Σκηνή 2η
(Η σκηνή είναι σκοτεινή. Ακούμε δυνατό αέρα να φυσάει. Fade in. Όσο το φως γίνεται πιο έντονο τόσο σβήνει σιγά-σιγά ο ήχος του ανέμου.)
Γυναίκα: Έλα. Έχω μάθει στα δέντρα, να σε καλούν όταν λυσσομανά ο άνεμος. Βγες από το σπίτι σου. Βγες από τη ζωή, που διαλέξαν για σένα και θα στείλω πλατανόφυλλα πορφυρά στο δρόμο σου, να πατήσεις και να ‘ρθείς. Έλα. Σε περιμένω. Έστρωσα τραπέζι. Γέμισα το δρόμο παραισθήσεις, χέρια αγαπημένα, να σ’ αρπάξουν. Άναψα φωτιές να ζεσταθείς. Καίω το νυφικό μου και είναι το πέπλο φιτίλι. Θα βαφτώ και θα κάνω πως είμαι μία άλλη. Θα ανάψουμε τους προβολείς. (Χτυπάει τα δάχτυλά της. Ένας προβολέας φωτίζει τη γυναίκα. Μία πυραμίδα φωτός την περικλείει) Θα βάλουμε τα φίλτρα, που θες και θα καθίσω στην καρέκλα. Θα κλείσω τα μάτια με το μαντίλι, που ‘γραφες τα ποιήματα σου και θα σε περιμένω να με δημιουργήσεις ξανά.
(Όσο μιλάει, εμφανίζεται η σκιά της, της κλείνει τα μάτια με το μαντίλι και της δένει τα χέρια πισθάγκωνα).
Ο χορός των μανιταριών ξεκίνησε. Πέταξαν νέφτι στον παράδεισο και τα χρώματα τρέχουν, στάζουν, γλιστρούν, πέφτουν όμορφα και γλυκά σαν αγγέλους που κάνουν έρωτα.
(Ο Νίκος εμφανίζεται σιγοτραγουδώντας.)
Νίκος: …και σε πέντε-έξι εβδομάδες
και σε πέντε-έξι εβδομάδες,
σωθήκαν ό-, ό-, όλες οι τροφές,
σωθήκαν ό-, ό-, όλες οι τροφές…
οεοε οεοοοε
Γυναίκα: …χάραξέ με ξανά… Πλάσε με με αίμα, ζύμωσέ με με το απαγορευμένο, βγάλε με στο ταξίδι…
Νίκος: … και τότε ρίξανε τον κλήρο,
και τότε ρίξανε τον κλήρο,
να δούνε ποιος,… ποιος, ποιος θα φαγωθεί…
να δούνε ποιος,… ποιος, ποιος θα φαγωθεί…
οεοε οεοοοε
(την πλησιάζει, περνάει το δεξί χέρι του πάνω από τον δεξιό της ώμο και το ακουμπάει στην αριστερή μεριά της μέσης, μια περίεργη ζώνη ασφάλειας και την φιλά τρυφερά στο λαιμό αριστερά. Η γυναίκα ανοίγει τα πόδια της.)
Γυναίκα: διάλεξε!... διάλεξε παρελθόν, τώρα, που ακόμα μπορείς…
Νίκος: …και ο κλήρος έπεσε,
Γυναίκα: διάλεξε… σώμα να μας ταξιδέψει….
Νίκος: (σταματά το τραγούδι) έπεσε; (της στρέφει το κεφάλι προς τα πάνω)
έπεσε σε σένα, (ξαναρχίζει το τραγούδι σιγανά)
και ο κλήρος έπεσε σε σένα
Γυναίκα : ….έλα… διάλεξε παιχνίδι και απόψε αγάπη μου….
Νίκος: που ήσουν σαν... σαν…
Γυναίκα : διάλεξε… κλείσε τα μάτια και ‘γω πέφτοντας θα σε τραβήξω μαζί μου στο κενό…. (χαμηλώνει το κεφάλι της σαν να βλέπει κάτι στο ύψος των ματιών της)
Νίκος: (Σταματά το τραγούδι) …σαν παλιόγρια.
(Λύνει τα χέρια του απότομα από το κορμί της και απομακρύνεται στο σκοτάδι. Η σκιά φέρνει μία διάφανη λεκανίτσα με νερό, ροδοπέταλα και μια άσπρη δαντέλα μέσα. Το αφήνει ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας ενώ αρχίζει να ακούγεται μουσική.)
Γυναίκα: (τραγουδώντας το Jackie’s Strength της Tori Amos ) “…make me laugh, say you know what you want…”
(Ο άντρας γονατίζει, παίρνει την δαντέλα ,τη στύβει με το δεξί του χέρι πάνω στο πρόσωπό της. Η γυναίκα γέρνει προς τα πίσω. Ανοίγει τα πόδια της και τα τυλίγει γύρω από τον άντρα σφίγγοντάς της προς το μέρος της).
Νίκος: Τι είναι αυτό; Σπαρταράει κάτι μέσα σου; (Την αγκαλιάζει και τη σηκώνει από την καρέκλα.) Μη ξεκινάς παιχνίδια μικρούλα μου, που δεν μπορείς να τελειώσεις. (η γυναίκα σταματά να τον σφίγγει και ακουμπά τα πόδια της στο πάτωμα. Ο άντρας της δένει τα μαλλιά με την δαντέλα, της πιάνει το πηγούνι με τον δείκτη και τον αντίχειρα, της στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω, κατεβάζει τα χέρια του στο λαιμό της, τον χαϊδεύει και τα κάνει θηλιά γύρω του.) Είναι τόσο εύκολο… Ένα κρακ και όλα θα ΄χουν τελειώσει. (Της γυρίζει απότομα το κεφάλι στο πλάι και την αφήνει να πέσει στο πάτωμα. Η σκιά του φέρνει μια βούρτσα στα χέρια και αρχίζει να τη χτενίζει. Η σκιά αφήνει καλλυντικά μακιγιάζ.) Όμορφη νύχτα απόψε. Παράνομη ξανθιά μετανάστρια μιας χρήσης. Μου ‘χουν λείψει οι φωτιές. (Αρχίζει να την μακιγιάρει)
Μου ‘χες πει πως θα ‘ρχοσουν να με πάρεις από το χέρι, να φύγουμε μακριά. Σε περίμενα. Δεν ήρθες. Χάθηκες. Έμαθα να περπατώ με τα χέρια στις τσέπες. Έβαψα πίσω από την εξώπορτα ένα δρόμο για να ‘ρθεις και άλλαξα κουρτίνες. Η βαλίτσα ακόμα σε περιμένει στο Χολ. Της κολλάω αυτοκόλλητα από αεροδρόμια και carts portals, που δε μου ‘στειλες ποτέ. Απλά χάθηκες. Σα να μη βρεθήκαμε ποτέ…
Νομίζω πως τις νύχτες μ’ ακούω να γελώ στα όνειρα μου καθώς σ’ ακούω να με καλείς ξανά. Μόνο που έχω ένα άλλο όνομα πια. Και τότε, ξυπνώ τρομαγμένος. (Σηκώνεται και απομακρύνεται με τα καλλυντικά του μακιγιάζ. Κάθεται στην καρέκλα κάτω από τον προβολέα και αρχίζει να μακιγιάρεται και ο ίδιος.) Πόσους μπορείς να σταυρώσεις; Πόσους Θεούς αντέχεις; Πόσο αίμα θέλεις να χορτάσεις; (Η γυναίκα σηκώνεται, πηγαίνει στην άκρη της σκηνής και τον παρακολουθεί) Βαμπιρίζεις ζωές και ενοχές. Πόσους ρόλους να παίξω και απόψε για να ξεγελάσεις την αγρύπνια σου; Πόσο θέατρο θες για να αντέξεις την αλήθεια σου; (Γυρίζει και δίνει το σήμα στον φωτιστή με κλικ του χεριού να ανάψει τα φώτα της σκηνής.) Φώτα! (Κατευθύνεται προς το μέρος της, υποκλίνεται και της φιλά το χέρι.) Δεσποσύνη, θα μου χαρίσετε το ψέμα σας απόψε; (Την αγκαλιάζει σαν να πρόκειται να ξεκινήσουν να χορεύουν βαλς.) Είστε τόσο εύκολη, που καταντάτε σχεδόν φτηνή. (Γυρίζει προς το ηλεκτρολογείο και πάλι) Φώτα! (Τα φώτα σβήνουν απότομα και μένει μόνο το κανόνι να τους παρακολουθεί). Έλα αγαπημένη. Έλα. Να τραβήξουμε ξανά το χαλί κάτω από τα πόδια. Όσο μεγαλώνει κανείς τόσο πιο άσχημα πέφτει… Μουσική!
(Αρχίζει να ακούγεται το Little Earthquakes της Tori Amos και αρχίζουν να χορεύουν με τα κορμιά τους όσα δεν μπορούν να πουν με λέξεις.)
Νίκος: Σε γνώρισα μια νύχτα σαν όλες τις άλλες και όλα γύρω μας γιορτή.
Γυναίκα: Σε χώρισα μια νύχτα σαν όλες τις άλλες και όλα γύρω σιωπή.
Νίκος: Σ’ αγάπησα αλλά δε σου ήταν αρκετό, σε μίσησα αλλά δεν το άντεχες ούτε αυτό.
Γυναίκα: Σ΄ ερωτεύτηκα αλλά δε σου ήταν πιστευτό, σε ξέχασα αλλά δεν ήμουν πια εγώ.
Νίκος: STOP! (σταματά η μουσική, ανάβουν τα φώτα) Μ’ αγαπάς; Σταμάτα τον πόνο. Σταμάτα τον χρόνο! Δε θέλω να σε σβήνει από το κορμί μου. Δε θέλω να μάθω να ζω χωρίς εσένα. Δε θέλω και όμως μπορώ να αγαπώ μακριά σου. (πηγαίνει και κάθεται στην καρέκλα, ακουμπά στην πλάτη της και κλείνει τα μάτια.) Μία άλλη γυναίκα βάζει προφυλάξεις στον έρωτά μου. Ένα άλλο χάδι εξημερώνει την γύμνια μου.
Γυναίκα: Ξημερώνει στον πλανήτη των ηδονών. Ξημερώνει. Τ’ ακούς; Σπάνε τα ξερόκλαδα. Σπάνε με το πρώτο αίμα. Κρακ. Κρακ. Όπως ο πρότερος άτιμος βίος μας.
Νίκος: Κρυώνω. Σταμάτα να με καθαρίζεις με κόκκινους και αλμυρούς κόκκους.
Γυναίκα: Ξυπνήσανε τα θηρία και ζητιανεύουν στα παράθυρα. Ελέω ανθρώπου, θα με παραδώσεις ξανά. Και κείνα θα κάνουν καιρό να ξαναφανούν…
Νίκος: Πόσες Κερκόπορτες να σχεδιάσω ακόμα; Πόσα φεγγάρια να κόψω στη μέση για να καταλάβεις, ανόητη, και να ‘ρθείς να με λεηλατήσεις;
Γυναίκα: Ένα τσίρκο παράξενο. Ένα τσίρκο. Εσύ και ‘γω σε κλουβιά και ο κόσμος γελώντας να μας προσπερνά. Πάντα βιαστικοί οι θλιμμένοι άνθρωποι. Πάντα βιαστικοί και πάντα μόνοι………..
Νίκος : …σ’ ένα ταξίδι προς το νότο. Ο Ων oν αποδημητικό και ο έρωτας περπατάει ανάμεσά τους σιωπηλός, σκυφτός, μόνος.
Γυναίκα : Έτσι σε θυμάμαι… σιωπηλό, σκυφτό, μόνο…
Νίκος : Σα γιορτή, χιλιάδες χρώματα και ‘συ να στροβιλίζεσαι ανάμεσα τους. Τόσα χρώματα μετά τη βροχή. Θεέ μου, πότε θα σταματήσει να βρέχει;
Γυναίκα : Σιωπηλό, σκυφτό, μόνο… ακόμα και τώρα που γερνάμε χωριστά… Πιο σιωπηλό από … πιο σκυφτό… πιο μόνο… και από… (τον κοιτά στα μάτια) μένα… μετρώ τις γυναίκες που πλαγιάζεις και πάντα λείπω…. (του γυρίζει την πλάτη της και απομακρύνεται)
Νίκος : Μ’ αγαπάς;
Γυναίκα : φεύγεις, χάνεσαι, χάνομαι και ‘γω. Διάφανη. Αόρατη… Κράτα με!
Νίκος : Με τι χέρια;
Γυναίκα : Κοιμάμαι;
Νίκος : Με νοιώθεις;
Γυναίκα : Μ’ αγαπάς;
Νίκος : Την ανάσα μου στο λαιμό σου όταν κοιμάσαι;
Γυναίκα : Με ψάχνεις;
Νίκος : Το άγγιγμά μου στα χείλη σου;
Γυναίκα : Με θες;
Νίκος : Το βλέμμα μου να κατασκοπεύει τα όνειρά σου;
Γυναίκα : Με ζητάς;
Νίκος : Με πονάς!
Γυναίκα : Κουράστηκα να τακτοποιώ νύχτες μακριά σου
Νίκος : Λίγη απ’ τη σιωπή σου δώσε μου να σωπάνουν οι δαίμονες, να σωπάνω εγώ… (η γυναίκα γυρνά προς το μέρος του)
Γυναίκα : Πώς με λένε;
Νίκος : Δεν θυμάμαι πια.
Γυναίκα : Τι χρώμα έχουν τα μάτια μου; (τον πλησιάζει)
Νίκος : …της λησμονιάς. (χαμηλώνει το βλέμμα του)
Γυναίκα : Τι χρώμα έχουν τα μαλλιά μου;
Νίκος : … της φυγής.
Γυναίκα : Τι ύψος έχω;
Νίκος : εγωιστικά δυσθεώρητο!
Γυναίκα : Για να μπορώ να σε κοιτώ κατάματα! (κάνει να απομακρυνθεί)
Νίκος : Στάσου! (της πιάνει το χέρι από τον καρπό)
Γυναίκα : Γιατί;
Νίκος : Μη φεύγεις.
Γυναίκα : Δεν μπορώ.
Νίκος : Περίμενέ με.
Γυναίκα : Δε θέλω!
Νίκος : Να φύγουμε μαζί.
Γυναίκα : Γιατί μου το κάνεις αυτό; (γυρίζει και τον κοιτά)
Νίκος : Πάμε τώρα! Να φύγουμε! Να το σκάσουμε! Τώρα!
Γυναίκα : Έχεις τόσα να πακετάρεις…
Νίκος : Δώσε μας λίγο χρόνο… ξανά…
Γυναίκα : …πίκρα, λόγια σκληρά, έναν έρωτα λαβωμένο και ασήκωτη μοναξιά…
Νίκος : Δεν πειράζει. θα πάρεις εσύ τα δικά σου.
Γυναίκα : Και τη μάνα σου ποιος θα την πάρει; (Με μια απότομη κίνηση απελευθερώνει τον καρπό της)
Νίκος : Άσ’ την να κάνει παρέα στη δικιά σου
Γυναίκα : Και πώς θα πακετάρεις τόση οργή;
Νίκος : Πάμε! (πάει να της πιάσει ξανά το χέρι αλλά εκείνη το απομακρύνει έγκαιρα)
Γυναίκα : Πώς θα χωρέσει σε βαλίτσες τόσο αίμα;
Νίκος : Πώς θα χωρέσουμε εμείς σε δυο ζωές;
Γυναίκα : Δεν σε ξέρω!
Νίκος : Κοίτα με!
Γυναίκα : Δε σε θυμάμαι!
Νίκος : Κοίτα με καλά! (της δείχνει το λαιμό του και μετά τα χέρια του.) Τα γνωρίζεις τα σημάδια; Δικά σου είναι!
Γυναίκα : Δε θέλω να θυμάμαι!
Νίκος : Και εγώ δικός σου είμαι.
Γυναίκα : Φύγε!
Νίκος : Μ’ εξημέρωσες. Θυμάσαι; Έχεις την ευθύνη μου!
Γυναίκα : Άσε με!
Νίκος : Θυμάσαι τα τριαντάφυλλά σου;
Γυναίκα : Δεν είσαι εδώ!
Νίκος : Γαλάζια τριαντάφυλλα.
Γυναίκα : Δεν υπάρχεις πια!
Νίκος : Ένας έρωτας γεμάτος γαλάζια τριαντάφυλλα.
Γυναίκα : Σε σκότωσα! Στα χέρια μου στάζει το αίμα σου!
Νίκος : γαλάζιο, απέραντο γαλάζιο…
Γυναίκα : Κοίτα! (προτάσσει τα χέρια της)
Νίκος : σκίζει το χώρο…
Γυναίκα : Πού είναι τα χέρια μου; (τα φέρνει κοντά στο πρόσωπό της, τα ψάχνει εναγωνίως με το βλέμμα της αλλά δεν τα βλέπει)
Νίκος : …σκίζει το χρόνο…
Γυναίκα : Πού είμαι; (κατεβάζει τα χέρια της και κοιτάζει με αγωνία γύρω της σαν να ψάχνει κάτι)
Νίκος : …σκίζει εμένα…
Γυναίκα : Ποιος είσαι;
Νίκος : ...σκίζει εσένα (της τραβά την δαντέλα με μια απότομη κίνηση)
Γυναίκα : Ζαλίζομαι… (πέφτει στη σκηνή)
Νίκος : …και μας ζωγραφίζει.
Γυναίκα : Χέρια γδύνουν την μνήμη μου. (Πανικοβάλλεται)
Νίκος : ξανά και ξανά (αφήνει την δαντέλα να πέσει στο πάτωμα)
Γυναίκα : Χέρια καίνε τις παραισθήσεις μου.
Νίκος : όσες φορές και να μας σβήνουμε (την πιάνει από τους ώμους)
Γυναίκα : Που βρεθήκαν τόσα χέρια; (τον κοιτά)
Νίκος : όσες και να χωρίζουμε
Γυναίκα : Βοήθα με!
Νίκος : Πώς;;;
Γυναίκα : Ξύπνα με!
Νίκος: (τη σφίγγει με τα χέρια του και την ταρακουνά) Με θυμάσαι; Πες μου! Με θυμάσαι, ανάθεμά σε;!;
Γυναίκα : ….(Κραυγή)…..
(τα φώτα σβήνουν στο σκοτάδι ακούγεται η φωνή του Νίκου)
Νίκος: Βιαστήκαμε να μάθουμε τη ζωή, ή ίσως η ζωή βιάστηκε να μας μάθει.
(ο προβολέας αρχίζει να τους φωτίζει με fade in. Κάθεται στα πόδια του. Αρχίζει να τον καθαρίζει από το μακιγιάζ. Όταν τελειώσει, τον κοιτά στα μάτια και τον φιλά στο στόμα)
Νίκος: μου λείπεις…. Και πονάει… πολύ…
Γυναίκα: σ’ αγαπάω….
Γιατί δεν καταφέραμε να μείνουμε μαζί; Γιατί δεν με πίστεψες πως θα γυρίσω; Γιατί δεν μου ‘δωσες ένα λόγο να γυρίσω; Γιατί αυτό που αγαπήσαμε κάποτε, είναι το ίδιο, που δεν αντέχουμε τώρα; (Πετά τα πράγματα στο πάτωμα)
Νίκος: Γιατί δεν τολμάς ποτέ να κάνεις τις σωστές ερωτήσεις. Ίσως κερδίσεις το μεγάλο βραβείο, τη μεγάλη αυταπάτη!
(Τα φώτα σβήνουν.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου