Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010

Δε μιλώ για 1 νύχτα εγώ.... Δε μιλώ για 1 βράδυ εγώ.



Με λένε Μαρία, Ελένη, Γεωργία… Διάλεξε όνομα εσύ. Έχω μάθει να απαντάω σε όλα. Έχω μάθει να σωπαίνω, να σκύβω το κεφάλι και να προχωρώ. Να κάνω πως δεν κατάλαβα, δεν άκουσα και να δουλεύω πέρα από τα ωράρια. Νύχτωσε και απόψε. Στέκομαι στη δουλειά μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι κάτω από τα φώτα που δε σβήνουν ποτέ.  Οι κότες σ’ αυτό το κοτέτσι δεν κοιμούνται ποτέ.
Το κτήριο συνήθως είναι παλιό. Λίγο πριν ξημερώσει καθαρίστριες ξεκινούν με τους κουβάδες και σφουγγαρίζουν για να δουν αμέσως τον κόσμο να πατάει με λάσπες τους πάνω στο βρεγμένο ακόμα πάτωμα. Βουβές, αρχίζουν από την αρχή και στη συνέχεια προχωρούν παρακάτω. Έχουν μια παράξενη σιωπή αυτά τα μέρη και ας μην ησυχάζουν ποτέ.
Συνήθως δουλεύουμε στις άκρες της πόλης. Όσο και αν μας χρειάζονται και να μας θεωρούν δεδομένους, δεν θέλουν να μας βλέπουν. Είμαστε εκεί για τους άλλους. Ένα παράξενο πράγμα… Όσο και να φωνάζουν, πάντα μέσα στο βλέμμα τους γυαλίζει η ανάγκη να βρίσκονται από την άλλη πλευρά της πόρτας. Να κλείσει η πόρτα και αυτοί να στέκονται ασφαλείς πίσω, με τους υπόλοιπους, με ένα σφίξιμο στο στήθος, με μια στυφή ενοχή για την τύχη τους.
Αδελφή, εε…εσύ, απαντάω σε όλα. Βαριέμαι να εξηγώ. Κουράστηκα. Βαρέθηκα. Απλά κάνω τη δουλειά μου. Και όταν τελειώνω και δίνω τις τελευταίες οδηγίες, η χαριστική βολή « και ο γιατρός πότε θα έρθει;» Και τότε θέλω να βγω έξω, να ανάψω τσιγάρο και να αρχίσω να γελάω, με έναν τελευταίο κλαυσίγελο για τις ώρες που διάβασα, για τις ατέλειωτες εξετάσεις, τα γαλλικά και το πιάνο, το θέατρο και τα χαμένα μου όνειρα.
Δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα και να δουλεύεις νύχτες κάτω από αυτά τα φώτα. Ειδικά στις αρχές. Μετά μαθαίνεις. Σε ποιες γωνίες μπορείς να κρυφτείς, να καπνίσεις, να πεις ένα αστείο, να πάρεις μία ανάσα πριν συνεχίσεις ξανά. Περνούν τόσοι άνθρωποι από εκεί. Σαν σε ένα τραίνο που σταματά μόνο για λίγο και ανεβάζει και κατεβάζει ανθρώπους σε κάθε στάση. Και εμείς όμηροι, να μην κατεβαίνουμε ποτέ. Να ταξιδεύουμε ανάμεσα στους αγνώστους, μέχρι τη στιγμή που νομίζεις ότι ο χρόνος παγώνει στο βλέμμα τους και τότε αρχίζουν να μοιάζουν όλοι μεταξύ τους. Ονόματα, πρόσωπα και ιστορίες….
Με πληρώνουν -ολοένα και λιγότερα- για να ακούω ιστορίες. Μελετάω χρόνια τώρα για να τους βοηθώ να πουν την ιστορία σωστά. Να γεμίσω τα κενά, να τα καταγράψω σε χαρτιά, που αφού σκονιστούν αρκετά, θα πεταχτούν στα σκουπίδια. Κατά βάθος αυτό ήμουν πάντα. Ένα βιβλίο γεμάτο ιστορίες. Άλλες ψεύτικες και άλλες αληθινές. Σαν τους ανθρώπους.
Τις ακούς; 
Την ώρα που εσύ κοιμάσαι, γελάς, ερωτεύεσαι σε πείσμα όσως συμβαίνουν, κάποιοι,κάπου, καταγράφουν τις ιστορίες των άγνωστων ανθρώπων. Δεν έχει σημασία το όνομά τους. Μόνο το πόσο ακόμα θα ακούμε τις ιστορίες τους, πόσο θα μας ενδιαφέρει. Εκεί στην άκρη της πόλης. Κάτω από τα φώτα που δεν σβήνουν ποτέ.



Όσο Mπορείς  

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου
όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ'  εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Κωνσταντίνος Καβάφης


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Δεν υπάρχουν σχόλια: