Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008
1 τσιγάρο σου για 1 ιστορία...
Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν δαιμονισμένο δίπλα στο αυτί του. Κρύφτηκε κάτω από το μαξιλάρι και στριμώχτηκε στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Ανώφελος κόπος. Το σταθερό σταμάτησε και αμέσως ξεκίνησε να χτυπά το κινητό. Με μάτια κλειστά έπιασε τη συσκευή. Δουλειές, δουλειές, δουλειές. Σηκώθηκε και άνοιξε τελείως την μπαλκονόπορτα. Ποτέ δεν την έκλεινε τελείως, ανεξαρτήτως εποχής. Κάτι τον έπνιγε, ασφυκτιούσε. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, έριξε λίγο νερό στα μούτρα του, επέστρεψε για τον καφέ και πήρε τα περισσεύματα του ψωμιού. Βγήκε στη βεράντα, άφησε τον καφέ στο γραφείο δίπλα στην μπαλκονόπορτα αφού πρώτα ήπιε μια γουλιά, άναψε τσιγάρο και άρχισε να τρίβει το ψωμί για τα πουλιά, πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού.
Χάζευε την κίνηση στη λεωφόρο. Απέναντι στο δρόμο το τζιπ έστεκε παροπλισμένο, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Όχι, δεν θα το πουλούσε, όσο και αν τον πονούσε να το βλέπει να μαραζώνει εκεί πέρα, δίχως πινακίδες όμοια με ναυάγιο ξεβρασμένο στην στεριά. Θυμήθηκε τα ταξίδια τους με τη Ράτκα πίσω. Πριν χρόνια είχε πάει να παραλάβει ένα κουτάβι που είχε παραγγείλει. Με το που μπήκε στο μαγαζί, η Ράτκα, κουταβάκι τότε, άρχισε να γαυγίζει χαρούμενα και να πηδάει προσπαθώντας να βγει από το γυάλινο κλουβί της και να πάει κοντά του. Ξαφνιασμένος γύρισε και την είδε. Ένα μικροσκοπικό γερμανικό ποιμενικό, που χαλούσε τον κόσμο. Την πλησίασε. Την πήρε αγκαλιά. Αυτό ήταν. Έφυγε αγκαλιά με την Ράτκα και δεν ξεκόλλησαν ποτέ μέχρι τον θάνατό της. Γριούλα, αδύναμη κάθονταν στην αγκαλιά του, μέχρι εκείνο το βράδυ, που τον παρακολουθούσε ήσυχα ξαπλωμένη στο κρεβάτι πίσω του. Τον κοιτούσε με τα τεράστια μαύρα μάτια της, να μιλά, να χαμογελά, να ταξιδεύει. Τότε ένας παγωμένος αέρας μπήκε στο δωμάτιο. Γύρισε και την κοίταξε. «Τώρα δεν με χρειάζεσαι άλλο» του φάνηκε πως του είπαν τα μάτια της και ξεψύχησε στα χέρια του.
Γύρισε, πήρε τον καφέ, έσβησε την γόπα στο τασάκι πάνω στο γραφείο, άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και επέστρεψε στο μπαλκόνι. Ένα τραγούδι έπαιζε ξανά και ξανά στο μυαλό του. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, χρειαζόταν ξύρισμα, χρειαζόταν να φύγει. Κοίταξε πίσω του τα μαύρα ρούχα, που τον περίμεναν υπομονετικά στην καρέκλα. Τόσα χρόνια γεμάτα μαύρα ρούχα, γεμάτα σιωπή. Τον φοβόταν τον κόσμο. Τον έπιαναν κρίσεις πανικού, πνιγόταν, παράγγελνε 1 ούσκι να πιεί τις σπάνιες φορές που έβγαινε έξω αλλά πάντα το παρατούσε στη μέση και το ‘σκαγε μακριά. Δεν τον ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι. Εκείνος ήθελε να φύγει, να χαθεί σε ένα νησί, μόνος με τα ζωάκια του. Δεν ήταν άνθρωπος όχι, ένας λύκος ήταν, που χανόταν μονάχος τις νύχτες ακολουθώντας το φεγγάρι, ουρλιάζοντας πάνω από ένα γκρεμό να φοβούνται οι άνθρωποι, να θρηνεί όλα αυτά που δεν ήταν.
Δεν ήταν πλασμένος για τούτον τον κόσμο. Κάπου αλλού ανήκε. Τις νύχτες κοιτούσε τα αστέρια και έψαχνε την πατρίδα του. Ίσως να επέστρεφε εκεί μια μέρα. Ίσως η Ράτκα να τον περίμενε ήδη. «Όταν πεθάνω θα πάω σίγουρα στον παράδεισο, γιατί στη γη έζησα την κόλαση» συνήθιζε να λέει και χανότανε. Επέστρεψε και πήρε στα χέρια του την μαύρη θήκη με τον χακί zippo. Επέστρεψε στην κουζίνα και πήρε μια μπύρα από το ψυγείο. Ήταν πολύ πρωί για να ξεκινήσει το ουίσκι. Την άνοιξε καθώς άναβε ακόμα ένα τσιγάρο με το νέο του δώρο σφιχτά στην παλάμη του αυτήν την φορά.
Κάτι τέλειωνε, κάτι μόλις ξεκινούσε. Έκλεισε τα μάτια του και ένοιωσε το χάδι του ήλιου στο πρόσωπό του. Το κοράκι άνοιγε τα φτερά του να πετάξει στη μέρα. Ό,τι ήταν ήδη παρελθόν ερχόταν να τον βρει. Σ’ ένα ξενοδοχείο αυτή τη φορά. Το σπίτι, η καρδιά του δεν ήταν πια ανοιχτά. Θα πήγαινε όμως να την πάρει. Αγενής με τις γυναίκες δεν υπήρξε ποτέ. Έσφιξε τον αναπτήρα στο χέρι του. Πώς στο διάολο τα είχαν καταφέρει έτσι; Την ήθελε αλλά δεν την αγαπούσε πια. Δεν είχε το κουράγιο για άλλους τσακωμούς, όχι για κάτι πεθαμένο. Αυτός ο αναπτήρας ήταν μια νέα αγκαλιά. Ένα ακόμα ταξίδι. Και εκείνος άνοιγε πανιά ξανά. Το ένοιωθε. Το ζητούσε. Κουράστηκε να κομματιάζει και να κομματιάζεται, να ξεσκίζει και να ξεσκίζεται. Τις χόρτασε τις κόντρες σε κείνη την παραλιακή με την άσπρη εντούρο που παραβίαζε τα κόκκινα μέσα στο σκοτάδι, μετρώντας εκείνους που δεν τα κατάφεραν σε κάποιο κόκκινο. Δεν τον γέμιζε πια. Δεν του άρεσαν οι μεγάλες κουβέντες. Βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν στην λεωφόρο χανόταν μαζί τους. Ποτέ του δεν της κρύφτηκε. Αυτή ήταν η τελευταία φορά. Το είχανε συμφωνήσει.
Το τραγούδι καθάριζε στο μυαλό του. Ναι. Μια νέα αυγή ερχόταν πίσω από ένα ζευγάρι βαμμένα πράσινα μάτια. Μια αγκαλιά με ένα άλλο όνομα και ας έμοιαζαν τα μάτια τους τόσο. Το βλέμμα ήταν εκείνο που μετρούσε. Δεν ήθελε να πουν λόγια. Τα είχαν ήδη πει όλα. Ήξερε. Τα πάντα. Το αντίο, που είχαν πει τόσες φορές, θα το σφράγιζαν εκείνες τις μέρες οριστικά και θα το πέταγαν με αλυσίδες στη θάλασσα μαζί με τη μνήμη του ματαιωμένου ονείρου. Αποτύχανε. Αν ήταν αληθινό, θα κράταγε, δεν θα χανόταν τόσο απλά. Χαμογέλασε. Ο πόνος έφευγε μέρα με τη μέρα στην νέα αγκαλιά του. Πώς να στριμώξεις στη ζωή το όνειρο; Πώς να αλλάξεις το εγώ με το εσύ; Δύσκολα πράγματα. Ειδικά όταν ο άλλος δεν είναι εκεί. Και τώρα δεν ήθελε άλλο τα δύσκολα. Κουράστηκε. Ένοιωθε το λύκο να βγαίνει πάλι, το πνίξιμο να τον κλείνει μα δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Όχι. Ήταν πολύ αργά για αυτό πια. Ντύθηκε, έβαλε τον αναπτήρα στην τσέπη και έφυγε.
Εκείνο το βράδυ του ζήτησα και πήρα εκείνον τον αναπτήρα. Για να ‘χω να ανάβω τα πιο δύσκολα τσιγάρα.
Θα κεράσεις τώρα εκείνο το τσιγάρο που σου πα ακόμα μια ιστορία; Φωτιά έχω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Δεν σε προλαβαίνω, θα μας τρελλάνεις, το από κάτω σεντόνι τ' άφησα γι' αργότερα, αυτό ήταν σύντομο και περιεκτικό.καλημέρες ραμαζοτικές...
Να με προλάβεις όταν σπαμάρω τον εαυτό μου; αποκλείεται;
Ετοιμάζεται έτερον σεντόνι και για εδώ. Απλά δίνω μια ευκαιρία στην μουσική και την εικόνα να πουν την δική τους ιστορία πριν τους κολήσω ακόμα μία...
Eros Ramazzotti - L'aurora
Io non so se mai
Si avvererà uno di quei
Sogni che uno fa
Come questo che non
Riesco a togliere dal
Cuore da quando c’è
Forse anche questo resterà
Uno di quei sogni che uno fa
Anche questo che sto mettando
Dentro a una canzone
Ma già che c’è
Intanto che c’è continuerò
A sognare ancora un pò
Sarà sarà l’aurora
Per me sarà così
Come uscire fuori
Come respirare un’aria nuova
Sempre di più
E tu e tu amore
Vedrai che presto tornerai
Dove adesso non ci sei
Forse un giorno tutto cambierà
Più sereno intorno si vedrà
Voglio dire che forse
Andranno a posto tante cose
Ecco perché continuerò
A sognare ancora un pò
Uno dei sogni miei
Quello che c’è in fondo
Al cuore non muore mai
Se ci hai creduto
Una volta lo rifarai
Se ci hai creduto davvero
Come ci ho creduto io
Sarà sarà l’aurora
Per me sarà così
Sarà sarà di più ancora
Tutto il chiaro che farà
Το κερναω οποτε θες..
τώρα. όσο θα γράφω την επόμενη.
Δημοσίευση σχολίου