Μέρες και νύχτες γυρνούσε στο σπίτι ανήσυχος. Όταν το σπίτι τον έπνιγε αλλά δεν άντεχε τους ανθρώπους ανέβαινε στην ταράτσα να καπνίσει. Βούταγε όποιο πακέτο έβρισκε και ανέβαινε τις σκάλες για βρεθεί ψηλά. Ερασιτέχνης καπνιστής ων, είχε διάφορες μάρκες, άλλες εκείνων που έφυγαν, άλλες γιατί του άρεσαν, άλλες γιατί ήταν φτηνές, άλλες γιατί απλά αυτές αντίκρισε πρώτες τη στιγμή, που ζήταγε τσιγάρα στο περίπτερο. Βαριά, ελαφριά, ακριβά, φτηνά, 100αρια και κανονικά, εκείνη την ώρα δεν είχε σημασία. Έπαιρνε το πακέτο που βρισκόταν πεταμένο πιο κοντά και αθόρυβα χανόταν εκεί που δεν θα τον έψαχνε κανείς.
Το περίεργο ήταν ότι ανάμεσα στα πουλιά ξεχώριζε κοράκια και πάλι. Είχαν χαθεί για μήνες αλλά το τελευταίο διάστημα είχαν επιστρέψει. Καλοθρεμμένα και θρασύτατα. Δεν φοβότανε τον άνθρωπο. Άναβε το πρώτο τσιγάρο και καθόταν και τα κοίταζε. Πάντα όταν ερχόταν τα κοράκια, η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει. Όταν συνέβαινε για έναν περίεργο λόγο τα κοράκια εξαφανίζονταν. Έμεναν οι κίσσες, οι δεκοχτούρες και όλα τα υπόλοιπα αλλά κοράκι ούτε για δείγμα.
Κανονικά θα έπρεπε να φοβηθεί αναλογιζόμενος τι είχαν φέρει τα προηγούμενα κοράκια. Όχι αυτή τη φορά όμως. Τέρμα τα άσχημα όνειρα, τέρμα τα άσχημα προαισθήματα, τα κοράκια ήταν εδώ. Φύλακες να διασφαλίσουν ότι δεν θα έχανε τον δρόμο του. Έτσι όπως καθόταν ήρεμος, ακίνητος με το χέρι να ακολουθεί το τσιγάρο, τα κοράκια πλησίαζαν, τον παρακολουθούσαν και μετά χανόταν για να εμφανιστούν κάποια τσιγάρα αργότερα. Ήξερε πια, είχε μάθει να μην τα βάζει με τα κοράκια, ούτε με αυτό που ερχόταν για αυτό καθόταν σε εκείνη την ταράτσα να φανεί καλύτερα. Δε βιαζόταν να έρθει. Εκείνα ήταν τα πιο απολαυστικά τσιγάρα, ανεξαρτήτως μάρκας.
Κοίταξε τον ουρανό ξεφυσώντας τον καπνό. Ένα σφίξιμο στο στήθος, ένα μούδιασμα στο χέρι. Χαμογέλασε και ρούφηξε ηδονικά τον καπνό. Το κοράκι στεκόταν δίπλα του. Όπως όλες τις φορές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου