Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

Ιστορία ενός πιάνου XII


Σαλώμη. Έτσι θα έπρεπε να λένε τη νύχτα. Χανόμαστε μέσα στα πέπλα της, πέφτουμε με έναν κλαυσίγελο στο βλέμμα μα δεν καταφέρνουμε να την γδύσουμε ποτέ. Όχι, πριν τελειώσει η μουσική, πριν δώσεις τη ζωή σου επί πίνακι ή αντί πινακίου. Διαλέγεις. Πάντα. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις…
Κοιτούσα τα φώτα που άναβαν, τις σκιές που ξεθώριαζαν πριν χαθούν. Όλες οι πόλεις μοιάζουν την νύχτα. σαν τους ανθρώπους. Ποιος νοιάζεται μέσα στην νύχτα; Ποιος μιλά; Ποιος είναι στ’ αλήθεια εκεί για να ακούσει;
Το αυτοκίνητο χάνονταν σε δρόμους, που μπορεί να είχα διασχίσει στο παρελθόν μα δεν αναγνώριζα. Ούτε και με ένοιαζε. Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις μες στο σκοτάδι, λιποτακτούν οι απαντήσεις. Ένοιωθα το βλέμμα του φευγαλέο επάνω μου μα δεν γυρνούσα να τον κοιτάξω. Απόψε εκείνος οδηγούσε τα βήματα.
Ένα ταξίδι για να αγαπήσω τη νύχτα, να σταματήσω να την φοβάμαι, να της αφεθώ. Η ανάσα του μετρούσε φανάρια, έστριβε σε διασταυρώσεις, μου κρατούσε συντροφιά μες στην σιωπή.
- Με εμπιστεύεσαι; Με ρώτησε ήρεμα, χωρίς να με κοιτάξει. Έσκυψε προς το μέρος μου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Έβγαλε 1 μαντίλι και μου το έδωσε.
- Κλείσε τα μάτια σου.
Το πήρα και για μια στιγμή το χέρι μου έγειρε στο δικό του. Άφησε το μαντίλι να γλιστρήσει και έβαλε το χέρι στο τιμόνι ξανά.
- Μια νύχτα, πριν φύγεις… Φοβάσαι;
Χαμογέλασα, κοίταξα τα φώτα που ξεμάκραιναν και έκλεισα τα μάτια μου με το μαντίλι. Το αυτοκίνητο επιτάχυνε μα λίγη ώρα αργότερα σταμάτησε ξαφνικά. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. Άνοιξε την πόρτα μου και μου είπε
- Έλα. Στη δική μου νύχτα.
Μου άπλωσε το χέρι.
- ακολούθησέ με.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησα. Η εσάρπα γλίστρησε από τους ώμους μου και έπεσε κάτω. Σταμάτησε, την πήρε και κοντοστάθηκε. Τον έψαξα με τα χέρια μου, τον πλησίασα και τον αγκάλιασα. Πήρε τα χέρια μου από πάνω του και προχωρήσαμε. Σταμάτησα να κρυώνω.
Σκαλοπάτια, ψίθυροι, πόρτες. Άκουγα τα τακούνια μου στο πάτωμα. Σταμάτησε και δίπλα του σταμάτησα και εγώ.
- Μείνε… Εδώ.
Άφησε το χέρι μου. Στάθηκα και σε λίγο άκουσα ένα πιάνο. Νότες που αφηγούνταν την δική τους ιστορία. Γύρισα προς τη μουσική αλλά εκείνη την ώρα ένοιωσα κάτι ζεστό στην πλάτη μου. Φως. Ζεστό να με χαϊδεύει. Έλυσα το μαντίλι μα κράτησα τα μάτια μου κλειστά. Το κορμί μου ακολουθούσε τη μουσική στο φως και το σκοτάδι.
Πώς να είναι ο θάνατος; Το πιάνο άρχισε να σβήνει ανάμεσα σε piαnissimo για να δώσει τη θέση του σε άλλα όργανα, που εμφανίζονταν το ένα πίσω από το άλλο. Ήρθε πίσω από την πλάτη μου και μ’ αγκάλιασε με όση δύναμη είχε. Η μουσική σταμάτησε και άκουγα την ανάσα του να με κυκλώνει από παντού.
- άνοιξε τα μάτια σου.
Υπάκουσα καθώς η μουσική ξεκινούσε εκκωφαντική τώρα και ο ίδιος να τραγουδά. Ο χώρος ήταν γεμάτος μουσικούς και τεχνικούς. Το μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Το σημείο που κοιτούσα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατευθύνθηκα προς την άκρη της σκηνής. Κάποιος στεκόταν στο βάθος μα στο ημίφως δεν τον ξεχώριζα καλά. Ένοιωσα ένα τράβηγμα στον αέρα και τότε συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν στην άκρη. Ένας μουσικός με είχε προλάβει. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Γύρισα αριστερά και τον είδα να πίνει ένα μπουκάλι νερό. Ξανακοίταξα δεξιά. Δεν ήταν κανένας αλλά τι ήταν όλος αυτός ο πόνος;
Προσπάθησα να στηρίξω το κεφάλι με τα χέρια μου. Αδύνατο. Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Έτρεξε προς το μέρος μου. Προσπάθησα να διακρίνω τις σκιές στο ημίφως μα δεν τα κατάφερα.
- Είσαι καλά; … Μίλα μου. Τι συνέβη;
Δεν φαινόταν τίποτε πια. Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά… Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω μου. Βαβούρα. Δεν μπορούσα να ακούσω τη σκέψη μου. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι μου και έστρεψε το πρόσωπο μου προς το δικό του.
- Μ’ ακούς; Απάντησε μου!
- Μην κάνεις τη συναυλία. Όχι εδώ. Όχι αύριο.
Γέλια. Που ολοένα και δυνάμωναν… και σιωπή, μια απέραντη σιωπή που είχε κόψει άξαφνα τη νύχτα στα δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: