Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2008

Nocturne (Secret Garden)



Μ’ ένα σπασμένο όστρακο στο χέρι ξεμακραίνω απ’ τις παρέες. Διαλέγω το πιο ψηλό μου μπαλκόνι, εκείνο που έχει θέα στην εθνική και ισορροπώ το γυάλινο τασάκι στα κάγκελα. Κάθομαι στην καρέκλα κοιτάζοντας τα φώτα μέσα του. Μια ανατριχίλα διαπερνά το κορμί μου. Γυρίζω ξαφνιασμένη να σε δω, που έρχεσαι μα δεν τα καταφέρνω. Κλείνω τα μάτια και βουλιάζω στην καρέκλα σταυρώνοντας τα πόδια στα κάγκελα ψηλά. Σπρώχνω το τασάκι και κείνο πέφτει 3 ορόφους κάτω. Το ακούω μέσα στην ησυχία να σπάει, να γίνεται κομμάτια. Όμοια με μένα τη στιγμή που τα χέρια μου γλιστρούν απ’ τους κροτάφους στα μαλλιά μου, λυγίζοντας το κεφάλι καθώς ένα χάδι κατεβαίνει στο λαιμό. Τραβώ τα μαλλιά μου στο πλάι, να νοιώσω το δέρμα μου, που ψάχνει το άγγιγμά σου. Τα χείλη ανοίγουν δειλά να κλέψουν κάτι απ’ την ανάσα σου στη νύχτα αρπάζοντας το δάχτυλο που τα βασανίζει, παραδίδοντάς το χωρίς οίκτο στα δόντια να το φυλακίσουν.
Ανατριχιάζω. Η γλώσσα υγραίνει τα χείλη καθώς βυθίζομαι μέσα στη σκέψη σου με μια γλυκιά ζάλη να καίγεται στο αριστερό μου χέρι. Ένα τσιγάρο, ένας μικρός Προμηθέας. που του τρώω το συκώτι, μέρες και νύχτες, αντίδωρο για τη φωτιά που μου ‘δωσε, στέκει αγέρωχο ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα. Κοιτώ τα φώτα, που ξεμακραίνουν καθώς ο παράμεσος παλινδρομεί πάνω στον αντίχειρα αργά. Η δική μου μικρή ανατριχίλα καθώς το δέρμα εναλλάσσεται στο χάδι με ένα νύχι, που μάκρυνε περισσότερο από όσο επιτρέπει η καθημερινότητά μου. Δαγκώνω τα χείλη και αφήνομαι σ’ αυτό που κροταλίζει μέσα μου. Δεν έχω κορμί, μια λίμνη σκοτεινή έχω για σένα. Να τη φωνάζεις Στυμφαλία και να αποκρίνεται καθώς χτυπάς τα κρόταλα μέσα στη νύχτα, μες στο κορμί μου, έξω από τον παράδεισο. Να πετάγεται η επιθυμία σε σμήνη, να σημαδεύεις όλη νύχτα με την παιδική σφεντόνα σου.
Μουσικές θα στείλω στο δρόμο σου, νεράιδες, σειρήνες και νύμφες να ξεχάσεις και να ξεγελαστείς, να μην έρθεις, να προλάβει να ξημερώσει μικρέ μου Οδυσσέα πριν αναγνωστεί η προφητεία στους αμύητους. "Στις συμπληγάδες το περιστέρι θα χάσει τα φτερά του".
Και εγώ; Ένας μικρός σκοτεινός Ορφέας, που επιστρέφει στον Άδη να απαιτήσει την Ευρυδίκη. Να την ακούσει, να την αγγίξει, να την μυρίσει, να την φιλήσει, να κάνει έρωτα μαζί της, να κάνει τα πάντα… εκτός από ένα. Να την δει. Πώς μπορείς να μην εποφθαλμιάς αυτό που επιθυμείς; Κάθε βράδυ γυρίζω να σε δω, αν μ’ ακολουθείς καθώς προχωράμε αντίθετα στο καθαρτήριο, μα σ’ αρπάζουν πριν δω τη μορφή σου. Φεύγεις, χάνεσαι και εγώ τραγουδώ όλη μέρα για να κερδίσω ακόμα μία νύχτα, ακόμα μια ευκαιρία, ακόμα μια αποτυχία χαραγμένη στον τοίχο του ανέφικτου.
Είναι Ύβρις να ορίζεις με λέξεις τον Παράδεισο, το έμαθα πια από την Τίση που στέκεται ακοίμητος φρουρός στα πόδια μου. Μέσα στη νύχτα η Νέμεσις διαλέγει τα όπλα της. Έλα. Σε περιμένω. Με το πρώτο φως της μέρας θα αντικρίζω πάντα την Κάθαρση γυμνή να ξεμακραίνει χορτάτη από σένα, από μένα, από αυτήν εδώ την μικρή μας ιστορία. Τότε πεινασμένη και διψασμένη θα παίρνω στυλό και χαρτί να σχεδιάσω πριν ξεθωριάσει απ’ το βλέμμα μου, το χαμένο δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, να καρπίζει ξανά μες στον Παράδεισο.

3 σχόλια:

Adamantia είπε...

Καλημερα,ca va? La jambe??

anepidoti είπε...

καλημέρα κι από δω, μόλις μπήκα και χάθηκα στους σκοτεινούς σου κήπους, αν και σήμερα σε νιώθω λίγο φωτισμένη με τα δικά σου φώτα και μ' αρέσει.

Spark D' Ark είπε...

@adamantia
Καλύτερα. Έκανα και τις βόλτες μου σήμερα παρά τις ενστάσεις της. Είμαστε σε φάση διαπραγματεύσεων...

@anepidoti
καλημέρα.
καλοτάξιδη να είσαι πάντα στους κήπους μου :)