Κυριακή, Μαΐου 18, 2008

ΝΥΧΤΕΣ ΒΡΟΧΗΣ (4 ΣΚΗΝΗ)


Σκηνή 4η

(fade in. Η γυναίκα κάθεται στον γραφείο με τον υπολογιστή. Δακτυλογραφεί και μιλά ταυτόχρονα)

Γυναίκα : Σάββατο μεσημέρι. Έλα. Έχω ψήσει καφέ. Έκανα και για σένα. Όπως θα περνάς από κάτω, θα τον δεις να αχνίζει στο περβάζι. Μόνο βιάσου γιατί θα γεμίσουμε μύγες. (Σταματά να δακτυλογραφεί) Δεν ξέρω πώς τον πίνεις. Μυρίζει όμως ωραία. Πήρα και τσιγάρα. Έπλυνα τις βεράντες. Έκανα κοτσίδες τα μαλλιά μου και περιμένω. Να κοιμίσεις το μωρό και να ‘ρθείς. (Κλείνει τον υπολογιστή). Χαμήλωσα τις γρίλιες και σε περιμένω. (Σηκώνεται και πλησιάζει έναν αόρατο παράθυρο).Ο μπαμπάς και η μαμά πήγανε για μπάνιο στη θάλασσα.

(Στην άλλη άκρη της σκηνής ακούγεται ο Αλέξης στο ημίφως. Φορά καμπαρτίνα και δεν φαίνεται καθαρά. Δεν υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ τους. Στο βάθος ακούγεται η βροχή, η οποία σβήνει με fade out..)

Αλέξης : Ακολουθώ τα βήματά σου μες στη βροχή. Περπατώ σιγά. Δε βιάζεται η βροχή. Δε βιάζομαι ούτε εγώ να σε φτάσω. Σε φοβάμαι. Φοβάμαι το βλέμμα σου. Τις ατέλειωτες μικρές συνομωσίες, που στριμώξαμε σε σύστημα δυαδικό. Περπατώ μόνος. Και σου μιλώ ξανά. Όπως τότε. Όπως κάθε στιγμή δική μας. Περπατώ και ο δρόμος δεν τελειώνει ποτέ. Χιλιάδες δρόμοι να κάνω πως χάθηκα, να πω πως σε ξέχασα.

(Η γυναίκα παίζει μηχανικά με ένα κινητό όσο μιλά. Το πετά αδιάφορα σε μια άκρη)

Γυναίκα : Άργησες. Άργησες και αυτό το μεσημέρι. Θα ξεπλένεις τα πιάτα, να τα βάλεις στο πλυντήριο. Παντρεύτηκες και ‘συ. Σε πήγαν στην εκκλησία, που τόσο ήθελες ενδόμυχα, και υπέγραψες «υπεταξάμην»… Πού έχω βάλει το τασάκι; Συννέφιασε. Τις πήρα τις φωτογραφίες σου. Άρχισες να εμφανίζεις και ‘συ όπως όλοι τις φωτογραφίες. Έβγαλα το τηλέφωνο από την πρίζα. Ένας μικρός ναυαγός, που ζητιανεύει λίγη θάλασσα να βγει πάλι στο ταξίδι.

(Ο Αλέξης την πλησιάζει αργά χωρίς να την βλέπει.)

Αλέξης : Δε σφυρίζω. Δε τραγουδώ. Μόνο περπατώ σκυφτός. Μετρώ τις λέξεις σου. Μετρώ τα γέλιο σου. Κρύβω το κλάμα σου. Κρύβομαι σαν παιδί από όλους. Και ήθελα τόσο να με ψάξεις. Να με βρεις. Να σου χαρίσω τις λέξεις μου. Να σου χαρίσω εμένα. Μα δε βγήκες να με ψάξεις ποτέ. Κι αυτή η βροχή. Με παίρνει μακριά. Στάλα-στάλα. Σβήνει τις λέξεις μου. Λειαίνει τα θέλω. Ξεπλένει τα πρέπει. Κύμβαλα με προσπερνούν αλαλάζοντας. Αφήνομαι να με πάρουν μαζί τους. Να χαθώ.

(η γυναίκα τον ψάχνει με το βλέμμα της νωχελικά δίχως να τον βλέπει)

Γυναίκα : Ποιος να ξέρει πού χάθηκες πάλι. Παράξενη ησυχία. Συντονισμός. Η συχνότητα της απουσίας τους έγινε ίση με την ιδιοσυχνότητα της σιωπής σου και ‘γω εδώ, πάντα εδώ, να φτιάχνω άγκυρες, δικαιολογίες φτηνές, μιας χρήσης για να μη βγω ποτέ στο ταξίδι. (Κοιτάζει πίσω της στο τραπέζι με τον υπολογιστή όπου βρίσκονται 2 κούπες καφέ). Κρυώνει ο καφές σου. Δε θα ‘ρθείς. Το ‘ξέρα. (Παίρνει τη μία κούπα στα χέρια της). Και όμως εγώ εδώ σου ετοιμάζω κάθε μεσημέρι καφέ. Καπνίζω τα τσιγάρα σου και όταν επιστρέφουν και ρωτούν λέω πως ήρθε κάποιος φίλος την τελευταία στιγμή.

(Ο Αλέξης σηκώνει τα μάτια του και το δεξί του χέρι σαν να θέλει να πλησιάσει ένα αόρατο πρόσωπο)

Αλέξης : Είναι φορές που νομίζω πως βλέπω κάποια που σου μοιάζει. Τρέχω να την προλάβω. Μα δεν ξέρω πώς μοιάζεις. (Κατεβάζει το χέρι του αργά.) Και σκυφτός προσπερνώ. Αυτήν, εμένα, εσένα. Τον Αλέξη εκείνο που ‘λεγε πως θα γίνει ποιητής. Την Ιωάννα, που ‘λεγε πως θα γίνει συγγραφέας.

(Βάζει τα χέρια στην τσέπη, γυρίζει την πλάτη του και ξεκινά να φύγει. Αλλά ακούει την φωνή της γυναίκας και σταματά.)

Γυναίκα : Αν αναρωτιέσαι τι γίνομαι. Είμαι καλά. Όμως αυτό το ‘ξερες, έτσι δεν είναι; Είμαι καλά και είμαι μόνη. Αυτό δεν το πιστεύεις. (Ανάβει τσιγάρο). Δεν την ζηλεύω τη ζωή σου. Μόνο το πώς ταιριάζεις τις λέξεις σου. Είναι όμορφα όπως μου μιλάς. Σαν ένα μικρό παιδί να έγραψε μια μικρή προσευχή, να δίπλωσε το χαρτί, να ‘κανε ένα καραβάκι και να το άφησε στο ποτάμι να το ταξιδέψει. Μα πάντα τα καραβάκια μουλιάζουν όπως προχωρούν. Μουλιάζουν και το χαρτί ανοίγει σαν λουλούδι για να μπορεί ο Θεός από όπου και αν είναι να διαβάζει την προσευχή, που πάει στη θάλασσα.

(Ο Αλέξης δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει αρχίζει να της μιλά)

Αλέξης : Στάζει η βροχή στο πρόσωπό μου. Δεν διψώ. Δεν κρυώνω. Μόνο περπατώ. Απλά. Χωρίς γιατί. Δίχως διότι. Χωρίς κούραση. Δίχως κόσμους να κατακτήσω στο όνομά σου. Και σκύβω. Ολοένα και πιο πολύ. Ολοένα και πιο βαθιά. Και σφίγγω τα δόντια. Δεν είναι πια οι δρόμοι σου. Δεν είμαι πια ο Αλέξης σου. Δεν με χαιρετώ στους καθρέφτες, που περνώ. Κλείνω τα μάτια. Και συνεχίζω να περπατώ. Τυφλός. Κουφός. Ξένος. Κορνάρουν. Προσπερνούν πετώντας λάσπες. Συνεχίζω. Ακολουθώ τη βροχή. Ως το τέλος της πόλης. Ως το τέλος της νύχτας. Έτσι λέω πάντα. (Γυρίζει και την κοιτά κατάματα) Μα το ξέρεις πως είμαι δειλός. Φοβάμαι. Και τότε απλώνω το χέρι. Και γυρίζω σπίτι. (Σβήνει το φως που τον φωτίζει)

Γυναίκα : Να πιω τον καφέ σου; (Χαμηλώνει τα μάτια και πηγαίνει στην δεύτερη κούπα καφέ) Eσυ δε θα ‘ρθείς. Να με σκέφτεσαι άραγε καθόλου τώρα; 16:17 και η γυναίκα σου να σε κοιτά κατάματα. Μεγαλώνω και μου τελειώνουν οι λέξεις. (Κάνει πως συμμαζεύει νευρικά το γραφείο με τον υπολογιστή) Σωπαίνει το δίκιο. Σωπαίνει και το άδικο. (Σταματά κάθε της κίνηση)

Αλέξης : Με περιμένει. (Κάνει μεταβολή στο σκοτάδι να φύγει). Είναι πάντα εκεί. Και περιμένει. Δεν ξέρω γιατί βρίσκω δικαιολογίες, γιατί αργώ να πάω σπίτι. Το φαγητό με περιμένει ζεστό στο τραπέζι. Η ζωή ταχτοποιημένη. Ανοίγω το χέρι. (Το φώς του ανάβει πάλι με fade in). Η βροχή κυλά ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Γλιστρά. Χάνεται. Όπως εμείς.

(Ακούμε κουδούνισμα τηλεφώνου. Η γυναίκα κοιτά το τηλέφωνο νευρικά, σβήνει το τσιγάρο και κάθεται στο γραφείο προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από τον υπολογιστή.)

Γυναίκα : Το τηλέφωνο χτυπά. Κάνω πως δεν είμαι εδώ. Δεν πλησιάζω τα παράθυρα μήπως με δουν. Παίρνω μια κουβέρτα. Σκεπάζομαι. Και κοιτώ την πόρτα.

(Σβήνει το φως που την φωτίζει)

Αλέξης : Νύχτα. Βρικολάκιασε η ψυχή μου. Κατοικεί το κορμί μου μόνο όταν δεν την βλέπει κανείς. Το ξημέρωμα τη βλέπω να αχνίζει στους παγωμένους δρόμους. Λέω πως δεν θα ξαναρθεί. Μα κάθε βράδυ έρχεται. Και τότε παίρνω τους δρόμους.

(Ακούμε την γυναίκα να μιλά στα σκοτεινά καθώς δακτυλογραφεί. Το πρόσωπό της φωτίζεται από την οθόνη του υπολογιστή)

Γυναίκα : Λέξεις. Χιλιάδες λέξεις. (Παίρνει έναν πάκο χαρτιά και τον πετά προς τα πόδια του) Όσες είπαμε και όσες δε θα πούμε ποτέ. (Σηκώνεται) Η σιωπή ουρλιάζει μέσα μου. (Βάζει τα χέρια της στα αυτιά της και γονατίζει) Με ξεκουφαίνει. Κατασπαράζει τις σάρκες μου. Ο χρόνος περνά. Και ‘γω έχω ολοένα και λιγότερη σάρκα να την ταΐσω, λιγότερο αίμα να ξεδιψάσει. Παρ’ την. Εσένα σε φοβάται.

Αλέξης : Μεγαλώνω. Γερνάω. Ξεπουληθήκαμε. Τόσο φτηνά, που ούτε το καταλάβαμε πότε.

(Σηκώνει το κεφάλι της.. Ανακάθεται και αφουγκράζεται.)

Γυναίκα : Νομίζω πως βρέχει. Έχω ανάγκη τη βροχή. Γλιστρώ από τις τρύπες, βγαίνω από το σπίτι και σκορπίζομαι μακριά δίχως να με δει κανείς. Μέχρι να φτάσω στη θάλασσα. Τότε θυμάμαι πως δεν ξέρω κολύμπι. -Πώς στην ευχή γίνεται και πάντα ξημερώνει εκείνη τη στιγμή-. Στεγνώνω. Θρυμματίζομαι. Χτυπά το ξυπνητήρι. Και φεύγω για τη δουλειά.

Αλέξης : Κάποτε τον μισούσα τον χρόνο. (Βγάζει γραμμένες, σκισμένες και τσαλακωμένες κόλλες από την τσέπη του). Έπαιρνε τους ανθρώπους μακριά. (Συνεχίζει να βγάζει και πετά τις τσαλακωμένες κόλλες από τις τσέπες του) Σαν άνεμος σκορπούσε τα πάντα. Μα είναι χρόνια τώρα που σκόρπισε και το μίσος μου.

Γυναίκα : Κρυώνω. (Τον κοιτά)

Αλέξης : Ξεχνώ…

Γυναίκα : Θα μας βρουν. (Τον πλησιάζει)

Αλέξης : Και λοιπόν;

Γυναίκα : Τι θα πούμε; (Τον πιάνει από τα ρούχα)

Αλέξης : Στον Νίκο;

Γυναίκα : Σε ποιόν;

Αλέξης : Στους άλλους;

Γυναίκα : Γιατί; Πρέπει να πούμε κάτι; (Τον αφήνει και κάνει να φύγει)

Αλέξης : Σε μας; (Την πιάνει από το μπράτσο)

Γυναίκα : Τι;

Αλέξης : Σε μας τι θα πούμε; (Την γυρίζει προς το μέρος του)

Γυναίκα : Τίποτα.

Αλέξης : Έτσι λες; (Την τραβάει κοντά του)

Γυναίκα : Χτυπά το τηλέφωνό σου. (προσπαθεί να τραβηχτεί)

Αλέξης : Ας’ το να χτυπά.

Γυναίκα : Σε ψάχνουν.

Αλέξης : Κάποιον άλλον ζητούν.

Γυναίκα : Ο γιος σου είναι άρρωστος. (παλεύει να ξεφύγει χωρίς να τον κοιτά)

Αλέξης : Κόρες έχω.

Γυναίκα : Η γυναίκα σου κλειδώθηκε έξω από το σπίτι.

Αλέξης : Θα της ανοίξει η μάνα της.

Γυναίκα : Ξέχασες να πληρώσεις το ηλεκτρικό.

Αλέξης : Το πληρώνει εκείνη.

Γυναίκα : Αύριο πρέπει να παρουσιάσεις την εργασία σου στο αφεντικό σου.

Αλέξης : Μ’ απέλυσε.

Γυναίκα : Η γυναίκα σου βρήκε τις λέξεις μας. (Στέκεται και τον κοιτά)

Αλέξης : Ποτέ δεν τις βρίσκει όλες (Χαλαρώνει το σφίξιμο)

Γυναίκα : Τις πέταξε στα σκουπίδια.

Αλέξης : Ωραία, θα μας βρούνε εκείνες μετά. (Την αφήνει)

Γυναίκα : Βρήκε το κρυμμένο αλκοόλ

Αλέξης : Ποτέ εκείνο που τρέχει στις φλέβες μου (Ψάχνει τις τσέπες του. Βγάζει ένα μικρό πορτοκαλί αναπτήρα. Προσπαθεί να τον ανάψει. Μάταια.)

Γυναίκα : Το πέταξε και αυτό.

Αλέξης : Ένα σπίρτο. Τις σιωπές μου για ένα σπίρτο τόσο δα. (Πετά τον αναπτήρα)

Γυναίκα : Έτσι απλά. (Μαζεύει τον αναπτήρα από κάτω.)

Αλέξης : Να γίνει ο κόσμος –λίγο- πιο φωτεινός.

Γυναίκα : Κοίτα με. (Ανάβει τον αναπτήρα και τον φέρνει στο πρόσωπό της)

Αλέξης : Να πέφτουμε φλεγόμενοι. Μικρές ευχές στα σκοτεινά.

Γυναίκα : Κλείσε τα μάτια σου και κοίτα με. (βάζει το χέρι της πάνω από τη φλόγα)

Αλέξης : Πώς χαϊδεύεις τη φωτιά; (Τραβά το χέρι της)

Γυναίκα : Έρχομαι πάντα πίσω σου σαν το σκυλί.

Αλέξης : Πως αγκαλιάζεις τον άνεμο;

(η γυναίκα φυσά τον αναπτήρα και τον σβήνει.)

Γυναίκα : Ακολουθώ τα βήματά σου σαν την βροχή. (Πετά τον αναπτήρα)

Αλέξης : Πως αγαπάς ένα ψέμα;

Γυναίκα : Καιροφυλακτώ για τα λάθη σου (Σηκώνεται)

Αλέξης : Πώς ζεις;

Γυναίκα : …τις στιγμές που λιποψυχάς, (παίρνει τα χαρτιά από το πάτωμα)

Αλέξης : Πως περνούν οι μέρες;

Γυναίκα : λεηλατώ το παραμιλητό σου (τα μαζεύει βιαστικά σε έναν φάκελο)

Αλέξης : Πώς βρυκολακιάζουν οι νύχτες;

Γυναίκα : …τα όνειρά σου

Αλέξης : Τόσες λέξεις για να πω πως σε ξέχασα, (την πλησιάζει)

Γυναίκα : …τις λέξεις σου

Αλέξης : τόσες ανάσες, (της παίρνει το φάκελο από τα χέρια)

Γυναίκα : …τη μουσική σου

Αλέξης : τόσο κρύο… (τον πετά στο πάτωμα)

Γυναίκα : και μόλις παραδοθείς,

Αλέξης : για κείνα που προσπέρασα (πηγαίνει να την φιλήσει)

Γυναίκα : πετώ το κορμί σου στα σκυλιά (τραβιέται και γελά δυνατά)

Αλέξης : μια λεξούλα τόση δα

Γυναίκα : Μ’ έταξα εδώ και μ’ ασχήμυνα.

Αλέξης : τόσα κατά συνθήκη ψεύδη μακριά…

Γυναίκα : Θυμάσαι;

Αλέξης : (κάθεται στον υπολογιστή της και αρχίζει να δακτυλογραφεί) log in, username, password, sign out

Γυναίκα : Ένα τσιγάρο

Αλέξης : ονόματα δίχως πρόσωπα

Γυναίκα : θέλω ένα τσιγάρο, τώρα. (Ο Αλέξης βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και της το πετά.)

Αλέξης : ταξίδια απόγνωσης να ξεφύγω από μένα

Γυναίκα : και φωτιά

Αλέξης : νοικιασμένοι παράδεισοι με κορμιά δανεικά (ψάχνει τα αρχεία του υπολογιστή της)

Γυναίκα : γιατί πρέπει να ζητώ φωτιά ξεχωριστά; (της πετά έναν αναπτήρα από το γραφείο)

Αλέξης : κορμιά που κέρδιζε το καλύτερο ψέμα

Γυναίκα : γιατί πρέπει να πλαγιάζω χωριστά κορμί και ψυχή;

Αλέξης : εσένα που μειοδότησες (παίρνει 1 cd από την μονάδα του υπολογιστή)

Γυναίκα : δωσ’ μου τσιγάρο

Αλέξης : και χάθηκα τόσο κοντά (κλείνει τον υπολογιστή και βάζει το cd σε μία θήκη)

Γυναίκα : δωσ’ μου φωτιά

Αλέξης : που κρυώνω στην παγωνιά σου (παίρνει την κούπα με τον καφέ)

Γυναίκα : δωσ’ μου κάτι από μένα

Αλέξης : μυρίζω όπως οι εραστές σου (πίνει καφέ)

Γυναίκα : κάτι από σένα

Αλέξης : κρύβομαι στα σεντόνια σου (βάζει το cd στην τσέπη του)

Γυναίκα : κάτι να σκεπάσω την γύμνια μου

Αλέξης : και τα λόγια σου με ρίχνουν στο κενό (αφήνει την κούπα να πέσει στο πάτωμα)

Γυναίκα : δεν θέλω να με βλέπεις έτσι

Αλέξης : δεν μπορώ… (την πλησιάζει και της παίρνει το πακέτο με τα τσιγάρα)

Γυναίκα : δεν θέλω κανείς να με βλέπει έτσι

Αλέξης : θέλω… (βγάζει ένα τσιγάρο από το πακέτο)

Γυναίκα : γίνομαι διάφανη

Αλέξης : αλλά… (το φέρνει στο στόμα)

Γυναίκα : δεν με βλέπεις

Αλέξης : δεν μπορώ…. (το ανάβει)

Γυναίκα : …αλλά μ’ ακούς,

Αλέξης : πέρασε πολύς καιρός από τότε (απομακρύνεται)

Γυναίκα : το ξέρω,

Αλέξης : ξεχαστήκαμε (πηγαίνει στο δικό του γραφείο)

Γυναίκα : μ’ ακούς,

Αλέξης : αλλάξαμε κώδικες και κωδικούς. Τα δάχτυλά μας δε γνωρίζονται πια (αφήνει το τσιγάρο στο τασάκι που υπάρχει πάνω στο γραφείο)

Γυναίκα : να καίγομαι

Αλέξης : δεν είσαι εδώ (βγάζει την καμπαρτίνα και ανοίγει τον υπολογιστή του και ανάβει το φως που φωτίζει το δωμάτιο του.)

Γυναίκα : να χάνομαι

Αλέξης : ποτέ δεν ήσουν (την ακουμπά στην πλάτη της καρέκλας)

Γυναίκα : στέκεσαι εκεί σιωπηλός

Αλέξης : και αυτό πονά (κάθεται στην καρέκλα και την κοιτά)

Γυναίκα : και είναι η απόσταση ένας άθραυστος γυάλινος τοίχος

Αλέξης : μα εσένα δεν σε νοιάζει (ανοίγει τον υπολογιστή του)

Γυναίκα : θέλω να τον σπάσω (τον κοιτά)

Αλέξης : δεν χόρτασες μικρή μου ακόμα;

Γυναίκα : θέλω να κρυφτώ πίσω από αυτόν (πηγαίνει στον δικό της υπολογιστή)

Αλέξης : δεν ξεδίψασες;

Γυναίκα : πνίγομαι. (κάθεται στην καρέκλα)

Αλέξης : τι στο διάολο θες ακόμα από μένα;

Γυναίκα : τα θέλω που σκόρπισα, που αντάλλαξα με χαντρούλες και καθρέφτες, τα θέλω που πούλησα τόσο βιαστικά (φέρνει τα χέρια της στους κροτάφους της, στα μαλλιά της και σηκώνει το κεφάλι ψηλά)

Αλέξης : δεν είναι εδώ!

Γυναίκα : …μαζεύονται, γίνονται κίτρινος, μωβ, παρδαλός πυρετός (κατεβάζει τα χέρια στο κορμί της)

Αλέξης : φύγε!

Γυναίκα : και μετά χάνομαι ξανά….

Αλέξης : σταμάτα πια!

Γυναίκα : πιάσε το χέρι μου (του απλώνει το χέρι)

Αλέξης : φύγε σου λέω!

Γυναίκα : έλα και ‘γω θα σε κατασπαράξω αν δεν έχεις τα κότσια να το κάνεις εσύ πρώτος.

Αλέξης : Σταμάτα!

Γυναίκα : μαδάω μια μνήμη μαργαρίτα

Αλέξης : Θα μ’ ακούσεις για μία και μόνη φορά στη ζωή σου;

Γυναίκα : εΣύ ανθίζεις στο κρεβατάκι σου (χαϊδεύει την κοιλιά της)

Αλέξης : Σταμάτα!!!

Γυναίκα : εσΥ υπολογίζεις το Φ.Π.Α. της (δείχνει κάποιον στο σκοτάδι στη μεριά του κοινού)

Αλέξης : Πόσο ακόμα;

Γυναίκα : και εσύ μαζεύεις τη βροχή (δείχνει τον Αλέξη)

Αλέξης : Πόσες λέξεις σου ‘μείναν ακόμα;

Γυναίκα : κρυφτείτε πριν μας μαδήσει ο χρόνος (σβήνουν τα φώτα, που φωτίζουν τη σκηνή.)

Αλέξης : Έστησα ξόβεργες παντού. Την πάτησες.

Γυναίκα : (ανάβει ένα κερί στο γραφείο με τον υπολογιστή με τον πορτοκαλί αναπτήρα). Πού όμως;

Αλέξης : Όσες έστειλες και όσες θα στείλεις δεν επιστρέφονται. Μετά την απομάκρυνση από την καρδιά ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. (Ανάβει το φως που φωτίζει το δωμάτιο του.)

Γυναίκα : όπου και αν πάω, ό,τι και αν κάνω

Αλέξης : Κάθομαι και περιμένω όπως πάντα. Σαν το σκυλί καιροφυλακτώ για τη στιγμή που θα σου τελειώσουν οι λέξεις. Κακό σκυλί. Μόνο…

Γυναίκα : (Αρχίζει να λύνει τις πλεξίδες των μαλλιών της) Πάντα γυρίζω εδώ.

Αλέξης : Όλες σου οι λέξεις. Όλες. Εκτός από μία…

Γυναίκα : Σαν ψίχουλα τις σκόρπισα και όταν πεινώ, γυρνώ πίσω σε σένα να χορτάσω.

Αλέξης : Και είναι αυτή που φοβάμαι. Είναι αυτή που με κάνει να παίρνω τους δρόμους.

Γυναίκα : Γυρνώ το χρόνο πίσω. Καλύπτω με make up τις μελανιές, με conciler τους μαύρους κύκλους, πλέκω τα μαλλιά κοτσίδες και έρχομαι σε σένα.

Αλέξης : Χρόνια τώρα. Οπλίζω τις λέξεις σου. Ακονίζω τα μαχαίρια σου, τα νύχια και τα δόντια σου. Τεντώνομαι πάνω στους στόχους σου. Μα είσαι και θεόστραβη εκτός από κουφή, πανάθεμά σε, και τότε τους παίρνω και τους στήνω μπροστά σου.

Γυναίκα : Όπως την πρώτη φορά. Κάθε φορά τη σκηνοθετώ και κάπως αλλιώς. Μη με βαρεθείς. Μη με αλλάξεις σαν τις αναμνήσεις.

Αλέξης : Τι άλλο να κάνω; Πες μου! Τι;

Γυναίκα : Σ’ αρέσω απόψε; Ή μήπως μεγαλώσαμε πολύ για αυτά;

Αλέξης : Έφυγες! Δεν έφυγες; Τι θέλεις απόψε στη σκέψη μου; Τι θέλεις; Πες μου! Και ‘γω θα στο δώσω. Όπως κάνω πάντα. Και ‘συ κατόπιν θα χαθείς ξανά.

Και έπειτα ένα βράδυ. Ένα μικρό μήνυμα. Κάτι που θες. Πάντα κάτι θα θες. Εκεί που λέω πως σε ξέχασα. Εκεί που στοιχηματίζω πως με ξέχασες. Και όλα γίνονται κομμάτια. Χιλιάδες μικρά γυαλιά, νερό που πίνω στην υγειά σου κούκλα μου.

Γυναίκα : Μήπως βαρέθηκες;

Αλέξης : Μία μικρή βοήθεια. Έτσι δε λες; Μια μικρή χάρη. Κάτι για το internet, για τα κείμενα σου. Πάντα υπάρχει μια αφορμή. Ένα αθώο σπρώξιμο και μια ελεύθερη πτώση μετά.

Γυναίκα : Έβγαλα τη ζωή μας στο γιουσουρούμ.

Αλέξης : Πάρε τους Κώδικες, πάρε τις λέξεις μου. Πάρε ό,τι θες αφού δεν θες εμένα. Και φύγε ξανά.

Γυναίκα : download for free. Μα δεν πάτησε κανείς. Μήνες τώρα. Ούτε ένας χαμένος μπανιστιρτζής.

Αλέξης : Δεν έχω άλλες λέξεις. Σταμάτησα να γράφω. Λέω πως δεν προλαβαίνω, πως δεν κατάλαβε κανείς, πως είμαι ατάλαντος. Χιλιάδες μαλακίες για να μην σέρνεσαι ανάμεσα στις λέξεις μου, να μην ανασαίνεις τις ανάσες μου, να μη θηλάζεις το αίμα μου, να μη καταπίνεις την φωνή μου.

Γυναίκα : Πάμε ακόμα έναν γύρο;

Αλέξης : Τι θες;

Γυναίκα : (Γυρίζει την καρέκλα και το κορμί της προς την μεριά του.) Χαρτοπαικτική λέσχη «ο Μαύρος Γάτος». Μοναδικά -πλην όμως επίλεκτα- μέλη, εγώ και εσύ.

