Πέμπτη, Μαΐου 14, 2009

Ιστορία ενός πιάνου VI


«Ως το τέλος της νύχτας»… ως την άκρη της πόλης. Άραγε κοιμάσαι ακόμη; Τόσα χρόνια και ακόμα να μάθω να φεύγω από τα μέρη, που δεν ήμουν ποτέ. Χάνομαι εκεί που στενεύουν οι δρόμοι, εκεί που ξεθωριάζουν τα φώτα στο πρώτο φως. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη στιγμή που σπάει και γίνεται ακόμα μία ανάμνηση. Η ζωή είναι τέχνη… υποθέτω. Αλλά η τέχνη είναι πιο άγρια. Σ’ αρπάζει απ’ το χέρι. «Ή και οι 2 μας, ή κανείς!» Μα δεν χωρώ στο «2». Ποτέ δεν τα κατάφερα. «1» σαν φάρος σκοτεινός, που γυρίζει, γυρίζει σκορπίζοντας ένα χλωμό διαλείπων φως. Τη ζωή ή τη ζεις ή απλά κατεβαίνεις κάτω και παρακολουθείς σιωπηλά, πίσω από βιτρίνες, οθόνες και διαφημίσεις. Η δική μου διαφήμιση χάνεται ανάμεσα σε φανάρια και αγνώστους, που με προσπερνού

Ο οδηγός με παρακολουθεί από τον καθρέφτη. Ανοίγω την τσάντα. Βγάζω μηχανικά το κινητό Κλειστό.

- άφησε με όπου μπορείς.

Ψάχνω τα ακουστικά στην τσάντα. Ο οδηγός σταματα στην άκρη μιας διασταύρωσης.

- Ευχαριστώ

Βγαίνω. Στέκομαι. Ανοίγω το κινητό και βάζω μουσική. Χωρίς αγάπη όλοι οι δρόμοι είναι οι ίδιοι. Κοιτάζω το καμένο ρούχο. Πού είμαι; … Πόση σημασία έχει; Είναι πρωί ακόμα. Η νύχτα, που όλο ζητά, αργεί ακόμη. Κάτι με ενοχλεί. Βγάζω τα γυαλιά ηλίου και προχωρώ. Κρυώνω. Φυσά. Κοιτάζω τα χέρια μου. Σκέφτομαι το μαύρο πιάνο. Το ανοίγω στην σκέψη μου. Χαϊδεύω τα πλήκτρα. Φα, ντο, σολ, ρε, λα, μι, σι. Κάτι θυμάμαι ακόμη. Κλίμακες, συγχορδίες, αρπέζ, χρονόμετρο, κόσμος να σε παρακολουθεί. Πάντα τρέμανε τα πόδια μου κάτι τέτοιες στιγμές. Σονάτες, Πρελούντια, φούγκες. Κοιτάζω τα χέρια μου. Πώς άλλαξαν οι δρόμοι… Ό,τι αγάπησα με αυτά τα χέρια το κουβαλώ. Εμένα, τους δαίμονές μου, τις ιστορίες, τους ανθρώπους, τη ζωή και το θάνατο.

Κοιτάζω τη φιγούρα μου στις βιτρίνες. Δεν μ’ αναγνωρίζω πια. Ξέχασα πώς μοιάζω, πώς το κορμί μου τρέχει να προλάβει τις σκέψεις μου. Το ταΐζω, το πλένω, αν προλάβω το βγάζω βόλτα. Ένα σκυλί που δε λερώνει πια. Ένα σκυλί που φυλά την ψυχή μου. Βγάζω τα γυαλιά. Δεν έχει διαμαντένια κολάρα σήμερα, ούτε σκυλοπνίχτη. Χαμογελώ καθώς παλεύει να χαρεί την περασμένη γύμνια του. Ψάχνω τον ήλιο. Δε με ζεσταίνει μα με ταξιδεύει. Για αυτό ήρθα εδώ. Για το ταξίδι, έτσι δεν είναι; Και εγώ είμαι εδώ με τα πόδια καρφωμένα στη γη και τα χέρια απλωμένα στ’ αστέρια.


Δεν υπάρχουν σχόλια: