Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2008
Μ’ αγαπά... δεν μ’ αγαπά.....
Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά… μ’ αγαπά και περισσεύει και ένα.
Αυτό που περισσεύει τι να το κάνουμε; Πάντα έχουμε πρόβλημα με το περιττό. Και ας το βαφτίζουμε περιττό για να μην παραδεχτούμε πως κάτι λείπει. Κάτι που νομίζαμε ότι είναι εκεί, κάποια στιγμή που κοιτάξαμε για λίγο αλλού, απλά σηκώθηκε και έφυγε.
Στο νοσοκομείο μας έχουμε μία νοσηλεύτρια. Για την ακρίβεια έχουμε πολλές αλλά τη δική της ιστορία θα ήθελα να σας πω σήμερα. Η Μαργαρίτα γνώρισε έναν γιατρό. Διόρθωση. Γνώρισε αρκετούς αλλά έναν τον γνώρισε λίγο παραπάνω το οποίο όμως ήταν αρκετό για να τον σπιτώσει και να τον ταΐζει ανάμεσα στις αναμονές και μέχρι να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Τον παντρεύτηκε, κάνανε και δύο παιδιά. Ζούσε το όνειρο κάθε καπάτσας νοσηλεύτριας που κατάφερε και τύλιξε τον γιατρό. Σπίτια, τζιπ, μηχανή μεγάλου κυβισμού, ταξίδια και ό,τι ζήταγε η ίδια και τα παιδιά της τα άπλωνε στα πόδια της. Δεν πειράζει που ήταν ασχημούλης και κομματάκι υπέρβαρος γιατί μια ποδιά, ένα γεμάτο πορτοφόλι και μια βέρα στο χέρι, τον έκαναν ακαταμάχητο όπου και αν περνούσε.
Ο έρωτας ξεθώριασε με τα χρόνια, ξεπλύθηκε ανάμεσα σε λερωμένες πάνες και φροντιστήρια, νυχτερινά και ατέλειωτες εφημερίες. Μέχρι που στο νοσοκομείο ήρθε η Ελένη. Νέα γιατρός αποφασισμένη να μην περιμένει να βγάλει η ίδια λεφτά αλλά να βρει κάποιον να της τα προσφέρει. Το πρώτο της χτύπημα ήταν ο ωραίος επιμελητής. Που περπατούσε και στέναζαν τα πατώματα που πατούσε. Βγήκαν, του την έπεσε και της είπε άκουσε να δεις, ευχαρίστως να πηδηχτούμε αλλά λεφτά από μένα δεν πρόκειται να φας, είναι των παιδιών μου. Σηκώθηκε και έφυγε. Δυο μέρες μετά έκανε σκηνή ότι της ρίχτηκε και πως αυτή δεν είναι από αυτές που νόμιζε.
Εκείνη τη στιγμή έτυχε και περνούσε από δίπλα ο άντρας της Μαργαρίτας. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Σε μία εβδομάδα η Μαργαρίτα είχε εκδιωχτεί με τα παιδιά από το σπίτι και η ίδια είχε αποκτήσει ένα τριώροφο και μία τσέπη γεμάτη λεφτά.
Ποτέ δεν την πίστεψα την Μαργαρίτα, ότι δηλαδή μπορεί ένας άντρας σε μία εβδομάδα γνωριμίας να πετάξει γυναίκα και παιδιά από το σπίτι, όσο παθιασμένος και να είναι. Χρειάστηκε μια ολόκληρη κλινική να μου το επιβεβαιώσει παρουσία της ιδίας. Δεν πιστεύω ότι ο ένας ανήκει στον άλλον αλλά κάτι τέτοιες στιγμές μπερδεύομαι πού σταματά η ελευθερία και πού ξεκινά ο σεβασμός. Κάπου τον ξεχνάμε τον σεβασμό. Του μοστράρουμε μπροστά άλλες φαντεζί λέξεις, αγάπη, έρωτας, πάθος, εμπειρίες και ξεχνάμε αυτή τη ντεμοντέ λεξούλα.
Και εμείς οι γυναίκες πίσω από τη μάσκαρα και το κραγιόν είμαστε τόσο, μα τόσο ντεμοντέ. Εντάξει όχι όλες. Οι χορτάτες όμως, ναι.
Το αστείο της όλης υπόθεσης είναι ότι κάποια χρόνια μετά η Μαργαρίτα βρήκε τα χρήματα να κάνει αίτηση διαζυγίου. Μετακόμιση, νέα έπιπλα, 2 παιδιά χωρίς διατροφή δεν ήταν και εύκολα τα πράγματα. Ο κύριος της ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να της το δώσει.
Δεν έχω όρεξη για ηθικοπλαστικά μηνύματα σήμερα. Μάλλον φταίει η πανσέληνος, που κομματιάζει τις μάσκες μας.
Η αλήθεια είναι ένα δωμάτιο από παραμορφωτικούς καθρέφτες και εμείς στεκόμαστε απέναντι από εκείνον που προτιμάμε, μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα μας σπρώξει στον επόμενο. Όσες μάσκες και να σκιστούν αυτήν την πανσέληνο, πάντα θα με βλέπω μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Την καρδιά σου.
Μ’ αγαπά,
δεν μ’ αγαπά,
μ’ αγαπά,
δεν μ’ αγαπά…
μ’ αγαπά και περισσεύει και ένα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
και να γίνονταν μόνο στο δικό σου νοσοκομείο αυτά σπάρκ!
λίγο πολύ γίνονται παντού!
παντού... αλλά πού στην ευχή είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα;;;
Δημοσίευση σχολίου