Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2008

Όταν κοιμηθούν όλοι... θα έρθεις να παίξουμε;


Ένας έρωτας ζωσμένος με εκρηκτικά σερνόταν ανάμεσα στις καρέκλες της πλατείας. Ο Λημνιός ρύθμιζε τα φώτα. Χαμήλωσε τη μουσική και άφησε έναν προβολέα μόνο. Ημίφως. Κάθισα στην καρέκλα και έκλεισα τα μάτια. Άκουγα τη μουσική και προσπαθούσα να αυτοσυγκεντρωθώ.

Κάποιος μου έκλεισε τα μάτια με ένα μαντίλι. O Λημνιός είχε όρεξη για παιχνίδι. Δεν μίλησα. Η μουσική άρχισε να δυναμώνει. Ένοιωσα τα χέρια του στο λαιμό μου και μία φωνή να μου ψιθυρίζει.

- Θέλεις να παίξουμε;… Αν πω «μπαμ», αλήθεια, πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις;

Το χέρι του, που χάιδευε το πρόσωπό μου, σημάδεψε τον κρόταφό μου.

- Μπορείς να με βρεις μέσα στο σκοτάδι; Αν απλώσεις το χέρι σου, θα με πιάσεις; Θα με κρατήσεις; Σςςςς…. Άκου. «Δώσει ημίν, τούτον τον ξένον.» Τους βλέπεις, που περνούν με τα κεφάλια σκυφτά; Να σου πω ένα μυστικό; Δεν ήλθαν για μέσα. Εσένα ζητούν.
Εσένα. Είναι οι εφιάλτες σου και είμαι τροχονόμος απόψε. Ποιος έχει προτεραιότητα; Θες να κάνουμε το μαύρο μια φωτεινή πασχαλίτσα; Θες να ανοίξω το κουτί που ‘χω κλείσει τη φωνή σου;

Άφησε ένα κουτί στα χέρια μου. Ένα μικρό, ξύλινο, σκαλιστό κουτί. Το άνοιξα και ακούστηκε μια κραυγή. Το έκλεισα τρομαγμένη. Το έκλεισα αμέσως. Έβγαλα το μαντίλι από το πρόσωπό μου αλλά ήταν σκοτάδι. Πέταξα το κουτί στο πάτωμα. Η φωνή άρχισε να ουρλιάζει ξανά και ένα φως να ανάβει γύρω της. Το έβλεπα ανοιχτό σε μια γωνιά της σκηνής.

Σηκώθηκα από την καρέκλα να το κλείσω πάλι. Τα αυτιά μου πονούσαν από την κραυγή που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Έβαλα τα χέρια στα αυτιά μου. Κάποιος πίσω μου, μου τα έπιασε και με ανάγκασε να γονατίσω στη σκηνή. Για μια στιγμή γύρισα και είδα το πρόσωπο του Στέφανου. Δεν μπορούσα να φωνάξω μα η φωνή στο κουτί δυνάμωνε, μαζί με το φως που την περικύκλωνε.

Ο Στέφανος με ταρακούναγε και εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: