Κυριακή, Ιουνίου 08, 2008

Λύκε – Λύκε είσαι εδώ;




Στριφογυρίζω στο κρεβάτι δεν με πιάνει ύπνος. Ντύνομαι και κατεβαίνω στο δρόμο. Μπαίνω στον ηλεκτρικό και κάθομαι απέναντι από το παράθυρο. Φτάνω στο τέλος της διαδρομής. Κατεβαίνω και περιμένω το δρομολόγιο για την αντίθετη κατεύθυνση. Κάθομαι και πάλι και χαζεύω μέχρι τη στάση, που λέει Μαρούσι. Το τραίνο σταματά και κατεβαίνω. Πηγαίνω στο ανθοπωλείο αλλά είναι κλειστό. Κάθομαι στα σκαλάκια. Πώς να περάσει η νύχτα. Ψάχνω στην τσέπη μου για κέρματα. Βρίσκω ένα και το πετάω στο δρόμο. Την ώρα που το παρακολουθούσα να πέφτει στην άσφαλτο, ένοιωσα βήματα δίπλα μου και κάποιος να κάθεται στο σκαλάκι δίπλα μου.

-Είσαι καλά;

-Μια χαρά…

-Να υποθέσω πως δεν έχεις όρεξη για κουβέντα, ε; Αλλά είσαι λίγο μακριά από το σπίτι σου για να κάθεσαι μόνη στο δρόμο μέσα στη νύχτα.

-Γιατί; Σου μοιάζω για κοκκινοσκουφίτσα; Ή μήπως είσαι ο κακός λύκος;

-Ευσεβής πόθος, αλλά φευ! δεν πείθω κανέναν πια. Φταίνε και τα δόντια που πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Άρπαξες, δεν προσέχεις με την ήλιο. Θα σε μαλώσω. Πήγες εκδρομούλα;

-Ναι.

-Με τον κύριο που ήταν εδώ την τελευταία φορά;

-Ναι.

-Θες να πάμε για ποτό να συζητήσουμε;

-Όχι. Έχει πολύ φασαρία. Θέλω λίγη ησυχία τώρα.

-Θες να φύγω; Να σε αφήσω μόνη σου;

-Όχι. Τη φοβάμαι την αποψινή νύχτα. Κάθισε. Να σου πω κάτι να γελάσεις; Νομίζω ότι σε ξέρω από κάπου. Κάτι με τραβά σαν μουσική.

-Πρέπει να σου πω κάτι πριν συνεχίσεις.

-Έχεις σχέση, το ξέρω. Θα σου φανεί παράξενο αλλά νοιώθω σαν να είχαμε ένα ραντεβού. Σαν να είχαμε πει σε μια άλλη ζωή πως θα ξαναβρεθούμε και πως τώρα που βρεθήκαμε, θα ‘πρεπε να δώσουμε σημάδια, πως αναγνώρισε ο ένας τον άλλον πριν πάει παρακάτω. Μέρες το σκέφτομαι, ποιο να είναι εκείνο το σημάδι, που θα έπρεπε να σου δώσω. Αλλά δεν το βρίσκω. Θα με περνάς για τρελή, ε;

-Υπάρχουν πολλά, που δεν τα καταλαβαίνουμε σε αυτή τη ζωή.

- Τα χέρια μου είναι άδεια. Δεν έφερα τίποτα μαζί μου. Δεν είμαι σίγουρη αν πήρα, αν χρωστάω, αν ήρθα να γνωριστούμε ή να σε αποχαιρετήσω. Σηκώθηκα από τα σκαλάκια να φύγω.

- Μη φύγεις. Όχι ακόμα.

-Μη με κάνεις να γυρίσω.

-Γύρνα και κοίτα με.

-Τι θέλεις;

Με άρπαξε και με φίλησε.

- Νομίζω ότι αυτό ήθελες. Μην ξανάρθεις όμως εδώ. Δεν θα παίξω το παιχνίδι σου.

Έφυγα. Πρόλαβα το τελευταίο τραίνο και γύρισα στο σπίτι. Ξεκλείδωσα τις πόρτες, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα στην κρεβατοκάμαρα και έπεσα στο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκα καθώς σκεφτόμουν τη θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: