Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα, εκσφενδόνισα τα κλειδιά στον καναπέ και καθώς στηριζόμουν με την πλάτη στην πόρτα, τα πόδια μου λύγισαν. Ήμουν στο σπίτι. Δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι άλλο. Ούτε καν στον εαυτό μου. Δεν υπήρχαν καθρέφτες. Δεν υπήρχε τίποτα, που να μου θυμίζει το πρόσωπο ή το προσωπείο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και το φως στο σαλόνι αναμμένο. Τα δάκρυα, που κυλούσαν ήδη στα μάγουλά μου, δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Δεν μου πάει η αυτολύπηση. Έσφιξα τα δόντια και σηκώθηκα. Στην κουζίνα. Ναι, στην κουζίνα πρέπει να είχα φυλάξει ένα καλό κόκκινο κρασί, για μία καλή περίπτωση. Δεν θα μπορούσα να περιμένω για καλύτερη. Έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσα να περιμένω τίποτα πια.
Πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Άνοιξα το πακέτο, πήρα το τσιγάρο, το άναψα και έβγαλα ένα ποτήρι του κρασιού από το ντουλάπι. Το ακούμπησα στον πάγκο της κουζίνας, εισέπνευσα ηδονικά τον καπνό και προσπάθησα να βγάλω τον φελλό από το μπουκάλι. Ο φελλός πετάχτηκε με θόρυβο στην ησυχία της κουζίνας. Χαμογέλασα και γέμισα το ποτήρι κρασί. Κατέβασα μια μεγάλη γουλιά, έχωσα το πακέτο και τον αναπτήρα στην τσέπη του παντελονιού, πήρα το ποτήρι στο ένα χέρι και το μπουκάλι στο άλλο και επέστρεψα στο σαλόνι.
Δεν μ’ αρέσει να πίνω μόνη. Ειδικά όταν δεν έχω τον κουβά δίπλα μου. Αλλά κουράστηκα τόσους μήνες. Απόψε θέλω απλά να πιω και να καπνίσω. Εδώ. Κλειδωμένη. Αμπαρωμένη. Χωρίς να με νοιάζει ο χρόνος, το αύριο, ο Αιμίλιος. Το μπουκάλι στερεύει σιγά-σιγά. Αρχίζω και ζαλίζομαι και να χαμογελώ. Είμαι μεθυσμένη και μάλλον γελοία προσπαθώντας να ανάψω τα τσιγάρα, που τρέμουν στα χέρια μου. Το δωμάτιο αρχίζει να γυρίζει, τα αυτιά μου βουίζουν και νομίζω ότι ακούω το κουδούνι να χτυπά αφηνιασμένα. Ξαπλώνω αργά στον καναπέ. Κάθε απότομη κίνηση μου προκαλεί ναυτία. Αφήστε με. Απόψε δεν υπάρχω για σας. Δεν υπάρχω για μένα. Δεν υπάρχει κανείς.
Το κουδούνι επιμένει να χτυπά και σα να μην έφτανε αυτό κάποιος χτυπά την πόρτα μανιασμένα. Το κεφάλι μου θα σπάσει. Νοιώθω λες και βαράει το δικό μου κεφάλι και όχι την πόρτα. Προσπαθώ να σηκωθώ. Τα πόδια μου λυγίζουν και ξερνάω στο πάτωμα. Νομίζω ότι ακούω το όνομά μου να το φωνάζουν έξω από την πόρτα. Οργισμένα σαν βρισιά. Δεν πρόκειται να σταματήσει. Κατευθύνομαι στην πόρτα αργά. Δεν μπορώ να το αποφύγω πια. Το περίμενα. Απλά ήλπιζα να με βρει σε καλύτερη κατάσταση. Λίγο πιο αξιοπρεπή, αλλά ποτέ δεν υπάρχει αξιοπρέπεια σε τέτοιες στιγμές.
Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνει μαινόμενη η Μαρία. Αρχίζει να με βρίζει και εγώ χαμογελώ ηλίθια. Τρέχει τόσο αλκοόλ στις φλέβες μου, που έχει νικήσει όλες τις μάχες πριν καν ξεκινήσει. Έχει μάθει. Μα επιτέλους πόσο χρόνο χρειάζεται μία γυναίκα για να μάθει πως άντρας της την απατά και πόσο ακόμα για να φωνάξει ότι το ξέρει; Η φάτσα μου πρέπει να είναι τρομερά ειρωνική γιατί με χαστουκίζει. Παράξενο. Δεν νοιώθω πόνο. Μόνο θόρυβο και ξερνάω και πάλι. Σχεδόν την λυπάμαι. Ήρθε εδώ να κάνει σκηνή και με βρήκε μεθυσμένη να σέρνομαι στα πατώματα. Γελάω όπως έχω πέσει στο πάτωμα και ξαφνικά νοιώθω ένα πόνο στα πλευρά. Δεν είναι αστείο πια. Δεν γελάω. Και ο πόνος έρχεται ξανά. Κουλουριάζομαι ενώ την ακούω να φωνάζει, να σηκωθώ, καθώς σπάει ό,τι βρει μπροστά της στο διαμέρισμα. Ξαφνικά νοιώθω έναν πόνο στην κοιλιά. Σαν να μου μπήγει κάποιος ένα μαχαίρι. Κόπηκε η ανάσα μου. Κουλουριάζομαι και σφίγγοντας τα δόντια προσπαθώ να σηκωθώ και νοιώθω να με κλωτσά ξανά.
Πέφτω στο πάτωμα ουρλιάζοντάς της να σταματήσει. Ξαφνικά νοιώθω το αίμα ανάμεσα στα πόδια μου να τρέχει ζεστό και τον Αιμίλιο να την αρπάζει και να την σταματάει. Γυρίζω να τον δω και είναι εκεί. Την κρατά σφιχτά και την ακινητοποιεί ενώ προσπαθεί να την ηρεμίσει. Πονάω και σφίγγω τα δόντια ενώ την ακούω να ξεσπάει σε λυγμούς. Αυτό ήταν. Τελείωσε. Ξέσπασε. Η καταιγίδα πέρασε. Γυρίζω το κεφάλι ξανά στον Αιμίλιο. Την έχει γυρίσει στο μέρος του, την αγκαλιάζει, την χαϊδεύει και προσπαθεί να την ηρεμίσει. Του γνέφω να την πάρει και να φύγουν.
Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα έχω τη δύναμη να σφίγγω τα δόντια. Ανακάθομαι και τους κοιτώ αγκαλιασμένους. Ο χρόνος για μια στιγμή σταματά και δειλός καθώς είναι το βάζει στα πόδια. Του γνέφω ότι είμαι εντάξει. Ο χρόνος είναι δικός τους. Πάντα ήταν. Το βλέμμα μου παρακολουθεί τα πόδια τους να φεύγουν. Μαζί. Μετράω με τις ανάσες μου τα βήματά τους. Φεύγουν, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και τα δάκρυα έρχονται ξανά.
Όχι άλλα δάκρυα απόψε. Αυτό συμφωνήσαμε απόψε. Ακόμα και αν δακρύζεις και εσύ. Προσπαθώ να σηκωθώ. Δεν είναι εύκολο. Κοιτάζω το σπίτι. Κρίμα που βρήκε τόσα λίγα να σπάσει. Εγώ θα ήθελα και άλλα. Πάει το ποτήρι με το κρασί, πάει και το μπουκάλι. Σέρνω τα βήματά μου προς την κουζίνα. Πρέπει να έχω ακόμα ένα ποτήρι, ακόμα ένα μπουκάλι, ακόμα μια στιγμή πριν ο κόσμος σκοτεινιάσει. Φτάνω στην κουζίνα και προσπαθώ να κάνω ότι έκανα και πριν. Προσπαθώ να πιάσω το ποτήρι, να θυμηθώ, πού είναι το μπουκάλι. Το πιάνω αλλά μου φαίνεται τόσο βαρύ, που μου γλιστρά από τα χέρια και πέφτει στο πάτωμα. Ζαλίζομαι, το χέρι μου ανοίγει και πέφτει και το ποτήρι.
Ο κόσμος μαυρίζει, τ’ αυτιά μου βουίζουν στους χτύπους της καρδιάς σου και μετά σιωπή. Λιποθύμησα.
Δεν ξέρω για πόσην ώρα στεκόμουν στο πάτωμα λιπόθυμη. Άκουσα πάλι φωνές. Με ενοχλούσαν, με πονούσαν, με έφερναν πίσω στο ψέμα. Ήταν ο Αιμίλιος πάνω από το κεφάλι μου. Φαινόταν ανήσυχος. Προσπάθησα να χαμογελάσω.
-Είσαι μέσα στα αίματα, μου είπε γεμάτος ενοχές.
Δεν ήθελα να με αγγίζει. Έπρεπε να τον διώξω γρήγορα για να γυρίσω κοντά σου.
-Δεν είναι τίποτα, του απάντησα χαμογελώντας. Μου ήρθε περίοδος. Ήπια και λίγο παραπάνω απόψε και για αυτό είμαι έτσι. Αύριο δεν θα σηκώνομαι με τίποτα από τον πονοκέφαλο.
-Δεν ήθελα να γίνουν όλα αυτά, μου ‘πε με μάτια χαμηλωμένα καθώς με σήκωνε να με πάει στο κρεβάτι.
Ποτέ άλλοτε δεν μου είχε φανεί τόσο μακριά η κρεβατοκάμαρα από την κουζίνα. Σε κάθε βήμα σκηνές από το παρελθόν ξεπρόβαλαν μπροστά μου. Έβλεπα τον Αιμίλιο ξανά να μπαίνει στο σπίτι με λουλούδια και κρασί στα χέρια για να μου κάνει έκπληξη. Να κάνει μπάνιο με την πόρτα ανοιχτή. Να διαβάζει με έκπληξη τα κείμενα στον υπολογιστή. Να με κοιτά με κείνο το διαπεραστικό του βλέμμα και σαν μαχαίρι να με κόβει στα δυο. Τα γόνατά μου ξαφνικά λύγισαν και μόλις που πρόλαβε να με κρατήσει πριν πέσω στο πάτωμα.
Σήκωσα το κεφάλι και του χαμογέλασα. Ήμουν τόσο κουρασμένη… Πότε θα έφευγε επιτέλους; Η ανάσα μου βαριά, ασφυκτιούσε.
-Είσαι σίγουρα καλά; Μήπως πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο; Έχεις ιδρώσει, είπε και προσπάθησε να μου σκουπίσει τον ιδρώτα.
-Δεν με έχεις ξαναδεί μεθυσμένη μου φαίνεται. Μάλλον μεθυσμένη και δαρμένη από πάνω για να ακριβολογώ. Φύγε πριν γυρίσει η γυναίκα σου να με αποτελειώσει. Θα πάω μόνη μου στο κρεβάτι να ξαπλώσω. Και αύριο θα είναι όλα εντάξει. Φύγε. Ένοιωθα πως μου τέλειωνε ο χρόνος, μου τέλειωνε η ανάσα και κείνο το βουητό ερχόταν ξανά στα αυτιά μου μαζί με τον χτύπο της καρδιάς σου.
-Όχι πριν σε βάλω στο κρεβάτι σου και βεβαιωθώ ότι είσαι εντάξει, μου απάντησε.
-Πάντα είμαι εντάξει του απάντησα καθώς με σήκωνε στα χέρια του για να με αφήσει στο κρεβάτι μου. Με σκέπασε με μία κουβερτούλα και στράφηκε προς την πόρτα. Επιτέλους. Ξεθώριασε γρήγορα και τα πάντα μαύρισαν πάλι.
Ο Αιμίλιος κατέβηκε τα σκαλιά βιαστικά. Η Μαρία τον περίμενε στην είσοδο κοιτώντας το ρολόι. Τον άρπαξε από το χέρι φωνάζοντας.
-Τι αίματα είναι αυτά; Δεν πιστεύω να την πήρες αγκαλιά να την παρηγορήσεις; Κοίτα πώς έγινες! Χάλια!
Την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητό της.
-Αρκετά! Είπε με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν θα κάνεις σκηνή και στη μέση του δρόμου. Μπες στο αυτοκίνητο και θα τα πούμε στο σπίτι. Εκείνη άνοιξε πειθήνια την πόρτα του αυτοκινήτου της και μπήκε μέσα.
-Σε περιμένω, του είπε πριν κλείσει την πόρτα του αυτοκινήτου. Κοιτώντας τον από τον καθρέφτη, ξεπάρκαρε το αυτοκίνητο και περίμενε.
Εκείνος πήγε στο δικό του αυτοκίνητο. Ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά και ακολούθησε πειθήνια το αυτοκίνητό της, που προπορευόταν. Ήταν ανήσυχος. Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα. Έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και όπως πήγε να το ανάψει του μύρισε το αίμα. Γύρισε και είδε το αίμα στα χέρια και μετά στα ρούχα του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμήθηκε το ιδρωμένο πρόσωπό της, την κομμένη ανάσα της, την προσπάθειά της να τον διώξει. Περίοδος. Ποτέ δεν είχε τόσο αίμα στην περίοδο. Και η Μαρία είχε ποτέ τόσο αίμα; Ρουφούσε τον καπνό από το τσιγάρο νευρικά καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί όλες τις γυναίκες, που πέρασαν από τη ζωή του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμήθηκε το χαμόγελό της. Και μετά τη λιποθυμία στο θέατρο, το σώμα που άλλαζε, τις μέρες που χανόταν όταν ερχόταν η περίοδός της. Ερχόταν;;; Το πρόσωπό της χαμογελούσε στο κεφάλι του. «Πάντα είμαι καλά».
Πώς μπόρεσε και υπήρξε τόσο ηλίθιος; Πώς μπόρεσε; Φρενάρισε απότομα και έκανε αναστροφή. Έπρεπε να προλάβει. Δεν ήταν περίοδος αυτό το αίμα. Θυμήθηκε τη Μαρία να την κλωτσά και κείνη διπλωμένη στο πάτωμα. Την πρώτη τους χειραψία, το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο φιλί. Όχι, ο χρόνος δεν μπορεί να είναι τόσο σκληρός. Έπρεπε να προλάβει. Ξαφνικά ένοιωσε το φιλί της στο λαιμό του. Ο χρόνος. Πόσο έχει ακόμα; Το κινητό χτυπά. Η Μαρία. Οδηγά σαν τρελός.
Παρκάρει το αυτοκίνητο πάνω στο κράσπεδο, αρπάζει τα κλειδιά της από το ντουλαπάκι και ορμάει στην πολυκατοικία. Ανοίγει την είσοδο, ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά, ξεκλειδώνει την πόρτα ελπίζοντας να τη βρει καλά. Της φωνάζει. Καμία απάντηση. Ξεχύνεται στην κρεβατοκάμαρα. Είναι εκεί αλλά δεν απαντά. Προσπαθεί να την ταρακουνήσει να ξυπνήσει. Τραβά την κουβέρτα και τότε βλέπει το αίμα.
Δεν είναι περίοδος αυτό το αίμα. Τη χαστουκίζει προσπαθώντας να την ξυπνήσει αλλά εκείνη δεν απαντά ούτε αυτή τη φορά. Την αρπάζει και κατευθύνεται προς την έξοδο. Στην είσοδο στέκεται η Μαρία. Εκνευρισμένη. Φωνάζει.
-Και τώρα τι θα κάνεις ιππότη μου; Έκανε απόπειρα να αυτοκτονήσει και ‘συ ήρθες να τη σώσεις;
Κοντοστέκεται για μία στιγμή
-Ναι, απόπειρα να με κάνει πατέρα, της λέει και ξεχύνεται στις σκάλες. Δεν έχει χρόνο το νοιώθει. Όλο αυτό το αίμα μυρίζει θάνατο και αυτή η πρόβα, δεν έχει παράσταση. Φτάνει στο αυτοκίνητο, προσπαθεί να τη στηρίξει κάπου να βγάλει τα κλειδιά και κείνη πέφτει στο δρόμο. Ανοίγει βιαστικά την πόρτα, την βάζει στη θέση του συνοδηγού και βάζει όπισθεν να φύγει. Ανάβοντας τα φώτα, αντικρίζει για δευτερόλεπτα την Μαρία. Στέκει ασάλευτη. Δεν ξέρει αν τη μισεί. Δεν έχει χρόνο να το σκεφτεί. Το αυτοκίνητο μουγκρίζει. Αφήνει τον συμπλέκτη, κάνει όπισθεν, βγαίνει στο δρόμο και εξαφανίζεται.
Το χέρι της είναι παγωμένο. Τα ρούχα ματωμένα. Ο χρόνος. Θέλει να ουρλιάξει. Ποτέ δεν της έδωσε αρκετό. Ποτέ δεν του ζήτησε. Ούτε καν τώρα. Ούτε καν πριν λίγα λεπτά. Γιατί; Βάζει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της ενώ οδηγεί σαν τρελός και μετά τρέμοντας στην κοιλιά της. Τόσες στιγμές στριμωγμένες σ’ αυτό το αίμα. Το θέατρο, η θάλασσα, το άγγιγμα. Ανατρίχιασε καθώς ένοιωσε τον θάνατο να κάθεται δίπλα του, να φωλιάζει στη μήτρα της, να κυλάει στις φλέβες της.
Πλησίαζε στο νοσοκομείο. Λίγο χρόνο ακόμα. Τόσο λίγο. Να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω. Να καταλάβαινε. Να μην βιαζόταν να κρυφτεί. Να προλάβαινε την Μαρία πριν την χτυπήσει. Να προλάβαινε να την άρπαζε την πρώτη φορά στην κουζίνα και να την πήγαινε στο νοσοκομείο. Πώς υπήρξε τόσο ηλίθιος; Έστριψε στην είσοδο του νοσοκομείου, μπήκε μέσα και σταμάτησε μπροστά από το έκτακτα. Πετάχτηκε έξω, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, την πήρε αγκαλιά και όρμησε μέσα.
-Βοήθεια! Απέβαλε! Είπε καθώς το προσωπικό την έπαιρνε από τα χέρια του.
Την έβαλαν στο φορείο και ξεκίνησαν να της βάζουν φλεβοκαθετήρα, να παίρνουν αίματα, να προσπαθούν να μετρήσουν την πίεση ενώ κάποιος τηλεφωνούσε. Ξαφνικά ένιωσε ένα βουητό στα αυτιά του. Έφερε τα χέρια του μπροστά, μετά την είδε στο φορείο, κάποια γυναίκα κάτι του έλεγε αλλά δεν την άκουγε πια, ένα σφίξιμο στο στήθος, ένα μούδιασμα, ένας κρύος ιδρώτας και μετά τίποτα. Σαν να έβγαλε κάποιος το καλώδιο από την πρίζα. Σκοτάδι και σιωπή.
Δεν ξέρω αν ονειρεύτηκα. Δεν ξέρω αν ταξίδεψα. Είδα ένα κομμάτι φως να σκίζεται από το σώμα μου και να φεύγει. Να ανεβαίνει ψηλά και να στέκεται εκεί και να με καλεί. Άπλωσα το χέρι. Δεν το έφτανα. Προσπάθησα ξανά. Ένας πόνος δυνατός σαν σκίσιμο και τώρα έφτανα το φως. Έμοιαζε να φεύγει καθώς το πλησίαζα αλλά το ήξερα πως θα το φτάσω. Έτρεχα πιο γρήγορα από αυτό. Πιο γρήγορα μέχρι που κάτι με έπιασε. Με αγκάλιασε. Πόνος ξανά. Τέντωσα το χέρι να αρπαχτώ από το φως. Σαν να άνοιξε ξαφνικά η γη και εγώ έπεφτα στο κενό. Πόσος πόνος ακόμη;
Άνοιξα τα μάτια. Φωνές γύρω μου. Είμαι στο χειρουργείο. Πονάω. Θέλω να γυρίσω πίσω. Μου φωνάζουν να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Είμαι πολύ κουρασμένη και μόνη. Εσύ έφυγες. Και εγώ έμεινα πίσω. Αρχίζω να κλαίω. Φωνάζουν και πάλι. Κάτι μου βάζουν στην φλέβα και τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Χάνομαι σ’ έναν ύπνο βαρύ δίχως όνειρα.
Ξυπνάω μόνη σε έναν θάλαμο νοσοκομείου. Ησυχία. Ακούω φασαρία στο διάδρομο. Διώχνουν το επισκεπτήριο. Εγώ δεν έχω κανέναν. Κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου