Ξύπνησα με μία μυρωδιά φαγητού κάτω από την μύτη μου. Ο Χρήστος είχε παραγγείλει και είχε φέρει το φαγητό στην κρεβατοκάμαρα.
- Πώς είσαι;
- Καλύτερα.
Ανακάθισα στο κρεβάτι και πήρα το φαγητό στα πόδια μου.
Ξεκινήσαμε το φαγητό.
- Μήπως άλλαξες γνώμη και θες να πάμε στο νοσοκομειο;
- Όχι
- Καλά. Αλλά δεν είμαι gay!
- Πού κολλάει αυτό; Να αλλάξεις τις ιστορίες σου.
- Αυτό ήταν όλο; Πήγαινε μέσα και σβήσε τα αρχεία και τώρα αν
το θες. Δεν έχω κρατήσει αντίγραφα.
- Όχι καλή μου. Θα τα διορθώσεις και θα τα ανεβάσεις μαζί με
τα υπόλοιπα. Και να γράφεις πιο συχνά το όνομά μου. Ολόκληρο για να με βρίσκουν στον γούγλη.
- Ό,τι πεις εσύ. Σου χάλασα εγώ ποτέ χατίρι;
- Ποτέ. Να το φας στο έφερα το φαγητό, όχι να το χτενίσεις.
- Δεν πεινάω.
- Μη γίνεσαι μωρό. Έχεις πρόβλημα και αν εσύ δεν βοηθήσεις
τον εαυτό σου δεν θα σε βοηθήσει κανείς.
- Είμαι κουρασμένη.
Ο Χρήστος άνοιξε τη ντουλάπα και έβγαλε τα πρώτα ρούχα που
βρήκε μπροστά του.
- Φόρεσέ τα τώρα και πάμε στο νοσοκομείο αλλιώς θα πάρω
τηλέφωνο τον Αιμίλιο να ‘ρθει να σε πάει αυτός. Διάλεξε.
Σηκώθηκα και πήρα τα ρούχα, πήγα στο μπάνιο, άλλαξα και έδωσα στον Χρήστο τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κατεβήκαμε στο parking και βγάλαμε το αυτοκίνητο. Πήγαμε στη γιατρό, περιμέναμε τη σειρά μας, μπήκα μέσα και ακούσαμε την καρδιά του μωρού. Ντύθηκα ενώ ο Χρήστος είχε πιάσει κουβέντα μαζί της και προσπαθούσαν να με πείσουν να πάμε σε νοσοκομείο. Αρνήθηκα και βγήκα από το εξιλαστήριο. Πλήρωσα και επιστρέψαμε σπίτι.
Το κεφάλι μου πονούσε. Πήγα στο κρεβάτι και χώθηκα με τα ρούχα κάτω από τα σκεπάσματα. Αυτή η βόλτα με είχε εξουθενώσει. Αποκοιμήθηκα αμέσως.
Ξύπνησα με την μυρωδιά του φαγητού κάτω από την μύτη μου. Ο Χρήστος είχε παραγγείλει.
- Δεν πιστεύω να περίμενες να μαγειρέψω, ανάπηρος άνθρωπος.
- Όχι γλυκέ μου, του απάντησα και πήρα το πιάτο μου στο κρεβάτι. Τι θα κάνουμε απόψε;
- Το μάτι σου γυαλίζει, με φοβίζεις, απάντησε χαμογελώντας.
- Φέρε μου το τηλέφωνο.
- Τι θα παραγγείλεις; Άντρα; Ταλέντο;
- Κάτι καλύτερο. Περίμενε και μην τσιμπάς από το πιάτο μου! Έχεις το δικό σου.
Σχημάτισα τον αριθμό της Σπυριδούλας.
- Έλα, Σπίρι. Τι κάνεις; Πάλι με την ποντικομαμή είσαι; Παρά τα την και έλα σπίτι μου. Απόψε θα ξεπορτίσεις… Φέρε και τη στολή της νοσοκόμας. Θα μας χρειαστεί.
Έκλεισα το τηλέφωνο.
- Αγάπη, πρέπει να βρεις πρόβλημα επειγόντως. Η Σπίρι έρχεται εδώ.
- Εκτός από το χέρι τι άλλο θέλεις; Να μου σπάσεις και κανένα πόδι μήπως;
- Ψυχολογικό, υπαρξιακό, ότι σε εκφράζει καλύτερα.
- Οικονομικό παίζει;
- Χρήστο, συγκεντρώσου!
- Θα πέθαινα και τι θα άφηνα, πες μου, ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές; Ούτε το τι να γράψεις στον τάφο μου δεν θα ήξερες.
- Πες μου τι θες και αυτό κανονίζεται.
- Ο Τζάμπας πέθανε!
- Οκ. Να κλείσω και κανένα μπαλετάκι από τώρα ή να περιμένω;
- Περίμενε, χτυπά το τηλέφωνό μου. Οι θαυμάστριες αδημονούν…
Ναι, ποιος είναι; Γεια σου Μαρία. Τον βρήκες τελικά τον
Αιμίλιο ή να στείλω mail στην Νικολούλη; Προλαβαίνω να βάψω ρίζα για την απευθείας σύνδεση;… Α, τον βρήκες τον Αιμίλιο. Και τώρα τι θέλεις από τη ζωή μου καλή μου αφού δεν ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου δοθώ;… Θες να με δεις; Τώρα;… Δεν είμαι στο σπίτι μου… Στης Άννας, μου χρωστάει μερικά αποκλειστικά… Έχεις και τον Αιμίλιο μαζί σου ε;
Με κοιτούσε με απόγνωση. Μας την είχε στημένη.
- Η διεύθυνση είναι Μιλτιάδους 24. Σας περιμένουμε. Έκλεισε το
τηλέφωνο και γύρισε προς το μέρος μου.
- Κοιτάξτε να σώσετε να γυναικόπαιδα και αφήστε με εμένα
πίσω. Τι χάσκεις καλή μου; Φόρεσε κάτι κόκκινο και πρόσεχε να μην ξεβάψεις στους καναπέδες. Θα μαζέψω τα αποφάγια, ξέρω πού είναι τα κρασιά, άσε πάνω μου την υποδοχή.
Την ώρα που άλλαζα, χτύπησε το κουδούνι.
- Ανοίγω εγώ, είπε ο Χρήστος και κατευθύνθηκε στην πόρτα.
Η Μαρία μπήκε μέσα με ένα κόκκινο φόρεμα
- Το περίμενα ότι θα χαιρόσουν, που βγήκα από το νοσοκομείο
αλλά δεν είναι αυτό, που είχα στα υπόψη, τους είπε ο Λημνιός καθώς παραμέριζε για να περάσουν μέσα.
- Έχουμε να πάμε σε ένα party του καναλιού και ήμασταν τυχεροί
που ήσασταν στο δρόμο μας.
- Γιατί αν δεν ήμασταν, δεν θα ερχόσασταν; Να κεράσω κάτι;
Ένα κρασί; Ένα νερό; Ένα νεραντζάκι; Εμένα;
Τους άκουγα από την κουζίνα καθώς άνοιγα το κρασί. Έβγαλα τα ποτήρια, τα γέμισα, τα πήρα στα χέρια και προχώρησα στο σαλόνι.
- Καλησπέρα. Ένα ποτό, για να πιούμε στην υγεία του Λάζαρου.
- Για σένα, απλά Χρήστος.
- Δεν θα μείνουμε για πολύ. Μας περιμένουν. Θες να σε
πετάξουμε σπίτι σου; Ρώτησε η Μαρία
- Όχι, θα μείνω εδώ απόψε.
- Πολύ μικρό δεν είναι αυτό για σένα; Υποψιάζομαι ότι όσο είναι
ολόκληρο το διαμέρισμα είναι μόνο το σαλόνι σου. Ειλικρινά δεν σας κατάλαβα ποτέ εσάς τους άντρες, πώς αφήνετε τις ανέσεις σας για κάτι λιγότερο;
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Πήγα να ανοίξω την πόρτα. Η Σπυριδούλα μπήκε σαν σίφουνας στο δωμάτιο, πετώντας μου την καμπαρτίνα και το μαντίλι, που φορούσε και κατευθυνόμενη προς τον Χρήστο ντυμένη νοσοκόμα, έβγαλε μία ψεύτικη σύριγγα από τον τσέπη της.
- Ήσουν κακό παιδί και πρέπει να σου κάνω ενεσούλα.
- Βλέπεις τώρα γιατί οι άντρες αφήνουμε τις ανέσεις μας;
Μερικές φορές η ζωή έχει περισσότερη πλάκα χωρίς αυτές, της απάντησε ο Χρήστος κλείνοντάς της το μάτι.
- Ευτυχώς που ο ξάδερφός σου είναι υπέρ της άνεσης. Έτσι
Αιμίλιε;
Παραλίγο να μου πέσει το ποτήρι από τα χέρια.
- Θα σε μαλώσω, μου είπε η Σπυριδούλα. Δεν μου είπες ότι θα
έχεις κόσμο, να φέρω ενισχύσεις. Μαρία, εσύ τι παριστάνεις μέσα στα κόκκινα με αυτά τα μούτρα; Τη δυσμηνόρροια;
- Χρήστο χαίρομαι, που είσαι καλά. Αν χρειαστείς κάτι
τηλεφώνησέ μας. Αιμίλιε φεύγουμε, θα αργήσουμε. Σπυριδούλα παίξε όσους ρόλους προλαβαίνεις σε καναπέδες και κρεβάτια γιατί στη σκηνή δεν σε βλέπω να συνεχίζεις για πολύ ακόμα.
- Συζητάμε με κανάλι την μεταφορά ενός βιβλίου της Άννας.
Έχει ήδη παραδώσει τα πρώτα επεισόδια και θα είμαι η πρωταγωνίστρια. Ίσως βρεθεί και κανένα ρολάκι και για σένα. Ο Αιμίλιος δεν τα κατάφερε ακόμα να σε βάλει στην τηλεόραση σε ρόλο της προκοπής αλλά αν μάθεις τρόπους, ίσως να κάνουμε εμείς κάτι για αυτό.
Η Άννα όρμησε στην πόρτα, την άνοιξε και φανερά εκνευρισμένη
γύρισε προς το μέρος του.
- Αιμίλιε πάμε και άσε τα παιδάκια να παίξουν.
Σηκώθηκε αμίλητος, υποταγμένος και την ακολούθησε. Έφυγαν
και εγώ έμεινα να κοιτάζω το ποτήρι με το κρασί.
- Τι έπαθες εσύ; Ξεκόλλα! Είπε η Σπυριδούλα
- Πότε θα μου έλεγες ότι είστε ξαδέρφια με τον Αιμίλιο; Το
ξέχασες ή είχε πλάκα, να γελάτε με την βλακεία μου; Ρώτησα τον Χρήστο.
- Γιατί αν στο έλεγε δεν θα πήγαινες με τον Αιμίλιο; Μπήκε στην
μέση η Σπυριδούλα.
Αν σε ένα δωμάτιο δεν μπορείς να προσδιορίσεις τον βλάκα, τότε
το μόνο σίγουρο είναι ότι ο βλάκας είσαι εσύ. Αυτό τριγυρνούσε στο μυαλό μου καθώς πήγαινα στην κουζίνα. Άνοιξα το ντουλάπι. Δεν υπήρχε τσιγάρο. Τα είχα πετάξει. Επέστρεψα στο σαλόνι και πήρα από το πακέτο του Χρήστου.
- Δεν είχα σκοπό να στο κρύψω. Όλο έλεγα ότι θα βρω την
κατάλληλη στιγμή αλλά έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, πες μου αλήθεια, πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή;
- Όταν γνωριστήκαμε μήπως;
- Μήπως ήθελες να σου κατεβάσει ολόκληρο το γενεαλογικό του
δέντρο; Ο Χρήστος δεν ανακατεύτηκε ούτε και θα ανακατευτεί στα πολύγωνά του Αιμίλιου. Για αυτό ήρθε και η Μαρία εδώ. Για να δει πού είναι το σπίτι σου και να σε ξεμαλλιάσει με την πρώτη ευκαιρία. Ούτε εμένα μου το είπε ο Χρήστος αλλά δεν θέλει και πολύ μυαλό γνωρίζοντας τον Αιμίλιο και βλέποντας την φάτσα σου όταν τον κοιτάς,
Δεν ήξερα τι να πω. Ο καθένας σκηνοθετούσε την δική του παράσταση σε ένα τρελό γαϊτανάκι.
- Τι θα γίνει τώρα ρε παιδιά; Θα βγούμε; Ή να πάω να βρω τον
καλό μου; Μην πάει χαμένη τέτοια στολή.
- Άννα συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, είπε ο
Χρήστος και ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
- Ο Αιμίλιος τώρα σίγουρα θα ακούει τα εξ αμάξης. Σκεφτείτε
τον στο αμάξι, να τον έχει στη μουρμούρα. Τον κακομοίρη, πάει να κάνει καμιά αρπαχτή και γίνεται συγκέντρωση! Και μια και είπα συγκέντρωση. Ενίσχυση για το κόμμα, ποιος θα δώσει; Πιαστήκανε τα πόδια μου όλη μέρα στους δρόμους. Χρήστο, μου έμειναν απούλητα μερικά φύλλα του Ριζοσπάστη, έκανες οικονομία τόσες μέρες στο νοσοκομείο… θα τα πάρεις όλα εσύ.
- Αν δεν πάρω εσένα, δεν παίρνω τίποτα.
- Έχεις πάει με τον Αιμίλιο; ρώτησα
- Φυσικά. Λες να τον άφηνα να μου ξεφύγει; Παλιά ιστορία.
Καλός, αλλά για κοντινές διαδρομές, απάντησε η Σπυριδούλα και ανέβασε τα πόδια της στο τραπέζι του σαλονιού.
- Μήπως έχετε και άλλα να μου πείτε, να τα πείτε τώρα που
γυρίζει; Είπα πηγαίνοντας να πάρω το μπουκάλι με το κρασί από την κουζίνα.
- Πόσο θα ενισχύσεις το κόμμα, να σου πω τι άλλα έχουμε, μου
απάντησε βγάζοντας τα κουπόνια από την τσάντα της
- Θα σου δώσω τον Χρήστο. Κοψοχρονιά τον παίρνεις επειδή
Μας βγήκε ελαττωματικός αλλά τον καλύπτει εγγύηση.
- Χρήστο, λες να είναι η νύχτα μας απόψε; Ρώτησε η Σπυριδούλα
γυρνώντας προς το μέρος του Χρήστου
- Ναι! Ναι! Ναι! Απάντησε μες στην τρελή χαρά
- Κάνε όρεξη ή έστω βρες τον τρόπο να κάνεις λεφτά. Πολλά
λεφτά.
- Τι θα παραγγείλουμε για φαγητό; Κερνάει η ποντικομαμή.
Πήρε προαγωγή, είπε χαμογελώντας η Σπυριδούλα και άνοιξε το κινητό της.
- Δρόμο να δούμε πότε θα πάρει, είπε ο Χρήστος
- Αφού ξέρεις ότι δεν θέλω να ριψοκινδυνεύσω τη σχέση μας
ζουζούνι μου.
- Μα δεν θα ριψοκινδυνεύσει η σχέση μας. Το ίδιο θα σε βρίζω
για την ποντικομαμή.
- Σε βλέπω σαν φίλο.
- Και σαν λαμπατέρ να με βλέπεις, δεν με πειράζει. Έχω μεγάλη
κατανόηση.
- Αφού το ξέρεις ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, γιατί το
κουράζεις το θέμα; Τι θα παραγγείλουμε παίδες; Αφήστε το. Εγώ πληρώνω, εγώ θα αποφασίσω.
Τηλεφώνησε και έδωσε την παραγγελία.