Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008

Η εκκλησία με τα αγάλματα.


Πριν πολλά χρόνια κρατούσα ένα χέρι και όπου και να πηγαίναμε, ψάχναμε τις εκκλησίες με τα αγάλματα. Μαζί του έμαθα να μην τις φοβάμαι, να μπαίνω μέσα, να σταματώ στην κρήνη με τον αγιασμό. Αν κλείσω τα μάτια, τον θυμάμαι ακόμα να βάζει το χέρι μέσα και να κάνει το σταυρό του με τα τέσσερα δάχτυλα χαμογελώντας σαν μικρό παιδί.

Κάποιες φορές ήταν και άλλοι εκεί και ο χώρος γέμιζε από μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Εκείνος είχε μισοξεχάσει τα λόγια αλλά όταν θυμόταν κάτι, η φωνή του ενωνόταν με των υπολοίπων, μου έσφιγγε το χέρι και χαμογελούσε για ακόμα μία φορά. Άλλοτε πηγαίναμε λουλούδια, άλλοτε να χαιρετήσουμε κάποιον γνωστό που ντυνόταν διαφορετικά, είχε ένα παπάκι που όλο χαλούσε και μας έλεγε ιστορίες για την πατρίδα του, για τους αμπελώνες του πατέρα του, για τα υπέροχα κρασιά που έφτιαχναν και άλλοτε για τα παιδιά που τον κυνηγούσαν και τον έφτυναν γιατί ήταν ξένος.

Υπήρχαν και φορές όμως που δεν βρίσκαμε κανέναν εκεί. Τότε ξεκίναγε μέσα στη σιωπή και μου έλεγε ιστορίες. Ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ στα βιβλία αλλά περνούσαν από στόμα σε στόμα. Μου έλεγε για την αγία Κλάρα, που τα παράτησε όλα και ακολούθησε τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, για τις στιγμές που κάνανε έρωτα και από το πάθος τους, τα κεραμίδια, που τους σκέπαζαν, έπαιρναν φωτιά. Δυο τάγματα, δυο σχήματα μοναχικά όπου το ένα ακολουθούσε το άλλο. Η αυταπάρνηση ακολουθούσε τη φτώχεια και μέσα στην ερημιά, μέσα στη φύση και τα ζώα.

Δεν με εντυπωσίασαν ποτέ οι ιστορίες για τα στίγματα, τα δείπνα και οι συζητήσεις με τους υψηλόβαθμους ιερείς σχετικά με το “Filioque”, τους «Ελληνόρυθμους», την ιστορία, τα πλούτη ή τις γνώσεις, μόνο ξεχνιόμουν στα χέρια που έσφιγγαν το ένα το άλλο συνωμοτικά κάτω από το τραπέζι. Έμαθα να συλλαβίζω τάγματα, να μαθαίνω συνήθειες, που βιάστηκα να ξεχάσω κάποια χρόνια αργότερα, αλλά την αγία Κλάρα δεν την ξέχασα ποτέ.

« ciò che mi sembrava amaro, mi fu cambiato in dolcezza d'anima e di corpo » «Αυτό που μου φαινόταν πικρό, άλλαξε μέσα μου σε γλυκύτητα της ψυχής και του σώματος» (Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, 1226)

Ο άγιος των λύκων πέρα από την επαγγελία της αδελφότητας, της ταπεινοφροσύνης και της φτώχειας φρόντιζε πάντα τη μικρή του Κλάρα και τη συνοδεία της, όπως και οι ελάχιστοι αδελφοί του ανά τους αιώνες. Κανείς δεν ξέρει πόσα ζευγάρια ακολούθησαν το παράδειγμα τους. Αν όλα αυτά, που μεταφέρονται τόσα χρόνια από στόμα σε στόμα, είναι αλήθεια ή ψέματα. Για την επίσημη εκκλησία η προστάτιδα της τηλεόρασης είναι παρθένος ακόμη. Για τους κοινωνούς του έρωτα όμως, ο φτωχούλης του Θεού συναντά ακόμα την δικιά του Κλάρα σε κείνο το μικρό εγκαταλελειμμένο παρεκκλήσι.

Σε πρόλαβα λίγο πριν φύγεις, πριν αλλάξεις όνομα, ρούχα, γλώσσα ξανά. Με άρπαξες και με ταξίδεψες στους χαμογελαστούς ανθρώπους με την κελαρυστή φωνή.

Εκείνο το ηλιοβασίλεμα βγαίνοντας από την εκκλησία με τ’ αγάλματα στη Σαντορίνη είδαμε ένα ζευγάρι που είχε μόλις παντρευτεί. Δεν είπαμε τίποτα, μόνο χαμογελάσαμε και φύγαμε αγκαλιασμένοι.

Στο καράβι της επιστροφής είχαμε βρει ένα ήσυχο μέρος στο κατάστρωμα και εσύ καθιστός μου χάιδευες τα μαλλιά καθώς χανόσουν στο απέραντο γαλάζιο. Εγώ ξαπλωμένη με το κεφάλι στα γόνατά σου, είχα τα μάτια κλειστά για να σε βλέπω καλύτερα. Ώσπου άκουσα τη φωνή σου. «Κοίτα! Κοίτα! Δελφίνια! Ένα ζευγάρι δελφίνια!!!» Άνοιξα τα μάτια μου και μέσα στην αντηλιά το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν μια μαύρη κουκίδα. Ανασηκώθηκα και τότε είδα 1 ζευγάρι δελφίνια, που έπαιζαν και κολυμπούσαν παράλληλα με το καράβι.

«Δεν είχα ξαναδεί ποτέ ζευγάρι δελφινιών να ακολουθεί» Είχες κοκκινίσει και από τα μάτια σου ξεχείλιζε το πιο γάργαρο γέλιο, που άκουσα ποτέ. Έπιασες τα χέρια μου, τα έφερες στο στήθος σου και μου ‘πες «Μου υπόσχεσαι πως θα με θυμάσαι κάθε φορά, που θα συναντάς δελφίνια; Θα θυμάσαι κάτι από το μικρό σου δελφινάκι;»

Σε τούτη την εκκλησία με τα αγάλματα, σε τούτη τη σιωπή, ήρθα να σου πω πως ναι, θυμάμαι, δεν ξέχασα. Ταξίδεψα ώρες για δω δελφίνια από κοντά, για να σε θυμηθώ βαθύτερα. Στοίβαξα τις φωτογραφίες σε κουτιά μαζί με τις δικές σου για συντροφιά.

Και σε θυμάμαι ακόμα μικρέ μου καπουκίνε. Άραγε όταν προσεύχεσαι κατεβαίνουν και στα δικά σου υψωμένα χέρια περιστέρια; Έρχονται οι λύκοι υποταγμένοι στο κάλεσμά σου να τους πας βόλτα στην πόλη, να κάνουν ειρήνη με τους ανθρώπους;

Όταν πέφτεις μπρούμυτα στη γη, πες μου, προς ποια μεριά κοιτάζεις; Εκείνη του Φραγκίσκου; Ή εκείνη της δικής σου Κλάρας;

5 σχόλια:

ria είπε...

τι όμορφο!

ωραία ανάρτηση φιλενάδα, λίγο μελαγχολική αλλα ξεχυλίζει από συναισθήματα. πολλά συναισθήματα!
καλό βράδυ!

Ένδειξη ζωής είπε...

Δεν χρειάζεται να σχολιάσω Σπαρκούλα μου! Έχω δηλώσει fan σου και παραμένω!

"...είχα τα μάτια κλειστά για να σε βλέπω καλύτερα."
Όλα τα λεφτά...τι να πω;
Υποκλίνομαι απλά !

Να περνάς όμορφα γλυκιά μου!
Φιλάκια xxx

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό! Το επιβεβαιώνω κι εγώ που είμαι γνωστό... στραβόξυλο... χε χε χε...

Adamantia είπε...

Mε καλυψαν οι προηγουμενοι.
Καλη σου μερα και χρυση (που λεμε στη Κεφαλονια) sparkaki!

Spark D' Ark είπε...

@ρία
merci φιλενάς!

@...eternal dreamer
ευχαριστώ και για τα σχόλια και για τις ευχές. *κοκκίνισμα*

@blogoulis
πρόσεχε. θα συνηθίσω στα κομπλιμέντα και θα θέλω και άλλα και άντε να με συμμαζέψετε μετά!

@adamantia
ευχαριστώ. κεφαλονίτισα ε; και εσύ με τραγουδιστή προφορά;

Μια ζεστή καλημέρα σε όλους. :)