Αφού έγραψα ένα κειμενάκι αποφάσισα να κάνω διάλλειμα. Δεν ήταν μέρα για να μείνω στο σπίτι. Στο μυαλό μου σχηματίστηκε η εικόνα του άντρα στο ανθοπωλείο. Έκλεισα τον υπολογιστή, ντύθηκα πρόχειρα και κατευθύνθηκα προς τον ηλεκτρικό. Έφτασα στο Μαρούσι και κατέβηκα. Κοίταξα το κινητό. Κανένα μήνυμα, καμία κλήση. Το απενεργοποίησα και κατευθύνθηκα στο μαγαζί με τα παγωτά. Κατασκόπευα το μαγαζί και τον είδα να βγαίνει για να εξυπηρετήσει μία κυρία. Πλησίασα και έκανα πως χαζεύω τις γλάστρες όσο εκείνος καρφίτσωνε συσκευασίες περιτυλίγματος. Η κυρία πλήρωσε, βγήκε και πλησίασα τη βιτρίνα. Δεν ήταν κανένας άλλος μέσα.
Έτρωγα το παγωτό υποκρινόμενη ότι κοιτάζω τη βιτρίνα και προσπαθώντας να βρω μια έξυπνη ατάκα για να ξεκινήσω συζήτηση αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Στάθηκα στην πόρτα με τον ώμο μου και τον κοιτούσα που μιλούσε στο τηλέφωνο. Με κοίταξε και μου έγνευσε ότι τελείωνε το τηλέφωνο και θα ερχόταν να με εξυπηρετήσει. Την ώρα που μου γύρισε την πλάτη, εξαφανίστηκα προς το παγωτατζίδικο. Αγόρασα ένα δεύτερο παγωτό και κάθισα στα σκαλιά μπροστά στο μαγαζί. Με είδε και βγήκε.
-Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-Μπορώ να σας κεράσω ένα παγωτό, απάντησα στον ίδιο τόνο. Κάθισε. Αυτό το παγωτό είναι δικό σου. Δεν έριξα τίποτα μέσα. Ακόμα.
Του πρόσφερα το παγωτό. Αμήχανα το πήρε στα χέρια του.
-Προτιμώ να μείνω όρθιος, ευχαριστώ για το παγωτό.
-Είμαι καινούρια στην πόλη και δεν γνωρίζω κανέναν. Δεν ήθελα να μείνω άλλο κλεισμένη στο σπίτι και αποφάσισα να βγω μια βόλτα. Δεν είχα πού να πάω και σκέφτηκα να ‘ρθω εδώ. Θα σκέφτεσαι πως είμαι τρελή αλλά απόψε δεν ήθελα να γνωρίσω στο νετ ακόμα έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο και να λέω βλακείες επαναπαυμένη στο ότι αν δεν θέλω δεν θα τον συναντήσω ποτέ. Με λένε Άννα και ναι πιστεύω ότι είσαι γοητευτικός άνδρας αλλά δεν ήρθα εδώ για να στην πέσω.
-Τζοβάνι De Cortu. Οι φίλοι με φωνάζουν "Το κοράκι" είπε και κάθισε δίπλα μου τρώγοντας το παγωτό.
-Μάλλον δεν κάνω καλό στο μαγαζί με το να καθόμαστε εδώ πέρα ε;
-Το τηλέφωνο το ακούω, την πόρτα την βλέπουμε, σήμερα δεν είναι γιορτή, ούτε έχει κόσμο, οπότε υποθέτω δεν πειράζει είπε χαμογελώντας.
Έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και άναψα ένα, κάνοντας τασάκι την άδεια συσκευασία του παγωτού.
-Καπνίζεις; Να προσφέρω ένα;
-Με τη σειρά ένα-ένα. Πρώτα το παγωτό και μετά το τσιγάρο με τον καφέ, που θα κεράσω εγώ. Πού μένεις;
-Κάτι στάσεις μακριά με τον ηλεκτρικό αλλά έρχομαι εδώ για βόλτα. Έχετε περισσότερη ησυχία. Τα αδέσποτα, που σε γυροφέρνουν, εσύ τα ταΐζεις και ήρθαν για το φαγητό τους;
-Ναι, σε ενοχλούν; Είπε απόμακρα.
-Όχι καθόλου, απάντησα χαϊδεύοντας ένα τεράστιο αδέσποτο, που με είχε πλησιάσει προσπαθώντας να αρπάξει το αυτοσχέδιο τασάκι μου.
-Περίμενε τότε λίγο είπε και μπήκε μέσα στο μαγαζί, έβγαλε ένα μεταλλικό μπωλ με σκυλοτροφή και άλλο ένα με νερό και τα άφησε σε μία άκρη.
Με μιας μαζεύτηκαν 3-4 αδέσποτα και ξεκίνησαν να τρώνε και να πίνουν αχόρταγα νερό.
-Τι καφέ θες; Σε Φρέντο έχουμε εμένα μόνο.
-Εσένα τότε. Αστειεύομαι. Ένα φραπέ γλυκό χωρίς γάλα αν σερβίρει το κατάστημα.
-Έφτασεεεε, είπε και χάθηκε μέσα στο μαγαζί αφήνοντας λίγο από το παγωτό του να του το κλέψει ένα αδέσποτο.
Το φως άρχισε να χάνεται και οι δρόμοι να ερημώνουν. Πριν προλάβω να μελαγχολήσω εμφανίστηκε πάλι με 2 ποτήρια καφέ. Μου πρόσφερε το ένα και κάθισε δίπλα μου.
-Δεν ξέρω αν τον πέτυχα. Νομίζω ότι θέλω εξάσκηση ακόμα. Ξεχνάω τις οδηγίες συνεχώς. Για αυτό δεν άνοιξα καφετέρια. Θα φταίει το ντεκαπάζ είπε και έδειξε γελώντας τα γκρίζα του μαλλιά. Πέσανε κιόλας και να δω τώρα πως θα τα μακρύνω για να κρύβω την καραφλίτσα.
Την ώρα που γελούσα μια μηχανή σταμάτησε μπροστά μας. Μόλις ο αναβάτης έβγαλε το κράνος αναγνώρισα τον Αιμίλιο. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Κατέβηκε από την μηχανή και στάθηκε μπροστά μου.
-Ήρθα να σε πάρω.
-Γιατί; Είχαμε ραντεβού και το ξέχασα; Απάντησα ενοχλημένη. Έχω παρέα και περνάμε καλά από ό,τι βλέπεις.
-Έχουμε δουλειά. Έχουμε μείνει πίσω, είπε τραβώντας με από το χέρι και αναγκάζοντάς με να σηκωθώ. Ο Τζοβάνι είχε μείνει άφωνος και τον κοίταζε χωρίς να ξέρει τι να κάνει και να πει. Θα ‘ρθεις μαζί μου. Τώρα.
-Αν δεν θέλει, δεν έχει να πάει πουθενά.
Προσπάθησε να μπει ανάμεσά μας αλλά ο Αιμίλιος δεν δεχόταν όχι για απάντηση εκείνη τη στιγμή. Ένα ζευγάρι περαστικών στο απέναντι πεζοδρόμιο είχε σταματήσει και μας κοιτούσε περίεργα. Είχε αναγνωρίσει τον Αιμίλιο και προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται. Γύρισα και κοίταξα τον Τζοβάνι. Παρόλο που δεν με ήξερε, αν επέμενα πως δεν θέλω να πάω με τον Αιμίλιο, θα γινόταν φασαρία.
-Άσ’ το, απάντησα στον Τζοβάνι. Πρέπει να πάω, γίναμε θέαμα. Υποχρεώσεις είναι αυτές. Είπα να κάνω κοπάνα σήμερα αλλά φαίνεται πως η πόλη σας δεν τα συγχωρεί αυτά.
-Αν δεν θες, δεν έχεις λόγο να πας, μου είπε πιάνοντάς με από το χέρι.
-Ευχαριστώ για τον φραπέ. Θα ‘ρθω μια άλλη φορά να τον πιω και να μου τον πεις. Χαμογέλασα και του έδωσα πίσω το ποτήρι, πηγαίνοντας στη μηχανή. Ο Αιμίλιος ανέβηκε πρώτος βάζοντας το κράνος. Τον ακολούθησα και χαθήκαμε από τον κόσμο που είχε αρχίσει να μας κοιτάζει περίεργα.
Σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μου εκνευρισμένος. Κατέβηκα από τη μηχανή και ξεκλείδωσα την πόρτα της εισόδου. Με την άκρη του ματιού είδα τον Αιμίλιο να παρκάρει και να έρχεται πίσω μου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα, με ακολούθησε χωρίς να πει λέξη. Μπήκαμε στο ασανσέρ και ανεβήκαμε στο διαμέρισμα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Άφησα τα πράγματά μου να πέσουν στο πάτωμα και πήγα προς την κουζίνα. Ο Αιμίλιος με άρπαξε, με γύρισε προς το μέρος του και τα χέρια του με έσφιξαν σαν μέγγενη.
-Τι δουλειά είχες εκεί; Από πού τον ξέρεις αυτόν;
-Δεν σου πέφτει λογαριασμός και δεν έχεις δικαίωμα να με ελέγχεις! Ακούς; Του φώναξα καθώς πάλευα να απελευθερωθώ. Τι με κοιτάς έτσι; Είπαμε μήπως λόγια μεγάλα; Λόγια φανταχτερά; Είπες μήπως πως μ’ αγαπάς; Σου είπα εγώ πως σ’ αγαπώ; Σου ζήτησα κάτι; Τι θέλεις από μένα;
-Εσένα.
-Με έχεις σαν ένα βιβλίο δανεικό. Το ξεφυλλίζεις και το πετάς για να το πάρει άλλος. Και είσαι και βιαστικός. Σου αρκεί η περίληψη στο οπισθόφυλο.
-Σκάσε. Σταμάτα, που να σε πάρει.
-Δεν θέλω να τσακωθούμε. Δεν έχει νόημα. Δεν σου ζητώ τίποτα. Ούτε λέξεις που δεν νοιώθεις να πεις, ούτε χρόνο από όσο σου περισσεύει. Δεν έχεις δικαίωμα λοιπόν, να…
Με φίλησε σαν να ήθελε να με πνίξει. Πάλευα να ξεφύγω.
-Άφησε με! Αιμίλιε σταμάτα! Φύγε από το σπίτι μου! Τώρα! Σε άφησα να ανέβεις για να μην γίνει σκηνή κάτω στο δρόμο. Φύγε! Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Δεν σου ζητώ τίποτα περισσότερο από ότι έδωσες αλλά φύγε τώρα πριν με μάθεις να ονειρεύομαι.
Πήγα στην κουζίνα και έψαξα για αλκοόλ. Άνοιξα το ντουλάπι και βρήκα μια στοίβα τσιγάρα και αναπτήρες σε ένα ταπεράκι. Άναψα τσιγάρο και άνοιξα μια μπύρα. Ο Αιμίλιος στεκόταν στην πόρτα.
-Δεν θέλω να τσακωνόμαστε. Να χωρίσουμε θέλω. Πριν σου ζητήσω κάτι. Δεν μου ανήκεις. Είναι μια τρέλα αυτό που ζούμε αυτές τις μέρες και δεν οδηγεί πουθενά. Η ζωή δεν είναι παράσταση Αιμίλιε. Στην δική μου δεν είσαι πρωταγωνιστής. Ο ρόλος σου τέλειωσε. Εδώ. Απόψε. Και τώρα είναι η ώρα να φύγεις. Σε παρακαλώ. Απόψε σου ζητάω κάτι για πρώτη φορά. Σεβάσου το.
Έκανε μεταβολή και σκόνταψε καθώς έφευγε βιαστικά πάνω στα πράγματά μου. Κλώτσησε νευριασμένα την τσάντα μου σαν να ήταν μπάλα και τα πράγματα πετάχτηκαν σε όλο το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα και βγαίνοντας την χτύπησε όσο πιο δυνατά μπορούσε πίσω του.
Άφησα την μπύρα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου. Πόσο ηλίθια πρέπει να είναι κάποια για να κουβαλάει τα τεστ εγκυμοσύνης μαζί της; Τα μάζεψα και τα έβαλα σε μια μικρή σακουλίτσα. Την έκανα κόμπο και την πέταξα στα σκουπίδια.
Κατέβασα τις σακούλες των σκουπιδιών στον κάδο. Δόξα των Θεώ είχε βρωμίσει ο τόπος. Τα πέταξα και κοντοστάθηκα για λίγο. Έβγαλα ένα νόμισμα από την τσέπη και το πέταξα στον σκουπιδοτενεκέ. Οι βόλτες τελειώσανε. Γύρισα στο σπίτι. Έκανα ένα ντουζ και έπεσα στο κρεβάτι. Αύριο έπρεπε να σηκωθώ νωρίς για την πρόβα.
1 σχόλιο:
Parakolouthw ta dihghmata sou edw kai kapoio kairo. Grafeis psilokataplhktika. Einai omorfo na anakalyptoume diamantakia pou kai pou mesa sta skoupidia twn blog. Na sai kala
Δημοσίευση σχολίου