Σήμερα δεν με κράταγε το σπίτι. Από το μεσημέρι άρχισα να ετοιμάζομαι. Θα έβγαινα. Εμφανιζόταν ο Θηβαίος και έπρεπε να πάω να τον δω. Κάποιες φορές δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσεις τα πιο δικά σου πρέπει. Έφυγα ώρες νωρίτερα. Εξαφανίστηκα. Μόνη. Είχε σκοτεινιάσει όταν πάρκαρα δίπλα στη λίμνη. Άνοιξα το καινούριο πακέτο, έβγαλα την πατερίτσα και κάθισα μέσα στην ησυχία και στην ηρεμία να παίζω με τον καπνό. Κάποια τσιγάρα μετά ξεκίνησα πατεριτσάτο κούτσα-κούτσα προς τα φώτα και τον κόσμο. Ήταν ακόμα νωρίς. Χώθηκα για γλυκό. Βάφλα με παγωτό μπανάνα και σοκολάτα. Τσιγάρα πάλι και να χαζεύω τη λίμνη μέσα από τα τζάμια. Πέρασε η ώρα, σηκώθηκα, πλήρωσα και πήγα πατεριτσάτο για το μαγαζί. Νέκρα. Άρχισαν να με ζώνουνε τα φίδια.
Σήμερα δεν είναι η εμφάνιση του Θηβαίου; Ρώτησα την κοπέλα που ήταν στο ταμείο. Ναι, μου απαντά αλλά ήρθατε νωρίς. Νωρίς; Επιμένω εγώ, μα είναι 10 και ξεκινά 10:30. Όχι, μου απαντά, άλλαξε η ώρα και είναι 9. Πρέπει να ‘ρθειτε αργότερα. Η βλακεία μου το ‘κανε και πάλι το θαύμα της. Έχω μια απέχθεια για τον χρόνο. Μέσα στην πίεση της δουλειάς, όπου κάθε δευτερόλεπτο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, απαξιώ εκτός δουλειάς να ενημερώνομαι για τον χρόνο για τις αλλαγές του. Παίρνω το πιο αξιολύπητο ύφος μου και της λέω, πού να πάω με την πατερίτσα τώρα, δεν μπορώ να μείνω εδώ; Δε γίνεται μου απαντά. Κάνουν έλεγχο στον ήχο τώρα οι μουσικοί. Πρέπει να πήρα φάτσα ανάλογη με του γάτου στο Shrek γιατί ένας νεαρός που ήταν μαζί της μου λέει θα ρωτήσω επάνω και αν επιτρέπεται θα σου πω να ανέβεις. Σε 5 λεπτά ήταν πάλι κάτω με το πολυπόθητο ναι και εγώ πατεριτσάτο πάλι ανέβαινα τις σκάλες.
Με το που φτάνω επάνω με ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης λες και ανέβηκα στο Έβερεστ μένω αφώνου καθώς στη σκηνή ο μπασίστας είναι φτυστός ένας παλιός ΘΕΣΠΙΤΗΣ. Μένω εκεί κάγκελο καθώς τους βλέπω να ρυθμίζουν τα φώτα με τις κονσόλες δίπλα μου. Άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια μου και χάθηκα στη σκουλικότρυπα 10 χρόνια πριν που κάναμε τζενεράλε πριν την παράσταση. Συνειδητοποιώ ότι με κοιτάζουν και προχωρώ στο ακριανό τραπέζι με τα μάτια καρφωμένα στον μπασίστα που εκείνη τη στιγμή ήταν μόνος του πάνω στη σκηνή.
Βότκα; Όχι απόψε. Μπύρες. Όσο αντέξει η τσέπη μου στην υγεία εκείνων των προβών που με την κονσόλα στα πόδια και την μπύρα στο χέρι ρυθμίζαμε φώτα και μουσικές. Παίρνω την πρώτη μπύρα και κάθομαι με την πλάτη στον κιθαρίστα που κάνει πρόβα πίσω μου. Αγένεια αλλά είμαι καρφωμένη στη σκηνή. Τσιγάρα, μπύρες, οι κονσόλες πίσω μου, οι προβολείς, μια ελεύθερη κατάδυση σε ό,τι έχω αφήσει πίσω χρόνια τώρα. Ψάχνω στις τσέπες για χαρτί, για στυλό, τίποτα. Βάζω την πατερίτσα στη διπλανή καρέκλα και στηρίζω το πόδι πάνω της. Ξεχνιέμαι πού βρίσκομαι. Ακούω τα αστεία τους και θυμάμαι ιστορίες πίσω, παλιές που ξεχύθηκαν μπροστά μου. Κάνουν πρόβα στον ήχο με τις περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου. Θα ξεσκιστώ στις μπύρες το έχω αποφασίσει.
Κάποια στιγμή ανεβαίνει τις σκάλες ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος. Ο ίσκιος του μια ευγένεια που με μαγνητίζει. Ο Θηβαίος. Δεν μου ταιριάζει η λέξη αύρα. Ο ίσκιος λέμε εδώ. Ο ίσκιος του ανθρώπου, που φανερώνει κάτι από την ψυχή του. Ο ίσκιος του με τραβά σαν φως και με κάνει να σωπαίνω. Καθώς πλησιάζει προς το μέρος μου για να πάει στη σκηνή, μου λέει καλησπέρα χαμογελώντας. Έχω καταπιεί τη γλώσσα μου και γνέφω καλησπέρα σκύβοντας το κεφάλι. Ανεβαίνει στην σκηνή, ανοίγει την κιθάρα και χαιρετά. Πρόβα ξανά με το ίδιο κομμάτι. Νομίζω ότι θα πέσω από την καρέκλα. Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο που είχα ακούσει και όταν το ακούω είναι σαν να τρέχεις στην εθνική τέρμα τα γκάζια και κάποιος σου τραβά χειρόφρενο ξαφνικά. Αυτό το τραγούδι είναι το χειρόφρενο της ζωής μου.
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και ακούω τον Θηβαίο να πειράζει τον μπασίστα για το αν έχει να τον δανείσει μία πένα. «έκλεψε μία φούξια από τον Κωνσταντίνο Χριστοφόρου» εκμυστηρεύεται στο μικρόφωνο. Ο κόσμος γελά. Η πρόβα προχωρά. Ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται και τους πιέζουν να τελειώνουν με την πρόβα. Ο υπεύθυνος τους προτρέπει να πάνε στα καμαρίνια, οι μουσικοί μαζεύουν τα προσωπικά τους αντικείμενα και ο Θηβαίος με μια επιτηδευμένη χαριτωμενιά ρωτά «Έχουμε και καμαρίνια; Πού είναι τα καμαρίνια;» και κάνει να απομακρυνθεί. Ο υπεύθυνος κάνει νόημα στο προσωπικό και τους λέει «Βάλτε μουσική» Γυρίζει τότε και πάλι ο Θηβαίος και λέει «Μουσική; Και μεις γιατί είμαστε εδώ;» και χάνεται. Με σηκώνουν από το ρεζερβέ τραπέζι και πάω σε ένα σκαμπό δίπλα στη σκηνή. Βολεύω την πατερίτσα και όλα μου τα συμπράγκαλα και παίρνω το νέο μπουκάλι μου. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ ότι κάποιος ταλαίπωρος προσπαθεί να περάσει αλλά δεν τον αφήνω. Μαζεύομαι, λέω συγγνώμη και τον βλέπω πίσω από την πλάτη μου. «Τι συγγνώμη; Τι λες τώρα; Περαστικά!» και πάλι το ίδιο χαμόγελο και χάνεται πίσω από τη σκηνή.
Ο κόσμος αρχίζει να μπαίνει βολεύονται όλοι. Αρχίζουν οι παραγγελίες, άλλη μια μπύρα τώρα που τον προλαβαίνω τον μικρό. Στην αρχή εμφανίζεται το γκρουπάκι του μαγαζιού. «Κακές συνήθειες» την κάτσαμε την βάρκα, σκέφτομαι. «Η αύρα». Δεν θα με φτάσει το 1 πακέτο. Αύριο να έρθω με 2. Στο τρίτο εμφανίζεται ο Θηβαίος και κάνει φωνητικά στον μικρό. Υποκλίνομαι. Χωρίς να τον καλύπτει, χωρίς να τον καπελώνει. Εδώ είμαι. Τελειώνουν οι μικροί και εμφανίζεται ο Θηβαίος με τους μουσικούς του. Είμαι δίπλα στα ηχεία και νοιώθω τη μουσική να σφυροκοπεί το κορμί μου. Ένας ρυθμός που με παίρνει πίσω στα flamengo της Ισπανίας, χρόνια πριν. Duente αυτό σκέφτομαι καθώς με παρασέρνει.
Έχω μία εμμονή με τα χέρια των ανθρώπων. Ειδικά των μουσικών και των χειρούργων. Κάθομαι με τις ώρες και τα κοιτάζω. Χαζεύω τα χέρια του. Μετά το βλέμμα μου πέφτει στην κιθάρα του. Δεν είναι ένα μ’ αυτήν, δεν κρύβεται πίσω από αυτήν, δεν την έχει ανάγκη για να υπάρξει, απλά τη φλερτάρει με έναν τρόπο μοναδικό. Δεν παίζει απλώς νότες, σαν να ‘ναι κορμί, σαν να ‘ναι ψυχή, τη φλερτάρει. Δε θέλει να του δοθεί ακόμα. Όχι πριν την ταξιδέψει.Χάνομαι μέσα στα λόγια και τις μουσικές και αυτό το φλερτ που δεν έχω ξαναδεί όμοιό του. Νοιώθω πως βλέπω μια ψυχή που βρήκε το δρόμο της, χωρίς φτηνές δικαιολογίες, χωρίς προχειροφτιαγμένα άλλοθι και νοιώθω να ανοίγομαι, να πετώ αλλά και να βουλιάζω ταυτόχρονα στην ψυχή μου, αυτήν που ξεχνάω, αυτήν που βάζω σε κουτάκια... α να και τα κουτάκια στο τραγούδι του....
Έχω φέρει το μπουκάλι στο στόμα όταν λέει πίνοντας το ποτό του «Άλλοι πίνουν από λύπη, άλλοι από χαρά… εμείς πίνουμε από παιδιά» Πνίγομαι και η μπύρα τρέχει πάνω μου. Αρχίζω να γλύφω τα χέρια μου στο ημίφως πριν αρχίσω να κάνω τα πάντα χάλια και ξανά με αρπάζει να με ταξιδέψει. Σ’ αυτή τη μουσική, σ’ αυτούς τους στίχους, σ’ αυτή τη φωνή είναι η ψυχή μου που έχει κουρνιάσει στα πόδια του και ταξιδεύει. Γυρίζω πίσω, εκεί που έχασα την ψυχή μου, πίσω στην πόρτα από όπου ξεκίνησα. Λόγια, λόγια…. Και εγώ να φεύγω από τα σφαλισμένα τζάμια και να σκορπίζομαι πάνω από τη λίμνη για να με φέρει πάλι πίσω, να κάνω ειρήνη με τους δαίμονες και τους φτηνούς συμβιβασμούς μου. «Πόσο πολύ μ’ αγάπησες» Με κάρφωσε. Δεν μπορούσα να κινηθώ, ούτε να φέρω το τσιγάρο στο στόμα μου. Τι στο διάολο θέλω και δακρύζω εγώ τώρα, μου λες; Δίχως ανάσα συνεχίζουμε στον «Άμλετ της Σελήνης» και εγώ ακόμα δακρύζω. Και μετά ξανά να με αρπάζει και να με πετάει στη λίμνη. Τραγούδια και μετά διάλειμμα. Ευτυχώς. Για λίγο
Επιστρέφει με ένα τραγούδι που γράφτηκε για την περιοχή. «το νερό»
ΤΟ ΝΕΡΟ
Είναι στο σύννεφο, είναι μέσα στο πηγάδι
είναι στο χιόνι και στα φρούτα του Μαγιού
είναι στα μάτια, είναι στο ουράνιο τόξο
είναι στον πάγο, στον ατμό του τηγανιού
Είναι στη λίμνη, είναι στη γη, είναι στο στόμα
Ο άνθρωπος είναι νερό που περπατάει
και προχωράει απ' του πλακούντα το νερό
κι ως το νερό του τελευταίου ιδρώτα πάει..
Αϊέ, το νερό είναι στοιχείο και στοιχειό..
Είδα πόλεις να βαδίζουν στο σκοτάδι
για να γεμίσουν τους κουβάδες τους με φως
είδα το Μόσταρ, είδα το Βελιγράδι
είδα τον Δούναβη να γέρνει τυφλός
Ο Αξιός, ο Αχελώος κι η Κερκίνη
είναι αιχμάλωτοι πολέμου στις τιμές
του χρηματιστηρίου και της βιομηχανίας
και θα ξερνάνε ομολογίες φριχτές
Αϊέ, το νερό είναι στοιχείο και στοιχειό..
Μα όταν κάποτε θα υψωθεί η ευχή τους
θα πλημμυρίσουν τα νερά, να εκραγούν
θα πάρουν από κει ψηλά όσα ζητήσαν
όσο νερό θα χρειααστεί να ξεπλυθούν
Όποιος βρομίζει το νερό βρομίζει ο ίδιος
και λένε πως το παρατσούκλι του θεού
κάποια μεγάλη φασαρία είναι εκεί πάνω
η “φασαρία των νερών στους ουρανούς”
Αϊέ, το νερό είναι στοιχείο και στοιχειό..
Δίκαια θα ξαφνθιαστεί εκείνος που θ' ακούσει
δυνατά στου κάτω κόσμου τις οθόνες
την πρώτη ερώτηση “ποιον έχεις ξεδιψάσει;”
Καθένας μας θα ζυγιστεί με σταγόνες
αρχίζω να χορεύω πάνω στο σκαμπό ζαλισμένη σκεφτόμενη ότι το ύψος είναι αρκούντως ικανό να σπάσω το άλλο μου πόδι. Δε με νοιάζει, τα χέρια μου ακολουθούν το νερό. Σκέφτομαι τους στίχους του «ποιον έχεις ξεδιψάσει; Καθένας μας θα ζυγιστεί με σταγόνες» Χαμένη στους στίχους ακούω την εισαγωγή για το μείνε, δεν το ξέρω, ηχογραφήθηκε το 1972 σε μουσική Καρρά και στίχους και ερμηνεία Π. Σιδηρόπουλου. Ο Θηβαίος ξανάγραψε εκ νέου στίχους στα ελληνικά βασισμένος στην ερμηνεία και το “stay” (μείνε) του αρχικού τραγουδιού.
Μια κιθάρα μόνο και ο Θηβαίος και από κάτω νέκρα. Και αρχίζει να τραγουδά.
ΜΕΙΝΕ
Κράτησέ με σα να με γεννούσες
σαν ωκεανός που αναζητούσες
όπως ο ουρανός τον άσωτό του γιο
Κράτα με κι αρχίζει ο κόσμος τώρα
Κράτα με που πέθανα σαν χώρα
Κράτησέ με σα να ζήλευες ξανά
Μείνε για ν' αντέξω το χρόνο
πριν με γκρεμίσει
Μόνο εσένα θέλω
ένα δρόμο να μου χαρίσεις
Είναι ριζωμένος ο φόβος μου
σαν νύχτα βαθιά
Γίνε γύρω απ' το πρόσωπό μου
ζεστή αμμουδιά
Κράτα με λες κι ήρθα απ' τ' αστέρια
κράτα με κι ας έχω αίμα στα χέρια
αγάπησε τα λάθη που θα κάνω πριν χαθώ
Κι από την αρχή ζωγράφισέ με
σαν τις τύψεις σου αγκάλιασέ με
όσο το κορμί ρίχνει σκιά θα σου δοθώ
Κράτα με σαν όρκο ξεχασμένο
σαν ένα τριαντάφυλλο σπασμένο
θέλω μόνο στο φιλί σου να πλυθώ
Και αρχίζω και κλαίω όπως δεν έχω κλάψει ποτέ σε τραγούδι. Κουλουριάζομαι, ρίχνω τα μαλλιά μπροστά και καθώς ξετυλίγει το τραγούδι μπροστά μας εγώ σκουπίζω μάτια, μύτες που τρέχουν και ελπίζω ο φύλακας άγγελος να με κρύψει με τα φτερά του να μην με δει κανείς. Χάλια το μακιγιάζ, κομμάτια όλα, τα πήρε με ένα τραγούδι και με διέλυσε. Ευτυχώς η μουσική συνεχίζει. Με φέρνει πίσω για να με πάει πιο ήρεμα ταξίδια.
Αρχίζω και τραγουδώ παράφωνα καθώς παραπαίω πάνω στο σκαμπό με την πατερίτσα-κρεμάστρα-μπουφάν δίπλα μου. Όλα τα πε αυτό το βράδυ εκεί δίπλα από τη λίμνη. Και το γορίλα να χτυπιόμαστε όλοι από κάτω, και τόσα ακόμα. Στο τέλος άφησε τους μουσικούς να κάνουν τα σόλο τους και κλείσαν μαζί με το γκρουπάκι πάνω στη σκηνή. Μόλις άναψαν τα φώτα το έβαλα στα πόδια. Πατεριτσάτο πάλι.
Μην με ψάξετε σήμερα. Ξέρετε πού θα είμαι.
Είμαι ένα κουρούμπελο που ευτυχώς ξέμεινε εγκαίρως από λεφτά αλλιώς θα είχα πάρει τους δρόμους τώρα αν δεν με είχαν σταματήσει σε κανένα μπλόκο.
Στα ταξίδια μας αγάπες. Στα ταξίδια που μας βγάζουν στο άγνωστο αλλά απόψε, για μένα στα ταξίδια που μας γυρίζουν πίσω, σ’ αυτό που ήμασταν πριν συμβιβαστούμε καθώς τα τάλαντα που βαστώ σφιχτά στο χέρι με κάψανε απόψε.
ΥΣ. Φραγκοkiller παγουράδες. Πάρτε τον κώλο σας και πάτε!
ΥΣ2 Θα ανεβάσω όταν ξυπνήσω από το κώμα τους στίχους και άλλω τραγουδιών που είπε. Αυτοί δεν είναι στίχοι... δεν ξέρω τι να σας πω ότι είναι... αλλά σίγουρα είναι κομμάτια της ψυχή μου
Χρήστος Θηβαίος: Μείνε
μείνε
3 σχόλια:
πάλι μόνη μου θα με αφησεις απόψε...
σε ζηλεψα πολύ,
Με μάτια σπασμένα θλιμμένου παιδιού
Στέκεις εκεί στο κατώφλι του νου
Και οι αναμνήσεις που κρύβω βαθιά
Δεν ξέρω αν είναι κάτι που έχω
Ή κάτι που έχασα πια...
Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...
Ό,τι θυμάσαι, λένε μέσα σου ζει
Ζει και τρυπάει σαν βελόνα πικρή
Πικρή σαν το γέλιο μεθυσμένου τρελού
Κάποιου πρεζάκια αρχαγγέλου
Στο βράχο του Λυκαβηττού
Καλή σου νύχτα και να μ' αγαπάς...
Τι ώρα πήγε ποιος έχει φωτιά
Μίλα μου, είναι η σιωπή πιο βαριά
Πιο βαριά κι απ' τα φώτα
Πιο βαριά κι απ' τους καπνούς
Κι ένα κουρέλι τραγούδησε το τελευταίο του μπλουζ
Καλή σου νύχτα και να μ' αγαπάς...
Σπαρκούλα μου...μακάρι να ήμουν μαζί σου χθες...Αυτοί οι στίχοι είναι πραγματικά αυτό που ζω εγώ εδώ και καιρό!
Κομμάτια μ' έκανες κι είναι μια μέρα με πολύ μελαγχολικό ουρανό!
:) χαμογελάκια πολλά και φιλιά
@ria
τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να περιγράψουν τα χτεσινά. θα επανέλθω όμως μετά τον 2ο γύρο.
@eternal dreamer
και εγώ κομμάτια έγινα χτες αλλά μέσα στα ταξίδια που με πήγε, με έφερε πάλι εκεί από όπου ξεκίνησα, σ' αυτό που ήμουν και προσπέρασα και έτσι κάτι νέο αρχίζει από σήμερα για μένα.
Δημοσίευση σχολίου