Σάββατο, Μαΐου 31, 2008

Αν ξαναμοίραζα την τράπουλα θα τραβούσες και πάλι το ίδιο χαρτί;

Πότε ξυπνούν τα όνειρα μαμά;

Ένα τηλέφωνο χτυπά. Η μέρα περνά. Εκείνο, υπομονετικό στη θέση του, συνεχίζει να χτυπά. Καλώ τον αριθμό και νομίζω, πως βλέπω τις σκιές του ήλιου πάνω του, να αλλάζουν με τις ώρες. Δεν απαντά κανείς. Τις νύχτες νομίζω είναι ακόμα πιο μόνο. Βλέπεις το νούμερο μου. Δεν το σηκώνεις. Περνά ο καιρός. Νομίζω πως αλλάζεις τα έπιπλα σιγά-σιγά. Αθόρυβα, όπως αλλάζεις και τους ανθρώπους….

Ίσως να είδα όνειρο χτες. Ίσως και όχι. Σε ένα ψευδεπίγραφο παρελθόν σε είδα να κολυμπάς με τα δελφίνια. Ατσούμπαλη όπως πάντα, έσκασα και εγώ στο νερό και γέμισα τον κόσμο νερά. Με μάτια πρησμένα, ξύπνησα και κάνω ταξίδια επί χάρτου.

….

Δεν ξέρω γιατί έχω πάντα άγχος όταν περνώ την είσοδο του θεάτρου. Τα ονόματα αλλάζουν, οι σκιές τσακίζουν αλλιώτικα στους προβολείς και εγώ γλυστρώ πάνω στα τακούνια μου ανάμεσα στο μαύρο και στο φως. Δεν θυμάμαι τη μέρα. Θα διαλέξω μία στην τύχη, Παρασκευή σαν Υπόσχεση ή μήπως Δευτέρα σαν Δεσμά. Θα διαλέξω ονόματα. Πρώτα το δικό μου. Προχωρώ και δεν θυμάμαι το όνομα, να συστηθώ. Χώνομαι στις πίσω θέσεις βιαστικά καθώς τα χέρια μου χαϊδεύουν τα σκονισμένα καθίσματα.

Το φως είναι τόσο καλά εστιασμένο, που νομίζεις, πως μπορείς να το αγγίξεις σαν ψευδαίσθηση. Ένας κώνος εκτυφλωτικού φωτός και δυσλεκτικά, φλύαρα σημεία καπνού να τυλίγουν τα σώματα, που θα πουν την ιστορία, που διάλεξαν για αυτούς. Αφήνω την τεράστια τσάντα του Sport Billy στα διπλανά καθίσματα, τις σημειώσεις από την άλλη πλευρά και βγάζω ένα λαστιχάκι να μαζέψω τα μαλλιά μου. Τους παρακολουθώ σαν αγρίμια, να φυλούν την περιοχή τους. Μαζεύω πρόχειρα τα μαλλιά μου και βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσάντα και τον αναπτήρα από την τσέπη. Το ανάβω και τραβάω μια ρουφηξιά όπως ο δύτης την τελευταία ανάσα πριν καταδυθεί. Νοιώθω ένα χέρι να με χτυπά στον ώμο. Ουψ! Μας πιάσανε:

-Σβήστε το τσιγάρο! Εκτός αν έχετε τσιγαροθήκη μαζί σας.

Η τσάντα δεν με απογοήτευσε ποτέ. Σκύβω και βγάζω το τασάκι μου. Πάντα κουβαλώ ένα, που καθαρίζω στο τέλος με μωρομάντιλα. Όπως οι φιλόζωοι κάνουν βόλτα το ζωάκι τους με τη σακουλίτσα και το φτυαράκι τους έτσι και εγώ όταν αερίζω τα τσιγάρα μου τους έχω παρέα πάντα τον Τάσο.

-Να σας συστήσω. Ο Τάσος! Είμαι σίγουρη ότι εκείνη τη στιγμή με μίσησε ενώ πίσω έβλεπα έναν άλλο τύπο, που με βία προσπαθούσε να κρατηθεί και να μην γελάσει.

- Αντωνίου. Σκηνοθέτης της παράστασης.

- Πάντου. Βοηθός σας. Χάρηκα για τη γνωριμία. Το χέρι μου έμεινε μετέωρο για μια στιγμή καθώς ο σκηνοθέτης απομακρύνθηκε προς τη σκηνή και γρήγορα στράφηκε στο στόμα να αρπάξει το τσιγάρο. Καθώς υπέγραφα ακόμα ένα απολαυστικό γραμμάτιο για τον καρκίνο του πνεύμονα και ετοιμαζόμουν να χωθώ στην καρέκλα αγκαλιά με τον Τάσο μου, νοιώθω κάποιον να με κοιτά και να γελά.

- Αυτό θα το πληρώσεις ακριβά. Λημνιός. Φως, μουσική, νερό, τηλέφωνο στα όνειρά σας δεσποσύνη, είπε και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση απομακρύνθηκε και αυτός προς τη σκηνή.

Δεν θα ευχαριστηθώ ποτέ τσιγάρο εδώ. Τουλάχιστον όχι όταν είναι τόσος κόσμος μαζεμένος. Καλά αρχίσαμε. Άρχισαν οι δημόσιες σχέσεις μπροστά. Γνωρίζονται ήδη, κάποιοι δε χωνεύονται. Με χειραψίες υπογράφουν τις νέες συμφωνίες κατάπαυσης πυρός. Προσλάβανε τους πιο φωτογενείς ψεύτες. Τώρα μένει να δούμε απλώς αν είναι και οι πιο τολμηροί. Γεμάτοι έπαρση ανεμίζουν το κείμενο. Το βλέπω στα χέρια τους, πίσω από ένα σύννεφο καπνού και νομίζω ο χρόνος γίνεται μουγκός, μόνος. Βρώμισε η καύτρα. Πάντα καίω τα φίλτρα αφηρημένη.

Ψάχνω το πακέτο και ανάβω δεύτερο. Ευτυχώς αδιαφορούν για μένα. Παίρνω τον Τάσο αγκαλιά και νομίζω ότι το παρόν μαγκώνει και γίνεται παρελθόν με μία βραδύτητα σχεδόν κινηματογραφική. Τους αγαπάει το φως τους ηθοποιούς. Τόσο μικροί και ασήμαντοι μέσα στα καθημερινά τους ρούχα, τους βλέπω να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες κάτω από τα φώτα.

Είναι αυτή η σιωπή. Ταιριάζει με τις πεταλούδες. Πώς να τους ταιριάξεις φωνή; Η μουσική σφυρίζει στο κεφάλι μου σιγανά. Ακολουθώ τις μορφές τους πίσω από τον καπνό και σκέφτομαι: τι φωνή έχουν οι πεταλούδες; Τι θα άλλαζε αν μπορούσαμε να τις ακούσουμε;

Η μουσική σφυρίζει πονηρά στο κεφάλι μου και είναι οι παρτιτούρες το κείμενο που ανοίγουν, κλείνουν, διπλώνουν, υπογραμμίζουν, παπαγαλίζουν σαν ποίημα στο σχολείο. Κοράκιασα. Βγάζω ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα. Πίνω αχόρταγα καθώς νοιώθω ότι με αντιπαθούν τρελά. Ωραία! Το πρώτο αληθινό συναίσθημα από τη στιγμή, που ξεκίνησαν. Δείξτε μου τα νυχάκια σας μικρά μου γατάκια και θα σας μάθω εγώ να γδέρνετε ο ένας τον άλλον.

Ξανανάβω τσιγάρο. Η αντικαπνιστική πρέπει να ‘ρθει να με μαζέψει γιατί αν συνεχίσω έτσι θα με βάλουν στην φυλακή για χρέη εκτός αν αρχίσω να καπνίζω και την άσφαλτο. Με τόσες λακκούβες δεν πρόκειται να με πάρει χαμπάρι κανείς.

Όταν ξεκινάς να μάθεις ένα νέο κομμάτι με κάποιο μουσικό όργανο, μαθαίνεις πρώτα τον ρυθμό, μετά την μία μελωδική γραμμή, μετά την άλλη, προσπαθείς να τα συνδυάσεις και τέλος χρωματίζεις τη σύνθεση. Ο μόνος ρυθμός εδώ μέσα είναι το πάφ -πουφ από τα τσιγάρα μου, η δεξιά δεν γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά. Βάρβαροι! Θα σας έφερνα το χρονόμετρο αλλά δεν ξέρετε να το χρησιμοποιήσετε.

Μου ρίχνουν λοξές ματιές. Ψιθυρίζω το κείμενο μαζί τους. Ανασαίνω τον ιδρώτα τους. Αναλύουν το κείμενο. Μυρίζω την ανάσα τους. Μαθαίνουν συντακτικό και κόμματα από την αρχή. Λες και ο ιατροδικαστής που κομματιάζει το σώμα, ζει τη ζωή του φευγάτου. Πρέπει να αδειάσω τον Τάσο. Να μια καλή δικαιολογία να βγω λίγο έξω στο φουαγιέ. Αν το βλέμμα ήταν μαχαίρι θα ήμουν ήδη νεκρή και δεν θα δακτυλογραφούσα αυτές τις γραμμές. Κοίταξα πίσω, χαμογέλασα και βγήκα έξω. Βρήκα ένα μεγάλο κάδο-τασάκι και άδειασα τον Τάσο. Έψαξα για μωρομάντηλα και τότε συνειδητοποίησα ότι τα είχα αφήσει μέσα. Ξαφνικά άρχισα να πνίγομαι. Ούτε ένα παράθυρο. Ήταν μέρα ή νύχτα; Έβρεχε; Είχε κρύο ή ζέστη; Και το παρελθόν ήρθε σαν παγωμένο σκυλί και κουλουριάστηκε στα πόδια μου.

-Μη μου πεις ότι είχες και καφετιέρα στο σάκο σου! Άκουσα μια φωνή πίσω μου. Πάρε έναν καφέ πριν σε φάμε λάχανο, να μην μας πεις και αγενείς εμάς τους ιθαγενείς. Ήταν ο Λημνιός. Πρέπει να είχε φύγει κάποια στιγμή, που δεν τον πρόσεχα και είχε βγει για καφέδες καθώς κουβαλούσε μια ντουζίνα σε μια βάση από χαρτόκουτο που παράπαιε. Καθόλου λαμπερή εικόνα για τους πρωταγωνιστές μες με τα λαμπερά εξώφυλλα. Χαμογέλασα καθώς άφησα τον Τάσο στην άκρη και πήρα έναν καφέ.

-Δεν τον αποχωρίζεσαι ποτέ; Να το προσέξεις αυτό. Μπορεί μια μέρα να γίνεις εξώφυλλο. Φόντο στο «ο Τάσος φωτογραφίζεται και αποκαλύπτει».

-Μικρέ κρυώνουν οι καφέδες. Ευχαριστώ για τον δικό μου αλλά σε περιμένουν και πάω στοίχημα θα λείπει ένας.

- Ο δικός μου! Και έτσι θα ‘χω την ευκαιρία να ‘βγω έξω και να σε ανακρίνω για να μου πεις πώς στην ευχή τα κατάφερες και είσαι εδώ και όχι απλά είσαι εδώ αλλά επιπλέον αγνοείς ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Μη φύγεις, ειδάλλως θα πάρω τα πράγματά σου ομήρους. Και αυτό είναι απειλή!

-Πρώτον είμαι ψωνάρα και δεύτερον έχω μέσον. Ποιο από τα δύο σε εκπλήττει;

- Κανένα! Αλλά μόνο πρόσωπο, ζώο, πράγμα, που δεν παίζουν μέσα για να βρουν την άκρη σου, είπε ο Λημνιός και εξαφανίστηκε στην πλατεία.

Χαμογέλασα. Πάντα έκλεβα όταν διάβαζα αστυνομικά. Πρώτα διάβαζα το τέλος και αν μ’ άρεσε αγόραζα το βιβλίο. Χαζό ε; Να ψάχνεις το έγκλημα για τη λύση σου. Η Αναστασία βγήκε έξω. Πάει στην τουαλέτα. Ήρθε να κόψει λεπτομέρειες να πει μέσα. Το αποφάσισα. Όταν μου τελειώσει το πακέτο θα φύγω. Ανάβω τσιγάρο ξανά.

Στο όνειρο σε είδα να παίζεις με ένα δελφίνι και έπεσα και ‘γω να παίξω με το δικό μου και όπως το κυνήγαγα, το έπιασα από την ουρά και αυτό μεταμορφώθηκε σε άντρα και γύρισε και με κοίταξε. Ξύπνησα ξαφνικά.

Κοιτάζω το είδωλό μου λοξά σε μία κορνίζα. Καπνίζω και πίνω καφέ στο φουαγιέ μονάχη μου, ενώ μέσα πασχίζουν να μάθουν τα λόγια, που ξέρω ήδη.

- Ποτέ δε φανταζόμουν ότι η πινακίδα για τις τουαλέτες θα είχε τέτοιο

σουξέ! Έλα μέσα γρήγορα γιατί ο Αντωνίου τηλεφωνεί σαν τρελός να σε απολύσουν! Θα είσαι η πρώτη, που απολύθηκε πριν καν ακούσει την πρώτη ανάγνωση, μου είπε ο Λημνιός, που βρέθηκε ξαφνικά πλάι μου

- Χάνει το χρόνο του. Εγώ δεν θα φύγω. Τσιγάρο; Και του προσέφερα το πακέτο. Τραβάω μια ρουφηξιά καθώς παίρνει τσιγάρο. Άδικα παιδεύεται. Φωτιά; Πιο πιθανό να φύγει αυτός παρά εγώ. Κρίνοντας από τις φωνές αυτό δεν απέχει πολύ από εδώ. Ούτε μια κούτα τσιγάρα δρόμος. –και με βλέπεις πώς καπνίζω ο αράπης, ο ταμ ταμ ταμ.

Απαπαπα. Πολλά νεύρα. Δεν θα αντέξει, για σήμερα, για πολύ ακόμα. Για να δούμε… 10… 9… 8… πόσα τηλέφωνα θα πάρει ακόμα μέχρι να το καταλάβει ότι εγώ δεν φεύγω; 7… 6… 5…. Εσύ τι νομίζεις μικρέ; Ποιος θα φύγει πρώτος;

Πριν προλάβει ο Λημνιός να δείξει τον Αντωνίου, ο Αντωνίου βγήκε από την πλατεία στο φουαγιέ τρέχοντας. Ωραία, σκέφτηκα, τώρα θα αραιώσουμε σαν τα σκόρδα. Πίσω του βγήκαν οι 2 κυρίες, θιγμένες, στητές και αγέρωχες. Προχώρησα με τον Λημνιό στην πλατεία. Στη σκηνή είχαν μείνει ο Στέφανος με τον Αιμίλιο. Ο Στέφανος μάζευε τα πράγματά του. Έφευγε και αυτός. Ο Αιμίλιος είχε νευριάσει.

-Τελειώσατε το κάπνισμα;

- Προτιμάτε αυτές, που τελειώνουν γρήγορα;

- Όταν είναι όρθιες: Ναι

- Περιμένετε να ανάψω ακόμα ένα, όσο θα προσπαθώ να σκεφτώ κάτι εξίσου έξυπνο.

Ο Στέφανος βρισκόταν ήδη στο φουαγιέ. Άναψα τσιγάρο ξανά. Τα τσιγάρα τελείωναν επικίνδυνα. Το κοριτσάκι με τα τσιγάρα έπρεπε να προσέχει πλέον το ρυθμό του γιατί έχανε τη μελωδία.

- Λυπάμαι έχω ανάδρομο Ερμή και το ωροσκόπιο μου συνέστησε διαλογισμό και περισυλλογή σήμερα.

Ο Αιμίλιος χανόταν και αυτός προς το φουαγιέ. Ο Λημνιός χαμένος έπαιζε με το καλαμάκι του καφέ. Άρχισα να περπατώ στη σκηνή. Να την μετρώ ρυθμικά, καθώς οι λέξεις ανάσαιναν μέσα μου. Άρχισα να πετώ τα ρούχα μου. Έμεινα με ένα μαύρο φανελάκι και το μαύρο παντελόνι, έβγαλα τα παπούτσια και ξεκίνησα το ρυθμό. Τικ – Τακ. Ακούς; Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπά και πάλι. Την ξέρω την παρτιτούρα μικρέ μου. Φτιάξε τα φώτα και έλα να παίξουμε.

Ο Λημνιός άρπαξε ένα από τα πεταμένα κείμενα και άρχισε να ρυθμίζει τα φώτα. Δεν ήμουν ποτέ καλή στον ρυθμό. Θυμάμαι τη δασκάλα του πιάνου να χτυπά με τον χάρακα το πιάνο για να μου μετρήσει το ρυθμό και όταν εγώ δεν άκουγα να μου χτυπά τα δάχτυλα. Μα μέσα στα φώτα, μέσα στην παραζάλη από τους καπνούς, οι λέξεις αναπνέουν στο λαιμό μου και μου δίνουν τον ρυθμό τους.

Νομίζω ότι χορεύω. Σιωπή. Μόνο σκόρπιες λέξεις να ζωγραφίζουν εικόνες. Ξαφνικά ακούω δεύτερη φωνή, αντρική. Είναι ο Αιμίλιος. Δεν έφυγε. Ακολουθεί το ρυθμό. Μια παραζάλη. Μιλάω, μιλάει και στις παύσεις σιωπή. Μόνο τα φώτα αλλάζουν καθώς το κείμενο σεργιανά πάνω μας. Κουταβάκι, δαγκώνει επιπόλαια.

Γιατί δεν έφυγες Αιμίλιε; Ήρθες να παίξεις; Μικρή μου πεταλούδα, σε τραβάει το φώς, έτσι δεν είναι; Αγγίζω το φοβισμένο σώμα σου. Αγκαλιάζω το τρέμουλο στην ανάσα σου. Βλέπω μέσα στα μάτια σου την ψυχή σου. Σου χαρίζω τα φώτα σου. Ξεγυμνώνω τις αυταπάτες σου. Είσαι τόσο ευάλωτος, που σχεδόν σε λυπάμαι. Καλωσόρισες στο ταξίδι μου.

Μισώ τα τηλέφωνα, που χτυπούν με τις ώρες. Και περισσότερο τους ανθρώπους, που τα βγάζουν από τις πρίζες και μου στερούν την χαρά να τους τηλεφωνώ και να το αφήνω να χτυπά με τις ώρες μέχρι να τους σπάσει τα νεύρα.

Απόψε είμαι εγώ αυτή που έχω βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα.

Τυφλόμυγα

Σκοτάδι και φως. Ένας μικρός κύβος ζάχαρης δόλωμα για σένα. Η Μαρία κάθεται στις θέσεις των θεατών. Νοιώθω τη σκιά της. Ακούω τη φωνή της να διαλέγει τις λέξεις μου. Ο Αιμίλιος ξέρει και τους δύο ρόλους. Η Μαρία πλησιάζει, συνεχίζει το ρόλο, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι. Το δικό μου ή του Αιμίλιου. Όπως θέλεις παρ’ το. Αλλά έμεινε για να δηλώσει πως είναι εδώ. Καθώς προχωρά η πρώτη σκηνή, αφήνει την πλατεία και ανεβαίνει επάνω. Ο Λημνιός μας παρακολουθεί πλάθοντας το φως.

Ακούγεται παράξενο στα αυτιά μου ο Αλέξης και ο Νίκος να έχουν την ίδια φωνή, αλλά δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή. Για μια στιγμή σκέφτομαι να κατέβω από τη σκηνή και να τους αφήσω μόνους αλλά νοιώθω πως αν σταματήσω, θα σταματήσει και η Μαρία την πρόβα. Προσπαθεί να με στριμώξει. Ακροβατώ και κουνάει το σκοινί κάτω από τα πόδια μου. Ένα μικρό πράσινο αλογάκι της Παναγίας στα χέρια μου και οι σκηνές να ξετυλίγονται στο ημίφως. Τα μάτια της πετούν σπίθες στο ημίφως.

Δε συστηθήκαμε πριν αλλά δεν νομίζω να χαίρεται ιδιαίτερα για την παρουσία μου. Σαν σκυλί οριοθετεί την περιοχή της τη στιγμή, που ο Αιμίλιος προχωρά, δίνοντας ζωή στις λέξεις μου. Το έχουν πει το κείμενο ξανά και ξανά σαν παιδιά που πάνε για εξεταστική την επομένη. Σήμερα όμως δεν είναι εξετάσεις. Η γυναίκα, η σκιά, ο Αλέξης και ο Νίκος σήμερα βγαίνουν από το κουκούλι τους. Παράξενες πεταλούδες,, που στοιχειώνουν τη σιωπή και το σκοτάδι. Τις νοιώθω στα χέρια μου να παίζουν και χαμογελώ με την πλάτη γυρισμένη σε κείνους.

‘Ήρθα για να μείνω και τώρα το νοιώθετε. Αγγίζω το κορμί του Αιμίλιου και αισθάνομαι την έντασή του. Μ’ αγγίζει η Μαρία και νοιώθω την ανάγκη της να με υποτάξει σ’ ένα στημένο παιχνίδι, που ακόμα αγνοεί. Μα δεν κερδίζεις την παρτίδα αν κάποιος άλλος πρόλαβε να σημαδέψει την τράπουλα. Γλυκιά μου τόσες φωτογραφίσεις, παραστάσεις, διθυραμβικές κριτικές και τώρα στέκεις παγιδευμένη, ανήμπορη στον ιστό μου. Όσο παλεύεις τόσο σε σφίγγω περισσότερο στα δεσμά μου. Με μισείς. Το βλέπω. Γίνεσαι μια σκιά και μετά σβήνεις στο φως.

Αιμίλιε, πήρες ένα καινούριο κουβαδάκι και παίζεις σε ξένη παραλία. Και το απολαμβάνεις όπως κάθε ζαβολιά σου. Έχουμε πρεμιέρα απόψε. Διαλέγω χρώματα να σε γδύσω. Σκαλίζω το πάθος σου και χτυπάω αλύπητα τη συνήθεια σου σαν ξύλο μισοκαμμένο. Τα χω ξεφυλλίσει τα βιβλία σου, έχω δει τις παραστάσεις σου και τώρα καιροφυλακτώ να δω την ψυχή σου σαν την γάτα που περιμένει να ξεμυτίσει το ποντίκι. Σε έβλεπα ώρες να συλλαβίζεις λέξεις ξένες. Βαρβαρικές. Την ώρα που διάλεξες να μείνεις, διάλεξες να συλλαβίσω τα όνειρα και τους εφιάλτες σου. Αλλάζω παραγράφους, βάζω κόμματα και τελείες στις ανάσες σου και ψάχνω την σπίθα σου, που θα βάλει στο έργο φωτιά. Παίζουμε ρώσικη ρουλέτα αλλά δεν το ξέρεις ότι δεν υπάρχει σφαίρα στη θαλάμη. Τουλάχιστον όχι απόψε.

Από την ένταση έχασαν τα λόγια. Κοιτάζω τον Λημνιό. Με κοιτά κατάματα, ανέκφραστος. Με υποψιάζεται. Πρέπει να σταματήσω. Λέω την πρόταση που ξέχασαν και κατεβαίνω από τη σκηνή. Ο Λημνιός ανάβει όλα τα φώτα αμέσως για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα.

-Μία βοηθός σκηνοθέτη οφείλει να γνωρίζει το κείμενο ακόμα και αν κάνει φασαρία στην πρώτη πρόβα, είπα και κατευθύνθηκα προς τα πράγματά μου. Ευχαριστώ για την παρέα στη σκηνή και Χρήστο, ευχαριστώ για τα φώτα. Δεν θα γινόταν τίποτα χωρίς εσένα. Αν το βλέμμα της Μαρίας ήταν μαχαίρι ο Λημνιός θα ήταν τώρα νεκρός, ακαριαία. Θα τα πούμε αύριο στην πρόβα ξανά. Πήρα τα πράγματα μου και προσπάθησα να το σκάσω όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπώς.

-Πώς βρέθηκες στην παράσταση; Ρώτησε η Μαρία

-Το ευχήθηκα την ώρα που έσβηνα μια αγκαλιά κεριά στην τούρτα γενεθλίων μου, της απάντησα

-Αυτό δεν είναι απάντηση, μου είπε εκνευρισμένα.

-Απόψε τουλάχιστον δεν έχω άλλη να σου δώσω, είπα και βγήκα από το θέατρο.

Ξεκίνησα να περπατώ στο πεζοδρόμιο. Δεν είχα όρεξη να πάω σπίτι. Έπρεπε να εκτονώσω όλη την υπερένταση. Περπατούσα και σκεφτόμουν πόσο σιχαινόμουν το περπάτημα, τι διορθώσεις ήθελε το κείμενο, τα φώτα, που θα έβαζε ο σκηνοθέτης, τη συμφωνία με τον θεατρικό επιχειρηματία, τα λεφτά κάτω από το τραπέζι και το συμβόλαιο σιωπής. Ομερτά. Δεν έπρεπε να το σπάσω. Αν η Μαρία δεν έκοβε το σκοινί απόψε, αν δεν διάλεγα να πέσω, ίσως να υποψιάζονταν κάτι. Όχι, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Ήμασταν ακόμα στην αρχή. Το έργο πρέπει να ανέβει ανεμπόδιστο. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να ξαναδουλέψω το κείμενο. Οι λέξεις βούιζαν στο κεφάλι μου. Σαν διαλυμένο puzzle, που έπρεπε να το φτιάξω από την αρχή.

Ξαφνικά άκουσα ένα κορνάρισμα. Παραλίγο να περάσω το δρόμο αφηρημένη. Ένα αυτοκίνητο φρενάρισε μπροστά μου και ο οδηγός άρχισε να με βρίζει. Κατέβασα το κεφάλι και έκανα στροφή 180 μοιρών. Ήμουν χαμένη στις λέξεις μου. Το κείμενο έπρεπε να αλλάξει. Αλλά πώς; Άκουσα κόρνα πίσω μου. Γύρισα έτοιμη να ακούσω και άλλα. Είδα ένα άτομο με κράνος να στέκεται στη μηχανή. Λάθος έκανε, σκέφτηκα και γύρισα την πλάτη μου. Ξαφνικά άκουσα να με φωνάζουν. Γύρισα και πάλι και είδα τον Λημνιό να έχει βγάλει το κράνος.

-Άχρηστη! Έτσι όπως πας θα σκοτωθείς πριν προλάβουν να σε διώξουν. Έλα να σε πάω εγώ όπου θες, αν και θα προτιμούσα να πηγαίναμε για κανένα ποτό. Τι λες;

-Σπίτι μου από το πρώτο κιόλας βράδυ της γνωριμίας μας; Δε λέει. Δεν πρόλαβα να ξυριστώ και έχω τα άπλυτα στο σαλόνι. Άφησε το ρομαντισμό να κάνει την σχέση μας να ανθίσει, του είπα χαμογελώντας.

-Ανέβα να πάμε για ποτό. Κερνάς εσύ.

-Πάντα ιππότης, είπα, υποκλίθηκα και ανέβηκα στην μηχανή. Εγώ κερνάω αλλά εσύ οδηγείς. Οπότε το αλκοόλ για μένα και πορτοκαλάδα για σένα. Αν φτάσουμε στο κέφι, θα σου παραγγείλω και με ανθρακικό.

-Αν φτάσεις και μπορείς να παραγγείλεις, μου απάντησε και σανίδωσε τη μηχανή.

Δεν ξέρω πόσην ώρα κάναμε να φτάσουμε στο bar αλλά εγώ είχα ξεπαγιάσει και νόμιζα ότι τα δάχτυλά μου θα πέφτανε αν κάποιος μου έσφιγγε το χέρι. Ο Χρήστος το κατάλαβε και χαμογελώντας με αγκάλιασε και σηκωτή σχεδόν με έβαλε μέσα στο bar παραγγέλνοντας ποτά και για τους δύο. Η μουσική ήταν εκκωφαντική για τα γούστα μου και συκοφαντική για τη σοβαροφάνειά μου. Την ώρα, που τον είδα να μου χαμογελά, σκέφτηκα έντρομη ότι το επόμενο βήμα, θα ήταν σίγουρα μπουζούκια. Κοίταξα το ποτό μου. Ήμουν τυχερή. Δύο μόνο ποτά ήταν αρκετά. Κατέβασα μονορούφι το πρώτο και καθώς έβγαζα το μπουφάν μου είδα έναν άντρα να πλησιάζει αποφασιστικά προς το μέρος μας. Εδώ το ξυλόπνευμα πρέπει να είναι εκπληκτικό καθώς εγώ το πίνω τους άλλους μεθά. Ο άντρας πλησίαζε, με προσπέρασε και φίλησε τον Λημνιό στο στόμα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να παραγγείλω ακόμη ένα. Ο Λημνιός μου έκανε νόημα ότι θα ξανάρθει και χάθηκε στο πλήθος με τον δικό του. Ήταν η ώρα μου για την ηρωική μου έξοδο. Πλήρωσα και βγήκα έξω.

Δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν. Ούτε τι ώρα ήταν. Κοίταξα το κινητό μου. Θα σας γελάσω για την ώρα. Μετά από 2 ποτά οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια μου. Ευτυχώς όχι και τα χρώματα καθώς ένα ταξί σταμάτησε δίπλα μου. Τραύλισα την διεύθυνσή μου και σύντομα ήμουν σπίτι μου. Ξάπλωσα με τα ρούχα και πριν το καταλάβω αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Είχα ενοχές που παράτησα τον Χρήστο αλλά έλεγα στον εαυτό μου ότι βρήκε καλύτερη παρέα. Κοίταξα το ρολόι. Είχα σαπίσει στον ύπνο. Θα αργούσα για την πρόβα. Πέταξα τα ρούχα στο πάτωμα και χώθηκα στο μπάνιο. Έπλυνα τα δόντια μου, ντύθηκα, έβαλα μια σοκολάτα στην τσάντα μου και βγήκα από το σπίτι μου με το σκονάκι μου για τις συγκοινωνίες. Μετά από μία μικρή περιπλάνηση και 2-3 λάθος στάσεις κατόρθωσα να φτάσω εγκαίρως στο θέατρο. Μετά τον Λημνιό αλλά πριν τους ηθοποιούς.

Τον πλησίασα με τη σοκολάτα στο χέρι.

-Με έφτυσες χτες, μου είπε. Σου είπα να με περιμένεις και μόλις γύρισα την πλάτη μου, το έβαλες στα πόδια. Φρικάρισες, είπε και άνοιξε τη σοκολάτα και άρχισε να την καταβροχθίζει.

- Αυτή είναι σοβαρή κατηγορία. Ζητώ την έννομη διορία να απολογηθώ.

- Τουλάχιστον πλήρωσες τα ποτά!

Κρύφτηκα στα πίσω καθίσματα. Δεν είχα όρεξη για συζήτηση, το κεφάλι μου πονούσε και δεν είχα καμία διάθεση να παρακολουθήσω την πρόβα. Σε λίγο μπήκαν οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης. Παρατάχθηκαν και όλοι έδιναν χρήματα στον Λημνιό. Σε λίγο ήρθε ακόμα ένας νεαρός που δεν είχα δει την προηγούμενη στην πρόβα με τους καφέδες. Αφού μοίρασε τους καφέδες στους άλλους πρώτα άφησε τον τελευταίο τον Λημνιό. Ο Χρήστος έβγαλε ένα ποσό και του το έδωσε. Ο νεαρός τα πήρε γύρισε και μου χαμογέλασε. Ήταν ο νεαρός που φίλησε τον Λημνιό το προηγούμενο βράδυ. Ήμουν ένα στοίχημα. Κέρδισαν και εγώ έχασα. Προφανώς έβαλαν στοίχημα με τον Λημνιό για το αν θα κατάφερνε να με φρικάρει. Και το κάθαρμα τα κατάφερε.

