Προσπάθησε να με καθαρίσει με τα χέρια του. Έσκυψα να πάρω την τσάντα μου και είδα τον Αιμίλιο να έχει πιαστεί στα χέρια με τον Στέφανο. Η Μαρία στεκόταν κάτω από το φως. Μία μηχανή με χαλασμένη εξάτμιση μας προσπέρασε και την ακολούθησα με το βλέμμα μου. Μια μουσική άρχισε να παίζει στο μυαλό μου. Ήθελα να φύγω από εκεί.
Έκανα μεταβολή και άρχισα να προχωρώ στο πεζοδρόμιο. Ο Χρήστος έτρεξε πίσω μου και με πρόλαβε.
- Άννα, είσαι καλά; Με ρώτησε
- Ναι.
Συνέχισα να περπατώ.
- Πού πας σε αυτήν την κατάσταση;
- Θες να το συζητήσουμε; Απάντησα αγριοκοιτάζοντας τον.
- Ναι
- Εγώ πάλι όχι.
Ένοιωσα κάτι να με αρπάζει από το δρόμο και να με γυρίζει πίσω
στο πεζοδρόμιο, ενόσω ένα αυτοκίνητο, που έτρεχε σα δαιμονισμένο, περνούσε μπροστά μας για να εξαφανιστεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Συνέχισα να περπατώ. Πέρασα τη διασταύρωση και προχώρησα στο πεζοδρόμιο. Το στομάχι μου ανακατεύονταν και πάλι, τα αυτιά μου βούιζαν, το λιγοστό φως θάμπωσε. Άρχισα να φοβάμαι ξανά και ξεκίνησα να τρέχω. Έτρεχα να ξεφύγω από τη νύχτα.
«Ως το τέλος του δρόμου. Ως το τέλος της νύχτας». Ίσως στο επόμενο πεζοδρόμιο να τέλειωνε η ιστορία. Αν έτρεχα αρκετά γρήγορα, θα προλάβαινα την τελευταία τελεία πριν αλλάξει η σελίδα και αρχίσει το επόμενο κεφάλαιο. Αν δεν μιλούσα, αν δεν έκλαιγα, αν δεν έκανα τίποτα παρά μόνο να τρέχω, ίσως να ξυπνούσα. Να ακόμα μία διασταύρωση, αν προλάβω και περάσω τρέχοντας σίγουρα θα ξυπνήσω. Αν με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο περνώντας, θα ξυπνήσω ουρλιάζοντας στο κρεβάτι μου.
- Μη σκέφτεσαι. Με κάθε σκέψη, καθυστερείς. Ο δρόμος είναι εκεί και σε περιμένει, άκουγα μια φωνή στο κεφάλι μου.
Πέταξα την τσάντα στο δρόμο. Δεν υπήρχε πόνος. Δεν υπήρχε ο δρόμος. Έπρεπε να περάσω απέναντι.
Κάποιος με άρπαξε ξανά. Έχασα την ισορροπία μου αλλά με κράτησε πριν πέσω κάτω. Γύρισα το βλέμμα μου στη διασταύρωση. Στηρίχτηκα στα πόδια μου και προσπάθησα να φύγω πάλι προς τα εκεί. Αλλά δεν με άφηνε. Μούγκρισα και πάλεψα να απελευθερωθώ με μεγαλύτερη δύναμη κοιτώντας το δρόμο που έμοιαζε να σβήνει. Τα χέρια άρχισαν να με σφίγγουν περισσότερο. Πανικοβλήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω ενώ μου έβαλε τα χέρια στο στόμα για να σωπάσω. Δεν γνώριζα το πρόσωπό του. Δεν άκουγα τη φωνή του. Ένοιωσα το αίμα να τρέχει ζεστό ανάμεσα στα πόδια μου. Σταμάτησα να ουρλιάζω. Ο Αιμίλιος. Ναι, τον αναγνώριζα. Ήταν ο Αιμίλιος. Αλλά κάποιος χαμήλωνε τα φώτα και εγώ ήμουν τόσο κουρασμένη. Λιποθύμησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου