Σάββατο, Μαΐου 17, 2008

Βασίλης Θαλασσινός: Οικογενειακή Υπόθεση

























































































































Το μονοπάτι είναι υγρό. Το μονοπάτι
είναι μια γαλλική
κασερότρυπα. Ο εν λόγω τυχαίος μαλάκας
δεν επιθυμεί να
παραμείνει άλλο στο πανδοχείο των
ηδονών. Το στόμα,
του τα ψιθύρισε όλα για το μονοπάτι και
τους φαντεζί
αγρούς κατά το νότο.

Το κόκκινο παράθυρο είναι ανοιχτό.Ο
πατέρας μου είναι
ξαπλωμένος στο παλιό διπλό γαμήλιο
κρεβάτι με τις
κουβέρτες ως το στήθος και τα χέρια
του γαντζωμένα
πάνω στο τηλεκάτι. Όλο το πειράζει αυτό
το τηλεκάτι
και μουρμουρίζει βρισιές, σαν μικρά
αυτοσχέδια
ποιηματάκια (με ξεκάθαρη τη διάθεση
για εσωτερική
κατανάλωση, ούτε καν στο τηλεκάτι δεν
τα ξεστομίζει),
ή σαν μικρές ατάκες ελπίδας που
μπαίνουν όλες μαζί σε
μια τεράστια λοτταρία παρέα με
εκατομμύρια άλλες ευχές
εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων. Έτσι πάνω
κάτω τη βγάζει
καθαρή και ο πατέρας μου. Ίσως βοηθάει
και το ποτό
βέβαια εν προκειμένω. Γιατί δεν ξέρω αν
έχετε υπόψιν
σας, αλλά ο πατέρας μου είναι γερό
ποτήρι. Φουσκώνει
που και που το στομάχι και ενίοτε
πρήζεται και το
συκώτι του και σταματάει για κανα
τρίμηνο, αλλά ποτέ
μα ποτέ δεν εγκαταλείπει οριστικά. Και
αν θέλετε και
τη δικιά μου γνώμη, πολύ καλά κάνει.
Μάθετε τώρα τι
είχε κάνει ο δικός μου ένα βράδυ
μεθυσμένος. Είχε πάει
με κάτι φίλους στον άγιο Λουκά (βλέπε
παλιό
νεκροταφείο) στον τάφο του γέρου του
και του χε κάνει
καντάδα. Μάλιστα, έτσι ξηγήθηκε στον
παππού. Και έχω
ακούσει και για πατεράδες φίλων μου
που και αυτοί το
θάνατο των δικών τους πατεράδων τον
έχουν ντύσει με τα
γαμπριάτικα και τον έχουν γιορτάσει,
τον έχουν
μεθύσει, τον έχουν ξεγελάσει ώσπου τον
ξορκίσανε
τελείως. Τέτοιος άνθρωπος είναι και ο
πατέρας μου.

Το κόκκινο παράθυρο είναι ανοιχτό.
Στην ίδια γωνία η
ξύλινη σόμπα στεγνώνει τη
φρεσκοπλυμμένη μπουγάδα της
μάνας μου. Το χιόνι απ έξω έχει
σκεπάσει τα πάντα. Τα
δέντρα στο ρέμα είναι όλα
ξεπουπουλιασμένα, και η
μουριά και τα βρωμόδεντρα και ο μάης
είναι ολόγυμνα με
το χιόνι να βαραίνει τα κλαδιά τους.
Αφήνω ένα μικρό
πεοπίδακα από ούρα να διαγράψει τη
συνηθισμένη
τοξοειδή τροχιά του και να κιτρινήσει
μια μικρή
επιφάνεια δυο μέτρα κάτω απ το κόκκινο
παράθυρο.

Ο μπαρμπα Γιώργος γιορτάζει σήμερα.
Σήμερα ο τυχαίος
άνθρωπος πήρε το δρόμο που βγάζει στις
στέρνες και
πάει μακριά, πολύ μακριά. Είναι ένας
μεγάλος δρόμος με
πεσμένα φύλλα που φτάνει στο σπίτι σου
και ακόμα πιο
κάτω, ως τη νεκρή πόλη. Ο ήλιος από εδώ
και στο εξής
δεν θα δύει για τον τυχαίο άνθρωπο. Τα
σύννεφα θα
πηγαίνουν και θα ρχονται και αυτός
εκεί, καταμεσίς
του ουρανού θα φέγγει καβλωμένος,
αιώνιος. Ο ήλιος
είναι αιώνιος στο μη τόπο.

Τους ανθρώπους των λεωφορείων τους
φοβάμαι. Τους
ανθρώπους των λεωφορείων τους
ντρέπομαι. Κάθομαι ήσυχα
σε μια μονή θέση και κάνω πως κοιτάω απ
το παράθυρο,
κάνω πως σκέφτομαι, ενώ δεν βλέπω και
δεν σκέφτομαι
τίποτα και κανένα Περιμένω καρτερικά
να τελειώσει η
διαδρομή.

Πήρε τη χακί τσάντα και έβαλε τον
αριστερό του ώμο από
κάτω, έγνεψε ένα χαιρετισμό και άφήσε
ένα αχνό�
γεια�σε αγαπώ�να αντηχήσει ανάμεσα σε
ανθρώπους
άγνωστους.

Τη θυμάμαι ολόγυμνη στην άκρη του
παραθύρου να
χαζεύει την πόλη
Τα πόδια της είναι μακριά, τα πόδια της
είναι λεπτά ,
όμορφα, ακατέργαστα, μοντέρνα,
ριγέ�καταλαβαίνεις? Και
αυτή δε μ άντεξε πολύ, πάνω κάτω δυό
μήνες τίγκα στο
πάθος και τον έρωτα. Είχα πάει με
κάμποσες πουτάνες
πριν τη γνωρίσω και είχα μια υποψία για
το τι σημαίνει
γαμήσι από την εμπειρία μου με όλες
αυτές τις
κοινωνικούς λειτουργούς, τις σίγουρα
παραγνωρισμένες(για να μην αναφερθώ
στα καθημερινά
σεμινάρια αυτομόρφωσης πάνω στη
θεματική του σεξ και
των φαντασιώσεων του ερωτικού
υποκειμένου). Αυτή όμως
ήταν το κάτι άλλο, θέλω να πω, της είχα
δώσει κάμποσες
σημασίες παραπάνω, ακριβώς σαν αυτές
που παραχωρεί ο
ερωτευμένος έφηβος στο κορίτσι του.
Το πώς ταιριάξανε τα χνώτα μας και πώς
βρεθήκαμε να
συζούμε δεν το κατάλαβα. Αυτό που
καταλάβαινα όμως με
βεβαιότητα εξαρχής ήταν πως την ήθελα
δικιά μου,
ολοδικιά μου και ότι ήμουν έτοιμος να
φτάσω ακόμα και
σε ακρότητες για να την κρατήσω. Όχι
ότι κατάφερα και
τίποτα βέβαια, όλα τελείωσαν το ίδιο
ξαφνικά και βίαια
όπως ακριβώς ξεκίνησαν. Οι κρίσεις
ζηλοτυπίας από
μέρους μου που γίνονταν όλο και πιο
συχνές απλά
ενδυνάμωναν τις δικιές τις
αντιστάσεις και άμυνες. Η
ρήξη δεν θα αργούσε να έρθει και να
συμπαρασύρει
καθετί όμορφο.
Αυτό το φιλί στο λαιμό που της έδωσε ο
Θανάσης εκείνο
το καταραμμένο βράδυ στη σχολή χορού
ήταν η γαμημένη η
αφορμή που έψαχναν οι ανασφάλειές μου
για να βγουν στη
φόρα. Όχι ότι υπήρχε κανένας σοβαρός
κίνδυνος από
μέρους του Θανασάκη, που φαινόταν
πάντα να τρέφει μια
αγάπη παιδική για την γυναίκα που εγώ
ήθελα να έχω ες
αεί ερωμένη. Ο δύστυχος ο Θανάσης
πραγματικά την έκανε
πολύ κέφι, και ο δίχως ανταπόκριση
έρωτας που ένιωθε
έμοιαζε να είναι κατά ένα παράδοξο
τρόπο η σκληρή
απάντηση στην εκθηλυμμένη φύση του.
Μάταια πάλευε για
να τραβήξει το ενδιαφέρον της και να
κερδίσει έστω και
λίγη από την εύνοιά της τις ίδιες
στιγμές που εγώ,
λίγο πολύ χαιρέκακα, την θώπευα
μπροστά στα γεμάτα
αγωνία μάτια του.
Τώρα πια νομίζω πως κανείς απ τους δυό
μας δεν
στάθηκε αρκετά τυχερός μαζί της. Μέτα
από αυτό το
στενάχωρο για όλους βράδυ της δικιάς
μου
αδικαιολόγητης έκρηξης ακολούθησαν
μερικές βδομάδες
ανώφελες, σαν αυτές που απαιτούνται
για να εκκολαφθεί
ο χωρισμός του ζεύγους. Όταν μου ζήτησε
να μείνει μόνη
της μια αποφράδα νύχτα, εννοώντας
φυσικά να μείνει
μόνη της και μακριά μου για κάθε νύχτα,
αποφάσισα πως
έπρεπε να αυτοσχεδιάσω το πρώτο μου
μεθύσι. Έτσι
λοιπόν κίνησα πολύ περήφανος για ένα
καταγώγι είκοσι
μέτρα πιο κάτω απ το σπίτι της. Το μέρος
είχε τη φήμη
ντρόγκας και απ ότι διαπίστωσα και
μόνος μου μάλλον
δικαιολογημένα . Αμάθητος καθώς ήμουν
στα πιώματα
άρχισα ήδη να ζαλίζομαι με το δεύτερο
ούζο και
συνέχισα καταστρώνοντας μεγαλεπήβολα
σχέδια για να την
ξανακερδίσω. Στο πέμπτο ποτό
σερνόμουνα και είναι άξιο
λόγου το πώς κατάφερα να περπατήσω τη
μικρή υπό
φυσιολογικές συνθήκες διαδρομή ως το
σπίτι της. Εκεί,
έξω απ την είσοδο της πολυκατοικίας
συναντήθηκα μ αυτό
που λένε δραματοποίηση των
καταστάσεων και μαζί της
ξεκίνησα το μακρύ ταξίδι ως τον
τέταρτο όροφο και το
νοικιασμένο τεσσάρι . Πρέπει να ξέρασα
αρκετές φορές
σε γωνίες, διαδρόμους και στις σκάλες
προτού τρακάρω
την πόρτα της. Θυμάμαι τη γροθιά μου να
πασχίζει να
χτυπήσει το κλασικό τοκ, τοκ, τοκ�και
αδύναμη κατόπιν
να εγκαταλείπει πέφτοντας και
παίρνοντας μαζί και το
υπόλοιπο σώμα. Σωριάστηκα φαρδύς
πλατύς στη μέση του
διαδρόμου ημιλυπόθυμος και
τρομαγμένος. Όταν άνοιξα τα
μάτια καρφώθηκα στο αστείο καπελάκι
του μπάτσου που
καθόταν με τα χέρια στη μέση, ακριβώς
από πάνω μου. Ο
ιδιοκτήτης πιο δίπλα ωρυόταν πως είμαι
πρεζόνι και
ζητούσε από τον αστυφύλακα να με
συλλάβει και να με
οδηγήσει στο τμήμα. Ακόμα αναρωτιέμαι
αν αυτό το
κατακάθι της τάξεως των εισοδηματιών
δεν καταλάβαινε
πως πρόκειται για μεθυσμένο η μιλούσε
έτσι εσκεμμένα
από εμπάθεια για ανθρώπους
αλλιώτικους απ τον ίδιο και
τους ομοίους του. Ευτυχώς οι μπάτσοι
έκριναν πως αυτό
που χρειαζόμουν ήταν μια πλύση
στομάχου παρά το
κρατητήριο. Με χώσανε στο ασθενοφόρο
και με πήγαν στο
νοσοκομείο που εφημέρευε. Και μέσα σε
όλο αυτό το χαμό
η αγαπημένη μου δεν είχε καμιά
απολύτως συμμετοχή,
συνέχισε το βαθύ και ήσυχο ύπνο της
μέχρι το επόμενο
πρωινό οπότε ο νοικάρης ειδοποίησε
τους δικούς της και
αυτοί έντρομοι της απαγόρευσαν κάθε
σχέση μαζί μου.
Αναπολώ ακόμα πολλές φορές τα ωραία
γαμήσια που
ρίχναμε στα φωτεινά δωμάτια του
σπιτιού της, σκηνές
που μου χουν εντυπωθεί ασπρόμαυρες
κάπως σαν σε film
noir.

Δεν υπάρχουν σχόλια: