Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009

Ιστορία ενός πιάνου VIII

- Μη φεύγεις, μου είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
- Δεν πάω πουθενά. Όχι ακόμα. Όχι, πριν με μάθεις να περπατώ μέσα στη νύχτα.
- Εγώ γιατί αισθάνομαι πως είσαι πλάσμα της νύχτας; Τι έχεις συναντήσεις στις νύχτες σου;
- Ζωή… και θάνατο.. να περπατούν χέρι – χέρι. Ύπνος, που ξεγλιστρά και χάνεται. Τσιγάρα, ιστορίες, χιλιόμετρα, ονόματα χωρίς πρόσωπα. Δεν θέλω να μιλώ για αυτά.
- Λες ψέματα.
- Όχι. Δεν θέλω να μιλώ σε σένα για αυτά. Μαζί σου θέλω να ζω, όχι να αφηγούμαι ιστορίες, δικές μου ή άλλων.
- Και όμως δεν κοιμήθηκες δίπλα μου.
- Δεν κοιμάμαι ποτέ.
- Γιατί;
- Γιατί τη νύχτα που θα κοιμηθώ, θα σταματήσει το ταξίδι.
- Και είναι τόσο κακό αυτό;
- Ναι, αν σταματήσει όσο είσαι μόνος…
- Σκέφτεσαι πολύ για κάποια που θέλει να ζει….
- …. Και σίγουρα μιλώ ακόμα περισσότερο.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Μου έκανε νόημα, απάντησε και χάθηκε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού για να μιλήσει. Άναψα ένα τσιγάρο και σηκώθηκα με το τασάκι στο παράθυρο. Η φωνή έσβησε πίσω μου μαζί με το τσιγάρο.
- Συγγνώμη. Δεν θα μας ενοχλήσουν άλλη φορά. Να φέρω φρέσκο καφέ;
Έγνευσα αρνητικά.
- Πορτοκαλάδα; Κρουασάν;
Με κάθε του ερώτηση πλησίαζε και εγώ οπισθοχωρούσα γνέφοντας αρνητικά μέχρι τη στιγμή που κόλλησα στον πάγκο της κουζίνας.
- Το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας.
- Ο έρωτας είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας.
- Η παραγγελία σας λοιπόν κυρία…..

Πετάχτηκα τρομαγμένη από το κρεβάτι. Ήμουν μπερδεμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Εκείνος ξύπνησε και γύρισε από την άλλη πλευρά. Δεν έπρεπε να κοιμηθεί πάλι.
- Ξύπνα.
Τον σκούντησα ελαφρά.
- Ξύπνα σε παρακαλώ. Πού έχεις το τηλέφωνό σου;
Ανασηκώθηκε εκνευρισμένος. Εγώ είχα ήδη σηκωθεί και έψαχνα το τηλέφωνο.
- Σε παρακαλώ. Πού το έχεις; Είναι ανάγκη.
Έσκυψε και το σήκωσε από το πάτωμα, κάτω από το κρεβάτι.
- άνοιξε το. Τώρα!
Το έβλεπα στο βλέμμα του ότι είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή, που ξεκίνησαν όλα. Μάζευα τα ρούχα μου και ντυνόμουν ταυτόχρονα, όταν άρχισαν τα μηνύματα να καταφθάνουν βροχή. Τον άκουσα να μιλά στο τηλέφωνο. Τσάντα, παπούτσια. Κοίταξα το κουτί. Πολύ μεγάλο για να το πάρω μαζί.
Μια φωνή ακούστηκε πίσω μου.
- Φεύγω. Έλα μαζί μου. Το παιδί μου.
Πάγωσα.
- Δεν ακούς; Έλα!
Άφησα το κουτί πίσω μου και τον ακολούθησα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και εκείνο ξεκίνησε σαν δαιμονισμένο.
- Η κόρη μου είναι στο νοσοκομείο. Με έψαχναν και το είχα κλειστό. Εσύ φταις. Εσύ… αν δεν ήσουν εσύ, το τηλέφωνο θα ήταν ανοιχτό, θα ήξερα, θα με έβρισκαν…. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου. Κατέβα!
Το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα.
- Κατέβα!
Κατέβηκα και το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε. Άνοιξα την τσάντα έβγαλα το κινητό και το ενεργοποίησα. Τα εικονομηνύματα έφτανα κατά ριπές από τον πύργο του Άιφελ. Κάλεσα τον Χρήστο καθώς ρωτούσα τους περαστικούς την διεύθυνση που βρισκόμουν. Ανήσυχοι ήρθαν να με βρουν και επιστρέψαμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο. Δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Τους ξεφορτώθηκα στα γρήγορα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου. Απενεργοποίησα το τηλέφωνο και βούλιαξα στο κρεβάτι. Η παιδική φωνή που ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι μου «Μπαμπά, μπαμπά….», άρχισε να ξεθωριάζει και έδωσε τη θέση της σε ένα ήρεμο γουργουρητό. Με το γουργουρητό αυτό αποκοιμήθηκα.
Λίγο πριν αρχίσει το όνειρο νόμισα πως άκουσα μια φωνή «Μαμά… μαμά… κράτα με! μη με αφήνεις να πέσω» Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά μου ήταν αδύνατο. Βυθίστηκα σε έναν ύπνο βαρύ σαν τον θάνατο. Το ταξίδι μόλις ξεκινούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: