Φασαρία. Ψάχνω ταξί. Δεν μ’ αρέσει η Αθήνα. Δεν έμαθα ποτέ να την αγαπώ. Αυτοκίνητα περνούν. Κάνω ένα βήμα πίσω. Σκύβω το κεφάλι. Η φασαρία σβήνει αργά στο μυαλό μου. Ξαφνικά χαίρομαι, που κανείς τους δεν νοιάζεται για μένα, αν είμαι καλά, αν θα με ξαναδεί ή αν θα γίνω ένα ρεπορτάζ στις εφημερίδες. Κανείς δεν λέει καλημέρα. Πέφτουν επάνω μου καθώς προχωρούν βιαστικά. Ένας χορός, ένα ανθρώπινο ποτάμι, που κυλά και εγώ ακίνητη. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Σηκώθηκε αέρας και παίζει με το κόκκινο φουστάνι μου. Χαμογελώ. Στο ματαιόδοξο κεφάλι μου κάποιος δορυφόρος με βγάζει φωτογραφίες από ψηλά. Υποκλίνομαι χωρίς να μου δίνει σημασία κανείς και μια λέξη έρχεται στο μυαλό μου «γρήγορα».
Ξαφνικά νομίζω ότι νοιώθω τον Αιμίλιο να με προσπερνά. Γυρνάω το κεφάλι να τον δω. Χτυπά το κινητό. Το σηκώνω μηχανικά ενώ η φασαρία δυναμώνει και πάλι στα αυτιά μου. Είναι ο Λημνιός:
-Πού είσαι άχρηστη; Χάθηκες; Τρως; Κοιμάσαι; Να στείλω ανθρωπιστική βοήθεια, κανά τεκνό, την απόλυσή σου μήπως; Τσακίσου και έλα, τώρα! Η πρόβα ξεκίνησε και οι δημοσιογράφοι είναι εδώ.
-Δημοσιογράφοι; Γιατί; Χαζεύω τον κόσμο που περνά. Βγάζω ένα κέρμα από την τσέπη, το φέρνω στα χείλη μου και το πετάω στο δρόμο. Μια ευχή. «γρήγορα».
-Για την τηλεόραση. Το κανόνισαν οι δημόσιες σχέσεις. Κάλεσαν και τον συγγραφέα να κάνουν ρεπορτάζ…
-Ο συγγραφέας το ξέρει;
-Δεν ήρθε ακόμα. Και δεν είναι ο μόνος, που δεν εμφανίστηκε ακόμα. Αν σας απολύσουν όλους όσους λείπετε το έργο θα ανέβει μονόπρακτο και εγώ θα κάνω και τους 4 ρόλους! Τσακίσου και έλα, γιατί δεν νοιώθω και ιδιαίτερα φωτογενής σήμερα!
Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ, ότι ο Αιμίλιος στέκεται μπροστά μου και χαμογελά. Ο Λημνιός ουρλιάζει από την άλλη γραμμή
-Ζεις; Χρεώνομαι! Μη Χάσκεις! Εκτός και αν… μη μου πεις… μη μου πεις ότι είσαι με τον άλλον, που λείπει επίσης από την παρουσίαση! Μάζεψε τα σάλια σου, βάλε μπρατσάκια και κολύμπα και μεγάλες απλωτές μέχρι εδώ. Μη τολμήσεις και τον ακολουθήσεις. Δεν πρόκειται να σε ξαναδούμε…
-Σου ‘χω πει τελευταία πόσο σ’ αγαπώ;
-Πριν με απολύσουνε και πριν βάλουν για σένα αγγελία στην Νικολούλη, ποια θες να είναι τα τελευταία σου λόγια, που θα αφήσεις ως παρακαταθήκη στο Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο για την παράσταση, που κατεβάσατε με εξαιρετική επιτυχία;
Του το έκλεισα στα μούτρα και στη συνέχεια το απενεργοποίησα. Έμεινα να κοιτάζω τον Αιμίλιο κατάματα αλλά από ότι φαίνεται τον κοίταζαν και άλλες γιατί με άρπαξε από το χέρι, μ’ ανέβασε στη μηχανή, ξεκίνησε και βαλθήκανε να τρέχουμε στο δρόμο. Δεν ξέρω πού με πήγαινε, ούτε και με ενδιέφερε. Έκλεινα τα μάτια στον αέρα και κουλουριαζόμουν πάνω στο κορμί του καθώς ένοιωθα τη δόνηση από το κινητό του στο μπουφάν του. Γινόμουν χρυσόσκονη και σκόρπιζα στο δρόμο καθώς λιποτακτούσα από τη ζωή μου. Το κόκκινο φόρεμα σκισμένο σε χιλιάδες μικρά κομμάτια λεηλατούσε την ασχήμια της πόλης. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν, το μποτιλιάρισμα σε τρελαίνει. Σ’ ένα φανάρι, που είχε ανάψει το κόκκινο και σταματήσαμε, κοιτώντας το αφηρημένα, το συνειδητοποίησα. Κόκκινο. Γρήγορα. Η αντίστροφή μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει.
Η μηχανή σταμάτησε πλάι στη θάλασσα. «Τη μηχανή, τη θάλασσα και το αγόρι μου» σκέφτηκα και πήγα να χαμογελάσω κατεβαίνοντας, κατευθυνόμενη προς το θάλασσα αλλά εκείνος με άρπαξε από το χέρι και αφού κατέβηκε από την μηχανή, δίχως να πει κουβέντα, με φίλησε… Χαμόγελα και πόδια κοπήκαν αυτοστιγμεί. Ένοιωσα τόσο μικρή και ανήμπορη τη στιγμή που κατάλαβα πως είμαι ερωτευμένη. Οι λέξεις σκόρπισαν σαν ένα κρυστάλλινο ποτήρι, που πέφτει και σπάει. Καθώς η ανατριχίλα κυρίευε το κορμί μου αποφάσισα πως αυτήν την τρέλα θα την ζούσα μέχρι το τέλος.
Επιστρέψαμε στο σπίτι μου. Χωρίς να πούμε κουβέντα για κείνη τη στιγμή, το πριν, το μετά. Δεν χρειαζόμασταν λέξεις. Μόνο ο ένας το σώμα του αλλουνού. Μια σιωπηλή συμφωνία με τα μάτια. Μια υπόσχεση, που θα ξεκίναγα να υποκρίνομαι ότι τηρώ πριν σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.
«Θα πάω να πάρω το πακέτο να κάνω τσιγάρο, θες;» αντέτεινα φορώντας ένα πρόχειρο μπλουζάκι. Έγνεψε αρνητικά και ανάβοντας το τσιγάρο βγήκα στο μπαλκόνι. Αποκλείεται να έβγαινε έξω και του έδινα διακριτικά χρόνο να ντυθεί και να εξαφανιστεί από το σπίτι. Ανάβοντας το δεύτερο τσιγάρο συνειδητοποίησα ότι ένας πιτσιρίκος από απέναντι μου έκανε καμάκι ζητώντας τον αναπτήρα μου με νοήματα. Με άνεση σφαιροβόλου ετοιμαζόμουν να του τον πετάξω όταν τη στιγμή που έσκυβα, ένοιωσα ένα χέρι να με αρπάζει και να με τραβάει μέσα στο δωμάτιο.
Ο Αιμίλιος σε αντίθεση με τα προγνωστικά βρισκόταν ακόμα εκεί. Μόλις φύγει πρέπει να ψάξω τμήματα εκτάκτων περιστατικών να βρω τον Λημνιό. Απόψε η νύχτα προβλέπεται μεγάλη.
-Ένα τσιγάρο είπαμε και εσύ κοντεύεις να καπνίσεις και τη συσκευασία… και με τέτοια αμφίεση, είπε χαμογελώντας, παίρνοντάς μου το τσιγάρο και τραβώντας με στο καναπέ. Αν καπνίσω το τσιγάρο σου θα μάθω τις σκέψεις σου;
-Αν κλέψω μια νύχτα σου, θα κλέψω την ψυχή σου;
-Νύχτα; Τι ώρα είναι; Αναρωτήθηκε φωναχτά και σηκώθηκε βιαστικά σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα όπου άνοιξα ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί. Δεν μου αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους να φεύγουν. Έτσι, το βάζω στα πόδια. Γέμισα ένα ποτήρι και τείνοντάς το προς την πόρτα ευχήθηκα «Στην υγειά σου». Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Αιμίλιος, μου πήρε το ποτήρι από τα χέρια, με φίλησε και το άδειασε μονορούφι.
-Την επόμενη φορά θα διαλέξω εγώ το κρασί, τον άκουσα να λέει πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. Θα ξανάρθει και έχω ένα ολόκληρο μπουκάλι κρασί να αναμετρηθώ μαζί του. Γεμίζω ξανά το ποτήρι, παίρνω το μπουκάλι και κατευθύνομαι στο σαλόνι, ανοίγω τον υπολογιστή και συνδέομαι στο διαδίκτυο. Φέρνω τον τάσο κοντά στο laptop και ανοίγω το κινητό. Προσπερνώ τα μηνύματα, που φτάνουν απανωτά και τηλεφωνώ στον Λημνιό. Περιμένω στη γραμμή. Δεν το σηκώνει αμέσως. Μου κάνει μούτρα. Ανοίγω το blog μου και ετοιμάζομαι να ανεβάσω ακόμα μία ιστορία. Παίρνω τηλέφωνο και πάλι. Ο Λημνιός αυτή τη φορά αποφάσισε να το σηκώσει.
-Έχω ένα κρασί, που σε περιμένει και τους καταλόγους να γονατίσουμε τα delivery boys της περιοχής. Σε πόσην ώρα θα είσαι εδώ;
-Σε παράτησε στα κρύα του λουτρού και τώρα θες παρηγοριά στα στιβαρά μου μπράτσα; Για τι λογαριασμό μιλάμε ακριβώς;
-Έλα εσύ και κερνάω εγώ να μη σε νοιάζει.
-Ώστε πέρασες καλά ε; Να δούμε αύριο με τι μούτρα θα εμφανιστείς εδώ.
-Ανθρώπου που πέρασε πάρα πολύ καλά και αναλόγως τις ώρα θα έρθεις, ανθρώπου με τρελό hang over.
-Δεν θέλω τέτοια! Άντε! Να λέει, πως κυλιέσαι κιόλας στα πατώματα για χάρη του. Και μεθαύριο μέρα είναι, κατά προτίμηση μετά την πρόβα γιατί έτσι όπως πάμε άνεργο με βλέπω πάλι με το ταπεράκι της μάνας μου. Να μην πω ότι πρέπει να βρω γκόμενα να με σπιτώσει και να με ταΐζει. Ορίστε να δεις πόσο χαμηλά θα με ρίξεις.
-Μακρηγορείς άνευ λόγου και αιτίας, του απαντώ ενώ ξεκινώ να πληκτρολογώ τις πρώτες λέξεις.
-Ξεκινώ αλλά σε προειδοποιώ θα μείνω εκεί απόψε. Θέσε την πολυκατοικία σε επιφυλακή!. Βγάλε τραπεζάκι και καρέκλες έξω να κόβουμε κίνηση, και για να μην το ξεχάσω… Βάλε κάνα ρούχο πάνω σου, γιατί πάω στοίχημα πως από τη χαρά σου ακόμα γυμνή θα είσαι και δεν θα την αντέξω τέτοια συγκίνηση!
-Πόσο λίγο με ξέρεις μικρέ και ανόητε τεχνικέ, είπα κατευθυνόμενη στη ντουλάπα για να ντυθώ.
-Καλά-καλά, ντύσου εσύ και έρχομαι. Να φτιάξω τα φώτα για τον πρίγκιπα σου, που μου κάνουν νοήματα ότι έρχεται και τα πιτσιρίκια του συνεργείου τον περιμένουν από το πρωί για αυτή τη ρημαδοσυνέντευξη. Κοίταξε μην κατεβάσεις όλο το κρασί μονάχη σου και σε βρω τύφλα και δεν καταλαβαίνω τι λες!
-Οκ σε περιμένω, στις γυναίκες αρέσουν οι άντρες, που αργούν αλλά μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας. Σε μία ώρα να είσαι εδώ αλλιώς θα παραγγείλω μόνη μου και θα γλύφεις τις συσκευασίες μετά.
-Παλιοεκβιάστρια!
-Και γω σ΄ αγαπώ γλυκέ μου! Τα λέμε.
Έκλεισα το τηλέφωνο. Ντύθηκα και κάθισα μπροστά στον υπολογιστή. Είχα μία ώρα καιρό.
Αλήθεια, πιστεύετε στις συμπτώσεις;
….
Έκλεισα τον υπολογιστή και τον άφησα στην άκρη. Ο Λημνιός σίγουρα θα αργούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηναν να φύγει πριν φύγει και ο τελευταίος από το συνεργείο και εκτός των άλλων θα πλήρωνε και από την τσέπη του (αν δεν ήταν τόσο φραγκοφονιάς) για να δει την φάτσα του Αιμίλιου όταν η Μαρία θα του έκανε σκηνή.
Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες διάπλατα, έσβησα τα φώτα και κάθισα στο μπαλκόνι. Θυμήθηκα το κινητό και σηκώθηκα και το έκλεισα. Πήρα το ποτήρι και το κρασί και βγήκα στο μπαλκόνι ξανά. Γύρισα την πλάτη στη μπαλκονόπορτα, δεν ήθελα να βλέπω τις ανάσες του να τρέπονται σε φυγή. Άναψα τσιγάρο και τεντώθηκα στην καρέκλα. Αν αργούσε πολύ θα με έβρισκε λιώμα στο μπαλκόνι, ούτε μέχρι την πόρτα δεν θα μπορούσα να πάω για να του ανοίξω. Στο απέναντι μπαλκόνι κάποια γυναίκα μάλωνε τον πιτσιρίκο, πιθανώς η μάνα του. Είχε σκοτεινιάσει και τα φώτα άναβαν σιγά-σιγά στις πολυκατοικίες.
Για μια στιγμή μου έλειψαν όλα εκείνα, που άφησα πίσω. Αλλά δεν γίνονται πισωγυρίσματα τώρα. Μου πήρε χρόνια να σχεδιάσω αυτούς τους μήνες και αρκετές απώλειες για να αποφασίσω να τους υπερβώ. Έφτιαξα μια φωτεινή φυλακή, κλειδώθηκα μέσα και στην πρεμιέρα θα ‘ρθουν να με διώξουν. Ο μικρός βγήκε στο μπαλκόνι. Του πέταξα τον αναπτήρα και όλως περιέργως έφτασε μέχρι εκεί. Τον είδα να ανάβει τσιγάρο. Πάω στοίχημα αύριο θα χτυπά τα κουδούνια η μάνα του για να μου κάνει παρατήρηση.
Το κουδούνι χτυπά. Ο Λημνιός είναι απίστευτος, τσακίστηκε να ‘ρθει για φαγητό και κουτσομπολιό. Κατευθύνομαι στην πόρτα τρεκλίζοντας ελαφρά και με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο Λημνιός ορμά στο δωμάτιο, πετώντας το κράνος της μηχανής στον καναπέ.
-Χαμός έγινε στη δουλειά. Έχεις φέρει την καταστροφή σ’ αυτό το θέατρο. Τι χαμόγελο είναι αυτό; Το κρασί μιλάει ή ο Αιμίλιος; Φέρε καθαρό ποτήρι να πιώ και ‘γω και το τηλέφωνο να παραγγείλουμε. Θέλω κάτι εξωτικό και ελαφρύ. Πιτόγυρα με έξτρα τζατζίκι. Θες και επιδόρπιο; Να πάρω και καμιά πιτσούλα;
-Πωπω φλυαρία! Το κεφάλι μου! Πήγα στην κουζίνα, του έφερα ένα ποτήρι του κρασιού, άνοιξα το κινητό και του το έδωσα. Παρήγγειλε ό,τι αγαπάς…
-Pitt… Brand Δεν τον έχει στο κατάλογο, ελληνικό θέατρο δεν θα πάρω, ούτε και κείνο εμένα, ευελπιστώ σ’ αυτή τη ζωή… Ας μείνω στις απρόσωπες, πλην όμως πιστές μου, θερμίδες λοιπόν, είπε καθώς σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου και έκανε την παραγγελία του. Δεν θα με ρωτήσεις λοιπόν; είπε γυρνώντας προς το μέρος μου.
-Τι; Πώς πέρασες τη μέρα σου;
-Μήπως θες να σε ρωτήσω εγώ για το πώς πέρασες εσύ τη δική σου; Είπε βγαίνοντας στο μπαλκόνι. Τι σκοτάδια είναι αυτά βρε παιδάκι μου. Άναψε και κανά φως να γεμίσουμε κουνούπια να καταλάβουμε ότι πλησιάζει καλοκαίρι. είπε και άναψε τα φώτα του σαλονιού. Να μας ρουφήξουν το αίμα και να γίνουν ντίρλα από το αλκοόλ.
-Πώς ήταν ο Αιμίλιος όταν ήρθε για την συνέντευξη;
-Πώς θες να ήταν; Όπως είναι κάθε μέρα. Όπως ήταν πριν από σένα και όπως θα είναι και μετά από σένα, όταν βαρεθεί και βρει την επόμενη. Και βαριέται πιο γρήγορα από όσο φαντάζεσαι.
-Τι είπε για την αργοπορία του;
-Ότι κλέφτηκε μαζί σου και είχατε ξεμοναχιαστεί και βγάζατε τα μάτια σας όταν όλο το θέατρο τον περιμένε! Τι περιμένεις να έλεγε; Επαγγελματίας ψεύτης είναι. Είπε ένα ψέμα, έδωσε τη συνέντευξη και έφυγε.
-Μια χοή στις νύχτες του, είπα γυρνώντας το ποτήρι και ρίχνοντας λίγο στο μπαλκόνι.
-Δεν είναι το καλύτερο κρασί αλλά δεν είναι και για πέταμα, μη το χαλάς για νύχτες, που δεν θα γίνουν δικές σου.
Σε λίγο έφτασε το φαγητό, ανοίξαμε και δεύτερο μπουκάλι, γεμίσαμε τον τόπο αποτσίγαρα και μετά από ατέλειωτες ώρες κουτσομπολιού αποκοιμηθήκαμε μισομεθυσμένοι.
Ξύπνησα το πρωί με ένα τρομερό πονοκέφαλο. Με μάτια μισόκλειστα κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Είναι από τις φορές, που χαίρομαι ολόψυχα για το μέγεθος του σπιτιού μου. Όταν έφτασα στην κουζίνα είδα μια χρησιμοποιημένη κούπα καφέ. Κοίταξα στον καναπέ του σαλονιού. Ο Χρήστος είχε ήδη φύγει. Έκανα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Ο Αλέξης άφαντος. Το φάντασμά του στέλνει spam μόνο. Έκλεισα τον υπολογιστή, έκανα ένα μπάνιο και βγήκα έξω.
Συννεφιά. Χάλασε ο καιρός πάλι. Το χτεσινό μεθύσι εκτός από hand over, μου άφησε και την αγαπημένη μου φωτοφοβία. Περπατάω στο δρόμο σαν την αόματη και κατευθύνομαι στο σταθμό του τραίνου. Έχω όρεξη για βόλτα. Περιμένω στη στάση και μπαίνω στο πρώτο που περνά. Χαζεύοντας τις στάσεις αποφασίζω να κατέβω στο Μαρούσι. Φτάνοντας κατεβαίνω γρήγορα, πριν αλλάξω γνώμη και στέκομαι αναποφάσιστη. Βλέπω τον κόσμο να κατευθύνεται στον πεζόδρομο. Ωραία εγώ θα πάω από την άλλη. Ένα παγωτατζίδικο βρίσκεται στη γωνία. Πηγαίνω, παίρνω παγωτό και βγαίνοντας έξω, βλέπω έναν άντρα να ταχτοποιεί κάτι γλάστρες σε ένα δρομάκι πιο πίσω. Δεν ξέρω γιατί αλλά νομίζω ότι τον ξέρω από κάπου. Γυρίζει και με κοιτά ενώ καταβροχθίζω την υπερπαραγωγή, που πλήρωσα όσο ένα μεσημεριανό γεύμα. Δεν τον ξέρω και είναι η κατάλληλη ευκαιρία να γνωριστούμε.
Πλησιάζω και διαβάζω την πινακίδα. «fioreria» Ανθοπωλείο είναι. Σιχαίνομαι τα λουλούδια αλλά δεν λέμε ποτέ όχι σε μία ενδιαφέρουσα γνωριμία. Χαμογελά και τη στιγμή εκείνη περνά απ’ το μυαλό μου αστραπιαία η εικόνα του Αιμίλιου για να χαθεί αμέσως μετά.
-Καλημέρα, μπορώ να σας βοηθήσω;
-Βεβαίως, απαντώ, θα ήθελα 13 γαλάζια τριαντάφυλλα. Έτσι όπως πήγαινα σε λίγο το πορτοφόλι μου θα στεκόταν ορφανό από τα χρήματά του αλλά το ένστικτό μου ούρλιαζε να πάρω τα τριαντάφυλλα, που είχε πάνω στον πάγκο. Εκείνος σκοτείνιασε για μια στιγμή.
-Μήπως σας τα έχουν πάρει παραγγελία; Δεν πειράζει. Θα πάρω κάτι άλλο. Εσάς. Δεν χρειάζεστε συσκευασία δώρου, θα σας πάρω έτσι. Είστε για μένα όχι για δώρο.
-Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μείνουμε στα τριαντάφυλλα, μου απάντησε.
-Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, του είπα την ώρα που ετοίμαζε τα τριαντάφυλλα.
-Θα βάλετε και καρτούλα; Με ρώτησε ευγενικά μεν, ολίγον φοβισμένα δε.
-Θα προτιμούσα βάζο αλλά είναι λίγο άβολο στην μεταφορά. Αφήστε το όπως είναι. Πλήρωσα και βγήκα έξω. Πήρα τα τριαντάφυλλά μου και το παγωτό και κάθισα σε ένα παγκάκι. Άνοιξα το κινητό, το οποίο άρχισε να χτυπάει σαν τρελό από τα μηνύματα και τις αναφορές. Το άφησα στην άκρη και συνέχισα να τρώω το παγωτό. Όσο δεν βρέχει είμαστε καλά σκέφτηκα και πριν προλάβω να τελειώσω την φράση, οι πρώτες στάλες βροχές άρχισαν να πέφτουν.
Σηκώθηκα και πλησίασα ένα ταξί. Ήταν ώρα να πάω στο θέατρο. Στο δρόμο άνοιξα το τηλέφωνο να δω τις κλήσεις. Ετοιμαζόμουν να το απενεργοποιήσω όταν ο Λημνιός πήρε τηλέφωνο:
-Ωραία κοιμωμένη ξύπνα, γιατί μου τελείωσαν τα ληγμένα και δεν ξέρω άλλο να τους δώσω. Η πρόβα ξεκίνησε και παρόλο. που δεν αναφέρθηκε το ονοματάκι σου, σε περιμένουν για να σε απολύσουν.
