Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008

Η λίμνη της βροχής


Δεν ξέρω γιατί αλλά την έχω ανάγκη αυτή τη λίμνη. Όπως και τη βροχή. Μεγαλώσαμε μαζί. Όλη μου τη ζωή με θυμάμαι να έρχομαι εδώ. Μικρή να ταΐζω τα παπάκια, να πηγαίνω βόλτα στο νησί. Να με κρατά ο μπαμπάς από το χέρι στις βόλτες της Κυριακής. Εδώ ήρθε να με συναντήσει φοβισμένος ο πρώτος μου έρωτας στο πρώτο ραντεβού. Πρωινά, απογεύματα και προπάντων τις νύχτες, εδώ γυρίζω. Πότε να τη βλέπω από ψηλά, πότε σε τσιμεντένιες κερκίδες να σπάει το κύμα σχεδόν στα πόδια μου. Πότε φωτεινή, πότε σκοτεινή, πίσσα, σκοτάδι.
Με ένα βιβλίο από κάτω να μουλιάζει για να μη βρέχομαι, με ένα ποτό και ένα τσιγάρο, να της πετάω τις σκέψεις μου όμοια με πετραδάκια. Μεγαλώνω. Γερνάω. Και αυτή πάντα εκεί. Την καλλωπίζουν όσο περνάν τα χρόνια. Τα φώτα γύρω της αυξάνονται. Αλλά τα βράδια είναι πάντα το ίδιο σκοτεινή μες στη σιωπή της. Δεν ξέρω γιατί γυρίζω σε κείνη. Γιατί μόνο εδώ σκέφτομαι τη ζωή μου. Το τώρα, το πριν, το μετά. Δεν μου δίνει απαντήσεις. Μόνο ακούει στον παφλασμό των κυμάτων.
Εδώ μου πέταξα τις μεγαλύτερες μπανανόφλουδες, εδώ έπεσα, εδώ σηκώθηκα.
Εδώ συμβιβάστηκα, εδώ γλίστρησα από τις αλυσίδες, εδώ επέστρεψα να τις ξαναφορέσω για να επιστρέψω στις ευκολίες, στο λίγο που μου έμαθαν να ζητώ, να περιμένω, να ονειρεύομαι.
Μ’ αρέσει η βροχή. Εδώ βρέχει τόσο πολύ, που όσοι δεν έχουν μάθει τρελαίνονται. Έχω μουσκέψει, έχω γλιστρήσει με τη μηχανή αλλά και χωρίς αυτή, πονάνε τα κόκαλα μου από την υγρασία που έχω φάει κάθε που βρέχει αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ μια ζωή χωρίς το φθινόπωρο με τις ατέλειωτες βροχές.
Ημερώνει τον πόνο μου, γλυκαίνει την μοναξιά, λειαίνει τους συμβιβασμούς μου.
Μέσα στην υγρασία, απέναντι από τη λίμνη προσπαθώ να τα βρω με τον εαυτό μου, τη ζωή μου, τα ναι και τα όχι μου. Παλεύω να βρω ποιες είναι οι σωστές απαντήσεις για τους άλλους, σπάνια για μένα. Όσο αυξάνονται οι ρυτίδες, όσο γκριζάρουν περισσότερο τα μαλλιά κάτω από τη βαφή μαθαίνεις να σκέφτεσαι τους άλλους, να λες «δεν πειράζει» όταν πρόκειται για σένα.
Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι το ξανθό κοριτσάκι μα τσιμπιδάκια στα μαλλιά, την κόκκινη πλεχτή ζακέτα, που κρατούσε τον μπαμπά της από το χέρι και μια χούφτα μαργαρίτες στο άλλο. Ένας άντρας δικός μου. Δεν κατάφερα να κρατήσω ξανά τόσο σφιχτά ένα αντρικό χέρι και να πω αυτός ο άντρας είναι δικός μου. Τα μαλλιά σκούρυναν, γκριζάρισαν, βάφτηκαν σε όλα τα πιθανά και απίθανα χρώματα αλλά και συνδυασμούς αλλά πάντα τη στιγμή, που έσφιγγα ένα χέρι, αυτό απομακρυνόταν και έμενα μόνη σε τούτη τη σιωπηλή λίμνη.
Έμαθα να κρατάω πάντα πράγματα στα χέρια, τσάντες, κράνος, κλειδιά, κινητό για να μη σκέφτομαι το χέρι, που δεν έχω να κρατήσω. Γέμισα τις ατζέντες να μην έρχομαι στη λίμνη, να μη θυμάμαι. Μα τις νύχτες το σκάω και επιστρέφω εδώ. Το κράνος διαλύθηκε, το παπάκι είναι στο γκαράζ κλειδωμένο, τώρα έχω αυτοκίνητο και αρκετά πακέτα τσιγάρα.
Πώς να ζητήσεις από κάποιον που δεν θέλει να δώσει; Με τι χέρι να πιάσεις το δικό του; Τόσα πράγματα που κρατώ, τι να τα κάνω; Κάνουν τόσο θόρυβο όταν πέφτουν, που ο κόσμος γυρνά τρομαγμένος και εγώ το βάζω στα πόδια. Ξέμαθα να ζητώ. Έμαθα να μην περιμένω τίποτα. Όσα έρθουν και όσα πάνε. Σαν και εμένα. Έρχομαι και πάω σε τούτη τη λίμνη, σε τούτη τη σιωπή, σε τούτη τη ζωή που μας έμαθε να περπατάμε με τα χέρια στις τσέπες, με την καρδιά κλειδωμένη, με την ψυχή σκοτεινή σαν την λίμνη.
Θέλω τόσα να σου πω μα φοβάμαι πως θα φύγεις. Διαλέγω τις λέξεις μου, να κερδίσω λίγο χρόνο ακόμα πριν πας παρακάτω. Γύμνασα για χρόνια τούτα τα χέρια πάνω από τετράδια, σε ωδεία, συνεχίζω να τα γυμνάζω σε με χειρωνακτική δουλειά. Κρατάω ένα άλλο παιδικό χεράκι από το χέρι και του μαθαίνω τη λίμνη. Ίσως μια μέρα να καταλάβει. Ίσως μια μέρα να έρχεται και αυτό εδώ για να θυμηθεί.
Ζητάω πολλά που ζητάω και το δικό σου χέρι στο δικό μου, ε; Μπορεί να το απλώσεις. Μπορεί και όχι. Ακόμα και αν το απλώσεις μπορεί να φύγεις, μπορεί και όχι. Δεν πειράζει. Η λίμνη πάντα καταλαβαίνει. Μέσα στη σιωπή. Στον παφλασμό των κυμάτων, έχει μάθει να αφήνει τους ανθρώπους να φεύγουν, ελεύθεροι ακόμα και από κείνη.
Δεν θα φύγω ποτέ από τη λίμνη. Όχι τώρα που έμαθα να είμαι μια λίμνη σκοτεινή μέσα στη νύχτα που βρέχει.

7 σχόλια:

anepidoti είπε...

Γιατί σήμερα σε αισθάνομαι χωρίς καθόλου φτιασίδια, σκοτεινή, βροχερή, αλλά και δοτική σαν την λίμνη σου;
Καλό απόγευμα, σπαρκούλα...

Spark D' Ark είπε...

ίσως κάποιες στιγμές να είμαι και έτσι...
ευχαριστώ, καλό απόγευμα και σε σένα :)

ria είπε...

βρε τις μαύρες σου έχεις?

Spark D' Ark είπε...

και αυτό στο πρόγραμμα είναι :)

Adamantia είπε...

Πανεμορφο κειμενο..πανεμορφο

Spark D' Ark είπε...

ευχαριστώ adamantia. Να 'σαι καλά...

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου λίμνη. Όμορφα τα λες και τα περιγράφεις. Στη λίμνη πετούσες τις μπανανόφλουδές σου, στη λίμνη τρως τις τούμπες σου. Φυσική συνέπεια. Και μια τελευταία παρατήρηση λίμνη. Όταν κρατάς πολλά πράγματα στο χέρι σου και κάποιος σου τείνει το δικό του να το κρατήσεις, πέταξέ τα από κει τα ρημάδια κι ας κάνουν θόρυβο. Τι τα σφίγγεις πάνω σου; Μη τα χάσεις;
Πάντως πολύ όμορφο το κείμενο...