Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2008

Τι θα έβλεπες αν ήσουν τυφλή;


Λαθρεπιβάτης της μέρας, έκπτωτη του ονείρου, ισορροπώ στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοιτώ δεξιά. Οι επιθυμίες καλπάζουν στην άσφαλτο, διαπερνούν τα άδεια πουκάμισα. Δίχως σέλες και χαλινάρια, δίχως τρελούς στην πλάτη τους, παίρνουν φόρα και πηδούν πάνω απ’ τις 7 ασπρόμαυρες νύχτες και μετά χάνονται. Ακούγεται μόνο το ποδοβολητό τους ανάμεσα στα κορναρίσματα και τους ανθρώπους που μιλούν στα κινητά τους.

Βγάζω το δεξί μου πόδι λίγο πιο μπροστά, χαϊδεύω με το πέλμα τις μικρές καταστροφές μου. Τι θα γινόταν; Αν γλιστρούσα σε τούτο εδώ το κόκκινο; Κάποιος με σπρώχνει για να περάσει. Κοιτάζω αριστερά. Πουλιά που πετούν οι σκέψεις. Άναρχες, ανακατεύοντας τις πορείες των περαστικών ανθρώπων. Ιριδίζουσες, γκρι, μαύρες σκίζουν τον ουρανό, χάνονται στο φως για να κοτσιλίσουν τα πιο ακατάλληλα σημεία.

Με βλέπουν. Χαμηλώνω το βλέμμα στα ζωγραφισμένα κάγκελα του δρόμου. Γιατί περπατάμε ψηλαφιστά τα άσπρα κάγκελά μας; Άψυχοι, φασαριόζικοι ίπποι με προσπερνούν κορνάροντας. Η άσφαλτος ξεχύνεται μπροστά μου όμοια με μαλλιά κρυφής ερωμένης, να τ’ αρπάξω να ανέβω στο κορμί της, να μαθητεύσω στα μυστικά, στις γητειές, στο παιχνίδι. Βγάζω το παπούτσι και το αφήνω να πέσει στο δρόμο. Ακουμπώ το γυμνό πέλμα στην άκρη του πεζοδρομίου. Με βήμα κουτσό περπατείται το κόκκινο.

Ένα πράσινο φως μαχαιρώνει την παύση μου. Εμποδίζω το χρόνο, που βηματίζει ρυθμικά, κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο, με σημαίες και χρησμούς για συνθήματα, διασχίζει τα διακεκομμένα σύνορα της σύμβασης, χάνεται σε ένα ρεύμα αντίθετο. Στα χέρια μου τα κλειδιά τη φυλακής.

Μια φωνή πλησιάζει μες σ’ ένα φρενήρες πορτοκαλί. Μου πιάνει το χέρι. Αφήνω τα κλειδιά να πέσουν. Σ’ όλη αυτή τη φασαρία, δεν ακούει κανείς. Κάποιος τα παρασέρνει στις διαβάσεις με κλωτσιές. Χέρια στους ώμους μου. Γέρνω το κεφάλι δεξιά, να νοιώσω, να υπάρξω, να δω. Τα κλειδιά κομματιάζονται από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Το μαύρο που κοιτώ απέναντι μου δείχνει την κόκκινη καρδιά του που λάμπει. Μια σειρήνα προσπερνά ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένη. Κλείνω τα μάτια.

Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και γέρνω μπροστά. Τώρα. Όσο είμαι ακόμα μια στιγμή σ’ αυτούς τους δρόμους που βιάζονται από το χρόνο. Ένα χέρι στο στήθος και ακόμα ένα στη μέση μου, μ’ αρπάζουν και με τραβάνε πίσω, με σφίγγουν πάνω σε ένα σώμα αντρικό, να νοιώσω το πόθο του, την ορμή του να κομματιάζει το κόκκινο, να ξεσκίζει την ανάσα του, να με πετάει στο άβατο του έρωτα.

Τι θα γινόταν αν εκείνο το ανεπαίσθητο δευτερόλεπτο, που ριγώ φανερώνονταν και έσπαγαν οι καταρράκτες του δύο που γίνεται ένα ξανά πάνω στα stop που κανονίζουν τους δρόμους; Θα μ’ έπαιρνες στην άκρη αυτού του επίπλαστου γκρεμού, ανάμεσα στις μνήμες, που ανεμίζουν καρφωμένες στους φωτεινούς σηματοδότες; Θα άλλαζες τον κόσμο για να βρεθεί χώρος για μας; Θα πάγωνες το δευτερόλεπτο, να ανοίξει η καταπακτή κάτω από τα πόδια μας, να γυρίσουμε το μαχαίρι στην καρδιά της μοναξιάς, να πετάξουμε μια φορά ακόμα προς την ποίηση, που σπαρταρά στον δικό της επίπλαστο γκρεμό.

Γέρνω το κεφάλι μου πάνω σου. Μην ψάχνεις το σώμα μου, μην ψαχουλεύεις την ψυχή μου, μη ξελογιάζεις την επιθυμία. Όχι, αφού δεν μπορείς να με κρατάς καθώς γίνομαι άμμος να με σκορπίζουν σ’ αυτήν την αχανή έρημο που διακλαδίζεται στα πόδια σου. Όχι, αφού διαλέγεις τόση θάλασσα να σημαδεύει το βήμα μου την ώρα που γλιστρά και πέφτει απέναντι από το κόκκινο που αναβοσβήνει εκρυγνυόμενο εκεί που καθρεφτίζομαι. Όχι, δειλό, βουβό να μοιάζει με ναι καθώς μ’ αρπάζεις ακόμα μια φορά.

Δεν σ’ ακούει κανείς εκτός από μένα. Σε τούτο το σταυροδρόμι της Λωραίνης, συνάζω τα ξερόκλαδα σωρό να ‘ναι έτοιμα σαν έρθουν να με κάψουν σαν αιρετική. Ανάψτε τις φωτιές να καίγονται αυτοί που έχουν το θράσος να επιλέγουν αλήθειες μισές σε μια πραγματικότητα καθολική με εντολές απόλυτες, να υποκλίνονται ιδρωμένοι σε κείνο που κατακρημνίζεται στη ρωγμή της ύπαρξης. Φέρτε τις γραφές, να τις ανοίξουμε πάνω στα σταματημένα αυτοκίνητα, να ψάξουμε παράγραφο – παράγραφο, γραμμή προς γραμμή, αφορισμούς της υπέρβασης, ύμνους της συνέπειας που άφησα πίσω μου την μέρα που το εγώ μ’ έδιωχνε απ’ τον παράδεισο με την αμαρτία χαραγμένη πάνω μου.

Έχουμε γιορτή απόψε. Μέσα στο μεσημέρι, θα κάψουμε μάγισσες, να ξεκληριστεί η μυστικιστική λατρεία της Θεάς, σε τούτη την άφυλη αλήθεια. Έρχονται να με ζητήσουν. «Δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώσετε» Να το θυμάσαι όταν θα παραδίδεις το σώμα μου καθώς το ‘χουμε συμφωνημένο. Γι’ αυτό τα χέρια μου δεν διώχνουν τα δικά σου, γι’ αυτό δεν γυρνώ να με κοιτάξεις, να μην το σκεφτείς δεύτερη φορά, να μην μετανιώσεις, σ’ αυτήν την παγωνιά, που μας φορά καρότα για μύτες.

Ακούς. Πλησιάζουν μέσα στα χρώματα με τις δάδες στα χέρια. Μη χαλαρώνεις το σφίξιμο. Όχι ακόμα. Χέρι με χέρι να με παραδώσεις. Ακούς. Είναι τυφλά τα μάτια, δεν γνωρίζουν το διάφανο, που δροσίζει την ανάσα σου πάνω μου.

Μη με σηκώνεις από τη γη, χάνω τη δύναμή μου να υποτάσσομαι, μπήγεται η αστραπή κατάστηθα, ξεδιπλώνονται τα μαύρα φτερά σου. Θα σε δουν. Θα καταλάβουν. Πως είμαστε ίδιοι. Θα αρπάξουν και σένα. Μα δεν είναι ο καιρός σου ακόμα. Μίλα μου. Για το ανώδυνο, το σύνηθες, τη λήθη που θα γίνω όταν θα πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου. Ψιθύρισε μου λόγια ξένα, να γελαστώ πως μου μιλάς για αγάπη σε τούτη τη γιορτή του πεζοδρομίου. Δίπλα στο αυτί καθώς στέκομαι ακίνητη στα σταματημένα αυτοκίνητα, στους παγωμένους ανθρώπους, στο δευτερόλεπτο που λιποτάκτησε.

Μην ανησυχείς. Δεν γυρνώ να σε κοιτάξω. Απλά επιστρέφω φλεγόμενη στην αρχέγονη μήτρα του σκοταδιού. Κάνε ένα βήμα πίσω. Δεν θα μετακινηθώ. Δεν το κατάλαβες τόσην ώρα; Δεν στέκεσαι στο πεζοδρόμιο. Σε ξερόκλαδα στέκεσαι. Έφτασαν. Κάνε το βήμα πίσω να βάλουν φωτιά. Τώρα.

Ξέρω να τηρώ τις συμφωνίες.

3 σχόλια:

Spark D' Ark είπε...

Artist: Pascal Obispo
Album: Soledad
Year: 1999
Title: Pas Besoin De Regrets

La nature a choisi
Η φύση διάλεξε
Ses anges perdus
Τους χαμένους της αγγέλους
Et nos façons si différentes
Και τους τόσο διαφορετικούς μας τρόπους
De voir les rues
Να βλέπουμε τους δρόμους
Nos manières
Οι μανιέρες/τρόποι μας
si différentes
Τόσο διαφορετικοι
De les traverser
Να τους διασχίσεις
Et cette autre façon d'exister
Και αυτός ο διαφορετικός τρόπος ύπαρξης

Tu me l'as dit cent fois
Μου είπες εκατό φορές
Tu ne crois
Δεν πιστεύεις
que ce que tu vois
Αυτό που βλέπεις
Jour ou nuit,
Νύχτα ή μέρα
c'est pareil pour moi
Είναι το ίδιο για μένα
Je te vis sans te voir
Σε ζω δίχως να σε βλέπω

J'ai pas besoin de regrets
Δεν έχω ανάγκη τις τύψεις
Et surtout pas
Και ειδικά όχι
d'être seul pour être libre
Να είμαι μόνος για να είμαι ελέυθερος
J'ai pas besoin de regrets
Δεν έχω ανάγκη τις τύψεις
Quand tu me donnes
Όταν μου δίνεις
encore la force de vivre
Ακόμα τη δύναμη να ζω
J'ai pas besoin de regrets
Δεν έχω ανάγκη τις τύψεις
Car la lumière n'éclaire pas
Γιατί το φως δεν φωτίζει
tous les chemins
Όλους τους δρόμους
Mais plus que tes yeux
Αλλά περισσότερο τα μάτια σου
dans les miens
Μέσα στα δικά μου
De croire en ton amour
Να πιστέψουν μέσα στην αγάπη σου
J'ai simplement...
Έχω απλά
Simplement besoin
Απλά ανάγκη

La nature a choisi
Η φύση διάλεξε
Ses anges d'ici
Τους αγγέλους της του εδώ
Et nos façons si différentes
Και οι τρόποι μας τόσο διαφορετικοί
De voir la vie
Του να βλέπουμε τη ζωή
Et ses manières
Και τους τρόπους της
si différentes
Τόσο διαφορετικούς
De la traverser
Να τη διασχίζουν
Tellement d'autres
Τεντελώς διαφορετικοί
façons d'exister
Τρόποι να υπάρχουμε

Tu me l'as dit cent fois
Μου είπες εκατό φορές
Tu ne crois
Δεν πιστεύεις
que ce que tu vois
Παρά μόνο αυτό που βλέπεις
Jour ou nuit,
Μέρα ή νύχτα
c'est pareil pour moi
Είναι το ίδιο για μένα
Je te vis sans te voir
Σε ζω δίχως να σε βλέπω

J'ai pas besoin de regrets
Δεν έχω ανάγκη τις τύψεις
Et surtout pas d'être seul
Και ειδικά να είμαι μόνος
pour être libre
Για να είμαι ελεύθερος
J'ai pas besoin de regrets
Δεν έχω ανάγκη τις τύψεις
Quand tu me donnes
Όταν μου δίνεις
encore la force de vivre
Ακόμα τη δύναμη να ζω
J'ai pas besoin de regrets
Δεν έχω ανάγκη τις τύψεις
Car la lumière n'éclaire pas
Γιατί το φως δεν φωτίζει
tous les chemins
Όλους τους δρόμους
Mais plus que tes yeux
Αλλά ακόμα περισσότερο τα μάτια σου
dans les miens
Μέσα στα δικά μου
De croire en ton amour
Να πιστέψω στην αγάπη σου
J'ai simplement...
Έχω απλά
Simplement besoin
Απλά ανάγκη

Ανώνυμος είπε...

Τώρα που έχουν πάρει φωτιά τα πιινέλα σου και πριν να στεγνώσουν και ξεραθούν οι μπογιές σου, μη σταματάς να ζωγραφίζεις...

Spark D' Ark είπε...

Για να το λες, κάτι παραπάνω θα ξέρεις.
Για να δούμε, ξεραθήκαν σε τούτη τη φωτιά τα χρώματα ή το παλεύουν ακόμη;
Ακόμα μια ιστορία λοιπόν, μέσα στη νύχτα μόλις ανέβηκε. nocturne.
Καληνύχτα.