-Καλά, απάντησα. Ποια σκηνή κάνουν τώρα;
-Την πρώτη αλλά μάλλον στο τέλος θα το κάνουν όλο μαζί. Έλα να κουβαλήσεις κανέναν καφέ και εσύ, να ανέβεις τη σκάλα της καταξίωσης σκαλί-σκαλί να μην πω καμιά κακία πρωινιάτικα.
-Στο δρόμο είμαι, δεν θα αργήσω. Τα λέμε από κοντά. Έχε μου και μένα έναν καφέ έτοιμο μικρέ μου, είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Φτάνοντας στο θέατρο, με την ανθοδέσμη αγκαλιά σκέφτηκα τρομοκρατημένη πως έπρεπε να το βάλω στα πόδια. Δεν το είχα σχεδιάσει έτσι. Κοίταζα την επιγραφή και δεν αποφάσιζα να μπω μέσα. Εκείνη την ώρα πέρασε πλάι μου η Μαρία σαν σίφουνας. Κοντοστάθηκε να ανοίξει την πόρτα και τότε με είδε.
-Έλα μέσα. Τι στέκεσαι;
Είναι όμορφη η Μαρία. Απ’ τις γυναίκες που είναι φτιαγμένες για να ζούνε στο φως. Έσκυψα το κεφάλι και προχώρησα.
-Δεν έχει κέφια σήμερα ε; Ξενύχτησες χτες βλέπω. Εύχομαι να πέρασες καλά.
Έγνεψα πως ναι και χώθηκα γρήγορα στις πίσω κερκίδες. Σε λίγο εμφανίστηκε ο Λημνιός με ένα πλαστικό ποτήρι ζεστό καφέ. Την ώρα που μου τον έδινε, πρόσεξε τα λουλούδια.
-Κι άλλος άντρας; Πότε πρόλαβες; Είπε παίρνοντας την ανθοδέσμη. Μη μου πεις μόνο, ότι έφτασες στο σημείο να πάρεις λουλούδια για τον εαυτό σου. Μετά τι; Θα σου στείλεις και ερωτική εξομολόγηση σε κάρτα;
-Για σένα τα πήρα, είπα ψέματα, λουλούδια για το λουλούδι μου. Παρ’ τα λοιπόν και δώστα αν δεν σ’ αρέσουν.
-Άντρας! Άντρας το ‘ξερα εγώ. Δεν θα αφήσεις τίποτα όρθιο στην περιοχή. Πάω μπροστά, που με χρειάζονται και θα τα πούμε στο διάλλειμα.
Βούλιαξα στην καρέκλα στο ημίφως και άρχισα να πίνω τον καφέ. Ο Αιμίλιος έπαιζε στη σκηνή, το ίδιο και οι υπόλοιποι. Έκανε πως δεν με πρόσεξε. Καλύτερα. Σήμερα θέλω ησυχία. Ο σκηνοθέτης μπροστά κάνει σαν να μην υπάρχω. Ευτυχώς πρέπει να του μίλησε ο επιχειρηματίας. Θα είναι μία ήσυχη πρόβα.
Τελειώνει η πρόβα και νοιώθω κατάκοπη. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Βγαίνω από το θέατρο πρώτη και χώνομαι στα στενά. Δεν θέλω να δω γνωστή φυσιογνωμία. Περπατάω στο δρόμο άσκοπα μέχρι που βλέπω ένα ταξί. Του κάνω νόημα, σταματά και του λέω τη διεύθυνση. Μπαίνω μέσα και κατευθυνόμαστε στο σπίτι. Κατεβαίνοντας βάζει αέρα απότομα. Πλησιάζω στην πολυκατοικία και την ώρα που πάω να ξεκλειδώσω, κάποιος βάζει το χέρι του πάνω στο δικό μου. Γυρίζω ξαφνιασμένη και βλέπω τον Αιμίλιο.
Αυτή τη φορά έμεινε λιγότερο. Και μετά σιωπή.
Έτσι άνοιξα τον υπολογιστή. Κάνω τρομερή φασαρία όσο γράφω, μαστιγώνοντας την μελαγχολία του απογεύματος. Οι δύο μας. Όπως πάντα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου