Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009

Οι στιγμές της σιωπής


Είναι μέρες που η σιωπή απλώνεται, ξοδεύεται αλόγιστα, σκεπάζει τη γύμνια. Κάνω καφέ και με μάτια μισόκλειστα ακολουθώ. Νυστάζω. Αφήστε με. Θέλω να κοιμηθώ. Να φύγω. Να ξεχυθώ στους δρόμους με αυτόν τον ήλιο. Κοιτάζω στο φωταγωγό καθώς γίνεται ο καφές. Μοιάζει με φυλακή. Ακούω το προσωπικό να δουλεύει. Είναι μια καινούρια μέρα. Έχω σχολάσει. Με περιμένουν. Νοιώθω βαριά. Ασήκωτη. Κουρασμένη ακολουθώ. Δεν φεύγω. Ακόμα μια φορά. Όλοι τρέχουν και εγώ κινούμαι αργά.
Κάτι βαρύ με σκεπάζει. Με πνίγει. Σέρνω τα βήματά μου. Πηγαίνω στο μαιευτήριο. Αφήνω την κούπα πάνω στον γκισέ. Βγάζω το πακέτο. Κάνω τσιγάρο. Μια γουλιά καφέ. Με τίποτα δεν φεύγει αυτή η σιωπή. Ακούω τις άλλες να χαριεντίζονται. Σβήνω το τσιγάρο. Το ξέρω ότι κάτι δεν πάει καλά. Μη με ρωτάς πώς. Απλά το ξέρω.
Ακούω το ένα μωρό 2 φορές. Βλέπω μία σερβιέτα γεμάτη αίματα. Το ξέρω. Φέρνουν τον υπέρηχο. Το ένα είναι νεκρό. Θέλω να κλείσω τα μάτια. Να σηκώσω το κεφάλι ψηλά και όταν το ανοίξω να τρέχω κάτω από τον σιωπηλό ήλιο. Θέλω να φύγω. Να πάρω τους δρόμους. Εκείνη την ώρα έρχεται ο επιμελητής. Με βλέπει και καταλαβαίνει. Κοιτάζει και αυτός. Το ένα είναι νεκρό. Κρύβομαι και ανάβω τσιγάρο. Ανεβαίνω και κάθομαι στον πάγκο δίπλα στον νεροχύτη. Κοιτάζω τα χέρι μου. Τον καφέ. Την κοιλιά της με την μια κεφαλή ακρόασης παλμών. Ακούω μια να χαζολογάει. Δεν έχει καταλάβει τι γίνεται και περιμένει να γεννήσει για να πάρει το «χαρτζιλικάκι» της.
Ξεφυσάω τον καπνό ψηλά. Κρύβομαι. Ακούω μία καρδιά μόνη να χτυπά αγκαλιασμένη με μια πεθαμένη. Έχω ακόμα τσιγάρα. Με ρωτάει ο μεγάλος πώς το κατάλαβα ότι το ένα είναι νεκρό. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες. Σάββατο. Τετάρτη είχε έρθει να την ξεγεννήσει και την έδιωξε προκειμένου να πάρουν μέρες τα μωρά. Ποια είναι η σωστή απάντηση; Υπάρχουν οδηγίες για να το παίζεις Θεός;
Δεν το λέει στην μητέρα. Βγαίνει έξω και το λέει στον πατέρα. Εκείνος κλαίει βουβά.
Καπνίζω. Δεν μιλάω. Μαζεύεται κόσμος. Δεν θέλω να ακούω. Δεν θέλω να μου μιλούν. Δεν μπορώ να επιλέγω όμως και έτσι συνεχίζω να καπνίζω. Έρχεται η στιγμή. Πάμε μέσα. Γεννά το πρώτο. Το υποδέχομαι. Το πιάνω. Σαν ζυμάρι απλώνεται στα χέρια μου. Κανένα κλάμα, καμία αντίδραση. Σοκάρομαι. Αλλά δεν έχω χρόνο. Το δίνω στους παιδιάτρους. Σχηματίζοντας βουβά με τα χείλια μου «Είναι το νεκρό». Έρχεται το δεύτερο. Το πιάνω και το δίνω και αυτό στους παιδιάτρους. Ακούω το δεύτερο να κλαίει. Φεύγουν όλοι για να δουν τι γίνεται με τα μωρά. Συνεχίζω. Δεν πρέπει να καταλάβει. Όχι ακόμα. Όχι από μένα. Πριν ακόμα τελειώσουμε έρχεται ο μεγάλος και της το λέει. Ξεσπάει σε λυγμούς.
Πρέπει να συνεχίσω. Με έχω στριμώξει με την μούρη στον τοίχο, με το γόνατο στο λαιμό. Δεν πάω πουθενά. Με την μάνα να κλαίει ακούω από δίπλα την μαία να συζητά φωναχτά για εκτρώσεις. Ζητώ να κλείσουν την πόρτα. Τελειώνουμε. Βλέπω το μωρό στη θερμοκοιτίδα και απέναντί του βλέπω το νεκρό άσπρο, μωβ μέσα στο ροζ φορμάκι του. Το ξεσκεπάζω. Άσπρο, μωβ, σαν ζυμάρι. Μάτια κλειστά. Χείλα παγωμένα. Πάω δίπλα και ανάβω τσιγάρο.
«Σβήσ’ το θα μπουν οι συγγενείς» Το σβήνω. Μπαίνουν. Από την μία το ζωντανό. Από την άλλη το πεθαμένο και μπροστά μου ένα κουτί από φελιζόλ να το θάψουν κάπου. Η μάνα κλαίει. Ο κόσμος κλαίει. Ένα μωρό ζεσταίνεται και ένα άλλο απλά δεν είναι εδώ.
Φεύγω. Αλλάζω ρούχα. Παίρνω το αυτοκίνητο. Έχει λιακάδα. Βάζω τα γυαλιά ηλίου.
Ξεκινώ και ανάβω τσιγάρο. Ακολουθώ τις άσπρες γραμμές μες στη σιωπή. Ως το τέλος του δρόμου. Ως το τέλος της μέρας.
Δεν γουστάρω να μιλώ. Δεν γουστάρω να κάνω το χαζοχαρούμενο, να σου δίνω αυτό που ζητάς. Στρατιώτης είμαι που χτυπά προσοχή, που χτυπά τη σιωπή του κάτω από έναν ανοιξιάτικο ήλιο.
Άφησα πολλά για τούτα ταξίδια. Και να ‘μαι ξανά. Με το πρόσωπο στον τοίχο, ακινητοποιημένη να μου ουρλιάζω
«Αξίζει τον κόπο;»
Δεν περιμένω απάντηση. Απλά συνεχίζω.