Αλέξης : Φύγε. Σώπασε. Σκοτείνιασε.

Γυναίκα : Τι θα ποντάρεις απόψε;

Αλέξης : Σκύψε και πέσε σαν την βροχή πάνω μου.

Γυναίκα : Εγώ ποντάρω το κορμί μου. (Κάθεται στην πλάτη της καρέκλας και σταυρώνει τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της)

Αλέξης : Και όπως θα με καις, θα δεις πως δεν έχω τίποτα πια να σου δώσω. Σκότωσέ με. Δεν θα πούμε τίποτα πουθενά. Και ύστερα πάρε τις λέξεις και τρέξε μακριά να σωθείς.

Γυναίκα : Εσύ; Τι έχεις για μένα απόψε;

Αλέξης : Μα να θυμάσαι πως όπου και να σε πας, πάντα θα σε βρίσκεις και τρομαγμένη θα τρέπεσαι ξανά σε φυγή.

(εμφανίζεται η σκιά πίσω από την πλάτη του και τον αγκαλιάζει)

Αλέξης: Πού να ζητήσω λίγο οίκτο; Δεν μπορώ να νοιώθω την ανάσα σου στο αυτί μου. Μη μου ζητάς. Τίποτα. Λέξη. Σςςςς (φέρνει τον δεξί δείκτη στο στόμα του). Τέλειωσε.

Γυναίκα : Κυρίες και κύριοι… Στοιχηματίστε!

(Η σκιά τον φιλά στον λαιμό.)

Αλέξης : Εγώ τελείωσα.

(Κλείνει τα μάτια του και σωπαίνει για μια στιγμή. Ύστερα γυρίζει ξαφνικά, πιάνει την σκιά, την φέρνει, την καθίζει στα πόδια του και την φιλά στο στόμα)

Αλέξης : Αγρίμι μου, μικρό μου αγριμάκι, δεν μεγάλωσες ποτέ…

Σκιά : Black Jack!

Γυναίκα: Μαθαίνεις…

Αλέξης : Δεν είμαι ο άνθρωπος της βροχής, ούτε η βροχή. Βοτσαλάκι μικρό είμαι στα χέρια σου, που το πετάς για να παίξεις, στοιχηματίζοντας με τους άλλους, πόσο μακριά θα πάει. Τόσους παραλλήλους, τόσα χρόνια, τόσες ζωές μακριά.

Σκιά : Πόσες …

Γυναίκα : …από μένα…

Σκιά : …αντέχεις;

Γυναίκα : Αντέχεις;

Σκιά : Άναψε…

Γυναίκα : ένα τσιγάρο (Ανάβει τσιγάρο)

Σκιά : …για μένα (του χαϊδεύει τα μαλλιά)

Αλέξης : Τι κάνεις;

Σκιά : Τι θες να κάνω;

Αλέξης : Θα το κάνες;

Γυναίκα : Πάντα μπορώ…

Σκιά : …να πω ψέματα

Αλέξης : Μην πεις τίποτα (Βάζει τα δάχτυλά του στο στόμα της σκιάς.) Για μια φορά μην πεις τίποτα. Μόνο μείνε εδώ.

Γυναίκα : Το ξέρεις πως δεν γίνεται αυτό.

Αλέξης : Πες ψέματα. (Βάζει τα χέρια του στην μέση της σκιάς.) Είμαστε καλοί σ’ αυτό.

Γυναίκα : Δεν έχουμε χρόνο.

Αλέξης : Έχουμε τη βροχή.

Σκιά : Δώσε μου σώμα.

Γυναίκα : Δώσε μου αίμα.

Αλέξης : Πάρε με…

(Ακούγεται κλάμα μωρού. Ανάβουν τα φώτα και ο Αλέξης εγκαταλείπει τη σκηνή τρέχοντας.)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

θα επιστρέφουν οι ήρωες εδώ αιώνια ή έχουν αναχωρήσει για άλλους τόπους;

Spark D' Ark είπε...

Αν είναι η πατρίδα τους θα επιστρέψουν.
Αν είναι μία στάση, θα προχωρήσουν στην επόμενη.