Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008
Τη μέρα που θα φύγεις...
Τα πρωινά της Κυριακής ήταν πάντα τα πιο δικά της. Άνοιξε τα παράθυρα, έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει και έφερε την σιδερώστρα στο σαλόνι απέναντι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Έβαλε τη λεκάνη με τα πουκάμισά του στο τραπέζι και άρχισε να τα σιδερώνει ένα – ένα, προσεκτικά, περιποιημένα όπως τα ήθελε και όπως του αρέσαν. Μέσα στους ατμούς, ένοιωθε ένα δάκρυ, που πάλευε να ξεφύγει.
Θέλει αρχοντιά ο χωρισμός. Θέλει κέρασμα μερακλίδικο, να ‘χει να ταξιδεύει στις εσχατιές του πόνου. Θέλει τραγούδι χαδιάρικο να κουλουριάζεται η ματαίωση, να μερεύει το άγριο, να λευτερώνει την αρμύρα, που παρασέρνει φεύγοντας τα ξεριζωμένα φτερά του ονείρου. Όσα γραμμάτια και αν υπογράφει ο έρωτας πάντα έρχεται ο χωρισμός να τα διαμαρτυρήσει, να τα εξοφλήσει και κάποιες στιγμές να τα ξεφτιλίσει.
Μα αυτό το πρωινό δεν ήταν για φτήνιες. Όπως στη στιγμή του έρωτα, έτσι και αυτή δεν ήθελε το μικρό, το ασήμαντο, να ασχημαίνει το τίποτα. Χαμογέλασε πικρά καθώς το αεράκι έπαιζε με την κουρτίνα και εκείνη τραγουδούσε το πιο δικό της τραγούδι. Τέλειωσε με τα πουκάμισα, συνέχισε με τα υπόλοιπα ρούχα. Όταν τέλειωσε και μ’ αυτά πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το καλύτερο κόκκινο κρασί της. Γέμισε το ιριδίζον κρύσταλλο και βγήκε στο φως. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε στη μουσική.
Ήπιε το κρασί και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Η Κυριακή της αποκαθήλωσης δεν γινόταν ποτέ ευκολότερη, όση σοφία και αν έφερνε μαζί του ο προδότης χρόνος. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του ένα – ένα από τη ντουλάπα, να τα ταχτοποιεί σε σάκους και βαλίτσες. Άδειασε συρτάρια και κορνίζες, κάθισε στο κρεβάτι. Στη δική του μεριά. Ή μάλλον σε κείνη που ήταν κάποτε δική του. Κοίταξε σιωπηλή το άδειο ποτήρι και επέστρεψε στην κουζίνα να το ξαναγεμίσει. Κάθισε στον καναπέ καπνίζοντας και κοινωνώντας την αγάπη της. Δεν ήταν της αποκαθήλωσης. Όχι. Της αναλήψεως ήταν.
Έφερε τα πράγματα από την κρεβατοκάμαρα στο χωλ και πήγε στο γραφείο. Άρχισε να μαζεύει τα βιβλία, τα cds, τις σημειώσεις, την ζωή που ήταν πια παρελθόν και να την τακτοποιεί σε κούτες. Γράφοντας το περιεχόμενο πάνω τους με μαρκαδόρο, σκέφτηκε για μια στιγμή, πως δεν ήταν κούτες φτηνές, άχρηστα σκουπίδια κάποιου άλλου αλλά πιρόγες που ταξίδευαν σε ένα σκοτεινό ποταμό μέσα στη νύχτα καθώς εκείνη, με μια αναμμένη δάδα στο χέρι, ανάμεσα στους ιθαγενείς, πρόσφερε θυσία στην πανσέληνο που κάποτε ήταν και θα γινόταν ξανά.
Οι κούτες στοιβάχτηκαν ζαλισμένες και αυτές στο διάδρομο ενώ το ποτήρι γέμιζε πάλι. Ακόμα ένα τσιγάρο, ακόμα ένα τραγούδι, παράνομη παράταση του αναπόφευκτου. Ο ήχος του κουδουνιού την έσπρωξε περιπαικτικά από την παραζάλη της. Σηκώθηκε να ανοίξει.
Ένα χαμόγελο ήρθε να παραλάβει το παρελθόν του. Προσφέρθηκε να τον βοηθήσει μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Η πόρτα έκλεισε πίσω του για τελευταία φορά. Επιτέλους εκείνο το δάκρυ ήταν πια ελεύθερο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
... όμορφο τραγούδι!
Καλημέρα!
καλημέρα :)
καλώς ήρθες...
οχι αυτο σπαρκουλα οχι αυτο
όλες οι ιστορίες στο πρόγραμμα είναι...
Αχ, αυτός ο φίλος μου ο Άρης... να δεις πώς το είπε: α, ναι:
"Πρέπει να μάθουμε κάποτε και να αποχαιρετάμε. Δεν φτάνει να ξέρουμε μόνο να καλωσορίζουμε"...
Δημοσίευση σχολίου