Προσπάθησα να απελευθερωθώ από τα χέρια του μα δεν με άφηνε και ο πανικός μου μεγάλωνε. Με τράβηξε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Έχανα τον έλεγχο. Έχανα εμένα και αν συνέχιζα έτσι θα έχανα και το μωρό. Δεν μπορούσα να τα πω όλα αυτά στον Χρήστο. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Πήγα στο δωμάτιο. Ο χρόνος σταμάτησε. Δεν ξέρω πόσην ώρα ήμουν εκεί αλλά είδα τον Αιμίλιο να μπαίνει. Ήμουν σε παράκρουση. Ήταν πλέον επίσημο.
Με πλησίασε και με αγκάλιασε και άρχισε να με χαϊδεύει στην πλάτη. Ήταν εκεί μαζί μου. Εκείνη τη στιγμή. Κατάφερε να με ηρεμήσει, μου σκούπισε τα μάτια και μου είπε
- Δεν ήταν η πρώτη φορά, έτσι δεν είναι;
Έγνεψα αρνητικά. Δεν είπε τίποτα. Με βοήθησε να σηκωθώ και
πήγαμε στο σαλόνι. Εκεί μας περίμενε ανήσυχος και φοβισμένος ο Χρήστος. Ο Αιμίλιος μας άφησε και πήγε στην κουζίνα ενώ ένοιωθα ότι μας παρακολουθούσε. Δεν μιλούσαμε. Ο Αιμίλιος επέστρεψε με ένα ποτήρι χυμό και ένα παγωτό. Μου έδωσε το χυμό και όταν τον άφησα στο τραπεζάκι, τον πήρε και μου τον πρόσφερε πάλι.
- Σου χρειάζεται, μου είπε.
Τον ήπια με το ζόρι. Κάθισε στον καναπέ και ξάπλωσα στα πόδια
του. Ο Χρήστος ήταν ακόμα ανήσυχος. Τα μάτια μου βάραιναν. Αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου