Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2013

O Διονύσης και η Γιαννούλα

Ο Διονύσης και η Γιαννούλα.

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μέρος πολύ μακρινό από εδώ γεννήθηκε ένα αγόρι. Καθώς μεγάλωνε, αρρώστησε και έπειτα έμεινε κουτσό. Κουτσό σε μία αγροτική κοινωνία σήμαινε άχρηστο. Δεν πήγαινε σχολείο και τον πετάξανε στην στάνη να ζει εκεί και να βόσκει τα γίδια. Σαν μπήκε στην εφηβεία, αποφάσισαν να τον παντρέψουν. Του έδωσαν την παλαβή του χωριού. Η ιστορία αργότερα έδειξε ότι δεν ήταν καθόλου παλαβή αλλά μεγάλη γλωσσοκοπάνα, που υποθέτω για τις γυναίκες τότε ισοδυναμούσε με παλαβομάρα.

Ο Διονύσης και η Γιαννούλα λοιπόν ήταν το πιο παράξενο ζευγάρι του χωριού. Ξεχασμένοι, πεταμένοι. Περνούσαν τα χρόνια, περνούσε και ο καιρός. Και ο Διονύσης πηγαινοερχόταν πουλώντας γάλα, τυρί και κρέας. Μια μέρα γύρισε με ένα τετράδιο. Άρχισε να σημειώνει τι πουλούσε. Μόνος του σε μία στάση, μέσα σε όλο αυτό το πήγαινε-έλα, με πείσμα τρελό, κατάφερε και έμαθε γράμματα. Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ήθελε να φύγει από την στάνη. Ήθελε ένα καλύτερο μέρος. Μέρα την μέρα, νύχτα την νύχτα, κατάφερε και άνοιξε το μεγαλύτερο μαγαζί της περιοχής, που είχε όλο το μονοπώλιο. Από ζάχαρη και αλάτι μέχρι οικοδομικά υλικά.

Και έκανε παιδιά και κανόνισε και τα πάντρεψε με τις αρχόντισσες της περιοχής. Και όλοι ήταν εκ περιδρομής είτε στο μαγαζί, είτε στο σχολείο, είτε στο χωράφι. Κανένας δεν καθόταν. Έβγαιναν και μάζευαν αφεντικά και εργάτες μαζί τον καρπό από τα χωράφια. Σαν ξεκινούσαν ο κόσμος, που πεινούσε, στεκόταν πιο πίσω.
-          Τα μεγάλα να μαζεύετε. ΜΟΝΟ. Τα άλλα να τα αφήνετε, ήταν κάθε φορά η εντολή πριν αρχίσει η συγκομιδή. Και σαν τελείωναν, έμπαιναν οι υπόλοιποι και μάζευαν ό,τι είχαν αφήσει επίτηδες στα χωράφια.

Περνούσαν οι μέρες, περνούσε και ο καιρός. Και έδινε εντολή. Να μαζεύετε βραχιόλια στα χέρια σας. Μια τέχνη και μια επιστήμη τουλάχιστον. Θα πεινάσετε με το ένα. Θα σας ταΐσει το άλλο. Κάθε κορίτσι πήρε 1 τέχνη και 1 πτυχίο, όταν τα περισσότερα δεν τέλειωναν καν το σχολείο και δούλευαν στα χωράφια και στο μαγαζί.

Και ήρθαν οι Γερμανοί και έπειτα ήρθε ο εμφύλιος. Σκότωσαν, έκαψαν όλοι. Και ο Διονύσης εκεί να τα φτιάχνει και να τα ξαναφτιάχνει από την αρχή. Περνούσε ο χωροφύλακας, έπαιρνε ό,τι ήθελε από το μαγαζί και έφευγε δίχως να πληρώσει. Το ίδιο και οι αντάρτες.

-          Διονύση; Δεν θα κάνεις κάτι;
-          Δουλέφτε! Απαντούσε ο Διονύσης και έσφιγγε τα δόντια. Και έφτιαχνε σπίτια για τους άλλους και αγόραζε χωράφια για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Θα πεινάσετε, θα σπείρετε τα χωράφια και θα φάτε να ζήσετε τους έλεγε και μέσα στα χρόνια όλος σχεδόν ο κάμπος έγινε δικός του.

Μα το χωριό δεν είχε σχολείο. Είχε δημοτικό, μα δεν είχε το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Και ο Διονύσης έφτιαξε σχολείο και φώναξε δασκάλους. Και πήγε στο υπουργείο. Και από εκεί του ‘πανε δεν έχουμε λεφτά. Για ένα χρόνο πλήρωνε όλους τους δασκάλους για το Γυμνάσιο για να μαθαίνουν όλα τα παιδιά του χωριού γράμματα, δίχως χρήματα και όχι μονάχα τα δικά του. Από την επόμενη χρονιά το υπουργείο αποφάσισε επίσημα την ίδρυση δημοσίου σχολείου στο κτίριο με τους ίδιους καθηγητές. Το κτήριο ίσως να υπάρχει ακόμα. Ποτέ δεν μπήκε ταμπέλα με το όνομά του.

Για έναν «παράξενο» λόγο το χωριό είχε τα λιγότερα εγκλήματα μίσους σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Ο κουτσός Διονύσης και η παλαβή Γιαννούλα έφυγαν πλήρεις έργων και ημερών.  

Ακόμα και σήμερα τα βραχιόλια που φορούν πολλοί τα χρωστούν σ’ αυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: