Σάββατο, Νοεμβρίου 29, 2008

Θα μου δώσεις το χέρι σου, να σε πάω μια βόλτα;

Κανέλα και βανίλια.
(Με ρώτησες πώς μύριζε εκείνη η γυναίκα και εγώ σου απαντώ.)
Κανέλα και βανίλια.
Σπάνια θυμάμαι τις μυρωδιές των ανθρώπων, που μπαίνουν εδώ βιαστικά και εξαφανίζονται λίγο αργότερα στη βουή του δρόμου αλλά εκείνη είχε κάτι το διαφορετικό. Δεν είμαι σίγουρος τι, δεν είμαι σε θέση να το προσδιορίσω, ούτε το τρόπο με τον οποίον κατάφερνε να είναι τόσο διακριτικά, τόσο υπέροχα διαφορετική.
Αέρινη μέσα στο λινό άσπρο της σύνολο ζήτησε τις φωτογραφίες. Ναι, εκείνες που κρατούσα χωριστά, φυλακισμένες στην απομόνωση. Εκείνες που εμφάνισα όταν τις είδα από το μηχάνημα, μία - μία εκ νέου στον σκοτεινό θάλαμο και την περίμεναν σιωπηλά μέρες και νύχτες.
Για μια στιγμή το βλέμμα μου χάθηκε στις στιγμές, που είχα καρφωμένες στους τοίχους, κορνιζαρισμένες, να μοιάζουν σε μένα και στη ζωή που μου διαλέγω στα μάτια των άλλων.




Πριν ακόμα το βλέμμα μου ξεβραστεί στο δικό της, νωχελικά χαμένο στη ραστώνη του μεσημεριού, γνώριζα ποιες φωτογραφίες είχε έρθει να διεκδικήσει. Πρέπει να μάθεις μικρέ μου πως δεν ζητάς απλά τέτοιες σιωπές, τις διεκδικείς με κάθε σου βλέμμα, με κάθε σου βήμα στα σταυροδρόμια του "ναι" και του "όχι". Έτσι και εκείνη, είχε έρθει να διεκδικήσει κρυμμένη πίσω από άσπρα λάβαρα. Ασυναίσθητα έβαλα το χέρι κάτω από το τραπέζι. Καθώς την κοιτούσα, έψαχνα με το χέρι στα τυφλά τον φάκελο με τις φωτογραφίες. Δεν πρόσεχα ιδιαίτερα τι μου έλεγε. Βούλιαζα στο άρωμά της και αναζητούσα ψηλαφιστά τον φάκελο από ριζόχαρτο.
Έχω μια ιδιοτροπία με την αφή. Τις αγαπημένες μου φωτογραφίες τις φυλάω σε φακέλους από ρυζόχαρτο. Κανένας δεν κατάλαβε, ούτε ένοιωσε ποτέ την εμμονή μου με το χαρτί. Κανείς εκτός από εκείνη. Το ένοιωσα στο βλέμμα της καθώς ανέβαζα αργά τον ημιδιάφανο φάκελο πάνω στο γραφείο. Το χέρι μου προσπαθούσε νευρικά να κρύψει την γύμνια των φωτογραφιών της μέχρι τη στιγμή που το χέρι της στάθηκε αποφασιστικά πάνω στο δικό μου. Το δέρμα της. Τόσο ανατριχιαστικά οικείο.
Κλείνω τα μάτια. Μια θεωρία σφυρίζει σχεδόν περιπαικτικά στο κεφάλι μου. Επιμένει πως βλέπουμε μόνο ασπρόμαυρα όνειρα. Πίσω απ' τα κλειστά μάτια μου, ο αέρας παρασέρνει μια άσπρη εσάρπα μέσα στη νύχτα καθώς εκείνη απομακρύνεται με τις φωτογραφίες της στο λιοπύρι του μεσημεριού.



Συγγνώμη. Δεν είμαι καλός με τις λέξεις. Ούτε με τους ανθρώπους τελευταία. Προτιμώ τις εικόνες. Χαμένος ανάμεσα στις φωτογραφίες ακούω τις ιστορίες τους, τις ανάσες, τα όνειρα και τους εφιάλτες τους. Το πώς επιλέγουν να σταθούν απέναντι στην στιγμή, το φως και την μνήμη. Χιλιάδες στιγμές πέρασαν από τα χέρια μου... και χάθηκαν έξω από αυτήν την πόρτα.
Οι φωτογράφοι είναι σαν τους εξομολόγους. Είναι εκεί για να ακούσουν μα δεν μιλούν ποτέ. Αλλιώς οι εικόνες σωπαίνουν. Για πάντα.
Το βλέπω στα μάτια σου πως θα ήθελες να σου μιλήσω για τις φωτογραφίες εκείνης της γυναίκας, το παρελθόν της, τα εγκλήματα που τη στοιχειώνουν. Τους άντρες και τις γυναίκες της ζωής της. Τα ταξίδια.
Ίσως και να σου πω. Αρκει να μου απαντήσεις σε μία μόνο ερώτηση. Σ' ενδιαφέρει στ' αλήθεια να μάθεις ή απλά για να σκοτώσεις την ώρα σου;



Ώρες - ώρες νοιώθω τόσο αδιάκριτος εμφανίζοντας τις φωτογραφίες τους, εισβάλοντας στις σκέψεις τους, που θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, ειδικά όταν με πληρώνουν μπροστά σε τρίτους.
Παίρνω τα λεφτά, τα βάζω γρήγορα στο ταμείο και κρύβομαι στους ψιθύρους των ξεχασμένων φωτογραφιών. Φόβος, αγάπη, προδοσία, φυγή, ψεύτικα χαμόγελα. Τους αντέχεις τους ψιθύρους μες στο σκοτάδι; Κάνω ένα βήμα πίσω. Οπισθοχώρηση. Ημίφως. Σιωπή.
Μη με κοιτάς στα μάτια. Σε παρακαλώ. Μη με ρωτάς. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί δεν προσέχω ποτέ όταν μου μιλούν. Γιατί όσες περισσότερες φωτογραφίες εμφανίζω, τόσο λιγοστεύουν οι φίλοι, τόσο λιγοστεύουν οι λέξεις.
Κοίτα τη. Χάνεται. Εκείνη και οι φωτογραφίες. Τα ταξίδια και τα μυστικά της.




Μένω μόνος ξανά. Με τις φωτογραφίες μου και τη σκέψη να γυρίζει πίσω στο χρόνο. Μαμά μ' ακούς; Πού βρίσκεσαι τώρα; Μαμά μ' αγαπάς ακόμα;
Μαμά;



Πες μου μικρέ μου, αλήθεια, ήρθες μέχρι εδώ για να ακούσεις ιστορίες μέσα στη νύχτα;
Αν ναι, αυτή η ιστορία είναι για σένα... η ιστορία σου. Άκου την και μετά τρέχα. Μακρυά. Να κρυφτείς πριν ξημερώσει πάλι. Θες να σου πω ένα μυστικό;
Πάντα ξημερώνει στην κόλαση. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις.
Για να δούμε τι έμαθες τόσα χρόνια. Τι έμαθες... και τι σου έμαθαν.

3 σχόλια:

Adamantia είπε...

Θα στο δωσω..παμε

Ανώνυμος είπε...

έχουμε ήδη βγει στο ταξίδι ;)

Ανώνυμος είπε...

Φοβερή όπως πάντα Σπαρκούλα...
Σ' ευχαριστω που με θυμάσαι...
Σας έρχομαι...
Ζήτημα ημερών είναι...
Έκανα ένα φορμάρισμα στον σκληρο της καρδιάς και του μυαλού και έρχομαι κοντά σας και πάλι...

Φιλάκια

eternal dreamer