Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008

«θα κρατήσω το μυστικό σου μέχρι θανάτου. Του δικού σου.»


Θα κρατούσες ένα μυστικό ακόμα και αν αυτό σκότωνε αυτόν που αγαπάς; Θα σιωπούσες για να μην σου θυμώσει; Θα μπορούσες να ζήσεις μ’ αυτό μια ολόκληρη ζωή;
Αποφάσισα να ξεμείνω στο νοσοκομείο ακόμα και αν δεν με πλήρωναν. Θα κοιμόμουν σε ένα άδειο κρεβάτι σε κάποιο θάλαμο, αρκεί να μάθαινα κάτι ακόμα. Να τρεφόμουν από ακόμα λίγο αίμα σ’ ένα νοσοκομείο που μύριζε θάνατο.
Το παθολογικό ιατρείο τραγικά μικρό. 3 ασθενείς μέσα και 2 ειδικευόμενοι να προσπαθούν να δώσουν λύση ενώ από έξω φωνάζουν οι άλλοι που περιμένουν. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει 1 παππούς που δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Του βάζουν οξυγόνο και προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει ενώ αυτός ασφυκτιά. Δεν μπορούν να πάρουν ιστορικό. Ακρόαση πνευμόνων. Είναι γεμάτοι υγρό. Ξεκινούν φάρμακα καθώς ο παππούς χειροτερεύει. Τον ξεγυμνώνουμε να βάλουμε καθετήρα. Η ειδικευόμενη προσπαθεί ανάμεσα στα φάρμακα να πάρει ό,τι πληροφορία μπορεί. Ο παππούς ανοιγοκλείνει το στόμα σαν το χρυσόψαρο έξω από το νερό. Η πόρτα ανοίγει ξανά και γυρίζοντας να δει βλέπει τον ουροσυλλέκτη σχεδόν γεμάτο. Πατάει αστραπιαία με το πόδι τον καθετήρα. Αν αδειάσει η κύστη με την μία θα αιμορραγήσει.
Φέρνουν έναν νεαρό άντρα γύρω στα 30 γυμνασμένο και τουλάχιστον 1,90 ψηλό με το καροτσάκι. Ο νεαρός δεν μπορεί να μιλήσει, είναι χλωμός, γυμνός από την μέση και πάνω, κάθιδρος και ζαλίζεται. Αφήνει τον καθετήρα να αδειάσει την κύστη του παππού, γεμίζει τον ουροσυλλέκτη αμέσως. Ο παππούς αρχίζει να συνέρχεται. Αλλάζουν ουροσυλλεκτη και τον ξανακλείνουν. Είχε 2 μέρες να κατουρήσει και ντρεπόταν να το πει και να τον φέρουν στο νοσοκομείο.
Ο νεαρός ζαλίζεται, δεν μπορεί να σηκωθεί από την καρέκλα. Βάζουν φλεβοκαθετήρα, παίρνουν αίματα, στέλνουν εξετάσεις. Ο μικρός ισχυρίζεται ότι εκεί που έβλεπε τηλεόραση, το έπαθε ξαφνικά και δεν είχε ποτέ κάποιο πρόβλημα υγείας. Την εκδοχή επιβεβαιώνουν ένθερμα οι γονείς του. Τον στέλνουμε για ακτινογραφίες. Δεν μπορεί να σταθεί. Τροποποιούμε τις εντολές. Έρχονται οι ακτινογραφίες καθώς ο ίδιος χειροτερεύει. Έχουν μαζευτεί οι επιμελητές της παθολογίας. Κύστεις στο ήπαρ. Αν είναι εχινόκοκκος και έσπασε μία και είναι αλλεργική αντίδραση; Να φωνάξουμε τους χειρουργούς. Εμφανίζονται οι μικροί και μετά οι μεγάλοι ενώ έχει ειδοποιηθεί ο διευθυντής που έκανε 160km σε 40 λεπτά για να ‘ρθει.
Έρχονται ακτινολόγοι. Δεν μπορεί να βγει άκρη από τον υπέρηχο.
Φαίνεται γυμνασμένος. «Μήπως έπεσες; Μήπως σου έπεσε κανένα βαράκι στην κοιλία; Μήπως πλακώθηκες με κανέναν;» «Όχι, όχι, όχι» Οι γονείς του υπεραμύνονται της άποψης αυτής. Έχουν μαζευτεί όλοι και προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει ενώ ο μικρός πέφτει συνεχώς. Ο χρόνος τελειώνει. Έρχεται ο διευθυντής της χειρουργικής. Ο διευθυντής της παθολογικής επιμένει ότι είναι αλλεργικό και είναι από σπασμένη κύστη εχινόκοκκου που κάνει αλλεργική αντίδραση. Αλλά κάτι δεν κολάει. Ξανά στον υπέρηχο. Υποψία λίγου ελεύθερου υγρού στην κοιλιά. Ο μικρός νυστάζει. Όλοι στο σκοτάδι του υπερήχου και δεν μιλάει κανείς. «Σε έδειρε κανένας ρε και φοβάσαι να το πεις; Δεν είμαστε αστυνομία εδώ!» «Όχι». Οι γονείς επαναλαμβάνουν σαν κασετόφωνο τα ίδια.
«Ετοιμάστε τον! Θα τον ανοίξω να δω τι συμβαίνει!» «Αν είναι εχινόκοκκος μπορεί να πεθάνει» «Και έτσι να τον αφήσω, πάλι θα πεθάνει, ανεβάστε τον στο χειρουργείο» Βγαίνει ο ίδιος ο διευθυντής και ρωτάει τους γονείς. «Το παιδί σας πεθαίνει, υπάρχει κάτι που δεν έχετε πει και θέλετε να το πείτε τώρα πριν τον βάλουμε χειρουργείο;» «Όχι»
Μπαίνουμε στο χειρουργείο με τον νεαρό μισοπεθαμένο. Τον ανοίγει από τον στέρνο μέχρι την ξιφοειδή απόφυση ενώ το χειρουργείο γεμίζει αίματα. «Παραγγείλτε αίμα ΤΩΡΑ! Να αρχίσουν να ξεπαγώνουν και να φέρνουν!» Η αναρρόφηση δεν δουλεύει. Βάζουν τα χέρια μέσα και βγάζουν τα πήγματα σαν σκώτια και τα πετάνε στις λεκάνες. Δεν έχω ξαναδεί τόσο πολύ αίμα. Ρήξη σπληνός. Ξεματώνει. Κάνουν σπληνεκτομή. Είχε φάει ξύλο παλιά και ο σπλήνας σκίστηκε λίγο αλλά ο οργανισμός έβαλε ένα μπάλωμα και το σταμάτησε μόνος του. Αυτή τη φορά με το ξύλο αυτό το μπάλωμα έφυγε και ο μικρός αιμορραγούσε ασταμάτητα στην κοιλιά.
Σε ένα χειρουργείο που θυμίζει περισσότερο πεδίο μάχης κοιτάζω το ρολόι. 02.00. Όταν κλείνουν με βλέπει. «Εσύ τι κάνεις εδώ;» «Έμεινα να δω» «Τι ειδικότητα θα κάνεις;» «Χειρουργική»
Βγαίνω έξω. Πέφτω πάνω στην μάνα του.
«Τον δείρανε;» «Όχι» Ακόμα και τώρα επιμένει. «Τον δείρανε» της λέω ενώ θέλω να την πιάσω από το λαιμό και να της φωνάξω «Μωρή μαλακισμένη θα σκότωνες το παιδί σου. ΓΙΑΤΙ;» Χαμηλώνει το βλέμμα και λέει σιγανά «Μας είπε να μην πούμε τίποτα. Δεν ήθελα να θυμώσει»
Κοιμήθηκα σε ένα κρεβάτι που λίγο πριν είχε πεθάνει κάποιος και έτσι είχε αδειάσει.
Είναι ειρωνικό το πώς ακούγεται σε ένα νοσοκομείο μέσα στη νύχτα και τη σιωπή το «θα κρατήσω το μυστικό σου μέχρι θανάτου. Του δικού σου.» Κοιτάζω τον βρώμικο τοίχο. Δεν σηκώνομαι να πάρω σεντόνια και μαξιλάρι. Ξαπλώνω. Κλείνω το φως. Μπαίνει λίγο από τις λάμπες στο δρόμο.
Ναι μωρό μου, έχεις δίκιο.
«θα κρατήσω το μυστικό σου μέχρι θανάτου. Του δικού σου.»
Καληνύχτα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα μυστικά είναι ιερά. Έτσι πρέπει να κάνει κάποιος που του εμπιστεύτηκαν ένα μυστικό... να το κρατήσει μέχρι τον θάνατό του κι ακόμα πιο πέρα... να το πάρει και στον δικό του τάφο...

Spark D' Ark είπε...

δεν βρίσκουμε που δεν βρίσκουμε μέρος να μας θάψουν, αν ψάχνουμε χώρο και για μυστικά μας, μάλλον πρέπει να μας καίνε με αυτά