Παρακολουθούσε τηλεόραση. Ξεχασμένος. Χαμένος στις εναλλασσόμενες εικόνες. Πλησίασα από πίσω αθόρυβα. Έσκυψα στο ύψος του λαιμού του και του ψιθύρισα.
- Και αν η φωνή μου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα χάδι, θα ανατριχιάζεις σαν με ακούς ακόμα και όταν μιλώ αλλού;
Δεν απάντησε. Δεν κουνήθηκε.
- Μμμμμμ...
Γύρισε απότομα και μ' άρπαξε σαν αίλουρος και με πέταξε στον καναπέ. Το βλέμμα του γυάλιζε.
- Αυτά τους κάνεις πάνω στην σκηνή; Για αυτό δεν βρισκόμαστε; Για να παίξεις; Και σε πιστεύουν; Είσαι μία απάτη!
- Με πονάς! διαμαρτυρήθηκα καθώς έσφιγγε τα χέρια μου. Συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και με άφησε. Άναψε τσιγάρο και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη. Ήταν τόσο όμορφος. Και ήταν ερωτευμένος.
- Δεν υπολογίζεις τίποτα. Είναι δικό μου και το σκορπίζεις. Σ' όλους αυτούς τους ανόητους. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Το γουστάρεις. Δεν υπολογίζεις το κόστος. Αν σταθώ ανάμεσα θα με διαπεράσεις δίχως δισταγμό. Εσύ που μ' αγαπάς, εσύ που μου έμαθες την αγκαλιά. Πόσοι στ' αλήθεια γνωρίζουν τι είσαι; Όλα για σένα είναι μία σκηνή και όποτε σου γουστάρει ανάβεις το φως. Δίχως προειδοποίηση. Απλά γιατί έτσι σου γουστάρει. Δεν με χρειάζεσαι. Ποτέ σου δεν με χρειάστηκες. Μαλακίες για να με κάνεις να αισθάνομαι σημαντικός.
Έτριβα τους καρπούς μου αμίλητη.
- Δεν κάνεις τέχνη. Sex κάνεις. Μυαλά πηδάς παριστάνοντας την αθώα. Και εγώ σε θέλω και σου αφήνομαι. Και με μισώ για αυτό. Που δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Που η φωνή σου, το χάδι σου, η σκέψη σου ρέει στο σώμα μου. Και σ' αγαπώ, πιο πολύ απ' ότι θα καταλάβεις ποτέ ανόητη. Και θα με διαπεράσεις.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στην βεράντα. Η βουή του δρόμου εισέβαλε στο σπίτι με την κουρτίνα που ανέμιζε. Πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψα. Θα προτιμούσα να 'χε κάνει το σπίτι λαμπόγυαλο. Πήρα το αναμένο τσιγάρο και άνοιξα την πόρτα. Βγήκα στην βουή του δρόμου. Περπατούσα στα χαμένα με τις ώρες. Ήταν ο άντρας μου. Και στα μάτια του ήμουν μία πουτάνα. Τέλειωσε το τσιγάρο και συνέχισα να περπατώ στα χαμένα, σκυφτή με τα χέρια στις τσέπες ενώ το κινητό χτυπούσε. Το έβγαλα και το απενεργοποίησα. Έφτασα στο πάρκο μηχανικά, κάθησα σε ένα παγκάκι και χάζευα τα αυτοκίνητα που περνούσαν.
Τον είχα ήδη διαπεράσει.
Νύχτωσε. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε την πόρτα ανήσυχος.
- Συγγνώμη, που είπε ντροπιασμένος με το βλέμμα χαμηλωμένο στο πάτωμα. Προσπέρασα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Τα πράγματά μου, μονίμως ακατάστατα, πεταμένα από εδώ και από εκεί. Άρχισα να τα μαζεύω.
- Φεύγεις;
- Όχι ακόμα, απάντησα.
- Θα φύγεις.
- Ναι. -
Δεν θα τα καταφέρουμε.
- Ναι.
- Εσύ όμως θα τα καταφέρεις.
- Και εσύ.
- Και αν η φωνή μου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα χάδι, θα ανατριχιάζεις σαν με ακούς ακόμα και όταν μιλώ αλλού;
Δεν απάντησε. Δεν κουνήθηκε.
- Μμμμμμ...
Γύρισε απότομα και μ' άρπαξε σαν αίλουρος και με πέταξε στον καναπέ. Το βλέμμα του γυάλιζε.
- Αυτά τους κάνεις πάνω στην σκηνή; Για αυτό δεν βρισκόμαστε; Για να παίξεις; Και σε πιστεύουν; Είσαι μία απάτη!
- Με πονάς! διαμαρτυρήθηκα καθώς έσφιγγε τα χέρια μου. Συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και με άφησε. Άναψε τσιγάρο και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη. Ήταν τόσο όμορφος. Και ήταν ερωτευμένος.
- Δεν υπολογίζεις τίποτα. Είναι δικό μου και το σκορπίζεις. Σ' όλους αυτούς τους ανόητους. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Το γουστάρεις. Δεν υπολογίζεις το κόστος. Αν σταθώ ανάμεσα θα με διαπεράσεις δίχως δισταγμό. Εσύ που μ' αγαπάς, εσύ που μου έμαθες την αγκαλιά. Πόσοι στ' αλήθεια γνωρίζουν τι είσαι; Όλα για σένα είναι μία σκηνή και όποτε σου γουστάρει ανάβεις το φως. Δίχως προειδοποίηση. Απλά γιατί έτσι σου γουστάρει. Δεν με χρειάζεσαι. Ποτέ σου δεν με χρειάστηκες. Μαλακίες για να με κάνεις να αισθάνομαι σημαντικός.
Έτριβα τους καρπούς μου αμίλητη.
- Δεν κάνεις τέχνη. Sex κάνεις. Μυαλά πηδάς παριστάνοντας την αθώα. Και εγώ σε θέλω και σου αφήνομαι. Και με μισώ για αυτό. Που δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Που η φωνή σου, το χάδι σου, η σκέψη σου ρέει στο σώμα μου. Και σ' αγαπώ, πιο πολύ απ' ότι θα καταλάβεις ποτέ ανόητη. Και θα με διαπεράσεις.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στην βεράντα. Η βουή του δρόμου εισέβαλε στο σπίτι με την κουρτίνα που ανέμιζε. Πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψα. Θα προτιμούσα να 'χε κάνει το σπίτι λαμπόγυαλο. Πήρα το αναμένο τσιγάρο και άνοιξα την πόρτα. Βγήκα στην βουή του δρόμου. Περπατούσα στα χαμένα με τις ώρες. Ήταν ο άντρας μου. Και στα μάτια του ήμουν μία πουτάνα. Τέλειωσε το τσιγάρο και συνέχισα να περπατώ στα χαμένα, σκυφτή με τα χέρια στις τσέπες ενώ το κινητό χτυπούσε. Το έβγαλα και το απενεργοποίησα. Έφτασα στο πάρκο μηχανικά, κάθησα σε ένα παγκάκι και χάζευα τα αυτοκίνητα που περνούσαν.
Τον είχα ήδη διαπεράσει.
Νύχτωσε. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε την πόρτα ανήσυχος.
- Συγγνώμη, που είπε ντροπιασμένος με το βλέμμα χαμηλωμένο στο πάτωμα. Προσπέρασα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Τα πράγματά μου, μονίμως ακατάστατα, πεταμένα από εδώ και από εκεί. Άρχισα να τα μαζεύω.
- Φεύγεις;
- Όχι ακόμα, απάντησα.
- Θα φύγεις.
- Ναι. -
Δεν θα τα καταφέρουμε.
- Ναι.
- Εσύ όμως θα τα καταφέρεις.
- Και εσύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου