Δευτέρα, Μαΐου 11, 2009

Ιστορία ενός πιάνου Ι

Έχει ένα παράξενο αέρα τούτο το απόγευμα. Μ’ ανατριχιάζει καθώς μ’ αρπάζει και εγώ ανήμπορη παίρνω τους δρόμους. Μέρες τώρα προσπαθώ να μαζέψω τις αδέσποτες σκέψεις μου κάτω από μαξιλάρια, σταχτοδοχεία, χρωματιστές μύτες μαρκαδόρων και αμέτρητες κόλλες λευκές. Μα εκείνες, αλήτικες και λάγνες, μου βγάζουν τη γλώσσα κοροϊδευτικά καθώς παίζουν στην σκιά σου, μπερδεύονται στα πόδια σου, χορεύουν στην μουσική των βημάτων, της ανάσας, των δρόμων που ανοίγεις και εγώ ζωγραφίζω τόσα χιλιόμετρα, λέξεις, μουσικές και σιωπές μακριά.

Ένα μαύρο πιάνο με ουρά όλη σου η ζωή και η μουσική σου σκορπισμένη σε πεντάγραμμα. Σε θυμάμαι να κοιμάσαι γαλήνιος και εγώ να γράφω στο πιάνο, πάνω στα πεντάγραμμα, να προλάβω το φως που γλιστρούσε ανάμεσα στα δάκτυλα μου, να ζωγραφίσω ακόμα 1 ψευδαίσθηση, ακόμα ένα παραμύθι. Έγραφα για ανθρώπους, σκιές, αγγίγματα που μας προσπέρασαν και ανάσες που περιμένουμε να έρθουν. Ερασιτέχνης της ζωής είμαι, πώς αλλιώς να αγαπήσω;

Διάβαζα τις νότες σου, τις μελωδίες, τα βήματα σου στις ζωές των αγνώστων που συναντάς. Άνοιξα το πιάνο. Μπήκα στον πειρασμό να παίξω. Έκλεισα τα μάτια και άγγιξα τα πλήκτρα. Σ’ άκουσα να παραμιλάς στον ύπνο σου. Ακόμα μια ιστορία ανάμεσα στις νότες και το πεντάγραμμο γέμισε παύσεις. Σηκώθηκα και άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί και το καλύτερό σου ποτήρι. Η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι μικρές πολυτέλειες που αφήνουμε στον εαυτό μας. Η τέχνη της ζωής ήταν πάντα να ξέρεις να ξεχωρίζεις και να επιλέγεις τις πολυτέλειες σου. Και για τους λίγους, τους αγαπημένους των Μουσών, να ξέρουν πότε και πώς να φεύγουν.

Αλλάζει άραγε η ιστορία από τον τρόπο που επιλέγεις να την θυμάσαι, από τον τρόπο που αγαπάς να την αφηγείσαι; Αλλάζουν οι άνθρωποι από τον τρόπο που επιλέγεις να τους ζεις;


Πάντα έβρισκα φρικτά τα μέρη που συναγελάζονται τα επώνυμα των ανθρώπων. Ο γονιδιακός σνομπισμός μου σε συνδυασμό με την διακριτική αγοραφοβία μου ανακάλυπταν πάντα μια οριακά πιστευτή δικαιολογία για να ξεγλιστρώ από γνωστούς και αγνώστους. Δεν ήταν η πρώτη φορά λοιπόν, που μου την είχαν στημένη για να με πάρουν σηκωτή για ακόμα ένα πάρτι. Είχαν ήδη στοιχηματίσει σχετικά με το πόσα δευτερόλεπτα θα τους έπαιρνε να το καταλάβουν ότι έχω εξαφανιστεί.

Φτάνοντας στην είσοδο νόμισα πως άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Γύρισα το κεφάλι μου μα δεν ήταν κανείς. Οι γνωστοί μου νόμισαν ότι ήδη έλεγχα τις εξόδους κινδύνου και με άρπαξαν και μπήκαμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο. Στριμωχτήκαμε στο χλιδατα κιτς ασανσέρ και κατευθυνθήκαμε στον τελευταίο όροφο. Το καλό με τα επώνυμα είναι ότι όλοι έχουν από ένα αλλά εκείνα των μικρών ανθρώπων παρκάρουν πάντα πιο εύκολα. Η βαρετή δουλειά μου την μέρα και ένα ψευδώνυμο τις νύχτες, προστάτευαν καλά την αδιαφορία προς το πρόσωπό μου.

Κρύφτηκα πίσω από ένα ποτήρι σαμπάνιας και βγήκα στη βεράντα. Σίγουροι πως δεν μπορούσα να το σκάσω από εκεί, με άφησαν στην ησυχία μου. Το Παρίσι τη νύχτα είναι υπέροχο. Άνοιξα την τσάντα μου και άναψα τσιγάρο. Όπως η νύχτα αγαπά τις μεγαλουπόλεις και κρύβει την ασχήμια τους, με τον ίδιο τρόπο ο καπνός αγαπά τους ανθρώπους. Έριξα μια ματιά στις ετερόφωτες σκιές ξεφυσώντας τον καπνό και γύρισα στην πόλη που απλώνονταν στα πόδια μου. Προσπάθησα να θυμηθώ πόσες φορές ανέβαλα το ταξίδι στην πόλη μου.

Από μικρή είχα τη διαίσθηση πως αυτή η πόλη είναι το πεπρωμένο μου. Πώς να κρύψεις τη γύμνια σου στα σταυροδρόμια της ζωής σου; Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως όλες οι αλήθειες μου, όλες οι στιγμές μου… γυμνές ήταν. Μου πήρε χρόνια να σταθώ σε εκείνο το μπαλκόνι, απέναντι στα φώτα, γύρισα την πλάτη μου στα φώτα και έκλεισα τα μάτια χαμογελώντας. Εκείνη την στιγμή ένας άκουσα ένα θόρυβο και σωριάστηκα στο πάτωμα. Άρχισα να γελώ νευρικά καθώς μύριζα τον καπνό και αναρωτιόμουν τι καίγεται Μαλλιά; Όχι. Ρούχα; Καθώς ψαχνόμουν, σκεφτόμουν ότι η ζωή μου είχε ένα μικρό προβληματάκι με τις μεταφορικές έννοιες. Το ήξερα ότι ανέκαθεν ήμουν φλογερή γυναίκα αλλά δεν είχα υπόψη μου και το λαμπαδιασμένη. Ένα κάψιμο στην κοιλιά μου και μια τρύπα, που μεγάλωνε απειλητικά, υπέδειξε το καμένο τσιγάρο. Όφειλα να ομολογήσω ότι η αντικαπνιστική εκστρατεία ήταν πολύ πιο δυναμική από ότι περίμενα.

Μια μαύρη σκιά με σήκωσε και πριν προλάβω να συνέλθω από την ψυχρολουσία, χάθηκε μέσα στο πάρτι. Χαμογέλασα καθώς όφειλα να παραδεχτώ πως όντως υπήρξε μια σπίθα ανάμεσα μας από την πρώτη στιγμή.


2 σχόλια:

Adamantia είπε...

Mη βάζεις μουσικό διάλειμμα καλή μου στο καλύτερο!
Μετά τι έγινε?

Spark D' Ark είπε...

παρε καφέ +έλα να σου πω την συνέχεια...