Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008

Ο Θοδωρής


Στη δουλειά μετά τα μεσάνυχτα κλειδώνουμε τις πόρτες για να μην μπαινοβγαίνει ο κόσμος και να έχουμε την ησυχία μας. Τότε είναι η μόνη στιγμή που μπορώ να καπνίσω στο γκισέ, μπροστά στον υπολογιστή. Παίρνω ένα κεσεδάκι, του βάζω νερό μέχρι τη μέση, παίρνω τα πακέτα με τα τσιγάρα και την αράζω. Μ’ αρέσει η ησυχία που έχει εκείνες τις ώρες. Ανοίγω τον υπολογιστή και γράφω ή χαζεύω για να περάσει η ώρα μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο, που έχω δίπλα και να με φωνάξουν για περιστατικό. Τις περισσότερες φορές είναι βλακείες αλλά τι να γίνει; Για αυτό με πληρώνουν και για αυτό κάθομαι μέσα στην ησυχία της νύχτας προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Το προτιμώ από τις στιγμές, που κοιμάμαι και με ξυπνούν βάναυσα για κάτι που είχαν μεν αλλά μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο τους πέρασε αλλά μια και ήρθαν, ας κάνουν έναν γενικό έλεγχο να μην πάει χαμένη η βόλτα τους στα μέρη μας.

Όλως περιέργως εκείνη ήταν η πιο ήσυχη βραδιά μετά από έναν καταιγισμό περιστατικών των προηγούμενων εφημεριών. Μου λείπει ύπνος, είμαι κουρασμένη, το σακατεμένο μου πόδι με πονά αλλά μετράω ώρες πια μέχρι να επιστρέψω σπίτι. Θα πρέπει να βρω έναν τρόπο να κόψω τις απανωτές εφημερίες. Με εξουθενώνουν. Ανάβω τσιγάρο. Γκαντέμικη μέρα. Στο ψυγείο δεν υπάρχει γλυκό ούτε για δείγμα και ό,τι είχαμε σε αλκοόλ το τσακίσαμε μεταμεσονυχτίως στις προηγούμενες βάρδιες. Ξεροσφύρι θα βγει και αυτή η νύχτα. Ανοίγω 1 word. Το υπόλοιπο προσωπικό την έχει πέσει από ώρα στους θαλάμους.

Μια ιστορία τριβελίζει το μυαλό μου. Ξεκινώ να γράφω. Σβήνω. Γράφω. Ξανά και ξανά. Έχω κολλήσει. Δεν μπορώ να βρω τις σωστές λέξεις αλλά δεν τα παρατάω. Είναι ακόμα νωρίς για να πάω για ύπνο. Παραδίπλα κοιμάται ο Θοδωρής. Ο Θοδωρής είναι ένα μωρό, που το εγκατέλειψαν οι δικοί του και το έχουμε εμείς μέχρι οι κοινωνικοί λειτουργοί να το προωθήσουν και να το στοιβάξουν με τα άλλα ανεπιθύμητα μωρά. Σπάνια έχουμε πια παιδιά σαν τον Θοδωρή. Με την ευκολία και τις εκπτώσεις στις εκτρώσεις λόγω ανταγωνισμού όλα τα προβλήματα τύπου Θοδωρή, λύνονται πια με συνοπτικές διαδικασίες, αυθημερόν. Τις προάλλες ήρθε μία 7 μηνών και ήθελε να το ρίξει. Πρώτη φορά άκουσα να αρνούνται. Πήγε αλλού και το κανόνισε. Με τη σωστή τιμή όλα κανονίζονται. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης.

Σαν να μην του έφταναν όλα τα άλλα, ο Θοδωρής αρρώστησε. Αυτό μας έδωσε ακόμα λίγο χρόνο να δικαιολογήσουμε την παραμονή του εδώ. Γράφω στον υπολογιστή και τον ακούω να βήχει μέσα στο κουνάκι του. Ρυθμικά. Δεν ακούω την ανάσα του αλλά ο βήχας ακούγεται πεντακάθαρα στη σιωπή της νύχτας. Με έναν αρρωστημένο τρόπο με ηρεμεί και συνεχίζω να γράφω και να σβήνω. Κάποια στιγμή κόλλησα. Δεν ξέρω γιατί. Η ιστορία δεν πήγαινε παρακάτω. Έγειρα την πλάτη στην καρέκλα, τέντωσα τα πόδια πάνω στο γκισέ χαμογελώντας στην σκέψη ότι αν με έβλεπε η προϊσταμένη σε αυτή τη θέση θα με πέταγε από το παράθυρο μαζί με τον γκισέ κολάρο.

Προσπαθώ να κάνω σχέδια με τον καπνό όταν ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν ακούω τον Θοδωρή να βήχει. Κατεβάζω τα πόδια από τον γκισέ και προσπαθώ να ακούσω πιο προσεχτικά. Κανένας βήχας. Σκέφτομαι πως είναι η ιδέα μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ για να θυμηθώ πότε τον άκουσα να βήχει για τελευταία φορά. Δεν θυμάμαι από πότε και τότε τινάζομαι πετώντας το τσιγάρο στο κεσεδάκι. Ορμάω στον θάλαμο και βλέπω τον Θοδωρή πνιγμένο στον εμετό του. Δεν μπορεί να πάρει ανάσα, είναι μελανιασμένος αλλά δείχνει σαν να κοιμάται. Τον αρπάζω και τρέχω στο δωματιάκι της ανάνηψης. Τον ξετυλίγω από το σεντονάκι του και του καθαρίζω το στόμα και τη μύτη. Βάζω μια φωνή και οι κοπέλες τρέχουν αγουροξυπνημένες. Μια μου ετοιμάζει την αναρρόφηση, ψάχνει το κορεσόμετρο και η άλλη τηλεφωνεί στον παιδίατρο να τσακιστεί και να ‘ρθει.

Πόσην ώρα έχει περάσει; Πόσην ώρα είναι έτσι; Η αναρρόφηση τον ενοχλεί, τον τρομάζει, βάζει τα κλάματα. Δεν έχω χρόνο να τον πάρω αγκαλιά, να τον ηρεμήσω, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν ξέρω αν έχει κάνει εισρόφηση, δεν ξέρω πόση γαμημένη ώρα πνιγότανε στον εμετό τη στιγμή που εγώ ήμουν δίπλα, ξύπνια και κάπνιζα για να σκοτώσω την ώρα μου παίζοντας με τις λέξεις. Ο Θοδωρής κλαίει, έχει ξεσηκώσει τον κόσμο, ο κόσμος έχει βγει από τα δωμάτια και έρχεται εκεί. Κάνω νόημα στη νοσηλεύτρια να κλείσει την πόρτα. Πού στο διάολο είναι ο παιδίατρος; Ο κορεσμός αρχίζει να φτιάχνει. Τον καθαρίζω πιο προσεχτικά καθώς βλέπω το χρώμα του να βελτιώνεται και αυτό. Χτυπά το κουδούνι της κλινικής. Η νοσηλεύτρια φεύγει και επιστρέφει σε λίγο με τον παιδίατρο. Ο Θοδωρής χαλάει τον κόσμο από το κλάμα και τις φωνές. Ο παιδίατρος χαμογελά. Είναι καλό σημάδι. Ο μικρός είναι μαχητής. Τον εξετάζει, δίνει οδηγίες. Το προσωπικό κρατά σημειώσεις για να ξέρουν και οι επόμενες βάρδιες. Παίρνουν τον Θοδωρή αγκαλιά. Απόψε θα τον έχουν αγκαλιά μέχρι να κοιμηθεί. Απόψε αυτό το ορφανό θα έχει κάποιον πάνω από το κεφάλι του μετά από πολύ καιρό να τον προσέχει την ώρα που κοιμάται.

Πνίγομαι. Κάνω νόημα στη νοσηλεύτρια να πλησιάσει καθώς παίρνω τσιγάρα, αναπτήρα, κινητό από τον γκισέ και τα βάζω στις τσέπες μου. Θα ανέβω στην τραπεζαρία. Το τηλέφωνο το ξέρουν σε περίπτωση που με χρειαστούν κάτι. Ανεβαίνω στην τραπεζαρία και βγαίνω έξω στην μικρή ταρατσούλα. Ανεβαίνω και κάθομαι στο πεζούλι με τα πόδια έξω. Έχω μια τρέλα με τα ύψη. Παρ’ ότι υψοφοβική, στιγμές σαν αυτή, ψάχνω το πιο ψηλό μέρος για να κρεμαστώ. Κοιτάζω τα φώτα. Αυτή η πόλη μου φαίνεται όμορφη μονάχα τη νύχτα.

Ανάβω τσιγάρο. Κάνω μια τζούρα και το ισορροπώ στην άκρη. Αυτό δεν είναι για μένα. Χάρε, για σένα είναι κερασμένο, κάπνισέ το έτσι όπως κάθεσαι σιωπηλός δίπλα μου και μου κάνεις παρέα μέχρι την επόμενη παραλαβή. Το κέρδισες, που το λυπήθηκες ετούτο το ζωντάρφανο και τ΄ άφησες να μεγαλώσει, να καταλάβει την ορφάνια του. Να την νοιώσει καλά στο πετσί του την αδιαφορία. Ανάβω δεύτερο τσιγάρο. Ξεφυσάω βαριά τον καπνό. Ψάχνω να κάνω κεφάλι αλλά είτε καπνίζω τα τσιγάρα μου, είτε το χαρτί του εκτυπωτή ένα και το αυτό.

Κοιτάω τον ουρανό. Δεν έχει αστέρια απόψε. Ούτε φεγγάρι. Συννεφιά και λίγο φως να έρχεται πίσω μου και μπροστά μου τα φώτα της πόλης στα πόδια μου σαν καντηλάκια σε νεκροταφείο. Κάτι με πνίγει. Μα δεν μπορώ να κλάψω. Αυτό το κομμάτι το κλείδωσα καλά και πέταξα το κλειδί. Σκέφτομαι ξανά και ξανά πότε άκουσα τον Θοδωρή να βήχει για τελευταία φορά. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Έκανε εισρόφηση ή όχι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Παρά μόνο αναμονή. Από αύριο θα αρχίσει να φαίνεται τι ζημιά έχει γίνει. Πριν, που έπρεπε να κάνω κάτι, που πληρωνόμουν για να κάνω αυτό το κάτι, εγώ χάζευα.

Πετάω το τσιγάρο στο κενό. Ανάβω άλλο. Μια μικρή λάμψη μέσα στη νύχτα. Σκέφτομαι αν ήταν το δικό μου παιδί, θα έκανα το ίδιο; Θα χάζευα; Ε; Ρουφάω με λύσσα τον καπνό. Ούτε αυτό είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Το πετάω αμέσως και ανάβω άλλο. Σκατά. Το ίδιο είναι και αυτό. Αν αρχίσω να τα πετάω σαν σπιρτόξυλα σίγουρα θα ξεμείνω σε λιγότερο από 5 λεπτά και το κυλικείο είναι κλειστό τέτοιες ώρες για ανεφοδιασμό.

Σκέφτομαι το Θοδωρή να κοιμάται ήρεμος τώρα και μετά σκέπτομαι τον δικό μου. Είναι ασφαλής, έχει τους δικούς μου να τον προσέχουν για όλο αυτό το χρόνο που χάνομαι, που μεγαλώνουμε χωριστά. Ευτυχώς. Σίγουρα θα τον προσέχουν περισσότερο από ότι εγώ. Τι στο διάολο, θα έκανα καλύτερα κάτι τζάμπα, αφού ούτε επί πληρωμή δεν είμαι άξια να το κάνω; Κοιτάζω στο πλάι μου. Το τσιγάρο έσβησε. Ανάβω ένα ακόμα και το αφήνω να καίγεται δίπλα μου. Ανάβω ακόμα ένα για μένα. Δεν θέλω να σκέφτομαι αυτή τη νύχτα. Όχι. Με στοιχειώνουνε τα ζωντάρφανα του κόσμου. Μέσα στην ησυχία της νύχτας μοιράζομαι το πακέτο.

Θα κάνω καιρό να δοκιμάσω να γράψω ξανά μια ιστορία.


8 σχόλια:

Adamantia είπε...

Spark γιατι το γραψες αυτο?? Το εχω ζησει ξερεις στ' αληθεια, δεν μπορω να σου πω τιποτ'αλλο..

Spark D' Ark είπε...

αν σου πω κάτι... θα 'ναι ψέμματα. και έτσι προτιμώ να μην πω τίποτα.

Adamantia είπε...

.......

anepidoti είπε...

"Θα έκανα καλύτερα κάτι τζάμπα, αφού ούτε επί πληρωμή δεν είμαι άξια να το κάνω"...πόσο μακριά κορίτσι μου πήγαν οι τύψεις σου, πόσο;
Σήμερα, τάδωσες όλα...κι όχι μόνον λογοτεχνικά, δεν ξέρω γιατί ή μάλλον ξέρω, μ'αρέσεις φιλενάδα...

Ανώνυμος είπε...

Μπορεί να ακουστώ κυνικός. Σε παρόμοιες περιπτώσεις εκείνο που βοηθάει, ειδικά όταν νιώθεις να σε παίρνει από κάτω, είναι μια γερή δόση μετάθεσης του προβλήματος. Γιατί νιώθεις ενοχές; Γιατί είχες στρέψει αλλού την προσοχή σου. Πού την είχες στρέψει; Στο word και στο τσιγάρο. Ευκαιρία να κόψεις το κάπνισμα από τη μια και να μη ξαναγράψεις στο word από την άλλη. Είναι κάτι σαν το πονάει κεφάλι κόβεις κεφάλι.
Πάντως με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να φορτωθούμε ένα εκατομμύριο ευθύνες την ημέρα. Γιατί εγώ ας πούμε έδωσα πέρυσι στον δικό μου Θοδωρή να πάει με το μηχανάκι τις μακέτες στον Περισσό και τον χτύπησε το ταξί και έμεινε ανάπηρος; Θα μπορούσα να τις είχα δώσει στον Γιάννη. Του Θοδωρή όμως είχε κληρώσει το ταξί. Αν είχε πάει ο Γιάννης μπορεί να μην παρουσιαζόταν κανένα ταξί και όλα να είχαν πάει κατ' ευχήν. Να εξοβελίσω τον εαυτό μου που πήρα τη συγκεκριμένη απόφαση; Εύκολο. Να τα ρίξω στο μηχανάκι; Στο ταξί; Στον κακό μου τον φλάρο; Στον Ερμή τον μόνιμα ανάδρομο; Ούτε σχεδιασμένο ούτε και αμέλεια θα το έλεγε κανείς. Οι μακέτες έπρεπε να φύγουν και ο Θοδωρής έκανε αυτές τις εξωτερικές δουλειές.
Εσύ ήσουν εκεί για να επιτηρείς τον μικρό Θοδωρή; Όχι. Έτυχε να λουφάρεις και να είσαι κοντά με αποτέλεσμα να τον ακούσεις και να σωθεί. Γιατί να μη το δεις από τη θετική πλευρά του; Γιατί να μην είσαι ο φύλακας άγγελος του μικρού Θοδωρή; Αν δεν λουφάριζες, αν δεν έγραφες στο word και αν δεν έκανες τσιγάρο μπορεί τώρα ο μικρός Θοδωρής να μη ζούσε. Ανάποδη σκέψη το λένε. Πας κι έτσι καμιά φορά. Και βλέπεις ότι δεν έβλεπες πηγαίνοντας αλλιώς. Καλό βράδυ...

anepidoti είπε...

Τα λίγα που είπα, τα συμπλήρωσε απόλυτα ο μπλογκούλης και νομίζω πως είναι η σωστή οπτική μιας τέτοιας κατάστασης. Κακώς δεν τόχα αναλύσει παραπάνω, αλλά ειλικρινά πίστευα οτι έτσι το αντιλαμβάνεσαι και συ.
καλό βράδυ.

ria είπε...

έχει δίκιο ο μπλογκούλης. αν ησουν στο εφημερίο, ο θοδωρής θα ήταν νεκρός!

κάλλιο αργά παρά ποτέ! σοφή παροιμία από τις εξωτικές καρδιτσιους νήσους!

Ένδειξη ζωής είπε...

Όχι τύψεις Σπαρκούλα μου! Προς Θεού! Είμαι της άποψης πως κάποια πράγματα είναι προαποφασισμένα να μας συμβούν. Δεν θέλω να ξέρω από ποιον. Ούτε και να το ψάξω...γιατί άκρη δεν θα βρω. Ήταν να συμβεί και συνέβη. Δεν φταις ούτε στο παραμικρό!
Σε όλους μας έχει συμβεί να νιώσουμε ανάλογα και να τριβελίζουμε το μυαλουδάκι μας με ΄χιλιάδες 'αν '...
Όλα θα είχαν συμβεί όπως ακριβώς αυτό το 'άγνωστο' είχε προαποφασίσει, όσα 'αν' κι αν είχαμε προλάβει να υπολοιήσπυμε. Πάντα μας κοιτάζει και γελάει ειρωνικά ενώ μας την έχει στήσει στη γωνία!
Φιλάκια