4 σχόλια:

ATHENA είπε...

ΜΑΚΑΡΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΝΑ ΕΙΧΑΝ ΗΝ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΣΟΥ, ΣΠΑΡΚΟΥΛΙΝΙ!

ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙΣ ΤΟΝ ΕΥΑΤΟ ΣΟΥ ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟ ΠΟΝΟ, ΚΙ ΑΣ ΣΕ ΦΟΡΤΩΝΕΙ ΜΕ ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΤΣΙΓΑΡΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ.

ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΟΥ

ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΜΟΥ

Ένδειξη ζωής είπε...

Πολύ δύσκολο επάγγελμα. Μια απορία μου ήταν πάντα το πως αντέχουν οι γιατροί να περνάνε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στον ανθρώπινο πόνο, όπως κι αν μεταφράζεται αυτός.
Θέλει δύναμη, όχι παίξε γέλασε.
Συγχαρητήρια για το κουράγιο σου!
Φιλιά
ΥΓ. Και μην εξαφανίζεσαι...Μας λείπεις ;)

Adamantia είπε...

Eυτυχώς έζησε το άλλο..
Πάντα η χαρά της ζωής υπερισχύει του πόνου στο τέλος, έτσι δεν είναι?

Spark D' Ark είπε...

sory ...

αλλά θα απαντήσω άλλη στιγμή στα σχόλια σας με 1 νέα ανάρτηση....