Με πιασαν τα γέλια. Ήταν μία όμορφη μέρα. Γιατί έμενα κλεισμένη εκεί μέσα; Έστειλα ένα φιλί στον αέρα στον Λημνιό, πήρα τα πράγματα και εξαφανίστηκα. Άραξα με το λαπτοπ στην πλατεία και γράφω ιστορίες με καφέ και τσιγάρο. Μάλλον είναι ώρα να το κλείσω και να πάω μια βόλτα….

.........

Χώθηκα σε ένα βιβλιοπωλείο. Κρύφτηκα στο πιο ήσυχο τμήμα. Περνούσα ανάμεσα στα παραταγμένα βιβλία. Ησυχία. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, στέρφα. Βλέπω τους ανθρώπους να αγοράζουν βιβλία, να τα ξεφυλλίζουν και να φεύγουν ήσυχα όπως είχαν έρθει. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Διάλεξα ένα βιβλίο, το πήρα και βγήκα στο δρόμο. Το κείμενο αντιστεκόταν, δεν με άφηνε να το αλλάξω. Χάζευα με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή αλλά η λευκή οθόνη στεκόταν απέναντι μου απτόητη. Δοκίμασα τετράδιο, κόλλες Α4 από τον εκτυπωτή αλλά τίποτα. Λίγο πριν αρχίσω τα graffiti στους τοίχους του σπιτιού, αποφάσισα να φυγομαχήσω.

Μάζεψα τα ρούχα, πακετάρισα τα πράγματά μου, πλήρωσα τους λογαριασμούς και έψαχνα έναν λόγο ουσίας να παραμείνω στις πρόβες. Έφυγα από μία πρόβα, δεν πήγα καν στην επόμενη. Ήταν φανερό δεν με ήθελαν εκεί. Είχα κουραστεί να παλεύω. Το έργο θα ανέβαινε. Και θα κατέβαινε σε μία εβδομάδα με εξαιρετική επιτυχία. Αγόρασα έναν οδηγό και έψαξα τις παραστάσεις, που παιζόταν εκείνη την περίοδο. Απόψε θα πήγαινα θέατρο.

Φοβόμουν να γυρίσω στο σπίτι. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω τις

βόλτες. Κάθισα σε μια καφετέρια, παρήγγειλα καφέ και κρύφτηκα πίσω από ένα περιοδικό

-Πάω στοίχημα ότι έχεις το τηλέφωνο κλειστό ακόμα και τώρα που δεν περιμένεις από κανέναν τηλέφωνο, άκουσα μια φωνή πίσω μου και ένοιωσα ένα ζευγάρι χέρια στην πλάτη μου. Γύρισα ξαφνιασμένη και είδα τον Λημνιό πίσω μου. Η προθεσμία σου έληξε και ήρθε η ώρα σου… να απολογηθείς. Είπε και πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου.

-Φεύγω. Μάζεψα τα πράγματα και σκοτώνω τις τελευταίες μέρες, που έχω πληρώσει το νοίκι.

-Μια πλάκα είπαμε να σου κάνουμε. Αν ήξεραν ότι αρκούσε για να φύγεις θα με είχαν πληρώσει όσο-όσο για να το’ χαμε κάνει από την πρώτη μέρα.

-Πιστεύεις ότι για αυτό φεύγω;

-Εξέπληξε με! Πες μου μια καλύτερη δικαιολογία!

-Βαρέθηκα…

-Λες ψέματα, κανένας δεν βαριέται τόσο νωρίς και από την άλλη δεν έκανα ακόμα την παρωδία μου για να τρομοκρατηθείς. Μήπως θέλεις και συ ένα φιλί για να ξυπνήσεις ωραία κοιμωμένη; Αν δεν υπερασπιστείς εσύ αυτό που έγραψες, μην περιμένεις να το κάνουν άλλοι για σένα.

Η πρώτη σφαίρα μπήκε στη θαλάμη. Το όπλο σημάδευε εμένα. Πυροβόλησε αλλά δεν ήταν η θαλάμη με την σφαίρα. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το τραπέζι πια μέχρι η σφαίρα να διαλέξει τον στόχο της.

Ο Λημνιός έγραψε σε ένα χαρτί το τηλέφωνό του και το άφησε στο τραπέζι.

-Τηλεφώνησέ μου. Εκτελούνται μετακομίσεις. Η βλακεία καταμετράται παρουσία του πελάτη. Σεξουαλικές χάρες χρεώνονται εξτρά.

Τον έβλεπα να φεύγει. Γύρισα σπίτι και άδειασα τις βαλίτσες. Είχα και άλλες σφαίρες φυλαγμένες. Το παιχνίδι πρέπει να αποκτήσει ενδιαφέρον ξανά και οι παίκτες έπαιρναν ο ένας μετά τον άλλον την θέση τους στο τραπέζι.

Bizzzzz

Έβγαλα το χαρτάκι με το κινητό του Λημνιού. Του έστειλα την διεύθυνσή μου σε μήνυμα και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και διάλεξα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Γέμισα 2 ποτήρια και ξεκίνησα να γράφω. Μια καινούρια ιστορία τριγύριζε στο μυαλό μου. Τι θα γινόταν αν έγραφα την ιστορία και την ανέβαζα σε ένα blog; Για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι πρέπει να ανεβάσουμε ακόμα λίγο το στοίχημα. Ένα μικρό, άγνωστο, αδιάφορο blog για μια μικρή αδιάφορη ιστορία.

Ξεκίνησα να γράφω και να ανεβάζω μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχε νυχτώσει. Το κεφάλι μου είχε βαρύνει από το κρασί και έτσι αποφάσισα να κλείσω τον υπολογιστή και να κάνω μπάνιο. Την ώρα που μούλιαζα κάτω από το ζεστό νερό άκουσα το κουδούνι να χτυπά σε ριπές πολυβόλου. Άρπαξα μια πετσέτα και του άνοιξα την πόρτα.

-Περίμενα μια θερμή υποδοχή, αλλά δεν είναι αυτό που είχα υπόψη και δεν θέλω να με περάσεις για καμιά εύκολη. Είπε την ώρα που έμπαινε σαν σίφουνας στο σπίτι. Πήρε το ποτήρι με το κρασί

Για μένα; Ή περιμένουμε και άλλους στην παρέα μας; Πήγαινε να βάλεις κάτι πρόστυχο πάνω σου και έλα να σου πω για τις πρόβες.

Την ώρα που ντυνόμουν τον άκουγα να τριγυρίζει στο σπίτι.

-Τα μωρά συλλαβίσανε τελικά και αρχίσανε να μπουσουλάν. Σε ξέγραψαν από την παράσταση. Δεν φαντάζομαι να περιμένεις συγγνώμη.

-Όχι, μόνο τα κλειδιά του θεάτρου θέλω είπα, βγαίνοντας από το δωμάτιο ντυμένη στα μαύρα. Απόψε πάμε θέατρο. Μην μου πεις ότι δεν τα έχεις γιατί δεν θα σε πιστέψω, είπα πλησιάζοντας τον κοιτώντας τον κατάματα.

-Μην μου πεις ότι θα με αποπλανήσεις και θα τρυγήσεις τους εφηβικούς χυμούς του απολλώνιου κορμιού μου. Ω γύναι! Είσαι αδίστακτη! Αν είναι να κάνουμε κάτι, ας το κάνουμε σωστά. Ντύσου και φύγαμε για το θέατρο.

Πήρα κάποια από τα cds μου, τσάντα, μπουφάν και μια μάσκα και τον ακολούθησα. Φτάνοντας στο θέατρο του ζήτησα να βάλει μουσική και να μου δείξει πού είναι σκούπες και σφουγγαρίστρες. Ανέβηκα στη σκηνή και ξεκίνησα να μετακινώ τα λιγοστά έπιπλα. Σε λίγο ήρθε και ο Χρήστος με σκούπες, σφουγγαρίστρες, φαράσια και κουβάδες. Τα άφησε στη σκηνή και εξαφανίστηκε στο ηλεκτρολογείο.

Ξεκίνησα να καθαρίζω τη σκηνή και σε λίγο ο Λημνιός ξεθώριασε και εξαφανίστηκε από τη σκέψη μου. Καθάριζα τη σκηνή όπως θα καθάριζα ένα αγαπημένο κορμί από τα σημάδια άλλων. Αυτή η νύχτα ήταν δική μας και οι λέξεις χόρευαν μανιασμένα στο κεφάλι μου. Χρόνια είχα να αγαπήσω αυτό το «κορμί». Η νύχτα ήταν δική μας. Θα σκίζαμε τον χρόνο σαν ένα κομμάτι άσπρο χαρτί. Οι λέξεις σχημάτιζαν προτάσεις στο κεφάλι μου. Όλα ήταν μια ανάσα πριν. Μόνο. Μια ανάσα κοφτή, σύντομη, μια παύση και τώρα πηγαίναμε για το Da Capo.

Κουλουριάστηκα επάνω στη σκηνή. Σαν αναρριχόμενο φυτό οι εικόνες ερχόταν στο μυαλό μου. Σήκωσα το κεφάλι μου αργά και άρχισα να λέω την ιστορία. «Jordan». Η Shirley έτρεχε στις φλέβες μου ξανά. Έσκιζα τον χρόνο χαρτί και σκόρπιζα τα κομμάτια γύρω μου. Έψαχνα. Έσκαβα μέσα μου και πέταγα ανθρώπους, συναισθήματα, παρελθόν και παρόν μακριά. Η μουσική έσβησε. Συνέχισα την ιστορία. Ο Χρήστος έπαιζε με τα φώτα. Νομίζω ότι στο τέλος είδα τη Shirley να φεύγει, να χάνεται ανάμεσα στις σκιές. Σκοτάδι. Και μετά φως ξανά.

Τον είδα να φεύγει από το ηλεκτρολογείο και να πλησιάζει στη σκηνή. Άναψε τσιγάρο και μου πρόσφερε και μένα ένα. Καπνίζαμε στη σιωπή. Τρόμαξε ο καημένος. Του το χρωστούσα. Τώρα ήμασταν ισοπαλία. Ήταν η ώρα μου να επιστρέψω στις πρόβες και πάλι. Έσβησα το τσιγάρο και του είπα πως ήταν η ώρα να φύγουμε

Δεν υπάρχουν σχόλια: