι. Το δαχτυλίδι μου. Πρέπει να το περιστρέψω. Πρέπει. Και μαζί τους κόσμους τους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τις έχω.
Κάτι με εκσφενδονίζει στον τοίχο. Πονάει το κεφάλι μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη. Ένα μούδιασμα. Πού είναι; Κάτι ζεστό και αλμυρό γεμίζει το στόμα μου. Ακουμπώ τα χέρια στα χείλη μου. Αίμα. Η αγαπημένη ακίνητη στο πεζοδρόμιο. Ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός ουρλιάζει, βρίζει. Σηκώνομαι με δυσκολία. Είναι τόσο όμορφη. Κόσμος αρχίζει να μαζεύεται γύρω της. Φωνάζουν. Κινούνται νευρικά. Της μιλούν. Προσπαθούν να την μετακινήσουν. Έρχονται ολοένα και περισσότεροι. Αίμα. «Με το κόκκινο του αίματος, είμαι, είμαι για σένα»
Χάνομαι μέσα στη νύχτα.