Συνήλθα μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Ο Χρήστος βρισκόταν πλάι μου. Ανήσυχος έλεγε βλακείες καθώς προσπαθούσε να με συνεφέρει. Τα τζάμια του αυτοκινήτου ήταν θολά. Άκουσα τον Αιμίλιο και την Μαρία να μιλούν. Ο Χρήστος έστρεψε το πρόσωπό μου προς το μέρος του. Μια παράξενη ζέστη με αγκάλιαζε. Έψαξα στα τυφλά το χερούλι για να ανοίξω την πόρτα. Ήμουν στο δρόμο. Ήμουν ο δρόμος. Χαμογέλασα στον Χρήστο και άνοιξα την πόρτα γέρνοντας το κορμί μου προς τα έξω. Με άρπαξε με μία κραυγή πόνου ενώ το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα. Η Μαρία άρχισε να ουρλιάζει. Κοίταζα το δρόμο από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου. Το κεφάλι μου με πονούσε αφόρητα. Ο Αιμίλιος σταμάτησε το αυτοκίνητο και ήρθε στην πόρτα. Βοήθησε τον Χρήστο να με βάλουν μέσα. Ζήτησε από την Μαρία να οδηγήσει και κάθισε πίσω. Με έβαλαν στην μέση και το αυτοκίνητο ξεκίνησε ξανά. Ο Χρήστος έβριζε τρίβοντας το χέρι του. Έκλεισα τα μάτια. Ο Αιμίλιος μου κρατούσε το χέρι σφιχτά.
Μετά από κάποια ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο δρόμος χάθηκε. Κρύφτηκε. Ο Χρήστος κατέβηκε πρώτος. Τον ακολούθησα και πίσω μου ερχόταν ο Αιμίλιος. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, έπρεπε να ελαττώσω την παραμονή μου στο νοσοκομείο. Σκέφτηκα τον Στέφανο. Νόμιζα πως το κεφάλι μου θα σπάσει. Μπήκαμε στο ιατρείο. Ζήτησα να βγουν ο Αιμίλιος και ο Χρήστος έξω.
Προσπάθησα να αυτοσυγκεντρωθώ. Έπρεπε να είμαι πειστική. Τους είπα λοιπόν ότι με είχαν ληστέψει και καθώς αντιστάθηκα με χτύπησαν για να πάρουν τα πράγματά μου. Ξεκίνησαν να καθαρίζουν το πρόσωπό μου και να μου κάνουν ερωτήσεις. Δεν με πίστεψαν αλλά τα λεφτά, που θα έπαιρναν, εξαγόραζαν τη συγκατάβασή τους. Τους εξήγησα ότι δεν επιθυμούσα να με εξετάσουν και ότι ήθελα απλά ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο. Προθυμοποιήθηκαν να μου κάνουν εξετάσεις αίματος, αξονικές, υπερήχους και ό,τι άλλο θα ανέβαζε το λογαριασμό. Τους είπα ότι είμαι γιατρός και τους έκοψα τα πολλά-πολλά. Μου έκαναν την παυσίπονη και βγήκα έξω. Την πληρώσαμε όσο κόστιζε ολόκληρη την παρτίδα και βγήκαμε έξω. Ο Αιμίλιος εξαφανίστηκε όταν είδε τους φωτογράφους, που είχαν πάει για άλλο θέμα και έτσι βγήκαμε με τον Λημνιό έξω να ψάξουμε ταξί.
- Δεν νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να έμενες μέσα και να
έκανες εξετάσεις; Με ρώτησε ανήσυχος.
- Θα ήθελες να μαθευτεί τι έγινε με τον Στέφανο; Ή θα ήθελες να
μάθει η Μαρία πόσοι ήμασταν πριν λίγο στο αυτοκίνητο; του απάντησα εκνευρισμένα καθώς έπαιρνα την τσάντα μου.
- Θα μείνεις σπίτι μου απόψε και αν αρχίσεις τα τρελά σου πάλι,
σε προειδοποιώ, σε πήρα σηκωτή και ήρθαμε. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του.
- Έλα Αιμίλιε, μόλις βγήκε. Μια χαρά είναι. Ξεκούραση
χρειάζεται… Όχι, δεν θα μείνει μέσα. Θα έρθει μαζί μου στο σπίτι μου. Μην ανησυχείτε, θα την προσέχω εγώ… Να περάσετε καλά στο party. Χρόνια πολλά. Χιλιόχρονος και για του χρόνου σου εύχομαι τα πιο βαρετά γενέθλια της ζωής σου.
Είχαμε φτάσει μπροστά στα ταξί. Ο Χρήστος είπε την διεύθυνσή του και μπήκαμε μέσα.
- Θα έμεναν αλλά είχαν να πάνε σε ένα party. Καλύτερα.
Χρειαζόμαστε λίγη ησυχία απόψε, είπε και με έπιασε από το χέρι.
Φτάσαμε αμίλητοι στον προορισμό μας. Ο Χρήστος πλήρωσε και
κατεβήκαμε από το ταξί. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του. Ήταν τεράστιο. Η Μαρία είχε δίκιο. Ο Λημνιός άναψε το θερμοσίφωνα και χάθηκε στο διάδρομο.
- Πρέπει να σου βρω ρούχα να φορέσεις. Μην πηδήξεις από το
μπαλκόνι. Τουλάχιστον όχι πριν σου δείξω τα ρούχα σου. Θες να παραγγείλουμε να φάμε κάτι; Ο θερμοσίφωνας θα χρειαστεί λίγη ώρα για να ζεστάνει το νερό…
Όσο ο Χρήστος φλυαρούσε άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα
μπαλκόνι. Έβλεπε όλη την Αθήνα. Πάνω στο τραπεζάκι είχε ξεχασμένο ένα πακέτο τσιγάρα. Το πήρα, το άνοιξα και ευτυχώς είχε και αναπτήρα μέσα στο πακέτο. Κάθισα στο πάτωμα του μπαλκονιού με την πλάτη στον τοίχο και άναψα τσιγάρο μέσα στο ημίφως. Πριν προλάβω να τελειώσω το τσιγάρο, ο Χρήστος είχε ορμήσει στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοιτούσε με αγωνία το πεζοδρόμιο.
- Εμένα ψάχνεις; Τον ρώτησα και εκείνος από την τρομάρα του
έχασε την ισορροπία του για μια στιγμή.
- Θα με πεθάνεις πριν την ώρα μου. Και αν δεν τα καταφέρεις, να
είσαι σίγουρη ότι ένα έμφραγμα, ένα εγκεφαλικό θα μου το κάνεις δώρο και δεν θα ξέρω πώς να βγω από την υποχρέωση μετά. Έλα, σήκω να αλλάξεις, να βάλεις ένα ρούχο της προκοπής και δώσε μου τα ρούχα σου να τα βάλω στο πλυντήριο. Μην κλειδωθείς στο μπάνιο και πρέπει να τη σπάσω μετά, σε περίπτωση που γίνει κάτι γιατί η μανούλα μου θα μου σπάσει το κεφάλι.
- Καλά.. καλά… απάντησα και άναψα δεύτερο τσιγάρο. Του
πρόσφερα τσιγάρο. Άναψε και εκείνος ένα και έκατσε δίπλα μου.
- Έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει για το Στέφανο. Δεν είναι η
πρώτη του φορά. Μόλις ο Αιμίλιος σε άκουσε να του τα μασάς και συνειδητοποίησε ότι λείπατε και οι δύο, κατάλαβε αμέσως τι γινότανε. Ευτυχώς δεν είχατε προλάβει να απομακρυνθείτε. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου ξέφυγες. Πότε φύγατε και δεν σας είδα. Αν σας είχα δει…
- … και αν πετάει το πουλί… Κοίτα, δεν θέλω να το συζητήσω. Δεν θέλω να συζητήσω τίποτα απόψε, για να είμαι ακριβής.
Συνεχίσαμε να καπνίζουμε στα σκοτεινά. Κάποια στιγμή ο Χρήστος σηκώθηκε και μου τείνοντας το χέρι του μου είπε.
- Έλα να κάνεις μπάνιο, το νερό πρέπει να έχει ζεσταθεί.
Με σήκωσε και με οδήγησε στο μπάνιο. Μου έδωσε τα ρούχα,
πετσέτες και ανοίγοντας το ντουλαπάκι του μπάνιου έβγαλε σερβιέτες και μου έδωσε.
- Για τις δύσκολες νύχτες του μήνα, μου είπε κλείνοντάς μου το
μάτι. Δεν έχεις ιδέα, πόσο απαιτητικές έχουν γίνει οι γυναίκες τελευταία.
Βγήκε έξω από το μπάνιο και άφησε την πόρτα μισάνοιχτη περιμένοντας τα ρούχα μου. Του τα έδωσα και μπήκα κάτω από το ντους. Δεν ένοιωθα τίποτα. Κρύο, ζέστη.. τίποτα. Μηχανικά έκανα μπάνιο και βγήκα. Επέστρεψα στο σαλόνι όπου ο Χρήστος είχε αφήσει τα πράγματά μου. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού είχε αφήσει ό,τι είχε στις τσέπες μου και δεν έμπαινε στο πλυντήριο. Πλησίασα και είδα το ζιπάκι του Στέφανου. Κάθισα στον καναπέ και το χάζευα.
Ο Χρήστος ήρθε στο σαλόνι και με είδε να κοιτάζω το ζιπάκι. Το πήρε στα χέρια του και μου είπε
- Αυτό δεν είναι δικό σου, έτσι δεν είναι; Θα το θυμόμουν. Ούτε του Αιμίλιου είναι. Τίνος είναι αυτό;
- Του Στέφανου. Μου το έδωσε αφού βγήκαμε από το θέατρο και πριν αρνηθώ να πάω μαζί του και γίνουν όλα τα υπόλοιπα. Είπε ότι ήταν μία έκπληξη, για μένα.
- Αρκετές εκπλήξεις σου έκανε για σήμερα. Εγώ λέω να το πετάξουμε και να παραγγείλουμε να φάμε. Τι λές;
- Έχεις υπολογιστή; Απάντησα
Ο Χρήστος εξαφανίστηκε για λίγο και επέστρεψε με ένα laptop. Το άνοιξε, συνέδεσε το ζιπάκι και άνοιξε τα αρχεία του. Δεν μιλούσε. Μόνο άνοιγε το ένα αρχείο πίσω από τον άλλο. Ήρθε με το laptop δίπλα μου και μου έδειξε την οθόνη. Είχε ανακαλύψει το blog μου. Αποθήκευε κάθε μου ανάρτηση, κάθε σχόλιο, κάθε κίνηση ενώ είχε και τους κωδικούς μου σε ένα φάκελο. Οι κωδικοί για το blog, το email, το messenger ήταν όλα εκεί… τα emails μου αποθηκευμένα, τα κείμενα που δεν είχα ανεβάσει ακόμα και δίπλα ακόμα ένας φάκελος με emails και μηνύματα, που είχαμε ανταλλάξει. Τον ήξερα τον Στέφανο. Όχι σαν Στέφανο όμως. Με το ψευδώνυμό του, με μια ψεύτικη ζωή, μικρή και ασήμαντη να χωρά στις 2 διαστάσεις την οθόνης. Κοίταζα τα μηνύματα και ήταν σαν να παρακολουθώ έναν ιό να καταστρέφει τα πάντα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Σε τούτη τη ρώσικη ρουλέτα η σφαίρα βρισκόταν στην δική μου θαλάμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου