Αλκίνοος Ιωαννίδης - Ήρθε ένας μάγος
Ένα όνειρο και 7 ψέματα μακριά από εκεί που ζουν οι άνθρωποι, αναπνέει ένα παράξενο τσίρκο. Ταξιδεύει τις νύχτες που πέφτουν τα αστέρια, σταματά όταν ένας άγγελος χάνει τα φτερά του και πεζός ακολουθεί αυτήν την συντροφιά ως το τέλος του χρόνου, ως το τέλος των παραμυθιών.
Κανένας δεν ξέρει να πει με βεβαιότητα πόσα χρόνια ταξιδεύει, πού πάει ή αν υπάρχει στα αλήθεια.
Θυμήσου τις φορές που μέσα στην ησυχία και στη μοναξιά, νομίζεις ότι κάτι ακούς και τότε γυρίζεις ξαφνιασμένος για να δεις ότι δεν υπάρχει κανείς, τίποτα. Μόνο εσύ. Και όμως εκείνη την ώρα ένας άγγελος χάνει τα φτερά του και οι ταξιδιώτες σταματούν. Οι μάγοι στήνουν σκηνές στις παρυφές του αθέατου, οι ζογκλέρ παίζουν με τις φωτιές που συνάζουν στα πυροφάνια των ψυχών, οι ξυλοπόδαροι παίζουν με τα κομμένα φτερά με τους ακροβάτες, ενώ οι αρλεκίνοι παίρνουν τον έκπτωτο από το χέρι και τον φέρνουν στην σκηνή με τους πανάρχαιους καθρέφτες. Του δίνουν ένα κέρμα στο χέρι και τον σπρώχνουν ελαφρά να μπει μέσα.
Κανένας δεν ξέρει ποιος τεχνίτης τους έφτιαξε, τι σκεφτόταν και ποια μαγεία φυλάκισε μέσα τους. Οι παράξενοι ταξιδιώτες απλά τους μεταφέρουν μαζί τους, αιώνες τώρα όμοια με πολύτιμο θησαυρό. Όταν κουράζονται, ξαπλώνουν πάνω τους και τότε οι καθρέφτες τους παίρνουν μαζί τους σε μέρη, που δεν υπάρχουν στους χάρτες που ξέρουμε, σε μέρη που δεν έπλασε ο νους ακόμη.
Ο άγγελος μπαίνει πάντα μόνος στη σκοτεινή σκηνή με το παράξενο φως. Κοιτάζει τους καθρέφτες έναν – έναν. Σ’ έναν είναι φυλακισμένα τα χρώματα, σ’ άλλον η μουσική, στον επόμενο οι ιστορίες, στον παρακάτω η ποίηση, καθρέφτες αμέτρητοι και ο άγγελος περνάει μπροστά τους, μοναχικό προσκύνημα, μέχρι να δει τον εαυτό του μέσα σε κάποιον από αυτούς. Σε κάποιους καθρέφτες από όποια μεριά και να σταθεί, η αντανάκλασή του δεν φαίνεται πουθενά, σε άλλους σκιαγραφείται φευγαλέα και έτσι συνεχίζει την πορεία του μπροστά τους, κρατώντας σφιχτά το νόμισμα στο χέρι του, που σε κάθε βήμα βαραίνει ολοένα και περισσότερο.
Μέχρι τη μαγική στιγμή που θα τον διαλέξει ένας για να τον φανερώσει. Τότε το νόμισμα παίρνει φωτιά, αναγνωρίζονται ο άγγελος και το αλλιώτικο και ο ένας τείνει το χέρι στον άλλον. Ο άγγελος περνάει μέσα στον καθρέφτη, αφήνει το φλεγόμενο κέρμα αντί προσφοράς, σφίγγει στο χέρι του το δώρο του καθρέφτη και το τραβάει έξω. Τα φτερά του εκείνη τη στιγμή πετάνε ψηλά στον ουρανό για να πέσουν τρυφερά σαν χάδι, ανάμεσα στους έρωτες των ανθρώπων για μια ψευδαίσθηση ακόμα, μια στιγμιαία επιστροφή στον χαμένο παράδεισο.
Ο αγγελιοφόρος του άυλου τότε αλλάζει μορφή, μετουσιώνεται στο μήνυμα, που ήταν πάντα, γίνεται ένα από όλα αυτά τα πλάσματα του αθέατου τσίρκου και χάνεται για πάντα μαζί τους στο αέναο ταξίδι τους.
Πώς το ξέρω; Των αρχαγγέλων πριν πολλά πολλά χρόνια έχασα τα δικά μου φτερά. Τότε με διάλεξε ένας από όλους αυτούς τους παράξενους καθρέφτες και χάθηκα μαζί τους ως το τέλος του χρόνου, το τέλος των παραμυθιών.
Καλημέρα.
1 σχόλιο:
πόσο πολυ σαγαπησα
ποτε δεν θα το μαθεις
Δημοσίευση σχολίου