Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Ιστορία ενός πιάνου III


Έχω μια εμμονή με τα χέρια. Μ’ αυτά ανοίγω δρόμους, μ’ αυτά κυνηγώ τους
Δαίμονές μου, αφηγούμαι τις ιστορίες μου. Μ’ αυτά θυμάμαι να ζω, ξεχνώ να
Αγαπώ. Μ’ αυτά ψηλαφώντας τυφλά γυρίζω σε σένα.
Κάτι μου θύμιζε αυτό το χέρι. Κάτι που δεν πρόλαβα να θυμηθώ καθώς εκείνος μπήκε μέσα σα σίφουνας, με στρίμωξε στον τοίχο, πλησίασε το πρόσωπο μου και κλείνοντας μου το μάτι συνωμοτικά μου ψιθύρισε: «Σςςςς…. Μην πεις λέξη.», πατώντας το κουμπί του ασανσέρ.
Ήμουν και πάλι στο παιχνίδι! Δεν με είχαν καταλάβει ακόμα και ο χρόνος μετρούσε. Του ξέφυγα και άρχισα να μετρώ τα πατώματα, ψάχνοντας στις τσέπες μου. Έβγαλα ένα ταλαιπωρημένο -από την πτώση- πακέτο και τα τσακισμένα τσιγάρα. Απογοήτευση. Πού στην ευχή θα αγόραζα τσιγάρα χωρίς να ανατινάξω κάτι;
Στηρίχτηκα με την πλάτη στο ασανσέρ και έκλεισα τα μάτια. Τι δουλειά είχα εγώ εκεί; Το έσκαγα μέσα στη νύχτα σε μια άγνωστη χώρα, ανάμεσα σε λέξεις, που δεν καταλάβαινα. Το έσκαγα όπως πάντα. Το μόνο που είχα μάθει. Το μόνο που είχε μείνει από μένα. Η φυγή. Θηλιά στο λαιμό. Ακόμα ένα στοίχημα… το τελευταίο…. Μέχρι να έρθει το επόμενο… όπως πάντα.
Οι παλάμες μου άρχισαν να ιδρώνουν, ενώ ένοιωθα τα μηνίγγια μου να χτυπούν δυνατά. Πανικοβλήθηκα. Πίσω… Να προλάβω να γυρίσω πίσω, πριν με πιάσει κρίση πανικού. Με το δεξί χέρι πάνω στην καρδιά και το αριστερό στην κοιλιά μου σκεφτόμουν «εισπνοή… εκπνοή…» λυγίζοντας τα γόνατα.
Μια φωνή έσκισε τη βουή, ένα νανούρισμα με αγκάλιασε. Ήμουν σπίτι. Ξανά. Για λίγο. Μέχρι να σταματήσει το ασανσέρ. Μέχρι να σταματήσει η γη να γυρίζει. Αν σπίτι είναι εκεί που αναπαύεται η ψυχή σου τότε γιια όσο κράτησε αυτό το τραγούδι ένοιωσα πως έφτανα επιτέλους σπίτι. Μα το μόνο σπίτι, που γνώρισα ήταν ο χρόνος, σκληρός, γενναιόδωρος, σαν εμένα. Και εγώ ήμουν απλά στο πάτωμα.
Ένοιωσα το ασανσέρ να σταματά. Άνοιξα τα μάτια μου. Ήμασταν στο υπόγειο pαrking. Εκείνος βγήκε από το ασανσέρ και απομακρύνθηκε βιαστικά. Το ασανσέρ έκλεισε πίσω του και εγώ στεκόμουν εκεί, μετέωρη στη ρωγμή του χρόνου. Σηκώθηκα. Βρισκόμουν στην άκρη του γκρεμού με τα χέρια τεντωμένα ακούγοντας μια φωνή να μου ψιθυρίζει σε όλους τους τόνους «Πέφτεις;… Πέφτεις,… Πέφτεις!!!...» Πάτησα το κουμπί να βγω έξω. «Πέφτω!» Μουρμούρισα «Αν μπορείς πιασε με!» και βγήκα έξω.
Ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο: «Έρχεσαι;» «Έρχομαι.»
Ο χρόνος, που δεν μας ανήκει ποτέ. Δανεικός είναι από εκείνους που μας επιλέγουν. Μέχρι τη στιγμή που θα τον πάρουν και να φύγουν.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και σωριάστηκα στο κάθισμα.
- Και τώρα; Τι θα κάνουμε;
Με πλησίασε και κλείνοντας μου το μάτι μου ψιθύρισε
- Μην κλείσεις τα μάτια. Όχι απόψε. Όχι πριν ξημερώσει.
Έβαλε όπισθεν και χαθήκαμε. Κανένα στοίχημα απόψε. Μόνο χρόνος. Όσος
περίσσεψε. Μέχρι να ξημερώσει.






Δεν υπάρχουν σχόλια: