Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να χαλαρώσω. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Ο Λημνιός είχε όρεξη βραδιάτικα. Σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα κρατώντας το τηλέφωνο και διαφημιστικά φυλλάδια φαγητού. Ανοίγοντας την πόρτα είδα τον Αιμίλιο να στέκεται στην πόρτα. Πάγωσα. Οπισθοχώρησα και προσπάθησα να κλείσω την πόρτα. Με πρόλαβε και έβαλε το πόδι του στο άνοιγα και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε στο σπίτι.
Αυτή η μέρα δεν θα τέλειωνε ποτέ. Το έβαλα στα πόδια και κρύφτηκα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο και κρύφτηκα μέσα. Ο Αιμίλιος με ακολούθησε σιωπηλός. Άνοιξα ένα κουτάκι μπύρας και κάθισα στον πάγκο της κουζίνας. Ο Αιμίλιος με πλησίασε. Πήρε το κουτάκι της μπύρας. Δεν θα έφευγε. Όχι απόψε. Έβγαλα το μπουφάν του καθώς με φιλούσε. Άνοιξα τις τσέπες του και άρχισα να πετάω ένα-ένα τα πράγματά του στο πάτωμα. Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες του παντελονιού του και άρχισα να τις αδειάζω και αυτές.
-Μάζεψε τη ζωή σου από το πάτωμα και φύγε σε παρακαλώ, είπα κατεβαίνοντας από τον πάγκο της κουζίνας. Τα βλέπεις πόσο ήσυχα στέκουν παραπεταμένα; Εγώ δεν θα σε περιμένω, να με μαζέψεις από τα πατώματα.
Πήρα το κουτάκι της μπύρας και γύρισα στο σαλόνι. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω. Από το σαλόνι άρχισε να ακούγεται μουσική. Meredith Brooks. What Would Happen If We Kissed? Ήθελα τσιγάρο. Αλλά τα είχα αφήσει μέσα στο σπίτι. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να μπω στο σαλόνι. Κοίταξα στο τραπέζι. Στο κουτάκι, που βρισκόταν επάνω, ήταν ένα πακέτο και αναπτήρας. Πήγα να το ανοίξω και ένοιωσα το χέρι του Αιμίλιου πάνω στο δικό μου.
-Απόψε δεν είναι η ζωή μου στο πάτωμα. Πέταξε ό,τι θες. Μη φεύγεις. Κοίτα με. Κανένας δεν φεύγει από εδώ αν δεν το συμφωνήσουμε και οι δυο.
Στηρίχτηκα στο κάγκελο και έγειρα προς το δρόμο.
-Έχεις δίκιο. Κανένας δεν φεύγει αν δεν το συμφωνήσουμε και οι δυο. Κανείς. Ή μήπως και οι δυο; Παραπάτησα και με άρπαξε και με έφερε μέσα στο σαλόνι.
-Τι θες; Να σου πω λόγια, που δεν τα εννοώ; Να σου υποσχεθώ κάτι, που δεν θα γίνει ποτέ; Γιατί δεν απολαμβάνεις την παράσταση και υπολογίζεις από τώρα το χειροκρότημα; Στον έρωτα τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ. Τα ονόματα αλλάζουν.
- Γιατί γύρισες;
- Γιατί δεν θέλω να αλλάξω ονόματα, όχι απόψε.
Το κινητό του άρχισε να χτυπά. Ήταν ο ήχος της Μαρίας. Δεν μπορούσε να μην το σηκώσει. Μιλούσε στο τηλέφωνο και μάζευε τα πράγματά του στις τσέπες του. Βγήκα στο μπαλκόνι ξανά. Άκουσα την πόρτα του σαλονιού να κλείνει πίσω μου. Τον είδα να βγαίνει στο δρόμο, να ανεβαίνει στη μηχανή και να χάνεται.
Μπήκα στο σπίτι. Στο πάτωμα στέκονταν ένα σημείωμα του Αιμίλιου.
«Φεύγουμε για Σίφνο. Σε περιμένω στο λιμάνι αύριο. Η παράσταση δεν τέλειωσε ακόμα».
Πόσες ψευδαισθήσεις μπορώ να στριμώξω σε λίγες σελίδες; Ανοίγω τον υπολογιστή. Κολλάω το σημείωμα του Αιμίλιου στην οθόνη με λίγο σελοτέιπ. Συνδέομαι στο ίντερνετ. Κοιτάζω το ρολόι. Ο χρόνος περνά. Αδίστακτος. Και μέσα στην απώλεια του, φαντάζει κάθε φορά και πιο σημαντικός.
Ίσως απόψε που ξαναγράφω την ιστορία, ίσως και εσύ να είσαι πιο σημαντικός. Σκηνοθετώ την απώλειά σου, φωτίζω το ασήμαντο, πλαγιάζω το εφήμερο. Ξημερώνει. Κλείνω τον υπολογιστή, βάζω ξώβεργες και βγαίνω στους δρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου