Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2008

1000 Oceans Tori Amos


Βραδιάζει νωρίς. Καπνίζω στο μπαλκόνι και προσπαθώ να μυρίσω τη θάλασσα. Σκέφτομαι το καλοκαίρι που έφυγε, μόνος μέσα στην ησυχία. Γυρίζω, κοιτάζω τον υπολογιστή. Σιωπηλός με περιμένει. Σβήνω την γόπα και επιστρέφω να βάλω ένα ποτό. Δύσκολη μέρα και η σημερινή αλλά ευτυχώς τα δύσκολα πέρασαν. Όλα ταχτοποιήθηκαν και από αύριο ξεκινά ακόμα μία εβδομάδα. Πιο ήρεμη.

Ανοίγω τα emails, σερφάρω στα blogs. Να πω μια καλησπέρα, ένα λόγο καλό σε ονόματα δίχως πρόσωπα, άλλα από επιλογή και άλλα από ανάγκη, όπως εγώ. Σκέφτομαι το email που διάβασα. Έχω χρόνο να απαντήσω. Πρώτα τα λιγότερο σημαντικά για να ‘χω μετά όλο το χρόνο που χρειάζομαι.

Διαβάζω και αλλού αισθάνομαι ξένος, αλλού χαμογελώ για τους ξεχωριστούς ανθρώπους, που κρύβονται εδώ μέσα. Να προλάβω να τα δω όλα. Έχουμε χρόνο εξάλλου. Κανόνισα να μην έρθει κανείς. Σήμερα θα ξεκουραστώ. Μου λείπει ύπνος. Δεν θα το ξενυχτίσω. Ακόμα ένα ποτό. Ακόμα ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι.

Προσπαθώ να ηρεμίσω. Όσο περνάει η ώρα αγριεύομαι. Έχω ένα κακό προαίσθημα εδώ και μέρες. Μα περισσότερο τις νύχτες. Τη στιγμή που σωπαίνουν όλα, το νοιώθω να έρχεται. Δεν ξέρω αν θέλω να φύγω, αν θέλω να τρέξω να ξεφύγω από αυτό ή είναι μάταια όλα. Ποτέ δεν πίστεψα στη μοίρα. Εμείς τη φτιάχνουμε. Εμείς, άντε και κάποιες φορές αυτοί, που έχουμε ανάγκη να μας αγαπούν. Μα πάει καιρός που έμαθα να ζω χωρίς αγάπη.

Γέμισα τη ζωή μου partitions. Κάνω defragment πιο εύκολα, format ανά τακτικά χρονικά διαστήματα. Έτσι και αλλιώς όλα τα σημαντικά τα έχω ασφαλισμένα σε back up files. Με τον τρόπο αυτό το λειτουργικό εξασφαλίζει απρόσκοπτα τις μέγιστες αποδόσεις.

Γράφω, σερφάρω, γράφω. Να και άλλο email. Με ψάχνει. Ξέρει να περιμένει. Έχουμε χρόνο. Αν πάλι όχι, δεν πειράζει. Πάμε παρακάτω. Κάποιες φορές όλοι έχουμε ανάγκη το χρόνο μας και εγώ παραπάνω από όλους.

Κουδούνι. Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα; Δεν περιμένω κανέναν. Πίνω μια γουλιά ουίσκι και σηκώνομαι να ανοίξω. Όποιος και να ‘ναι ξέρει καλά πόσο εκνευρίζομαι όταν εμφανίζονται ξαφνικά, χωρίς ένα τηλέφωνο πριν, αν είμαι σπίτι, αν έχω διάθεση να τον δω, αν είμαι με γκόμενα και πηδιέμαι στο κάτω – κάτω… Πάω στο θυροτηλέφωνο να δω ποιος είναι. Στην οθόνη την βλέπω. Είναι εκείνη. Μου κόβονται τα πόδια. Το κουδούνι χτυπά ξανά. Επίμονα. Το ακούω πίσω από έναν γυάλινο τοίχο. Της ανοίγω. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχα. Σ’ αυτό το hidden file, δεν είμαι εγώ ο administrator. Ποτέ δεν ήμουν. Πίσω από την κλειστή πόρτα ακούω το ασανσέρ. Δεν έχω τη δύναμη να ανοίξω. Ακούω την πόρτα του ασανσέρ να ανοίγει, τα βήματα να πλησιάζουν, το κουδούνι να χτυπά. Ο χρόνος τεντώνει σαν λάστιχο, να χωρέσει χιλιάδες στιγμές, όλα εκείνα που υποκρίνομαι πως έκλεισαν αλλά σαν .avi files αφού δεν τέλειωσε το download στέκουν άχρηστα, μισά. Και δεν έχω τη δύναμη να τα πετάξω. Ούτε και το θέλω. Έτσι μένουν εκεί. Γυρίζω ανεπαίσθητα προς το δωμάτιο με τον υπολογιστή. «Έχουμε χρόνο» σκέφτομαι «Πάντα θα έχουμε χρόνο» και πιάνω την πόρτα και την ανοίγω.

Σαν να μην πέρασε στιγμή. Μπορεί να άλλαξε μέσα στα χρόνια αλλά στέκω μπροστά της το ίδιο ανυπεράσπιστος όπως την πρώτη φορά. Θέλω να την ρωτήσω γιατί; Γιατί ήρθες εδώ; Γιατί απόψε; Αλλά δεν βγαίνει λέξη από τα χείλη μου. «Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μας αγαπά, μέχρι να βρούμε εκείνον που θα αγαπήσουμε». Μ’ αγκαλιάζεις και με φιλάς. Σκέφτομαι μια άλλη. Με φιλάς παθιασμένα. Δεν θέλω να ακούσω τι λες, δεν με νοιάζει γιατί ήρθες Τόσες νύχτες έπεισα τον εαυτό μου ότι σε άφησα πίσω, ότι έκρυψα καλά το αρχείο αυτό. Μα σε θέλω σαν τρελός. Οι εικόνες ξεθωριάζουν και σου αφήνομαι. Κάνουμε έρωτα απελπισμένα, να πουν τα σώματα όσα δεν θέλουν να ακούσουν τα αυτιά μας. Στιγμή δεν πέρασε. Στιγμή. Όλα ξεχύνονται με ορμή, ξεσπάνε μέσα στη νύχτα. Ποτέ δε σ’ άφησα πίσω και ο πόνος με κάνει να αλυχτάω σαν λύκος την πανσέληνο. Δεν ξέρω πόσες ώρες κάναμε έρωτα, sex, πόσες στιγμές ξεσκίζαμε το χρόνο. Δεν ξέρω. Ούτε έχει σημασία.

Σε κοιτάζω που στέκεις σιωπηλή, γυμνή στο κρεβάτι μου και ξαφνικά νοιώθω παγωμένος, άδειος. Φοράω ένα παντελόνι και βγαίνω στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο. Παίρνοντας το πακέτο από τα τσιγάρα δίπλα από το πληκτρολόγιο, θυμάμαι το ότι δεν πρόλαβα να της μιλήσω. Δεν πειράζει. Θα καταλάβει. Αλλά και να μην καταλάβει, δεν με νοιάζει. Όχι απόψε, όχι αυτή τη νύχτα. Παίρνω το νερωμένο πια ουίσκι και βγαίνω στο μπαλκόνι. Ένα ακόμα τσιγάρο.

Θα έπρεπε να σκέφτομαι κάτι. Να έχω κάτι να πω. Στις λέξεις είμαι καλός. Καλύτερος από τις σιωπές που φαίνεται η αδυναμία, η γύμνια μου. Μα δεν με νοιάζει τίποτα απόψε. Αφήνω το ποτήρι πάνω στο κάγκελο. Το κοιτάζω. Και αν έπεφτε; Θα το άκουγε κανείς; Θα είχε σημασία; Πότε σταμάτησα να έχω σημασία για μένα;

Δεν θέλω να γυρίσω στο δωμάτιο μέσα. Ξέρω πως δεν θα έλθει στο μπαλκόνι. Τόσα χρόνια μάθαμε καλά ο ένας τον άλλον. Δεν χρειάζεται να μιλάμε για να συνεννοηθούμε. Δεν ξέρω αν περιμένω να αλλάξει κάτι. Δεν με νοιάζει. Ίσως να είναι ακόμα ένα προγραμματισμένο system check. Παίρνω το άδειο ποτήρι και επιστρέφω να βάλω ακόμα ένα ποτό. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, σβήνω τον υπολογιστή και προχωρώ στην κουζίνα. Βάζω παγάκια στο ποτήρι καθώς ακούω το νερό να τρέχει στο μπάνιο. Στηρίζομαι στον πάγκο της κουζίνας και πίνω το ουίσκι καθώς νοιώθω το νερό στο κορμί μου. Κοιτάζω έξω τα φώτα της νύχτας, τη μοναξιά της νύχτας. Ακόμα μία νύχτα, ακόμα μια ιστορία να γράψω, ακόμα ένα ψέμα να πω.

Δεν νοιώθω λύπη αλλά ούτε και χαρά. Δεν με νοιάζει να ορίσω το τι νοιώθω. Στο κάτω – κάτω νοιώθω, αυτό δεν έχει σημασία; Είναι εδώ, τρέχει στις φλέβες μου. Ίσως να τρέχω και εγώ στις δικές της. Δεν είμαι αδιάκριτος να ρωτήσω. Ανοίγω τη τζαμαρία. Παίρνω μια βαθιά ανάσα στον παγωμένο αέρα. Το νερό στο μπάνιο σταμάτησε να τρέχει. Το ποτήρι βαραίνει στο χέρι μου. Νομίζω πως μυρίζω τη θάλασσα, σ’ ένα ιστιοφόρο, που σαλπάρει κάτω από τα αστέρια καθώς το τραγούδι των σειρήνων ξεθωριάζει στα αυτιά μου.

Όσο έχω το φεγγάρι στο χέρι μου δεν φοβάμαι τίποτα. Ποτέ δεν φοβήθηκα και ας με φοβήθηκαν τόσοι. Σαλπάρω αθόρυβα μέχρι το τέλος του κόσμου, το τέλος της αγάπης. Αλλά η αγάπη δεν έχει τέλος. Ποτέ δεν είχε. Τελείες μόνο, που βάζουμε εμείς για να προχωράμε μέσα στη νύχτα, μέσα στη μέρα. Και μόνο ένας άγγελος ξέρει πόσα καρφιά χωράνε σε τούτη τη νύχτα των αποσιωπητικών...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλή καλλιτέχνης η Τόρι Αμος!

Spark D' Ark είπε...

η αγαπημένη μου. καθένας ακούει στα τραγούδια της αυτό που αντέχει να καταλάβει...

Ανώνυμος είπε...

Σκέψεις σου; Ή σκέψεις τρίτου μέσα από τη δική σου ματιά; Στη δεύτερη περίπτωση υποβόσκει υπεροψία!
Εν τούτοις, η αναμφισβήτητη ικανότητά σου να πηγαινοφέρνεις θέμα και ήρωες (επινοημένους ή υπαρκτούς) από την κόλαση στον παράδεισο με χαρακτηριστική ευκολία, τοποθετεί ένα βελούδινο μπάλωμα στο εν τη γεννέση του λιώσιμο στο παντελόνι τής ιστορίας σου. Πολλά τα εύγε μου βέβαια, όπως και να έχει...

Spark D' Ark είπε...

Όχι απλά υποβόσκει, αλλά έχει σαβανοποιηθεί το τοπίο από την υπερβόσκηση της υπεροψίας και του εγωισμού.
Με τσάκωσες. Κλεμμένο είναι, που το ρετουσάρισα κομματάκι αλλά για να μην προσβάλλω το πρωτότυπο δεν έγινε αναφορά στην πηγή.
Μην ταίζεις την υπεροψία μου, με εύγε, που δεν τα πιστεύεις γιατί θα σε φάει και σένα στο τέλος! Προσοχή όταν χαιδεύεις το γατάκι που λέγεται ποιητική "αηδία". Σαν πανθηράκι θα σε αρπάξει και θα σε κατασπαράξει πριν το καταλάβεις.