Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2008

Mais ca... c' est pour toi

Σ’ έναν κόσμο πλασμένο για κιθάρες δεν είμαι παρά ένα μαύρο πιάνο με ουρά. Με λίγο άσπρο, που φαλτσάρει χωρίς το μαύρο του. Μ’ αυτό που μ’ ορίζει, μ’ αυτό είμαι και αφήνομαι στις όχθες του ποταμού, περιμένοντας τον βαρκάρη να με ταξιδέψει. Δεν ρωτάω πού, όχι τα συννεφιασμένα πρωινά του Σαββάτου, όχι όταν σωριάζονται οι μικρές συνομωσίες σε ένα σωρό από γράμματα και νότες, από τελείες και παύσεις, από σένα και μένα.
Με τι χέρια να πιάσεις την ποίηση, τι να της πεις που δεν το ξέρει ήδη; Κλείνω τα μάτια καθώς βυθίζομαι στο νερό. «Δεν ανήκεις πουθενά, παρά μόνο σε κείνη.» Πιο βαθιά, μέσα στη ζέστη, χωρίς την βαρύτητα της αλήθειας, χωρίς ανάσα μέχρι να γίνει και εκείνη ακόμα περιττή. Εξ’ ορισμού κάθε τι μονό είναι περιττό.
Μέσα στο νερό όλα ακούγονται αλλιώς. Μια στάλα θάλασσα, ένα άγγιγμα στα χείλη, ένα φιλί άρρητο. Δεν τις ξέρω τις λέξεις που πρέπει, ανορθόγραφα ψιθυρίζω τον έρωτα. Πλέκω τσουκνιδένια πουκάμισα όλη τη νύχτα, να προλάβω να στα πετάξω πριν το ξημέρωμα. Μα το φως με προλαβαίνει πάντα και εσύ πετάς μακριά καθώς εκείνα διαλύονται πέφτοντας. Θα μου συγχωρήσεις άραγε ποτέ αυτή μου την αδεξιότητα;
Μια φλεγόμενη βάτος, να καίει μα να μην καίγεται. Αυτό είσαι, έτσι σε σκέφτομαι τις ώρες, που ανοίγεις τα φτερά σου να φύγεις. Φτιάχνω καφέ, ανάβω τσιγάρο, να φτιάξω ακόμα μια ιστορία, να ‘χω να σου πω όταν γυρίσεις. Ετοιμάζω το ποτό σου και το αφήνω δίπλα στο πληκτρολόγιο για συντροφιά. Βάζω μουσική, σαλπιγκτής να καλέσει τα γράμματα να παραταχθούν στη μάχη σου. Δεν πειράζει που συνθηκολόγησα, που ύψωσα το άσπρο σεντόνι της ατίμωσης. Αυτός ο έρωτας είτε ξεπαρθενεμένος, είτε μισός, σχεδιάζει ανατριχίλες στα περιθώρια που του αφήνουμε. Τι άλλο να ζητήσεις σε τούτον τον ασπρόμαυρο κόσμο; Τι να περιμένεις σ’ αυτό που δεν χωράς;
Κάνω τις νότες σκάλες να ανέβω, να αρπάξω ένα ποίημα ακόμα, να το ακουμπήσω δίπλα στο ποτό σου, να λιώνει μαζί με τον πάγο, να μαζεύω τα γράμματα, να τα ταιριάζω αλλιώς μέχρι να βρω το σωστό. Θα μου πάρει καιρό να το πάρω απόφαση πως δεν είμαι κάτι αλλιώτικο μέσα σ’ αυτή τη μουσική, που πλέον κουβαλάς στους δρόμους, που τρέχεις. Τρέξε μικρέ μου να προλάβεις. Δεν ξέρω τι και ούτε με νοιάζει. Μες στον σημαδεμένο πάγο, που λιώνει, βυθίζομαι με μάτια κλειστά να βρω και άλλες μουσικές και άλλα παραμύθια, να ‘χω να σου λέω πριν κοιμηθείς.
Πάνω από πλήκτρα εναρμονίζω το ψέμα με την αλήθεια και τις μετατροπίες τις ξέρω. Στα χέρια μου καίγονται. Έχω τόσα ακόμα να σου δείξω, να φωτίσω εκείνα που δεν πρόσεξες, να αγκαλιάσω την απουσία και την σιωπή.
Το ξέρω, έχεις δίκιο. Πάντα είχες δίκιο. Μα το δίκιο ποτέ δεν το αναπαρέστησαν τα γράμματά μου. Ήταν πολύ λίγα για να ασχοληθούν μ’ αυτό. Αλλάζω κλίμακες και οπλισμούς, φωνές και πρόσωπα για να ‘χω να σου διηγούμαι κάτι ακόμα. Ένα μαύρο καλοκουρδισμένο πιάνο με ουρά, με legato και pianissimo να σχεδιάζει τα da capo. To forte το εξοστρακίσαμε, το staccato δεν ταίριαξε ποτέ.
Να το πιω το ποτό σου; Δεν ξέρω...
Ψάχνω μια ιστορία για απόψε και σκέφτομαι τι θα γινόταν αν διάλεγα εσένα. Θα έφευγες; Θα έμενες; Πόσα λάθη χωράνε σε μια ιστορία; Πόσες λάθος λέξεις; Πόσες γλώσσες ξένες, βαρβαρικές να ανασάνουν στην βάση του λαιμού σου, αθέατες, ακατάληπτες, να χαϊδέψουν ένα ποίημα ακόμα. Το ποίημα που είσαι και σκορπίζει το φως του κυκλικά μέσα στη νύχτα. Φάρος, σκοτεινός, πάνω στα βράχια της θάλασσας, που στριφογυρίζει τις σκέψεις του όμοια με φως σε όποιον πλησιάζει, να τον προειδοποιήσει και να τον ταξιδέψει με ασφάλεια. Μα σε τούτη τη θάλασσα δεν έχω πόδια να έρθω από το δρόμο, να πλησιάσω και να μπω μέσα. Κοιτάζω το φάρο, βλέπω τα βράχια και έρχομαι πάνω τους. Η θάλασσα που δεν είμαι, αποφασίζει για μια ιστορία ακόμα, για ένα ποτό και ένα τσιγάρο ακόμα. Για όσο καιρό με σκέφτεσαι, για όσο καιρό επιλέγεις να υπάρχω.
Τι θα γινόταν, πες μου, αν η αποψινή ιστορία ήταν για σένα; Θα το καταλάβαινες, θα νευρίαζες, θα γελούσες, θα έφευγες; Τι θα γινόταν αν εκείνη η ιστορία ήταν η πιο άτεχνη από όλες, η πιο γυμνή και σύντομη από όλες; Δεν χρειάζομαι πολλές λέξεις και το ξέρεις. Δυο φτάνουν. Να τρομάξεις, να σηκωθεί αέρας, να γίνει τρικυμία και να με ρίξει στα βράχια. Έγραψα και άλλες ιστορίες, το ξέρεις. Προσπάθησα να παίξω με τα κουβαδάκια μου σε ψευδεπίγραφες παραλίες. Δεν ωφελεί.
Σκέφτομαι τι θα γινόταν, αν αυτή ήταν η τελευταία μου ιστορία, για ποιον θα ήθελα να είναι; Αν μια νύχτα κρατούσε λίγο παραπάνω. Αν είχα μάθει τόσο καιρό να λέω ιστορίες. Αν ήταν να γράψω την καλύτερή μου ιστορία, το ωραιότερό μου ποίημα, το πιο μεγάλο μου ψέμα, το πιο δικό μου ταξίδι απ’ το σκοτάδι στο φως, ποιο όνομά θα συλλάβιζαν οι λέξεις μου;
Κοίτα με βαθιά σε όλα αυτά που είμαι και εκείνα που δεν θα γίνω ποτέ. Άκου την ιστορία που δεν σου έγραψα ποτέ. Εκεί που μηδίζει το «αν», εκεί που σπάνε οι κερκόπορτες του «ας», εκεί που σωπαίνουν και γονατίζουν οι λέξεις…

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μιλάνε τα μάτια αυτών των δύο στο βίντεο...

Spark D' Ark είπε...

ναι
βρίσκονται εκεί που σωπαίνουν και γονατίζουν οι λέξεις...